ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 7 Ιούλη 2018 - Κυριακή 8 Ιούλη 2018
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΝΔ
«Υψώνουν τη φωνή» αλλά δεν κρύβουν την αντιλαϊκή σύμπλευση

Eurokinissi

Κούφιοι διαπληκτισμοί, «ανεβασμένοι τόνοι» πλαισιωμένοι απ' την απαραίτητη θεατρικότητα, υπονοούμενα και σκιές, συνέθεσαν κι αυτήν τη φορά το γνώριμο σκηνικό της κοκορομαχίας κυβέρνησης - αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή την Πέμπτη, κατά τη διάρκεια της συζήτησης που προκάλεσε η ΝΔ για την οικονομία. Τίποτα, ωστόσο, δεν χρησίμεψε στους «μονομάχους» για να συγκαλύψουν την ουσιαστική τους συμφωνία στη στρατηγική του κεφαλαίου, στις κατευθύνσεις και στα μέτρα που απαιτεί το κεφάλαιο και έχουν ως προϋπόθεση το γονάτισμα του λαού, το παραπέρα τσάκισμα των εργατικών δικαιωμάτων, τη συνέχιση των αντιλαϊκών ανατροπών.

«Καθαροί διάδρομοι» για το κεφάλαιο

Ο Αλ. Τσίπρας υποστήριξε ότι η κυβέρνηση παρέλαβε μια «κατάσταση δραματική» και κατηγόρησε τη ΝΔ ότι «εκεί που υποτίθεται ότι θα χτίζατε το "success story" στα δημοσιονομικά, πετύχατε το απόλυτο διπλό φιάσκο», κατηγορώντας την ότι «όχι μόνο δεν είχατε πάρει καμία ρύθμιση για το χρέος, αλλά δεν είχατε προχωρήσει και σε καμία ουσιαστική διαρθρωτική μεταρρύθμιση».

Συγκρίνοντας τις δύο κυβερνήσεις απ' τη σκοπιά των επιδόσεών τους προς όφελος του εγχώριου κεφαλαίου, ο πρωθυπουργός επανέλαβε ότι «εκεί που απέτυχαν τρεις δικές σας κυβερνήσεις, η δική μας κυβέρνηση πέτυχε», ενώ παραθέτοντας τα ...επιτεύγματά της αναφέρθηκε στην «υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων», στα ματωμένα δηλαδή πλεονάσματα από τη φοροληστεία του λαού και τις περικοπές, στους «θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης» του κεφαλαίου που χτίζονται πάνω στα μέτρα που εντείνουν την εκμετάλλευση, όπως και στην ατελείωτη λίστα φοροαπαλλαγών, εισφοροαπαλλαγών και λοιπών διευκολύνσεων, στα «ελληνικά ομόλογα που καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο», προκειμένου το αστικό κράτος να δανειστεί φτηνότερα για λογαριασμό των ομίλων.

«Και όλα αυτά», πρόσθεσε κλείνοντας το μάτι στην αστική τάξη για την επιτάχυνση της αντιλαϊκής επίθεσης, «είναι μονάχα η αρχή μιας πορείας, που διαρκώς από εδώ και στο εξής θα επιταχύνεται, ιδιαίτερα μετά την καθοριστική - και τολμώ να το πω με την έννοια της λέξης - ιστορική απόφαση του Γιούρογκρουπ της 21ης του Ιούνη».

Τη σημασία αυτής της απόφασης για το κεφάλαιο εξήγησε αμέσως μετά, λέγοντας ότι «διαμορφώνει έναν καθαρό διάδρομο για την ελληνική οικονομία για την επόμενη δεκαπενταετία» και «η επιτυχία ή μη αυτής της απόφασης κρίνεται από τις αγορές... η λύση αυτή έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τις αγορές», επιβεβαιώνοντας δηλαδή ότι πρόκειται για μέτρα που αφορούν την πρόσβαση του κεφαλαίου - μέσω του αστικού κράτους - σε φτηνό δανεισμό.

