ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 8 Δεκέμβρη 2018 - Κυριακή 9 Δεκέμβρη 2018
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο «Θείος Βάνιας» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Συνέντευξη του Γιώργου Κιμούλη στον «Ριζοσπάστη» με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης

Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία ο «Θείος Βάνιας» του Αντον Τσέχοφ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη, ο οποίος ερμηνεύει και τον ομώνυμο ρόλο.

Είχαμε τη χαρά να συναντηθούμε και να συζητήσουμε μαζί του. Μας βοήθησε να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο στον κόσμο του Τσέχοφ, να βρούμε τις αναλογίες με το σήμερα, να μιλήσουμε για το γελοίο της ανθρώπινης παραίτησης, αλλά και για τη σημασία της διατήρησης της μνήμης.

Το μεγαλύτερο δηλητήριο που έχει δηλητηριάσει σήμερα τον άνθρωπο, είναι η έννοια της παραίτησης

Ενα κλασικό αριστούργημα της ρωσικής δραματουργίας. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή το 1899. Παρ' όλα αυτά, όπως μας λέει ο Γ. Κιμούλης, «η ημερομηνία γραφής του έργου δεν είναι καθαρή. Λέγεται ότι έχει ολοκληρωθεί η γραφή του την περίοδο που γράφτηκε ο "Γλάρος". Ο Τσέχοφ είχε γράψει ένα άλλο έργο, "Λέσσι" στα ρωσικά, το "Στοιχειό του Δάσους". Παίχτηκε και δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Διασκεύασε αυτό το έργο και έφτιαξε τον "Θείο Βάνια". Πότε έγινε τώρα αυτή η διασκευή δεν είναι καθαρό».

Για πολλά χρόνια ο Βάνιας και η ανιψιά του Σόνια ζουν ήρεμα στην επαρχία συντηρώντας τα χτήματα και την περιουσία της οικογένειας. Οταν όμως φτάνει ο πατέρας της Σόνιας με τη νέα του γυναίκα, οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι αντιπαλότητες της οικογένειας έρχονται στην επιφάνεια... Και σε αυτό του το έργο, ο Τσέχοφ αποτυπώνει την τοιχογραφία της παρακμιακής κοινωνίας του καιρού του. Ενώ λοιπόν ο χώρος και ο χρόνος είναι δοσμένοι, μπορεί ο θεατής να βρει αναλογίες και στο σήμερα.

«Ασυζητητί είναι ένα έργο που μιλάειγια το παρόν μας», μας λέει ο Γ. Κιμούλης. «Παίζει βέβαια ρόλο και η ερμηνεία που θα κάνεις, δηλαδή αυτά τα οποία θα θελήσεις να προβάλεις περισσότερο. Εκεί παρεμβάλλεται η τέχνη της σκηνοθεσίας, της σκηνογραφίας, της ενδυματολογίας, της μουσικής και βασικά της υποκριτικής. Αρα, ναι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα έργο που γράφτηκε τώρα. Και με αυτήν την έννοια λέμε για έναν συγγραφέα, όταν συμβαίνει αυτό, ότι είναι κλασικός». Τι ήταν όμως αυτό που επέλεξε ο ίδιος να προβάλει περισσότερο;

«Το θέμα για το οποίο μιλάει το συγκεκριμένο έργο: Η γελοιότητα του παραιτημένου ανθρώπου. Δεν είναι τυχαίο ότι δίπλα στα γραπτά του Τσέχοφ για τον "Θείο Βάνια" βρέθηκε ο "Εκκλησιαστής". "Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης".

