ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Απρίλη 2012
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΑΛΛΙΑ
Ολοι οι διαχειριστές στην εκλογική «πασαρέλα»

Ο «σοσιαλιστής» διαχειριστής Φ. Ολάντ που διεκδικεί την προεδρική εκλογή
Ο «σοσιαλιστής» διαχειριστής Φ. Ολάντ που διεκδικεί την προεδρική εκλογή
Στην τελική ευθεία εισέρχεται η προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία (22 Απριλίου ο πρώτος γύρος, στις 6 Μάη ο δεύτερος), και οι τόνοι σταδιακά αρχίζουν να ανεβαίνουν, ιδιαίτερα ανάμεσα στους θεωρούμενους ως βασικούς διεκδικητές του θώκου, τον απερχόμενο Πρόεδρο και υποψήφιο του νεογκωλικού κόμματος UMP, Νικολά Σαρκοζί, και τον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Φρανσουά Ολάντ. Ο πρώτος, μέχρι στιγμής, έχει επενδύσει στην τρομο-λαγνεία κάθε είδους.

Αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την υπόθεση Μεράχ (του αλγερινής καταγωγής νεαρού που φέρεται να δολοφόνησε τρεις αλεξιπτωτιστές, τρία Εβραιόπουλα και έναν Εβραίο δάσκαλο στο όνομα της «τζιχάντ») εξαγγέλλοντας σειρά σκληρών μέτρων καταστολής και περιστολής ελευθεριών (διαρκή έλεγχο της δραστηριότητας στο διαδίκτυο κλπ.) και πυροδοτώντας μια νέα όξυνση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας (στα οποία είχε επενδύσει ιδιαίτερα και κατά την προηγούμενη εκλογική μάχη) και τώρα το επαναλαμβάνει στον ανταγωνισμό με το εθνικιστικό «Εθνικό Μέτωπο» της Μ. Λεπέν. Παράλληλα, επιδιώκει να τρομοκρατήσει το γαλλικό λαό και σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο προειδοποιώντας τον ότι αν δε δεχτεί τα μέτρα λιτότητας και περαιτέρω εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων θα γίνει «σαν τους Ελληνες, και κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα το ήθελε αυτό»!

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι επί προεδρίας Σαρκοζί, και αρχής γενομένης πριν την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης, έχει προωθηθεί σειρά μέτρων που «θυμίζουν» τις, παρουσιαζόμενες από τους εδώ κυβερνόντες, έκτακτες συνθήκες της κρίσης και του μνημονίου. Μέτρα όπως αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, κατάργηση φοροαπαλλαγών, υιοθέτηση αυξημένων συντελεστών ΦΠΑ, αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, υιοθέτηση πλαφόν στις ιατρικές δαπάνες, περικοπές στο δημόσιο με αντικατάσταση μόνο 1 στους 3 που συνταξιοδοτούνται. Ο Πρόεδρος παρουσιάζοντας, μόλις πριν λίγα 24ωρα, το «πρόγραμμά» του ουσιαστικά το μόνο καινούριο μέτρο που εξήγγειλε ήταν η καταβολή της σύνταξης την 1η του μηνός και όχι στις 8, όπως γίνεται τώρα.

Ο «χαλίφης στην θέση του χαλίφη» Ολάντ

Τα φώτα της δημοσιότητας, όμως, είναι στραμμένα κυρίως στο φερόμενο ως έτερο διεκδικητή της προεδρίας, τον Φρανσουά Ολάντ. Ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών παρουσιάζεται ως «αξιόπιστη» φιλολαϊκή εναλλακτική λύση απέναντι στην εξοντωτική δημοσιονομική πειθαρχία και λιτότητα που ακολουθείται σχεδόν παντού στην Ευρωπαϊκή Ενωση επιδιδόμενος στη γνωστή σοσιαλδημοκρατική ρητορεία περί αναγκαιότητας «λήψης μέτρων ανάπτυξης», περί «δικαιότερης κατανομής των βαρών» και άλλα πολύ γνωστά και στον ελληνικό λαό. Αν εξαιρέσει κανείς τρεις προτάσεις που έχει καταθέσει σε επίπεδο φορολογικό (οι οποίες παρά το θόρυβο που προκάλεσαν δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση πλήγμα κατά του κεφαλαίου), την φορολόγηση των εισοδημάτων άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ με 75%, τη φορολόγηση σε σταθερή βάση και με σταθερό συντελεστή ανάλογα με τα εισοδήματα όλων των Γάλλων που ζουν και στο εξωτερικό κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ και την καθιέρωση φόρου στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, όλες οι άλλες θέσεις του θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελούν απευθείας προσαρμογή παλαιότερων γνωστών θέσεων του Σοσιαλιστικού κόμματος.

