ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Αυγούστου 2011
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
«Ξεμπερδεύοντας» και με τα πολιτιστικά κριτήρια

Σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση «επικαιροποιεί» τα κριτήρια των κρατικών ενισχύσεων στον κινηματογράφο η ΕΕ

Γρηγοριάδης Κώστας

Ακόμη πιο ασφυκτικό θέλει να κάνει το πλαίσιο της κρατικής στήριξης στον κινηματογράφο η ΕΕ, ικανοποιώντας την απαίτηση των μονοπωλίων του οπτικοακουστικού τομέα για πλήρη εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου. Ετσι, στα τέλη του περασμένου Ιούνη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι «διοργανώνει δημόσια διαβούλευση ως πρώτο βήμα για την επανεξέταση των κριτηρίων εφαρμογής των κανόνων της ΕΕ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων που παρέχουν τα κράτη μέλη για τη χρηματοοικονομική στήριξη της παραγωγής και της διανομής κινηματογραφικών ταινιών».

Ως αιτιολογία προβάλλεται το γεγονός ότι η τελευταία - και μέχρι σήμερα σε ισχύ - ανακοίνωση της ΕΕ για το θέμα έγινε το 2001 (σ.σ. επίσης στη βάση των συμφερόντων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων φυσικά), άρα χρειάζεται «επικαιροποίηση». Τα ισχύοντα κριτήρια είναι τα εξής: «Η ενίσχυση πρέπει να συμβιβάζεται με τις διατάξεις της συνθήκης (δεν πρέπει να επηρεάζει την εσωτερική αγορά). Να προορίζεται για πολιτιστικό προϊόν. Κάθε κράτος μέλος πρέπει να εξασφαλίζει ότι το περιεχόμενο της παραγωγής στην οποία χορηγείται ενίσχυση είναι πολιτιστικό, σύμφωνα με επαληθεύσιμα εθνικά κριτήρια (στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας). Ο παραγωγός πρέπει να είναι ελεύθερος να δαπανήσει τουλάχιστον το 20% του προϋπολογισμού παραγωγής σε άλλα κράτη μέλη δίχως να υποστεί μείωση στη χορηγούμενη ενίσχυση από το καθεστώς. Η ένταση ενίσχυσης πρέπει κατ' αρχήν να περιορίζεται στο 50% του προϋπολογισμού παραγωγής, με εξαίρεση ορισμένες δύσκολες στην πραγματοποίησή τους και χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες, και οι συμπληρωματικές ενισχύσεις για ειδικές δραστηριότητες που συνδέονται με την κινηματογραφική παραγωγή δεν επιτρέπονται (όπως οι δραστηριότητες μετά την παραγωγή)».

Λυσσαλέος ανταγωνισμός

Η αιτία όμως για τη σημερινή «διαβούλευση» δεν είναι μια γενική ανάγκη «επικαιροποίησης» των παραπάνω, αλλά η συνεχιζόμενη κυριαρχία των οπτικοακουστικών μονοπωλίων των ΗΠΑ έναντι αυτών της ΕΕ, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και εντός της ευρωπαϊκής αγοράς.

Ετσι, στο έγγραφο της Επιτροπής για την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων στον κινηματογράφο αναφέρεται ότι ναι μεν η ΕΕ «έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς κινηματογραφικών ταινιών στον κόσμο» (στοιχεία 2009 - ΕΕ: 1.168 κινηματογραφικές ταινίες, ΗΠΑ: 677, Κίνα: 456), αλλά «συχνά οι ταινίες αυτές έχουν περιορισμένο μερίδιο αγοράς, ακόμη και στις δικές τους εθνικές αγορές», αφού, «οι ταινίες που παράγονται ή χρηματοδοτούνται από τους μεγάλους διανομείς των ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο το 70% περίπου των εισπράξεων από την πώληση εισιτηρίων στις κινηματογραφικές αίθουσες της ΕΕ». Επιπλέον, «το μερίδιο αγοράς των ΗΠΑ είναι ακόμη υψηλότερο σε ορισμένα κράτη μέλη και στην αγορά οπτικών δίσκων προς ιδιωτική ενοικίαση». Αυτά συμβαίνουν ενώ «τα κράτη μέλη της ΕΕ χορηγούν κατ' εκτίμηση 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για την υποστήριξη των κινηματογραφικών ταινιών: 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ για επιχορηγήσεις και χαμηλότοκα δάνεια και 1 δισεκατομμύριο ευρώ για φορολογικά κίνητρα», με το 80% των εν λόγω ποσών να προορίζεται για την παραγωγή ταινιών (σ.σ. «τα κράτη μέλη που κυρίως υποστηρίζουν τις κινηματογραφικές ταινίες είναι η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία»).