Από την πλευρά του, ο Κυρ. Μητσοτάκης, στο γνωστό μοτίβο της διαχειριστικής «ανικανότητας» της κυβέρνησης, «μάλωσε» την κυβέρνηση ότι με την πολιτική της στερεί απ' το εγχώριο κεφάλαιο δυνατότητες ενίσχυσης της κερδοφορίας του, εστιάζοντας την κριτική του στις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα που θα εξυπηρετούν το κρατικό χρέος, που είναι μεγάλα και «πνίγουν την οικονομία», ενώ θα μπορούσαν να κατευθύνονται απευθείας ως φοροελαφρύνσεις και άλλα μέτρα στο κεφάλαιο. Επέκρινε τη συμφωνία για το χρέος ως μη ικανή να βγάλει τη χώρα απ' την περιπέτεια, υποστηρίζοντας πως όταν ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση, το χρέος ήταν βιώσιμο και πως η βιωσιμότητά του είναι πρωτίστως συνδεδεμένη με τους ρυθμούς ανάπτυξης, που ωστόσο δεν είναι ικανοποιητικοί γιατί στην κυβέρνηση «είναι ανίκανοι να προκαλέσουν ένα αναπτυξιακό σοκ». Επιπλέον, απέδωσε στις «τραγικές επιλογές» της κυβέρνησης τη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Μνημόνια διαρκείας... «δικής τους» κοπής

Χαρακτηριστική σε ένα τέτοιο πλαίσιο ήταν και η «αντιπαράθεση» για τη μεταμνημονιακή μόνιμη εποπτεία των λαϊκών αναγκών.

Τι είπαν; Ο πρωθυπουργός επιχείρησε να παρουσιάσει ως «τεράστια αλλαγή», όπως χαρακτηριστικά είπε, και ως απόδειξη ότι «η Ελλάδα θα έχει και πάλι τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για το παρόν και το μέλλον της και κανένας άλλος» το γεγονός ότι «η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας θα γίνεται υπό τη μορφή εκθέσεων για την πορεία της και πιθανά να εισηγούνται και κάποιες παρεμβάσεις, αν κριθεί απαραίτητο, όπως ακριβώς γίνεται με όλες τις χώρες που βρεθήκαν σε μνημόνια και βγήκαν από αυτά, όπως η Ιρλανδία, η Κύπρος, η Πορτογαλία. Τα στοιχεία αυτών των εκθέσεων η ελληνική κυβέρνηση θα τα λαμβάνει υπόψιν της. Ομως, ο πρώτος και ο τελευταίος λόγος για τις παρεμβάσεις που θα γίνουν, θα ανήκει στις εκλεγμένες από τον ελληνικό λαό κυβερνήσεις της χώρας».

Και ο πρόεδρος της ΝΔ συμπλήρωσε ότι «πράγματι κάποιοι με ρωτούν: Μα πώς θα μπορέσετε εσείς να αλλάξετε ρότα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμεύσει τη χώρα; Το κράτος, καλώς ή κακώς, δεν πρέπει να έχει συνέχεια; Και δεν θα αντιδράσουν οι δανειστές μας; Τους απαντώ: Πιστεύω βαθιά στο δημιουργικό σοκ, που προκαλούν στην οικονομία η σιγουριά και το φιλοεπενδυτικό κλίμα... Για αυτό και λέω με σαφήνεια. Οταν η επόμενη κυβέρνηση αποδείξει τη μεταρρυθμιστική της προσήλωση και κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών, θα διεκδικήσει και θα πετύχει τη μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος».

Και οι δυο δηλαδή δεσμεύονται για τη συνέχιση της αυστηρής εποπτείας των λαϊκών αναγκών για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα, την απαρέγκλιτη «προσήλωση» στις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις πέρα και από το «πλαίσιο εποπτείας», τα μνημόνια διαρκείας που υπάρχουν για όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ.