Πιο συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα «των πρώτων έξι μηνών» που εξήγγειλε πριν τρία 24ωρα, ο Ολάντ μίλησε για έναρξη αποχώρησης των γαλλικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, για στήριξη της σκληρής στάσης στο Ιράν, για ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των Γάλλων με επιβολή για κάποιο καιρό πλαφόν σε ορισμένα βασικά αγαθά, π.χ. στα καύσιμα, για «ζωντανό δημιουργικό διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για ν' αντιμετωπιστεί η δύσκολη κατάσταση», για παροχή δικαιώματος συνταξιοδότησης στα 60 χρόνια σε όποιον έχει αρχίσει να δουλεύει από μικρή ηλικία, για μείωση της φορολογίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αύξησή της στους μεγάλους ομίλους, για εισφορο-ελαφρύνσεις σε όσες επιχειρήσεις κάνουν προσλήψεις και ιδιαίτερα νέων από «ευαίσθητες γειτονιές» -γκέτο- για ειδική μέριμνα για τις «ευαίσθητες γειτονιές», για δημιουργία 300.000 νέων θέσεων εργασίας. Και αν όλα αυτά θυμίζουν πολύ έντονα τις γνωστές σε όλους τους λαούς σοσιαλδημοκρατικές εξαγγελίες που αποπροσανατολίζουν δημιουργώντας αυταπάτες περί «δίκαιου καπιταλισμού», η πρόταση Ολάντ για έλεγχο της Δημοσιονομικής Κατάστασης (κατά το παράδειγμα της κυβέρνησης Καραμανλή και στη συνέχεια Παπανδρέου στην Ελλάδα), θα πρέπει να δίνει τέλος σε κάθε αυταπάτη, αφού ο δήθεν Δημοσιονομικός Ελεγχος είναι η αρχή της καλλιέργειας του εδάφους για «αναγκαία μέτρα λιτότητας και περικοπών» για τα οποία πάντα φταίει «ο προηγούμενος».

Δύο σημεία των εξαγγελιών Ολάντ έχουν, ίσως, μεγαλύτερη σημασία: η πρόθεσή του να αναδιαπραγματευτεί το Δημοσιονομικό Σύμφωνο Σταθερότητας, επειδή, όπως είπε, δεν έχει «αναπτυξιακή διάσταση», και η διασφάλιση μιας «ισορροπημένης σχέσης με τη Γερμανία». Σε αυτά τα δύο, στα οποία πολλοί, και εδώ στην Ελλάδα, παρουσιάζουν ως την «ελπίδα για αλλαγή της κατάστασης», δεν κρύβεται παρά κάτι εξαιρετικά αναγνωρίσιμο από όσους στοιχειωδώς αναλύουν ταξικά τις εξελίξεις. Η διετία της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης στους κόλπους της ΕΕ έφερε στο προσκήνιο τη διαφορά ισχύος ανάμεσα στο γερμανικό και το γαλλικό κεφάλαιο, οδήγησε σε περαιτέρω ενίσχυση του πρώτου και σε, ως ένα βαθμό, υποχρεωτική συμπόρευση του δεύτερου. Σημαντικό τμήμα του γαλλικού κεφαλαίου ασφυκτιά και δυσφορεί από τις εξελίξεις αυτές αφού θίγονται ή περιορίζονται τα συμφέροντά του.

Ο Ολάντ, και πριν από αυτόν το Σοσιαλιστικό Κόμμα μέσα στο Κοινοβούλιο, εξέφραζε σαφώς το τμήμα αυτό της γαλλικής αστικής τάξης, που ζητά ακριβώς αυτό που λέει ο Ολάντ: «ισορροπημένη σχέση» με το γερμανικό κεφάλαιο. Η αναδιαπραγμάτευση διεκδικείται με αυτούς τους όρους, όχι με όρους αμφισβήτησης των κοινών στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου. Η πτυχή αυτή έχει και ένα «εθνικιστικό» άρωμα, κάτι που δεν είναι καινούριο για τη σοσιαλδημοκρατία που συχνά «παίζει» και αξιοποιεί τέτοιου είδους αντανακλαστικά ψηφοθηρικά και προπαγανδιστικά. Ο Ολάντ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα αντέδρασαν, όπου το έπραξαν, στα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Σαρκοζί, και στα όσα προαναγγέλλει, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει «καλύτερη και αποδοτικότερη διαχείριση», όχι διαφωνώντας με τη στρατηγική των μέτρων, που αποσκοπεί στην περαιτέρω ενίσχυση του κεφαλαίου και στην απομύζηση της γαλλικής εργατικής τάξης. Τρανταχτό παράδειγμα το νομοσχέδιο για το συνταξιοδοτικό όπου οι Σοσιαλιστές διαφώνησα με το «μίγμα» των μέτρων αλλά όχι με τη λογική τους.

