ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Σεπτέμβρη 2014
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Σεμνός και ακούραστος δημιουργός

Αγάπησε το τραγούδι, το οποίο υπηρέτησε με πάθος. Αγαπήθηκε από τον κόσμο και τους συνεργάτες του για τη σεμνότητα, το ήθος και την εντιμότητά του. Ο Αντώνης Βαρδής, αγωνιστής της ζωής από μικρό παιδί, δούλεψε σκληρά, σε διάφορες δουλειές. Σε ψιλικατζίδικο, χρωματοπωλείο, βενζινάδικο, σε οικοδομή σαν βοηθός υδραυλικού, αλλά και ως ναυτικός. Τον κέρδισε όμως το τραγούδι.

«Παιδιά κι εμείς της προσφυγιάς πού θέλεις να πετάξεις; Τα σύννεφα είναι κτήματα της ανωτέρας τάξης. Παιδιά κι εμείς της προσφυγιάς με τον καημό στολίδι, όλη η περιουσία μας σκοποί του Καζαντζίδη».

Ο συνθέτης και ερμηνευτής Αντώνης Βαρδής έχασε στις 2 Σεπτέμβρη τη μάχη με τον καρκίνο. Μια μάχη σκληρή και πολύχρονη την οποία αντιμετώπισε παλικαρίσια. Δούλευε ασταμάτητα, δημιουργούσε και ονειρευόταν. 461 τραγούδια, σε 115 δίσκους, φέρνουν την υπογραφή του.

Γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1948 στην Αθήνα. Σε ηλικία 17 ετών, στα τέλη του 1965 δημιούργησε μαζί με μια παρέα φίλων το συγκρότημα «Vikings». Αργότερα, δούλεψε στην Πλάκα σαν μουσικός σε διάφορες μπουάτ, δίπλα σε καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδιστές. Οπως τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Δήμο Μούτση, την Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Γιάννη Πάριο, τον Μανώλη Μητσιά, την Δήμητρα Γαλάνη, την Βίκυ Μοσχολιού, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου κ.ά. Παράλληλα, εκείνη τη δεκαετία, γράφει τραγούδια που δειλά - δειλά παρουσιάζει σε συναδέλφους.

Το 1973 παίρνει μέρος σ' ένα διαγωνισμό που είχαν προκηρύξει μια δισκογραφική εταιρεία και ένα μεγάλο περιοδικό ποικίλης ύλης και έψαχναν για νέο αίμα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Στέλνει ένα τραγούδι του και παίρνει το δεύτερο βραβείο. Το ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας. Το 1978 αρχίζει να φαίνεται συχνότερα το όνομά του σε δίσκους και συνεργάζεται, σαν συνθέτης πλέον, με επώνυμους αλλά και με νέους καλλιτέχνες.

Ενα από τα ωραιότερα τραγούδια του σε στίχους Κώστα Τριπολίτη με τους Πάνο και Χάρη Κατσιμίχα και Λαυρέντη Μαχαιρίτσα το «Σχήμα λόγου»: «Ο λόγος δεν έχει λόγο να λέγεται, το λόγο αυτό εγώ τον σεβάστηκα και να που η Τροία ακόμη καίγεται και να ο Αδόλφος υψώνει τη σβάστικα Νίκη, νίκη, νίκη. Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα κι εγώ δεν έχω για νοίκι, φορούσε μαύρο νυφικό η περσινή μας η κοπέλα κι ο λόγος αυτός τής ανήκει»...

Αλλά και σε μια από τις σημαντικότερες δουλειές του «Στην Ελλάς του 2000» συνεργάστηκε με τον Στέλιο Καζαντζίδη (συμμετέχουν Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας και η Γλυκερία): «Νεοέλληνες με γεια σας, τα καινούρια σας τα στέκια χάρισμά σας. Δε μου κάνει αυτή η νύχτα στήνω γλέντι σ' άλλη πίστα, μαζί μας Στέλιο ρίχτα. Για τους φίλους π' αγαπάω δυο χαμόγελα χρωστάω κι απόψε τραγουδάω. Τ' άδικο που έχω ζήσει η αγάπη το 'χει σβήσει, τραγούδι έχει γεννήσει. Γλυκό νερό στην κόλαση θα πιούμε εδώ μαζί σου, εμείς που μεγαλώσαμε με την αναπνοή σου. Γλυκό νερό στην κόλαση κοντά σας παίρνω θέση, καρδιά μου μη γυρνάς εκεί που είχες πονέσει. Στην Ελλάς του 2000 γίναν όλοι βασιλιάδες, λαϊκοί τραγουδιστάδες. Στη δικιά μας κοινωνία ζούσαμε άλλη αγωνία, μην πας στη Γερμανία. Πες μου τι θα κάνεις τώρα έτσι που σε καταντήσαν πατρίδα σερβιτόρα. Στα σκυλάδικα χορεύεις μες στη νύχτα ταξιδεύεις ταυτότητα γυρεύεις».


Φωνή - σύμβολο

«Αλλοτινές μου εποχές/Αλλοτινοί μου χρόνοι/Αγαπημένες μου φωνές»... Φωνή - σύμβολο μιας κοινωνίας, ο Στέλιος Καζαντζίδης τραγούδησε το μόχθο του εργάτη, τον καημό και το θυμό του μετανάστη, την αγωνία και τους πόθους των απλών ανθρώπων της δουλειάς. Με τη δυνατή, καθαρή και με σπάνιες αποχρώσεις φωνή του, «μίλησε» στις καρδιές τους, ερμηνεύοντας σπουδαία λαϊκά τραγούδια, αλλά και μεγάλες δημιουργίες των Θεοδωράκη, Λεοντή, Χατζιδάκι, Λοΐζου, Ξαρχάκου. Στις 14 Σεπτέμβρη συμπληρώνονται 13 χρόνια από το θάνατο του λαϊκού καλλιτέχνη, του τραγουδιστή που αποτέλεσε λαϊκό θρύλο για το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού.

