ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Μάη 2005
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ
Κυρίαρχες οι μεγάλες επιχειρήσεις

Αποτελούν το 5,5% και αυξάνουν διαρκώς κέρδη και μερίδιο αγοράς, ενώ τουλάχιστον οι μισές μικρές επιχειρήσεις παρουσίασαν μείωση τζίρου και κερδών

Οι τζίροι των μικρών εμπορικών μειώνονται, όπως και τα κέρδη, τα λειτουργικά έξοδα και οι φόροι αυξάνονται και τα προβλήματα μεγαλώνουν
Οι τζίροι των μικρών εμπορικών μειώνονται, όπως και τα κέρδη, τα λειτουργικά έξοδα και οι φόροι αυξάνονται και τα προβλήματα μεγαλώνουν
Τα συνοικιακά και όχι μόνο μικρά εμπορικά καταστήματα αντιμετωπίζουν ακόμη μια χρονιά δυσπραγίας, κάτι που δεν ισχύει για την πλειοψηφία των μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου. Κι αυτό συμβαίνει παρόλο που τα επίσημα στοιχεία δείχνουν διατήρηση ή και αύξηση, ανάλογα το μήνα, της λιανικής κατανάλωσης, ανεξάρτητα αν αυτή θεωρείται επίπλαστη, καθώς αποδίδεται στην αύξηση της χρήσης πιστωτικών καρτών και καταναλωτικών δανείων. Οι τζίροι των μικρών εμπορικών μειώνονται, όπως και τα κέρδη, τα λειτουργικά έξοδα και οι φόροι αυξάνονται, η γκρίνια μεγαλώνει.

Αυτό που γνωρίζουν όλοι έρχεται να το επιβεβαιώσει η ετήσια έρευνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, η οποία παρουσιάζει στοιχεία για το 2003 και το 2004. Εκείνο που χάνουν οι «μικροί» του κλάδου το εισπράττουν και με το παραπάνω οι «μεγάλοι», οι ελληνικές και πολυεθνικές ΑΕ και ΕΠΕ, πολυκαταστήματα, αλυσίδες σούπερ μάρκετ και αλυσίδες καταστημάτων επώνυμων προϊόντων. Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση δεν είναι κάτι γενικό και αόριστο, έχει συνέπειες και αποτελέσματα, μεταβάλλει σταδιακά το «χάρτη» των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και δημιουργεί το βασικό χάσμα που από τη μια μεριά του έχει τους μικρούς και από την άλλη τους μεγάλους, είτε αυτοί ανήκουν επίσημα στις μεγάλες επιχειρήσεις, είτε τοποθετούνται στην κατηγορία των μεσαίων. Ετσι:

  • Το 2003 το 44,1% των ατομικών επιχειρήσεων και ΟΕ παρουσίασε σημαντική μείωση πωλήσεων και το 25,5% εμφάνισε στασιμότητα. Μόνο το 30,2% εμφάνισε αύξηση πωλήσεων. Τον ίδιο χρόνο αύξηση πωλήσεων παρουσίασε το 39,6% των ΑΕ και ΕΠΕ, στασιμότητα το 37% και σημαντική μείωση μόνο το 23,4%.
  • Τα μεικτά κέρδη του 48,4% των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων μειώθηκαν σημαντικά το 2003 και του 25,5% έμειναν στάσιμα. Αύξηση παρουσίασαν τα μεικτά κέρδη του 25,8%. Οι ΑΕ και ΕΠΕ σε ποσοστό 46% αύξησαν σημαντικά τα μεικτά κέρδη τους. Το 29,9% εμφάνισαν στασιμότητα και μόνο το 24,2% παρουσίασε μείωση μεικτών κερδών.
  • Στα κέρδη προ φόρου η κατάσταση είναι ακόμη δυσμενέστερη για τις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις. Το 50,7% παρουσίασε σημαντική μείωση, στασιμότητα το 24,7% και αύξηση το 24,3%. Αντίθετα, το 51,3% των μεγάλων επιχειρήσεων εμφάνισε σημαντική αύξηση κερδών, το 11,5% στασιμότητα και μείωση μόνο το 37,1%.
Ολα ανθηρά για τους «μεγάλους»

Γενικά, η έρευνα διαπιστώνει ότι το 2003 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με ρυθμό αύξησης των πωλήσεων 8,8%, σημαντική αύξηση των μεικτών κερδών (12,9%) και διεύρυνση του ποσοστού μεικτού κέρδους. Τα συνολικά, καθαρά προ φόρου αποτελέσματα αυξήθηκαν κατά 33,6% στα 2.221,4 εκατ. ευρώ. Το ποσοστό καθαρού κέρδους διευρύνθηκε, επίσης, από το 3,1% στο 3,8%. Η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε από το 17,1% στο 21,5%, ενώ τα συνολικά κεφάλαια των ΑΕ και ΕΠΕ το 2003 αυξήθηκαν με ρυθμό 9%. Ολα αυτά τα στοιχεία δεν είναι τίποτα άλλο από την επιβεβαίωση των συνεπειών της πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση της ΝΔ, ακολουθώντας πιστά τα χνάρια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Οι μεγάλες επιχειρήσεις όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη - κάτι που έχει και μεγαλύτερη αξία - θεωρούνται εγγυητές της ανάπτυξης και της ευημερίας και ενισχύονται ανάλογα. Οι νέες φορολογικές ελαφρύνσεις είναι πρόσφατες, όπως και η αύξηση των χρηματοδοτήσεων, οι μειώσεις της «γραφειοκρατίας», που μεταφράζεται σε λιγότερες απαιτήσεις από το μεγάλο κεφάλαιο. Επιπρόσθετα, η επέκτασή του σε βάρος των μικρών επιχειρήσεων δεν έχει να κάνει μόνο με τις σημαντικές χρηματοοικονομικές δυνατότητες που διαθέτει, αλλά και με την εχθρική πολιτική σε βάρος των μικρών ΕΒΕ.

