Στην παράσταση αυτή θέατρο και κινηματογράφος συνθέτουν μία ατμόσφαιρα, όπου οι ήρωες-ναυαγοί διηγούνται, με αθωότητα, τις ιστορίες τους μέσα σε νιφάδες χιονιού που χορεύουν τριγύρω τους. Η παράσταση «αφηγείται» την εξής ιστορία: Το 1914, μία ομάδα κινηματογραφιστών και ηθοποιών αποφασίζει να γυρίσει μία βωβή ταινία, που βασίζεται στο έργο του Ιουλίου Βερν. Ενας αφηγητής παρακολουθεί τις προσπάθειές τους και παρουσιάζει στο κοινό τη δράση τους. Τα πρόσωπα και το κινηματογραφικό συνεργείο, μέσα στη σάλα χορού και χαρτοπαιξίας «Τρελή Ελπίδα», στήνουν τα ζωγραφιστά σκηνικά, χρησιμοποιούν μηχανές ατμού, προβάρουν κοστούμια, γράφουν διαλόγους πάνω σε χαρτόνια και παίζουν μπροστά σε μια κάμερα, σύμφωνα με την υποκριτική της εποχής. Ομως, τα όνειρα της κινηματογραφικής ομάδας, για την ταινία και για έναν καλύτερο κόσμο, διακόπτει η έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και το ναυάγιό της πηγαίνοντας προς την Αυστραλία.
Η αφήγηση της παράστασης εμπλέκει θεατές, αφηγητή και ηθοποιούς σε μια μαγική ατμόσφαιρα παιδικής αγνότητας. Οι ήρωες του έργου είναι τόσο αφοσιωμένοι στην τέχνη του κινηματογράφου, όσο είναι οι ηθοποιοί του «Θεάτρου του Ηλιου» αφοσιωμένοι στη θεατρική τέχνη. Η απλότητα που χαρακτηρίζει τις παραστάσεις του θιάσου κυριαρχεί και σε αυτή την παράσταση, καθώς βασική πεποίθηση είναι ότι «η ίδια η ζωή είναι ήδη αρκετά πολύπλοκη, δε χρειάζεται να είναι και το θέατρο». «Σκέφτομαι ότι το πιο πολιτικό θέαμα που μπορούμε να κάνουμε είναι ένα θέαμα που να μεταδίδει ενθουσιασμό, καθαρότητα, ανθρώπινη ελπίδα», τονίζει η Μνουσκίν.
«Φύλλα» της ζωής κάθε ανθρώπου είναι οι μνήμες του. Τα βιώματά του, θετικά ή αρνητικά (οικογενειακά, ερωτικά, φιλικά, εργασιακά). Οι αξίες και ιδέες του. Οι συνθήκες και ο τρόπος ζωής του. Οι ανάγκες, οι συνήθειες, οι συμπεριφορές, οι σχέσεις του με άλλους. Οι στόχοι, οι επιθυμίες, οι ελπίδες, οι απογοητεύσεις του. Ο άνθρωπος, κάθε τόσο, με αλλιώτικη κάθε φορά «ματιά» και αιτία κάνει μερικό «λογαριασμό» της μέχρι τότε ζωής του, μέχρι να κάνει το συνολικό και οριστικό «απολογισμό». Η ζωή μιας γυναίκας είναι το θέμα του αφηγήματος του Ανδρέα Φλουράκη «Φύλλα της», που επαναλαμβάνεται στο θέατρο «Επί Κολωνώ». Μια σχετικά νέα ακόμα και ερωτεύσιμη γυναίκα, μοναχοπαίδι, ορφανεμένη από μικρή από μάνα, μεγαλωμένη από τον πατέρα της, που δεκαεφτάχρονη ερωτεύθηκε έναν συμμαθητή της, που μεγαλώνοντας γνώρισε και άλλους άντρες, ακόμα και σε μπαρ και για μια μόνο βραδιά, που απολύθηκε επειδή αντέδρασε στην παρενόχληση του αφεντικού, που παντρεύτηκε και παράτησε τον άντρα της μετά από λίγους μήνες, γιατί εκείνος ενοχλήθηκε που από απροσεξία έχασε μέσα στο σπίτι τη βέρα της και μη βρίσκοντάς την αγόρασε άλλη. Μια γυναίκα, που ξεπέρασε τη στεναχώρια του χωρισμού και ζει μόνη, με «ελευθερία» κι «ευτυχία» για τα όμορφα φυτά στο μπαλκόνι της, όπως λέει ότι νιώθει, προσπαθώντας, ίσως, να νιώσει έτσι. Πάντως, κάθε άλλο παρά «ελευθερία» και «ευτυχία» συνιστά η μοναξιά. Αυτή η ουσία δεν τίθεται από το κείμενο, αλλά που - προς όφελος και του κειμένου - εμμέσως «διατυπώνεται» από τη λιτή, άμεση, αλλά και αισθαντική ερμηνεία της Λίλας Καφαντάρη.