Ενώ είναι φανερό ότι πρόκειται για μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση μονοπωλιακού ανταγωνισμού, που καμία σχέση δεν έχει με τη «στήριξη» του κινηματογράφου ως τέχνης και των συντελεστών του ως δημιουργών, η Επιτροπή επιχειρεί να χρησιμοποιήσει αυτή την πραγματικότητα... για να προωθήσει ουσιαστικά τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου στον εν λόγω τομέα: «Μια αιτία της έλλειψης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών έργων είναι ο μεγάλος κατακερματισμός του ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού τομέα, ο οποίος συνίσταται σε μεγάλο αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το 2007 υπήρχαν περισσότερες από 600 εταιρείες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών στη Γαλλία, 400 στο Ηνωμένο Βασίλειο και 200 στη Γερμανία»!

Οι «μικρομεσαίοι» λοιπόν «φταίνε» για τα αποτελέσματα του ανταγωνισμού του μεγάλου κεφαλαίου! Και «φταίνε» διότι «συχνά οι επιχειρήσεις αυτές παράγουν μικρό αριθμό ταινιών, ενώ μπορεί να δημιουργούνται ακόμη και για την παραγωγή ενός μόνο έργου (...) Συνεπώς, είναι δύσκολο να λάβουν οι παραγωγοί επαρκές επίπεδο εμπορικής υποστήριξης που να τους επιτρέπει να εξασφαλίσουν ένα χρηματοδοτικό πακέτο βάσει του οποίου να μπορεί να προχωρήσει η παραγωγή των έργων. Ο υψηλός κίνδυνος που σχετίζεται με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τα έργα τους, σε συνδυασμό με την αντίληψη περί έλλειψης κερδοφορίας του τομέα, έχει αυξήσει την εξάρτησή τους από τις κρατικές ενισχύσεις»!

Κι όμως, ταυτόχρονα, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής και αρμόδιος για την πολιτική ανταγωνισμού, Χ. Αλμούνια, εμφανίζεται... «προβληματισμένος», «μήπως ο αγώνας δρόμου για τις επιδοτήσεις - που αποβλέπει στην προσέλκυση μεγάλων κινηματογραφικών παραγωγών των ΗΠΑ - μπορεί να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα των ενισχύσεων που αποβλέπουν στην υποστήριξη μικρότερων ευρωπαϊκών κινηματογραφικών ταινιών;»!

Υπερ των «ελευθεριών» του κεφαλαίου

Αλλο «πρόβλημα» για την Επιτροπή είναι ότι «οι κρατικές ενισχύσεις για την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών και οπτικοακουστικών έργων συχνά συνοδεύονται από υποχρεώσεις εδαφικότητας των δαπανών, πράγμα που μπορεί να έχει ως ακούσια συνέπεια την αύξηση του κατακερματισμού του τομέα». Αυτό είναι «πρόβλημα» διότι «βασική αρχή της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς αποτελεί η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, κεφαλαίων, προσώπων και υπηρεσιών» (σ.σ. οι βασικές «ελευθερίες» του κεφαλαίου... για τον εαυτό του), άρα, «οι εδαφικές απαιτήσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι παραγωγοί ταινιών οφείλουν να δαπανούν καθορισμένο ποσοστό του συνολικού προϋπολογισμού μιας ταινίας (ή της χορηγούμενης ενίσχυσης) στο κράτος μέλος που χορηγεί την ενίσχυση, ενδέχεται να περιορίζουν την ελευθερία αυτής της κυκλοφορίας»!

