ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Αυγούστου 2011
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΤΟΥΡΚΙΑ
Ανάπτυξη για το κεφάλαιο - φτώχεια για το λαό

Ο Ερντογάν είναι ο κατάλληλος διαχειριστής του καπιταλιστικού συστήματος αυτή την περίοδο
Ο Ερντογάν είναι ο κατάλληλος διαχειριστής του καπιταλιστικού συστήματος αυτή την περίοδο
«Οικονομική ανάπτυξη», «εκδημοκρατισμός», ενέργεια και ενδυνάμωση του προφίλ της Τουρκίας, στην ιμπεριαλιστική σκακιέρα, ως «περιφερειακής δύναμης». Τα επιχειρήματα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, με το οποίο εκλέγεται ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είναι και παραμένουν σταθερά. Σταθεροί σύμμαχοι στο πλευρό του Τούρκου πρωθυπουργού παραμένουν η ΕΕ, έστω και με κάποιες «στιγμές έντασης», ο μουσουλμανικός κόσμος, του οποίου η Τουρκία και η κυβέρνηση Ερντογάν εμφανίζεται ως «υπερασπιστής», οι χρηματιστηριακοί και επενδυτικοί οικονομικοί κύκλοι και τώρα πια οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης. Το χρέος της Τουρκίας χαρακτηρίζεται πλέον «θετικό» από τους οίκους αξιολόγησης, που βυθίζουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η τουρκική οικονομία αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, προσελκύοντας συνεχώς νέες επενδύσεις. Τη στιγμή που παραδοσιακές «ισχυρές» οικονομίες βλέπουν τους δείκτες ανάπτυξής τους να κατρακυλούν σχεδόν σε μηδενικό επίπεδο, η Τουρκία (για λογαριασμό της αστικής τάξης) το 2010 είχε δείκτη ανάπτυξης 8,9% βάσει των στοιχείων της τουρκικής στατιστικής υπηρεσίας, όντας η δεύτερη οικονομία στη σειρά της ανάπτυξης μετά την Κίνα, που ήταν η μόνη που την ξεπέρασε στις χώρες του «G20».

Ξένες επενδύσεις και επίθεση στο λαό

Η Τουρκία εντάσσεται στο πλαίσιο των αναδυόμενων οικονομιών, που συνολικά εμφανίζουν καλύτερους δείκτες ανάπτυξης, δεδομένου ότι το κεφάλαιο τις επιλέγει για επενδύσεις, καθώς υπόσχονται καλύτερους όρους, ελάχιστο εργατικό κόστος και μηδαμινά «κοινωνικά δικαιώματα» και δεσμεύσεις, ενώ παράλληλα η φορολογία είναι εξαιρετικά συμφέρουσα για το κεφάλαιο. Η ταχύτατη ανάπτυξη της Τουρκίας μετά το 2009 ωστόσο δεν οφείλεται σε θαύμα. Πέρα από τις διευκολύνσεις προς το κεφάλαιο, προκειμένου να προσελκύσει επενδύσεις, το τουρκικό κράτος επιχειρεί και την τόνωση της κατανάλωσης, με τη χορήγηση δανείων (ήδη παρατηρείται υπερδανεισμός των λαϊκών νοικοκυριών), καθώς επίσης και με μείωση της φορολογίας, προκειμένου να μειώσει τις τιμές, χωρίς παράλληλα να επηρεάζει το κέρδος των επιχειρήσεων.

Στην Τουρκία παρατηρείται εισροή ξένων κεφαλαίων, τα οποία ωστόσο στη χώρα είναι προσωρινά, έως ότου βρουν συμφερότερες συνθήκες που θα επιτρέπουν τη μεγαλύτερη κερδοφορία τους.

Ο Ρ. Ερντογάν, μετά την οικονομική κρίση που συγκλόνισε την τουρκική οικονομία το 2001, υποσχέθηκε οικονομική ανάκαμψη και μείωση του χρέους, προσανατολίζοντας την οικονομία, όπως αναμενόταν, στην κερδοφορία του κεφαλαίου και όχι στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Σήμερα, ενώ συνεχίζει να μειώνει τη φορολογία του κεφαλαίου, πετυχαίνοντας να συγκεντρώσει ξένες επενδύσεις, επιβάλλει νέους φόρους, περικοπές κοινωνικών δαπανών και μειώνει τους μισθούς και την περίοδο απλήρωτης εργασίας. Προωθεί την «απασχόληση» στα πρότυπα της ΕΕ και εμφανίζει πλασματική μείωση της ανεργίας με εποχιακούς εργαζόμενους ή υποαπασχολούμενους.