Γέννημα - θρέμμα και ο ίδιος μιας τέτοιας φτωχογειτονιάς, της προσφυγούπολης Νέας Ιωνίας, ο Στέλιος Καζαντζίδης (γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1931), από νωρίς ξεκίνησε το δύσκολο αγώνα της επιβίωσης, βιώνοντας στο πετσί του όλα αυτά, που αργότερα τραγούδησε. Ορφανός από πατέρα, στην αρχή της εφηβείας του, αναγκάζεται να κάνει όλες τις δουλειές του ποδαριού, προκειμένου να ζήσει τη μητέρα του και το νεογέννητο αδελφό του: Αχθοφόρος και μικροπωλητής στις αγορές και λίγο αργότερα, κάτω από αντίξοες συνθήκες σε οικοδομές και εργοστάσια της Ν. Ιωνίας. Το 1950 ξεκινά η μεγάλη πορεία του στο τραγούδι, που μας πρόσφερε αμέτρητες επιτυχίες: «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Η πρώτη αγάπη», «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Απόκληρος της κοινωνίας», «Είσαι η ζωή μου», «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας» κ.ά. Μέσα σε μία χρονιά, το 1959, το δισκάκι 45 στροφών με τη «Μαντουβάλα» στη μια πλευρά και το «Δυο πόρτες έχει η ζωή», στην άλλη, πούλησε 96.000 αντίτυπα, σπάζοντας το ρεκόρ των 45.000, που είχε ως τότε το «Γαρίφαλο στ' αυτί» των Χατζιδάκι - Σακελλάριου. Οι πωλήσεις, μάλιστα, παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο για ακόμα 7 - 8 χρόνια.

Απόλυτος κυρίαρχος στο λαϊκό τραγούδι μέχρι το '65, ο Στέλιος Καζαντζίδης ερμηνεύει τραγούδια με θέμα κοινωνικό - τα περισσότερα αναφέρονταν στη μετανάστευση - μιλώντας στις καρδιές των εργατών με τα «Μουντζουρωμένα χέρια», όσων «γεύονται» το πικρό «Ψωμί της ξενιτιάς», «Στον Καναδά, στη Βραζιλία», ή στου «Βελγίου τις στοές». Τραγουδά για τα παλικάρια στις «Φάμπρικες», για τις φτωχογειτονιές, για τον έρωτα, για το χωρισμό, το άδικο, αλλά και για κάποιες εξωτικές γυναίκες με τα παράξενα ονόματα Μαντουβάλα, Ζιγκουάλα, Μανώλια... Ερμηνεύει τραγούδια όλων των μεγάλων δημιουργών της εποχής: Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καλδάρα, Παπαγιαννοπούλου, Δερβενιώτη, Βίρβου, Κολοκοτρώνη, Καραπατάκη, Μπακάλη, Νικολόπουλου κ.ά., ενώ γράφει και δικά του τραγούδια.

Σταθμοί στην πορεία του Στ. Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας υπήρξαν οι συνεργασίες τους με τους «έντεχνους» δημιουργούς. Τραγούδησε Χατζιδάκι (Το πέλαγο, Ο κυρ Αντώνης, Κουρασμένο παλικάρι,κ.ά), Θεοδωράκη (Πολιτεία, κ.ά.), Λεοντή (Καταχνιά), Λοϊζο (Το μερτικό μου απ'τη χαρά κ.ά),Ξαρχάκο,(Απονη ζωή), αφήνοντας ανεπανάληπτες ερμηνείες. Το 1965 παίρνει την απόφαση να μείνει μακριά από τα κέντρα - απόφαση που τήρησε για όλα τα μετέπειτα 35 χρόνια. Από τότε, η επαφή του με τον κόσμο γίνεται μόνο μέσα από μικρούς δίσκους 45 στροφών που κυκλοφορούν τακτικά, και αργότερα με τα LP των 33 στροφών, με μεγάλη επιτυχία. Από το 1987 μέχρι τέλους, η καλλιτεχνική του δραστηριότητα συνδέθηκε με ηχογραφήσεις δίσκων. Ξεχωριστή ήταν η ερμηνεία του με τους Χ. και Π. Κατσιμίχα στο τραγούδι του Αντώνη Βαρδή «Στην Ελλάς του 2000».

Στους 47 δίσκους και στα 730 τραγούδια (τα 673 σε πρώτη εκτέλεση) υπολογίζεται η δισκογραφική κατάθεση μιας καριέρας μισού αιώνα, η οποία σφραγίστηκε από ερμηνείες που άφησαν εποχή. Σε μια εξομολόγηση στην εισαγωγή του δίσκου «Υπάρχω» έγραψε: «Ο τίτλος είναι συμβολικός κι αφορά εσάς κι εμένα. Υπάρχω σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος απ' τον καιρό που εσείς, οι γνωστοί κι άγνωστοι φίλοι μου, με αγαπήσατε και με κάνατε δικό σας. Υπάρχω εφόσον εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι εκφράζω τους καημούς, τα προβλήματά σας, την πίκρα της ξενιτιάς, το μόχθο του εργάτη, την εγκατάλειψη, τη μοίρα του ανθρώπου της συνοικίας. Και θα υπάρχω όσο υπάρχουν ταπεινοί, αγνοί και τίμιοι άνθρωποι του λαού. Γιατί μόνο στην καρδιά του λαού ζω. Εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί γεννήθηκα, εκεί θα πάψω κάποτε να υπάρχω...».


Σ. Α.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