Και οι δυο λένε ότι η «δημοσιονομική εποπτεία» θα συνεχιστεί, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει είναι πια «δική τους δουλειά», η εκάστοτε κυβέρνηση δηλαδή θα επιλέγει τον «καταλληλότερο» κάθε φορά τρόπο σφαγής του λαού με βάση τις προτεραιότητες της εγχώριας αστικής τάξης.

Η «ευελιξία» αυτή - που όχι μόνο δεν αφορά την κατάργηση των ήδη ψηφισμένων αντιλαϊκών μέτρων, αλλά την επέκτασή τους - καταγράφεται άλλωστε και στην πρόσφατη συμφωνία στο Γιούρογκρουπ, όπου επανειλημμένα γίνεται λόγος για πρόγραμμα που «ανήκει» στις ελληνικές αρχές.

Στην ίδια ακριβώς συμφωνία καταγράφονται «με το νι και με το σίγμα» και οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης «για τη θωράκιση όλων των μέχρι τώρα σημαντικών μεταρρυθμίσεων», ότι δηλαδή η μέχρι σήμερα σφαγή των λαϊκών δικαιωμάτων σε μισθούς, σε συντάξεις, σε φόρους θα θωρακιστούν στο διηνεκές.

Επίσης με απόλυτη σαφήνεια καταγράφονται και τα αντιλαϊκά μέτρα της αμέσως επόμενης περιόδου: Οι συνταξιούχοι θα πληρώσουν 1 δισ. ευρώ με την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» απ' τις αρχές του 2019, ενώ απ' τις αρχές του 2020 η μείωση του αφορολόγητου θα οδηγήσει σε νέα αφαίμαξη των λαϊκών εισοδημάτων, όπως και η νέα αύξηση του ΕΝΦΙΑ και των αντικειμενικών αξιών στις λαϊκές κατοικίες. Παράλληλα, ρητά δεσμεύονται για τη «νέα επέκταση του πλαισίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων», δηλαδή τη νέα επιθετική επέκταση των πλειστηριασμών, ώστε να εξαναγκαστούν όλοι να πληρώσουν για να στηριχθεί το τραπεζικό κεφάλαιο.

Την ίδια ώρα, το «μεταμνημονιακό μνημόνιο» προβλέπει και μέτρα που θα «εισηγούνται» οι «θεσμοί» με αντάλλαγμα ελαφρύνσεις και διευκολύνσεις για το εγχώριο κεφάλαιο, ως «κίνητρο» δηλαδή για να «τρέξουν» γρηγορότερα οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.

Κάλπικες προσδοκίες για το λαό

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, διπλά προκλητική ήταν η προσπάθεια τόσο του πρωθυπουργού όσο και του αρχηγού της ΝΔ να πείσουν ότι η ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών μπορεί να συμβιβαστεί με την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία του κεφαλαίου.

Ο Αλ. Τσίπρας επιστράτευσε και τις κάλπικες προσδοκίες απευθυνόμενος στο λαό, λέγοντας ότι «επεξεργαζόμαστε από τώρα τις απαραίτητες παρεμβάσεις που σταδιακά θα επαναφέρουν τη χώρα στην κανονικότητα, αλλά και θα βελτιώσουν το επίπεδο ζωής, την καθημερινότητα των πολιτών. Το σχέδιό μας είναι σαφές, να λάβουμε τις απαραίτητες πρωτοβουλίες ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, να προστατεύσουμε τον κόσμο της εργασίας, να ενισχύσουμε τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, να βελτιωθούν οι συνθήκες δουλειάς, να αυξηθούν οι μισθοί...», ενώ δεν παρέλειψε να «πασπαλίσει» το αφήγημα και με κάλπικα διλήμματα που υποτίθεται στοιχειοθετούν το «χάος» που χωρίζει ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, όπως «με το κοινωνικό κράτος ή με τις απολύσεις; Με την προστασία της εργασίας ή με τη συντριβή της εργασίας; Με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ή με τη ζούγκλα της εργασιακής απορρύθμισης; Με ασφαλιστικό σύστημα ισχυρό και βιώσιμο ή με την κατάρρευσή του στο βωμό της ιδιωτικής ασφάλισης;».