Η «αριστερή διαχείριση» του Μελανσόν

Εκλογικό πρόγραμμα «πολλών προσδοκιών», υποστηρίζουν οι οπορτουνιστές στην Ελλάδα ότι παρουσιάζει το «Αριστερό Μέτωπο» (συμμαχία του Γαλλικού ΚΚ και Αριστερό Κόμμα του πρώην σοσιαλιστή Ζαν Λικ Μελανσόν). Μεταξύ άλλων, στις θέσεις του «Αριστερού Μετώπου» συγκαταλέγονται η κάλυψη 100% από τα ασφαλιστικά ταμεία όλων των δαπανών υγείας εργαζομένων και ανέργων, σύνταξη στα 60, επαναπρόσληψη 60.000 εκπαιδευτικών, η αύξηση του κατώτερου μισθού -SMIC- στα 1.700 ευρώ (από 1.400 που είναι σήμερα) με ανάλογη αύξηση όλων των μισθολογικών κλιμακίων και του επιδόματος ανεργίας (1.100 ευρώ σήμερα), η μείωση του χρόνου εργασίας, η ολική επανακρατικοποίηση της Υπηρεσίας Ηλεκτρισμού -EDF- Ενέργειας -GDF Suez, πυρηνικής ενέργειας -AREVA- και του ενεργειακού κολοσσού TOTAL, η ανάληψη υπό τη μορφή συνεταιρισμού από τους εργαζόμενους των επιχειρήσεων που δηλώνουν αδυναμία να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους επί γαλλικού εδάφους, η έξοδος της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ, η σταθερή αύξηση της φορολογίας στα εισοδήματα πάνω από 150.000 - 300.000 ευρώ το χρόνο.

Οι προτάσεις αυτές είναι στον αέρα αφού ο Μελανσόν και το «Μέτωπο» λένε ξεκάθαρα ότι θα εφαρμοστούν στο πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης (που είναι εργαλείο διασφάλισης των κερδών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου), όταν επιλέγει ιμπεριαλιστικό οργανισμό, διαλέγοντας την ΕΕ έναντι του ΝΑΤΟ, όταν δε θίγει το βασικό, δηλαδή ότι και μόνο για να εφαρμοστούν αυτά που το Μέτωπο προτείνει θα πρέπει να υπάρξει σύγκρουση με το γαλλικό κεφάλαιο και τα μονοπώλια (δε φαντάζεται φυσικά κανείς ότι η TOTAL, για παράδειγμα, θα παραχωρήσει τα κέρδη της αδιαμαρτύρητα), πόσο μάλλον που ακόμη και αν εφαρμοστούν, τον έλεγχο όλων αυτών δε θα έχει η εργατική τάξη αλλά το αστικό κράτος. Είναι προφανές ότι οι λύσεις που προτείνει κινούνται όλες στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Και μάλιστα, ενώ αυτό εμφανίζεται αποφασισμένο να εντείνει στο έπακρο την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση του. Μάλιστα, το «Αριστερό Μέτωπο» δηλώνει ότι τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη που θέλει να αποκτήσει θα την αξιοποιήσει για περισσότερη συμμετοχή σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση Ολάντ, τον οποίο αναμένεται να στηρίξει στο β' γύρο απέναντι στο Σαρκοζί για να ...«φύγει η δεξιά».

Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι η προτάσεις αυτές έρχονται και μετά από μια πενταετία όπου μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης άσκησαν πιέσεις στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, έγιναν αγώνες, κερδήθηκαν κάποιες μάχες σε χώρους εργασίας. Αυτό όμως που λείπει είναι το ταξικό εργατικό κίνημα που δεν παλεύει μόνο αμυντικά αλλά και βάζει το καθοριστικό ζήτημα της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Βέβαια, αυτό έχει άμεση σχέση με την ζημιά που έχει προκαλέσει η μετάλλαξη του Γαλλικού ΚΚ και το γεγονός ότι κομμουνιστικές δυνάμεις με επαναστατική στρατηγική στηριγμένη στο Μαρξισμό - Λενινισμό, είναι αρκετά αδύναμες.

Ωστόσο, και στη Γαλλία και σε άλλες χώρες του καπιταλιστικού κόσμου τα λαϊκά στρώματα έχουν συσσωρεύσει πείρα. Οι διακηρύξεις περί πιο «ανθρώπινου καπιταλισμού», οι συγκυβερνήσεις με τους «σοσιαλιστές» έχουν αποδεχτεί καταστροφικές για το εργατικό κίνημα (πολύ πρόσφατα τα παραδείγματα σε Γαλλία και Ιταλία). Στην Ελλάδα, οι οπορτουνιστικές δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν να πείσουν ότι σε αυτές τις διαχειριστικές παραλλαγές περικλείεται «εναλλακτική προοπτική» για το γαλλικό λαό και «ελπίδα» για τους λαούς της Ευρώπης. Πρόκειται όμως για καλλιέργεια αυταπατών που δείχνει, παρά τις «κορόνες» περί ανατροπής, το συμβιβασμό τους με την καπιταλιστική βαρβαρότητα.


Ε.Μ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