Βασικό του λοιπόν θέμα είναι: Πώς ο άνθρωπος παραιτείται από τη ζωή και προσδοκά τον θάνατο. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να είναι ένα δράμα, ο Τσέχοφ όμως δε σταματά εκεί. Καταγράφει ότι ο άνθρωπος από τη στιγμή που θα παραιτηθεί από τη ζωή πέρα από το δραματικό στοιχείο κουβαλά και ένα είδος γελοιότητας. Δεν υπάρχει πιο γελοίο πράγμα, έλεγε στο "Τέλος του παιχνιδιού" ο Μπέκετ, από τη δυστυχία, όταν κάποιος την αποδέχεται και την περιφέρει με απόγνωση θεωρώντας τη ζωή του ως μονόδρομο, που του έχουν χαράξει κάποιοι άλλοι.

Αυτό το είδος της γελοιότητας έχει άμεση σχέση με την τσεχοφική γραφή. Ο Τσέχοφ είναι παιδί του Γκόγκολ και του Ντοστογιέφσκι. Οχι του Τολστόι. Οσο κι αν τον σεβόταν. Ετσι, ανακαλύπτεις την πιο βιτριολική και εξοργισμένη στάση του Τσέχοφ σε πολλά πράγματα της καθεστηκυίας τάξης. Ο θυμός, πιστεύω, είναι ένας σημαντικός βατήρας δημιουργίας. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να έρθει στην επιφάνεια ξανά. Γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα.

Ποια είναι λοιπόν η σχέση όλων των παραπάνω με το σήμερα;Μα σήμερα το μεγαλύτερο δηλητήριο που έχει δηλητηριάσει τον άνθρωπο είναι η έννοια της παραίτησης».

Για να ενισχύσει τα παραπάνω φέρνει ως παράδειγμα τον περίφημο μονόλογο της Σόνιας, που κατά καιρούς έχει χαρακτηριστεί ένας αισιόδοξος μονόλογος. «Στηρίζονται σε μια μόνο φράση, τη φράση "πρέπει να ζήσουμε". Δε διαβάζουν όμως τι λέει μετά. Δεν έχει σχέση με ύμνο ζωής ο μονόλογος αυτός. Αντιθέτως είναι ύμνος στο θάνατο. Η Σόνια (υποκοριστικό της Σοφίας) αρνείται την ίδια τη ζωή. Απελπισμένη και έχοντας αποδεχτεί την ήττα της, ζει περιμένοντας το θάνατο. "Το κακό είναι εδώ στη γη. Θα ξεκουραστούμε, θα αναπαυθούμε, θα ανασάνουμε όταν πεθάνουμε", λέει. Είναι τραγικά ειρωνικό το φινάλε».

Διατηρώντας το βιτριολικό χιούμορ και θυμό του Τσέχοφ

Απέναντι σε αυτήν την έννοια του μονόδρομου, τι έχει να πει ο Τσέχοφ;

«Επιλέγοντας να παρουσιάσει τη γελοιότητα αυτών που πιστεύουν στην ανυπαρξία άλλων δρόμων, είναι εμφανές ότι ο Τσέχοφ δεν πιστεύει στο μονόδρομο.

Πώς πείθεις τους ανθρώπους; Είναι μια άλλη ιστορία. Ζούμε σε μία εποχή που επικρατεί ο κυνισμός. Μία ψευδορεαλιστική λατρεία του περίφημου εφικτού της πολιτικής. Η έννοια της αλλαγής έχει γίνει σχεδόν ανεκδοτολογική. Οτιδήποτε κι αν πεις εμφανίζεται απέναντι ένας ειρωνικός αντίλογος, που επενδύει στην κόπωση των ανθρώπων από τις αλλεπάλληλες ήττες, και το ανατρέπει άρδην. Αυτή η ανοησία περί σχετικότητας των πάντων έχει επιτρέψει να δημιουργηθεί μια συνείδηση ζελέ...