Και μεγάλα αγκάθια για τους «μικρούς»

Ο εμπορικός κλάδος στην Ελλάδα κυριαρχείται από τους αυτοαπασχολούμενους και γενικότερα τις μικρές επιχειρήσεις. Από τις 277.018 εμπορικές επιχειρήσεις που έχει καταγράψει η στατιστική υπηρεσία, μόνο το 5,5% είναι ΑΕ και ΕΠΕ. Σύμφωνα και με τα παραπάνω αναλυτικά στοιχεία, η θέση των μικρών επιχειρήσεων παρουσιάζει μια συνολική επιδείνωση, με βάση 768 από αυτές που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας.

Με βάση και τις δύο προηγούμενες έρευνες συνεχίστηκε για τρίτη χρονιά η δυσμενέστερη πορεία των ατομικών, ΟΕ και ΕΕ επιχειρήσεων σε σχέση με τις μεγάλες. Το 2004 περισσότερες μικρές επιχειρήσεις παρουσίασαν μείωση πωλήσεων και κάμψη των μεικτών και καθαρών κερδών, περίπου το 50% στο λιανικό εμπόριο!!! Μέσα σε αυτή την κατάσταση παρατηρήθηκε και το παράδοξο του διπλασιασμού του ποσοστού αυτών των επιχειρήσεων που έκαναν επενδύσεις, παρόλο που παραμένει πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των μεγάλων επιχειρήσεων. Ενας λόγος για την αύξηση των επενδύσεων μπορεί να είναι η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων που δημιούργησαν προσδοκίες στους μικρούς, αλλά και την υποχρέωση να ανανεώσουν την εικόνα των καταστημάτων τους για να υποδεχτούν τις ορδές των ξένων πελατών. Από την άλλη πολλά μικρά εμπορικά προσπαθούν να ανταγωνιστούν τους μεγάλους με αναβαθμίσεις, που δεν έχουν όμως το αποτέλεσμα που επιθυμούν, αντίθετα αυξάνουν τα προβλήματά τους. Ετσι, υπερδιπλασιάστηκε το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων που αύξησαν τις τραπεζικές υποχρεώσεις τους, ενώ περιόρισαν τις πιστώσεις προς τους πελάτες τους.

Σύμφωνα με την έρευνα, οι μικρές επιχειρήσεις σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη είναι σε χειρότερη κατάσταση από τις αντίστοιχες στην Περιφέρεια, όπου η πίεση από τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι ακόμη μικρότερη. Ωστόσο, οι μεγάλες αλυσίδες όλο και επεκτείνονται στην επαρχία αυτή την περίοδο, όπου καθόλου τυχαία μπήκε και το ζήτημα του «ενιαίου» ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων και η κυβέρνηση αγανακτεί με τα διαφορετικά ωράρια ανά νομό, παρόλο που δεν αγανακτούν οι κάτοικοι - πελάτες αυτών των περιοχών και οι ίδιοι οι επαγγελματίες.

Απασχόληση

Σε αυτές τις συνθήκες, ο εμπορικός τομέας απασχολούσε το 2004 περίπου 748 χιλ. άτομα (το 17,3% επί του συνόλου στην ελληνική οικονομία) σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία. Σε σχέση με το 2003 η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,5%. Το 30,2% είναι αυτοαπασχολούμενοι, το 8,1% είναι συμβοηθούντα μέλη χωρίς αμοιβή και το 49,3% είναι εργαζόμενοι. Μόνο το 12,3% είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που απασχολούν προσωπικό και από αυτούς ένα μεγάλο ποσοστό απασχολεί πολύ λίγα άτομα. Από τους περίπου 370 χιλ. εργαζόμενους, το 3,6% (από 3,4% το 2003) δουλεύουν με μερική απασχόληση και το 8,7% με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή με κάποια προσωρινή μορφή εργασίας. Σύμφωνα με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, τα στοιχεία αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς ο εμπορικός κλάδος είναι από τους πρωτεργάτες της «ευελιξίας» της εργασίας.

Τα επίσημα αυτά στοιχεία δεν καταγράφουν βεβαίως και τις αυθαιρεσίες που είναι κανόνας σε πολλές μεγάλες, αλλά και μικρές εμπορικές επιχειρήσεις. Πέρα από τα σούπερ μάρκετ, όπου η μερική απασχόληση φτάνει το 70%, ειδικά στα εμπορικά καταστήματα είναι καθεστώς οι υπερβάσεις του ωραρίου, τα απλήρωτα 12ωρα έως και 14ωρα. Η κατάσταση είναι χειρότερη στις περιπτώσεις που οι μικρές επιχειρήσεις προσπαθούν να σταθούν δίπλα στις μεγάλες με ...«ίσους» όρους σε σχέση με τη διάρκεια λειτουργίας. Δεν καταγράφεται επίσης η κινητικότητα, οι προσλήψεις και απολύσεις που έχουν ένα σημαντικό μερίδιο σε έναν κλάδο που οι συνθήκες εργασίας, ορθοστασία, επιμήκυνση ωραρίου, χαμηλές αποδοχές, είναι σκληρές.


Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