Παράλληλος στόχος της ΕΕ με τη «διαβούλευση» είναι ο ακόμη μεγαλύτερος προσανατολισμός της χρηματοδότησης στα μονοπώλια ή/και στη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Αυτό το θέτουν εμμέσως πλην σαφώς ως εξής: «Φαίνεται ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με το ότι η δημόσια επιδότηση είναι σημαντική για τη βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών. Λαμβανομένων υπόψη των χρηματικών ποσών που έχει δαπανήσει η Ευρώπη κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών για την επιδότηση της παραγωγής περισσότερων από 1.000 κινηματογραφικών ταινιών ετησίως, από τις οποίες μόνο ελάχιστες προβάλλονται έξω από τα σύνορα της χώρας καταγωγής τους, είναι σημαντικό να εξεταστεί κατά πόσον η δημόσια χρηματοδότηση πραγματοποιείται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά»... Και προσθέτει με λανθάνουσα αυστηρότητα: «Σύμφωνα με τις κοινοποιήσεις κρατικών ενισχύσεων που έλαβε η Επιτροπή, οι εθνικές, περιφερειακές και τοπικές χρηματοδοτήσεις των κινηματογραφικών ταινιών της Ευρώπης δε φαίνεται να έχουν κοινό στόχο ή στρατηγική. Μολονότι αυτό είναι χαρακτηριστικό πολιτιστικής πολυμορφίας και ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε χρηματοδοτικές ανακολουθίες»...

Φυσικά και η ίδια η οικονομική κρίση του καπιταλισμού χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα ή σαν ευκαιρία εφαρμογής των αντιδραστικών στόχων: «Ο ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός τομέας διέρχεται μια κρίσιμη καμπή. Πολλά κράτη μέλη, αντιμετωπίζοντας την ανάγκη εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών τους στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής κρίσης, έχουν ήδη προβεί σε περικοπές των προϋπολογισμών τους για την υποστήριξη των ταινιών. Ορισμένοι φορείς χρηματοδότησης ταινιών κινδυνεύουν να κλείσουν. Η αποσαφήνιση των στόχων που επιδιώκουν τα κράτη μέλη για την υποστήριξη των ευρωπαϊκών ταινιών θα βοηθούσε επίσης στην αξιολόγηση του κατά πόσον η υποστήριξη οδηγεί πράγματι σε απτά αποτελέσματα όσον αφορά τους στόχους. Επιπλέον, μια μεγαλύτερη σαφήνεια θα βοηθήσει επίσης την Επιτροπή να αναπτύξει κοινούς κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα (...)».

Σαν «αθώα περιστερά» η Επιτροπή «διαπιστώνει» ότι «από την ανακοίνωση για τον κινηματογράφο του 2001 και μετά έχουν εμφανιστεί πολλές διαφορετικές τάσεις, πράγμα που θα απαιτήσει μια κάποια επικαιροποίηση των κριτηρίων [αξιολόγησης των κρατικών ενισχύσεων], σε εύθετο χρόνο. Οι τάσεις αυτές περιλαμβάνουν (...) και τον ανταγωνισμό μεταξύ ορισμένων κρατών μελών που χρησιμοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις για να προσελκύσουν επενδύσεις από το εξωτερικό μεγάλων εταιρειών κινηματογραφικής παραγωγής, κυρίως από τις ΗΠΑ». Λες και το κεφάλαιο διαπνέεται από «πατριωτισμό» και, συνεπώς, «δεν» θα συμμαχήσει ακόμη και με τον εν δυνάμει ή εν ισχύ ανταγωνιστή αν αυτό πρόκειται να φέρει μεγαλύτερα κέρδη.