Μετά από τόσες αποτυχίες πώς θα πείσεις τους ανθρώπους, λέγοντάς τους ότι ακριβώς επειδή είναι άνθρωποι, όσες φορές κι αν πέσουν στα τέσσερα πρέπει να σηκώνονται στα δύο; Πώς θα τους πείσεις πως η έννοια της λέξης επανάσταση, εκ του επί + ανά + ίσταμαι σημαίνει σηκώνομαι άλλη μία φορά όρθιος;

Πώς θα τους πείσεις πως η λέξη ουτοπία δεν είναι ανοησία; Αντιθέτως ανοησία είναι να ανεκδοτολογεί κάποιος μ' αυτήν. Γιατί αρνούμενος την ουτοπία αποδέχεται τη δυστοπία. Ζει προσαρμοσμένος σε μία δυστοπική ζωή. Στην ερώτηση σε τι χρησιμεύει η πίστη στην ουτοπία αν είναι, όπως γράφει κι ο Γκαλεάνο, σαν τον ορίζοντα που όσο πιο πολύ τον πλησιάζεις τόσο πιο πολύ απομακρύνεται, μία απάντηση υπάρχει: Μα στο να προχωράμε! Είναι αδιανόητο να έχει αποδεχτεί ο άνθρωπος ότι τα πάντα αλλάζουν στη φύση, και να αρνείται πως το ίδιο μπορεί να γίνει και στον κοινωνικό του χώρο. Είναι αδιανόητο να προτιμά την προσαρμογή από την αλλαγή».

Συζητώντας για τη σκηνοθετική προσέγγιση του έργου, ο Γ. Κιμούλης πιάνει το νήμα από την αρχή. «Το ανέβασμα ενός Τσέχοφ έχει την πηγή του στον Στανισλάφσκι, που συνεκρούετο τότε με το θέατρο που υπήρχε εκείνη την εποχή. Ενα θέατρο ρομαντικό, ένα θέατρο ψεύτικο, ανόητα επικό. Ηθελε να μεταφέρει στη σκηνή ένα είδος πραγματικότητας και να απομακρυνθεί απ' τον ψεύτικο ρομαντικό ηρωισμό. Ο Τσέχοφ διαφωνούσε με τον τρόπο που ο Στανισλάφσκι ανέβαζε κάποιες σκηνές απ' τα έργα του και το είχε εκφράσει σε πολλά γράμματά του.

Τα χρόνια πέρασαν και επικράτησε η ανάγνωση του Στανισλάφσκι, με αυτές τις τσεχοφικές ευαίσθητες και αέρινες φυσιογνωμίες, που το δράμα τους πάντα ήταν μεγαλύτερο από αυτές, που βαριούνται να ζουν και που μαζί τους πολλές φορές βαριούνται και οι θεατές...

Μέχρι το 1986, που έγινε μια διαφορετική ανάγνωση, από τον Λιθουανό σκηνοθέτη Εϊμούντας Νεκρόσιους, τον οποίο χάσαμε πρόσφατα. Είδε την γκογκολική πηγή του Τσέχοφ. Στη συνέχεια σχεδόν ξεχάστηκε και επιστρέψαμε πάλι στις παλιές αναγνώσεις. Μέχρι τις αρχές του 2000, όπου και πάλι ένας Λιθουανός, ο Ρίμας Τούμινας, έκανε μια ανάγνωση του "Θείου Βάνια" όπου είχε αναφορές στην παράσταση του Νεκρόσιους. Φυσικό είναι να έχω επηρεαστεί από αυτές.

Με μια ειδοποιό διαφορά: Εγώ τώρα συνομιλώ με αυτό που συμβαίνει σε αυτήν τη χώρα και ειδικά στο χώρο του θεάτρου. Υπάρχει η επιδειξιμανία ενός ψευδο-αποστασιοποιημένου θεάτρου. Εχει γίνει σύγχρονος θεατρικός τρόπος έκφρασης η έννοια της αφήγησης, της μη συμμετοχής, η απομάκρυνση από οτιδήποτε το ρεαλιστικό. Σε μια κοινωνία που οι περισσότεροι πολίτες δεν συμμετέχουν, το να αναβαθμίζεις αυτήν τη μη συμμετοχή σε έργο τέχνης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο.