Παράλληλα στη γείτονα συγκεντρώνονται επιχειρήσεις που αφορούν στην αυτοκινητοβιομηχανία, τη χημική βιομηχανία και το μηχανολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα η παραγωγή της να απλώνεται σε ένα ευρύτατο φάσμα και απορροφώντας προς το παρόν τους κραδασμούς που εκδηλώθηκαν στην καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008-9, που η τουρκική οικονομία παρουσίασε νέα κάμψη.

Τα ξένα κεφάλαια που εισρέουν στη χώρα, όπως είναι φυσικό, έχουν στόχο την αγορά των 75 εκατομμυρίων κατοίκων εκ των οποίων το 50% είναι κάτω των 30 χρονών. Η παράλληλη αύξηση της αγοραστικής δύναμης των Τούρκων, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, η οποία ενισχύεται από καταναλωτικά δάνεια, που σταδιακά οδηγούν στην υπερχρέωση των νοικοκυριών, δίνει ώθηση στην κατανάλωση. Την ίδια στιγμή ο Ρ. Ερντογάν εμφανίζεται τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας ως ο εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας, έχοντας καταφέρει να αφήσει πίσω πραξικοπήματα και στρατό, εγκαθιδρύοντας και ισχυροποιώντας τις δικές του δυνάμεις στους θεσμούς, που προσπαθεί σταδιακά να ελέγξει, προβάλλοντας το μοντέλο μιας «ήπιας μουσουλμανικής δημοκρατίας», απαλλαγμένης από τις αγκυλώσεις του φανατισμού, που ισχύουν στα ισλαμικά καθεστώτα...

Τις ευνοϊκές συνθήκες της Τουρκίας αξιοποιούν ιδιαίτερα οι γερμανικές εταιρείες, με όλο και περισσότερες επιχειρήσεις γερμανικών κεφαλαίων να εγκαθίστανται στη χώρα, η οποία αποτελεί τον ιδανικό παράδεισο που συνδυάζει χαμηλή φορολογία και φτηνή εργατική δύναμη.

Γεωστρατηγικές βλέψεις

Η Τουρκία παρεμβαίνει αποφασιστικά στην περιοχή της ονομαζόμενης «Ευρείας Μέσης Ανατολής», των μουσουλμανικών χωρών, εμφανιζόμενη ως το «αντίπαλο δέος» κατά του Ισραήλ, ενώ στην πραγματικότητα ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τις πολιτικές του ΝΑΤΟ, λειτουργώντας ως ο απαραίτητος καταλύτης στις εξελίξεις. Οι Βρυξέλλες επανειλημμένα έχουν υπογραμμίσει το ρόλο της Τουρκίας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, χαρακτηρίζοντάς την ως τον απαραίτητο σύμμαχο.

Παράλληλα εξακολουθεί να εξελίσσεται όσον αφορά το ενεργειακό πεδίο, με στόχο να αποτελέσει έναν ρυθμιστικό και απαραίτητο σύμμαχο στην αυτονομία της ΕΕ και όχι μόνο, προχωρώντας σε σειρά συμφωνιών και συμμαχιών που αφορούν την ενέργεια και τους αγωγούς.

Κρίση στο στρατό

Η κυβέρνηση Ερντογάν εδώ και δύο χρόνια περίπου επιχειρεί να ελέγξει τους θεσμούς, με πρώτο το στρατό, που κυριαρχείται από το αντίπαλο στρατόπεδο των «κεμαλικών». 250 αξιωματικοί του στρατού συνολικά, εκ των οποίων οι 175 εν ενεργεία, βρίσκονται στη φυλακή με κατηγορίες συμμετοχής σε υποθέσεις όπως η «Εργκένεκον» και η επιχείρηση «Βαριοπούλα». Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όσοι αξιωματικοί του στρατού θεωρείται ότι εμπλέκονται είχαν στόχο την πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν, μετά από τη δημιουργία έντασης στη χώρα με στόχο την πρόκληση χάους.

Οι συνεχείς συλλήψεις και η δεδομένη ένταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στο στράτευμα, που θεωρεί ότι περιθωριοποιείται, αποδυναμώνεται και διώκεται, είχαν σαν αποτέλεσμα την περασμένη Παρασκευή τόσο ο αρχηγός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων όσο και οι επικεφαλής του στρατού, του πολεμικού ναυτικού και πολεμικής αεροπορίας να υποβάλουν μαζικά τις παραιτήσεις τους, ανακινώντας σενάρια για «κρίση» στην Τουρκία μεταξύ κυβέρνησης και στρατού.