«Αυτή η τάση φαίνεται ότι έχει συνεχιστεί από τότε» συνεχίζει η Επιτροπή: «Οι διεθνείς εταιρείες παραγωγής ταινιών, οι οποίες εδρεύουν κυρίως στις ΗΠΑ, δραστηριοποιούνται σε παγκόσμια βάση και μπορούν να επιλέγουν στο πλαίσιο ενός πολύ ευρέος φάσματος εναλλακτικών τόπων. Οι μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες και άλλες μεγάλες διεθνείς παραγωγές χαρακτηρίζονται από εξαιρετική κινητικότητα. Αν μια χώρα διαθέτει κατάλληλο, μεγάλο κινηματογραφικό στούντιο, καταβάλλει κάθε προσπάθεια να προσελκύσει τις εν λόγω παραγωγές σ' αυτόν τον τόπο και να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όφελος μέσω της απασχόλησης τοπικών επιχειρήσεων παροχής κινηματογραφικών υπηρεσιών, ηθοποιών, προσωπικού, εγκαταστάσεων, καθώς και ενός ευρέος φάσματος βοηθητικών υπηρεσιών. Η προσέλκυση μεγάλων κινηματογραφικών επιτυχιών συνήθως περιλαμβάνει φορολογικά κίνητρα και άλλα μέσα που διευκολύνουν την παραγωγή των εν λόγω διεθνών κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών προγραμμάτων σε συγκεκριμένα εδάφη. Το αποτέλεσμα είναι ένας ενεργητικός συνδυασμός δούναι και λαβείν μεταξύ του διεθνούς παραγωγού και των φορέων του συγκεκριμένου τόπου. Οι μεγάλες κινηματογραφικές ταινίες που χρηματοδοτούνται από τις ΗΠΑ έχουν κατά μέσο όρο προϋπολογισμό παραγωγής ύψους 65 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (46 εκατομμυρίων ευρώ), ενώ οι ακριβότερες ταινίες υπερβαίνουν τα 200 εκατομμύρια δολάρια (141 εκατομμύρια ευρώ). Το ποσό αυτό είναι πολλές φορές υψηλότερο από τους προϋπολογισμούς των συνήθων ευρωπαϊκών παραγωγών. Μολονότι η προσέλκυσή τους μέσω επιδοτήσεων μπορεί να εξασφαλίσει την παραγωγή των οικονομικά σημαντικών αυτών ταινιών στην Ευρώπη και όχι αλλού, οι εν λόγω επιδοτήσεις στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών τόπων παραγωγής. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, το ερώτημα δεν είναι αν η ταινία θα παραχθεί αλλά μόνο πού θα παραχθεί. Στο βαθμό που αυτή η χρήση δημόσιων επιδοτήσεων οδηγεί πράγματι σε ανταγωνισμό με άλλα κράτη μέλη, αυτό είναι εις βάρος τόσο του τομέα όσο και των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν όταν σχεδιάστηκαν οι αρχικοί κανόνες χορήγησης κρατικών ενισχύσεων για την προώθηση του ευρωπαϊκού κινηματογραφικού πολιτισμού (...)»!

«Τι είναι... "πολιτισμός";»

Ας αγνοήσουμε τον «καημό» της Επιτροπής για τον Ευρωπαίο φορολογούμενο και ας πάμε σε αυτό που υπονοείται, όχι κατευθείαν από το κείμενο, αλλά από το γενικότερο «τοπίο» της οπτικοακουστικής αγοράς. Είναι γνωστό λοιπόν ότι από την καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες της Ανατ. Ευρώπης προέκυψε ένα άκρως εξειδικευμένο προσωπικό με υψηλότατο γνωσιολογικό επίπεδο στα οπτικοακουστικά και μια επίσης τεράστια κινηματογραφική υποδομή - αποτέλεσμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Και το σημαντικότερο: Ολα αυτά είναι πάμφθηνα!