Πρόκειται βέβαια για πρόκληση, από τη στιγμή που ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ από κοινού στηρίζουν τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ και έχουν διαδοχικά ή από κοινού περάσει τους εκατοντάδες μνημονιακούς νόμους που «ήρθαν για να μείνουν» και σηματοδοτούν ένταση της εκμετάλλευσης ως τη βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της κερδοφορίας, με γενίκευση της ευελιξίας, απελευθέρωση των απολύσεων, τσάκισμα μισθών και ΣΣΕ, διαδοχικές αντιασφαλιστικές ανατροπές, προσπάθεια να μπει στον πάγο ακόμα και το δικαίωμα στην απεργία.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις γενικόλογες αναφορές για αλλαγές στους μισθούς και βελτίωση των εργασιακών συνθηκών, που δεν είναι τίποτα άλλο από συνειδητά ψέματα, αφού και στη συμφωνία που κραδαίνει η κυβέρνηση γίνεται ρητά λόγος για θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και για επιλογές του κατώτατου μισθού με αυτό και μόνο το κριτήριο, με το οποίο οι μισθοί δεν πρόκειται να επανέλθουν αλλά θα παραμείνουν καθηλωμένοι.

Αντίστοιχα προκλητικά ήταν και όσα ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός για την πιθανότητα να μην εφαρμοστούν ορισμένα από τα ήδη ψηφισμένα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ μέτρα, όπως η παραπέρα μείωση των συντάξεων από την 1η Γενάρη, επιχειρώντας να πείσει ότι τα μόνιμα αντιλαϊκά μέτρα και οι αντιασφαλιστικές ανατροπές μπορούν τάχα να αντισταθμιστούν από μερικά εφάπαξ βοηθήματα.

Ενδεικτική, στο μεταξύ, της ταύτισης ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ είναι και εδώ η αποστροφή του Κυρ. Μητσοτάκη για τις συντάξεις, ότι «είναι υποχρέωσή μας να προστατεύσουμε το εισόδημα των συνταξιούχων. Αλλά αυτό θα γίνει μόνο όταν πάρει μπροστά η μηχανή της πραγματικής οικονομίας», με μια «κυβέρνηση ικανή να απελευθερώσει τις δυνάμεις της πραγματικής οικονομίας, να αυξήσει τον παραγόμενο πλούτο, να αναζωογονήσει την απασχόληση ώστε να μπορέσουν να κρατηθούν οι συντάξεις σε ανθρώπινα επίπεδα». Πρόκειται για «αφήγημα» ακριβώς ίδιο με αυτό της κυβέρνησης, που καλεί ασφαλισμένους και συνταξιούχους να «βάλουν πλάτη» ώστε να ανακάμψει η καπιταλιστική οικονομία, συνδέοντας όπως και το αντιασφαλιστικό τερατούργημα του νόμου Κατρούγκαλου, την πορεία της με τις παροχές.

Το πόσο «χάος» εξάλλου χωρίζει ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, όσο και το γεγονός ότι τα περιβόητα μέτρα για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας δεν αποτελούν αντίβαρο, αλλά συμπλήρωμα της αντιλαϊκής πολιτικής, επιβεβαιώθηκαν λίγη ώρα αργότερα, όταν ο πρόεδρος της ΝΔ αναφέρθηκε και εκείνος σε θέσεις όπως για το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» κ.ο.κ., τον μηχανισμό δηλαδή διαχείρισης και ενσωμάτωσης της ακραίας φτώχειας που οικοδομεί η κυβέρνηση.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