Η κυβέρνηση Ερντογάν σε ανακοίνωση του γραφείου του πρωθυπουργού διαμηνύει ότι «οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα συνεχίσουν να κάνουν το καθήκον τους με πνεύμα ενότητας».

Αναφερόμενος στη ρήξη στρατού - κυβέρνησης - παρότι οι παραιτηθέντες πλην του ιδίου θα συνταξιοδοτούνταν - ο Ι. Κοσανέρ έκανε λόγο για «προκαταβολική τιμωρία», παρότι δεν υπάρχει κάποια καταδικαστική απόφαση, 14 ανώτατων αξιωματικών και 58 αξιωματικών με το βαθμό του συνταγματάρχη, οι οποίοι έχασαν «τη δυνατότητα να πάρουν προαγωγή κατά τη συνεδρίαση του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου». Ο παραιτηθείς αρχηγός του τουρκικού στρατού τόνισε ότι γίνεται «προσπάθεια δημιουργίας της εντύπωσης ότι οι ένοπλες δυνάμεις είναι ένας οργανισμός εγκλήματος» και επισήμανε: «Το γεγονός ότι δεν έχει εμποδιστεί η κατάσταση αυτή, καθώς επίσης και το ότι οι αρμόδιες αρχές δεν έλαβαν υπόψη τις σχετικές ενέργειες, έχουν καταστήσει αδύνατον να συνεχίσω να υπηρετώ από την υπέρτατη αυτή θέση, αφού η κατάσταση αυτή με εμποδίζει να υπερασπιστώ ως αρχηγός του γενικού επιτελείου τα δικαιώματα του προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων».

Οι μαζικές παραιτήσεις των Τούρκων στρατηγών είναι πρωτοφανείς για τη χώρα, με τους κεμαλικούς να αναφέρονται σε κρίση που βαθαίνει στο τουρκικό κράτος, ενώ τις κινήσεις Ερντογάν που οδήγησαν στη συγκεκριμένη κατάσταση δείχνουν να στηρίζουν ΕΕ και ΗΠΑ. Η ΕΕ υποστηρίζει ότι «η Τουρκία εξελίσσεται σε δημοκρατικότερη χώρα όπου οι δημοκρατικοί θεσμοί ελέγχουν τις στρατιωτικές αποφάσεις», ενώ ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρκ Τόνερ, ερωτηθείς σχετικά, είπε ότι πρόκειται «για εσωτερική υπόθεση της Τουρκίας» και εξέφρασε την «πλήρη εμπιστοσύνη των ΗΠΑ προς την ισχύ των τουρκικών θεσμών».

Τελικά, την περασμένη Πέμπτη από τον Τούρκο Πρόεδρο Αμπντουλάχ Γκιουλ εγκρίθηκε ο διορισμός του στρατηγού Νενζντέτ Οζέλ στη θέση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας κατά τη διάρκεια των κρίσεων αξιωματικών, ενώ υπήρξαν αρκετοί συμβιβασμοί μεταξύ κυβέρνησης και στρατού, δεδομένου ότι παρατείνεται η θητεία 14 ανώτατων αξιωματικών που κατηγορούνται στην υπόθεση «Βαριοπούλα».

Πάλη με ταξικούς όρους

Η κρίση που προκάλεσε τη ρήξη στρατού και κυβέρνησης Ερντογάν είναι αποτέλεσμα της έκδηλης δυσαρέσκειας των στρατιωτικών για τον περιορισμό της επιρροής τους, που επιχειρεί ο Ρ. Ερντογάν, υποβοηθούμενος από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, δεδομένου ότι τη συγκεκριμένη στιγμή μια «δημοκρατική», έστω και «ισλαμικών καταβολών», κυβέρνηση συμφέρει περισσότερο τους σχεδιασμούς, παρά από ένα στρατοκρατούμενο καθεστώς, εξακολουθώντας να ενεργεί υπέρ των ίδιων συμφερόντων, αδιαφορώντας για τις λαϊκές ανάγκες.

Το ΚΚ Τουρκίας (ΤΚΡ) έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα αποπροσανατολισμού που βρίσκονται πίσω από τη διαμάχη «κεμαλικών και ισλαμιστών». Οπως τονίζει το ΤΚΡ, η κατάσταση του λαού παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη, η φτώχεια και η ανεργία γιγαντώνονται και ο λαός εξαθλιώνεται, γι' αυτό και καλεί σε συνέχιση της πάλης με ταξικούς όρους, ώστε ο λαός να χειραφετηθεί από την αστική πολιτική.


Αλεξάνδρα ΦΩΤΑΚΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