Το Χόλιγουντ έπεσε με όρους «ακρίδας» πάνω σε αυτή την υποδομή, πριν ακόμη η ΕΕ καταφέρει να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς τη «βρήκε». Χωρίς να θεωρούμε ότι ακριβώς αυτό το γεγονός έχει υπόψη της η Επιτροπή με τα παραπάνω, σε κάθε περίπτωση μπορεί εύκολα να περιλαμβάνεται και αυτό, δεδομένου ότι η κυριαρχία του αμερικανικού οπτικοακουστικού κεφαλαίου στην Ανατ. Ευρώπη είναι ακόμη μεγαλύτερη από ό,τι στη Δυτική.

Οπως και να έχει, τα μονοπώλια της ΕΕ που ανταγωνίζονται τα αμερικανικά εμφανίζονται - μέσω της Επιτροπής - πολύ δυσαρεστημένα γι' αυτή την κατάσταση: «Από οικονομική άποψη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι η υποστήριξη αυτών των παραγωγών, η οποία υποστηρίζει έμμεσα τις ευρωπαϊκές κινηματογραφικές υπηρεσίες, μπορεί να δημιουργήσει σημαντική αύξηση της τεχνογνωσίας της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής βιομηχανίας και να αποφέρει περαιτέρω οφέλη (π.χ. στον τουρισμό). Ωστόσο, τα κέρδη που σχετίζονται μ' αυτές τις παραγωγές ενδέχεται να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εκτός της ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν συμβάλλουν αναγκαστικά στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του τομέα. Επιπλέον, οι ταινίες που χρηματοδοτούνται και διανέμονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ δεν έχουν το ίδιο πρόβλημα πρόσβασης στην ιδιωτική χρηματοδότηση που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους. Ετσι, η αναγκαιότητα αυτών των ενισχύσεων δεν είναι προφανής».

Η Επιτροπή όμως θέλει να ξεμπερδεύει μια και καλή με την πολιτιστική διάσταση του κινηματογράφου, φτάνοντας ακόμη και σε επίπεδα γελοιότητας. Αναφέρει λοιπόν ότι «για να αντιμετωπιστεί ο εν λόγω αγώνας δρόμου των επιδοτήσεων, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στο κριτήριο ότι η ταινία πρέπει να είναι "πολιτιστικό προϊόν". Παράδειγμα αποτελούν τα φορολογικά κίνητρα για τις ταινίες στο Ηνωμένο Βασίλειο το "πολιτιστικό τεστ" του οποίου σχεδιάστηκε με σκοπό την αποφυγή της χορήγησης ενισχύσεων σε ταινίες χωρίς εμφανές πολιτιστικό περιεχόμενο. Πολλά άλλα κράτη μέλη ακολούθησαν κατόπιν παρόμοια προσέγγιση με βάση τα πολιτιστικά κριτήρια σε συστήματα υποστήριξης μικρών κινηματογραφικών παραγωγών τα οποία έχουν προηγουμένως εγκριθεί από την Επιτροπή. Ωστόσο (...) ο συστηματικός αυστηρός έλεγχος των πολιτιστικών προϋποθέσεων αμφισβητείται από τα κράτη μέλη, ιδιαίτερα αφότου, λόγω της αρχής της επικουρικότητας, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να έχει εύκολη πρόσβαση στους εθνικούς ορισμούς της έννοιας "πολιτισμός". Προφανώς, δεδομένου ότι τα κριτήρια δεν σχεδιάστηκαν γι' αυτό το είδος υποστήριξης, είναι ανεπαρκή για την αντιμετώπιση του πολέμου των επιδοτήσεων»!

Σημασία έχει ότι η ΕΕ ετοιμάζεται για μια νέα επίθεση στον κινηματογράφο ως τέχνη, στο δημιουργό και, φυσικά, στη συνείδηση του κοινού. Το σχετικό χρονοδιάγραμμα για την αναθεώρηση των κριτηρίων των κρατικών ενισχύσεων προβλέπει έκδοση νέας ανακοίνωσης με τα νέα κριτήρια το δεύτερο εξάμηνο του 2012. Οι κινηματογραφιστές που αρνούνται να γίνουν υπάλληλοι των πολυεθνικών πρέπει να απαντήσουν.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