Οφείλω λοιπόν να αντισταθώ και να επιστρέψω στη βάση του ρεαλισμού. Εμείς συμμετέχουμε, δίνουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε διατηρώντας το βιτριολικό χιούμορ του Τσέχοφ, εκφράζοντας δηλαδή παράλληλα με το δράμα τους και τη γελοιότητα των προσώπων του έργου».

Εξίσου μεγάλο πρόβλημα και ο αμνήμων άνθρωπος

Στο τέλος της συζήτησής μας δεν μπορούσαμε να μην του αναφέρουμε και την επανέκδοση, προς τιμήν των 100 χρόνων του ΚΚΕ, της «Καντάτας για τη Μακρόνησο» του Γιάννη Ρίτσου και του Θάνου Μικρούτσικου. Σε αυτήν την επανέκδοση έχουν διατηρηθεί τα αφηγηματικά κομμάτια, όπως είχαν ηχογραφηθεί στον πρώτο δίσκο του 1976, όπου συμμετείχε και ο Γ. Κιμούλης.

«Θυμώνω όταν σκέφτομαι εκείνη την εποχή. Γιατί συνειδητοποιώ το πόσο γρήγορα καταστράφηκε ο μηχανισμός μνήμης. Δεν αντισταθήκαμε, όσο έπρεπε, σε αυτόν τον βομβαρδισμό της προσπάθειας ενός ολόκληρου συστήματος με στόχο να διαγράψει τη μακρά μνήμη πολλών ανθρώπων και να τους αφήσει να ζουν μόνον με τη βραχεία τους. Αν μπορούμε να πούμε ότι ένα από τα βασικά προβλήματα είναι ο παραιτημένος άνθρωπος, ένα εξίσου μεγάλο πρόβλημα είναι ο αμνήμων άνθρωπος. Και αυτό δημιουργεί τεράστιο θυμό. Μιλάς αυτήν τη στιγμή με έναν άνθρωπο που ο πατέρας του ήταν πολλά χρόνια εξορία, που μεγάλωσε σε ένα σπίτι που ο τρόπος ζωής του, οι συζητήσεις του, η βιβλιοθήκη του είχαν άμεση σχέση με το χώρο της αριστεράς... - όχι, δεν μου αρέσει πια καθόλου η χρήση της λέξης αριστερά... Μεγάλωσα σ' ένα περιβάλλον κομμουνιστικής ιδεολογίας.

Γι' αυτό πιστεύω ότι η επανέκδοση αυτού του έργου είναι ένας τρόπος αντίστασης».

Οσο για τα 100 χρόνια που συμπλήρωσε φέτος το ΚΚΕ, «τα 100 χρόνια είναι σεβασμός. Σεβασμός στην ιστορία αυτού του τόπου. Σεβασμός σε αυτούς που προηγήθηκαν ημών. Δε νοείται κάτι άλλο. Είμαστε κι εμείς εδώ. Δε φτάνει βεβαίως απλώς να το δηλώνουμε. Μαζί με τη διαγραφή της μνήμης μας, προσπαθούν να μας πείσουν πως ούτε καν υπάρχουμε. Οχι, υπάρχουμε. Μπερδεμένοι στις διατυπώσεις μας; Στις αντιφάσεις μας; Αλλοτριωμένοι ο καθείς με τον τρόπο του; Ναι αλλά με νύχια και με δόντια αρπαγμένοι στη διατήρηση της μνήμης μας, η οποία έχει άμεση σχέση με την ελπίδα ότι αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει...».


Α. Π.

Μετάφραση - σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης. Σκηνικά: Χριστίνα Κωστέα. Κοστούμια: Σοφία Νικολαΐδη. Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου.

Παίζουν Γιώργος Κιμούλης, Τάσος Νούσιας, Στέλλα Καζάζη, Γιώργος Ψυχογιός, Μάγδα Λέκκα, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Μαίρη Νάνου, Κώστας Κοράκης.

Μέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή στις 20.30, Σάββατο στις 18.00 και 21.00, Κυριακή στις 19.00



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