ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 7 Ιούλη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Χρήστου ΚΑΡΑΜΠΕΤΣΟΥ

Ο Χρήστος Καραμπέτσος γεννήθηκε στο Στεβενίκο (Αγία Τριάδα) της Λιβαδειάς. Στα Γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1982 μ' εμφανή την έμβρυα βαθμίδα στην αισθητική, τη θεματολογία, την τεχνική. Εχει εκδώσει: Τη σύνθεση «Η ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» (1983), την ποιητική συλλογή «ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ» (1985), το σατιροπολιτικό ιστοριογράφημα «Τ' ΑΣΤΡΑ ΑΡΧΟΝΤΕΣ» (1985), τη σύνθεση «Ο ΡΥΘΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΛΜΩΝ ΤΗΣ» (1988), την ποιητική συλλογή «ΟΥΡΑΝΟΠΟΡΕΙΑ» (1993), το «ΜΕΤΩΠΟ» (1998). Εκδίδει τη λογοτεχνική εφημερίδα «ΔΡΥΜΟΣ» και συνεργάζεται με το λογοτεχνικό περιοδικό «Εμβόλιμον» των Ασπρων Σπιτιών. Για το έργο του έχει διακριθεί σε πολλούς πανελλήνιους διαγωνισμούς. Είναι μέλος του Σωματείου Οικοδόμων Λιβαδειάς και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.


Η αγγελία

Η αγγελία ήταν ευδιάκριτη και πεντακάθαρη, στην τσιμεντοκολώνα κολλημένη πάνου της ΔΕΗ. «Ζητώ 49.996 άτομα για δουλειά που να θέλουν πάνω από 1.000.000 δρχ. ή 2.935 ευρό μήνα». Η ανορθογραφία κι ασυνταξία βέβαια δε λέει, μπρος στα Δυο Χιλιάδες Εννιακόσια τόσα. Εδώ είναι το ψητό...!

Ο Μήτρος κοίταξε γύρω του, μ' άγριο θολωμένο μάτι, σάμπως πεινασμένο όρνιο, ύστερ' απ' την παρατεταμένη του Γενάρη βαρυχειμωνιά, ακουρμάζοντας το νιούτσικο ξεμοναχιασμένο βέλασμα. Βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, πως δεν τον βλέπει κανείς στον κόσμο τούτο: του ξέφρενου αλυσοδεμένου κοπαδιού, των βρυχηθμών, των θεόρατων λεωφόρων και των σκίμνων, απ' τα κάθε είδους τροχοφόρα (τετράτροχα, εξάτροχα ή δίτροχα) κι ωστόσο δίποδα.

Χίμηξε λοιπό, με τις άγαρμπες τεράστιες χερούκλες του, στα δύο τρία αυτάκια της αγγελίας, με τα πολυψήφια τηλέφωνα (σωστά οτομοτρίς) και τα ξερίζωσε με μία.

- Μαρούσα - φώναξε έξαλλος από χαρά κι ολόγιομος από ελπίδα για δουλειά, στην αλλοδαπή κοπέλα που συζούσε δω και κάμποσα χρόνια τώρα ο Δημητρός - σωθήκαμε...! σωθήκαμε...! γίναμε πλούσιοι.

- Τι σ' έπιασε μωρέ, μύγα χειμωνιάτικα; Τι έχει η κούτρα σου ρε μπούφο;.. Μήπως σ' έπιασε το τσίπουρο στον καφενέ; Μήπως έπιασες το Λόττο σε ευρώ;... ΄Η μήπως τον Πάπα απ' τα αυγά;

- Ελα να δεις Μαρούσκα μ'. Ελα..! τρέξε..! Αρή δεν ακούς..;

- Τι είν' αυτούνο που κρατάς Μητρούτσο μ'..; κερατούκλημ..;

- Δε βλέπσ' αρή...; διάβασ' δω: Α-πα-γκε-λία.

- Αγγελία, βρε στουρνόβλαχε.

- Οπως τα λες! Θα σωθούμε σ' λέω...! Θα δουλεύμ' κι οι δύο, πρωί βράδ' και Κεριακές και να, μάτσα τα λεφτά.

Ναν καλά ο ανθρώπους, που θα μας παρ' στη δλειάτ, - καμ' το σταυρό σ' αρή, ναν τον έχει καλά ο Θειούλης.

Δείπνησαν σιωπηλοί! Ο καθένας σκεπτόταν για λογαριασμό του, δίχως να εξωτερικεύσει (στον άλλονε) τίποτ' ακόμη.

Ο Μήτρος βάλθηκε να καταστρώνει το σχέδιο στο νου του - πινελιά την πινελιά - μ' όλα τα χρώματα που γνώριζε ως τότε απ' το φτωχικό του κόσμο.

Μ' όλα τ' αρώματα τ' ορεσίβειου χωριού του: της αγριομέντας, του στίφνου, τ' αγριόκρινου τους στήμονες ή της αγριοκορομηλιάς τ' ανθάκια ή και της φλαμουριάς τ' αστράκια ακόμη στη Βίγλα πάνω του Διαβόλου.

Δεν κατάφερε ν' αποφύγει την Ονειροπόληση π' αφιλόκερδα του παρέχει το έναυσμα τούτο για δουλειά και μάλιστα καλοπληρωμένη.

Ενα εκατομμύριο μαθές το μήνα ή Δύο Χιλιάδες Εννιακόσια τόσα ευρώ.

Θα πήγαινε πρωί πρωί στον άνθρωπο, στο γραφείο, στην εταιρία τέλος πάντων, φρεσκοξυρισμένος και μ' ολοκαίνουριο χαμόγελο. «Θέλω να εργαστώ» θ' άρχιζε... όχι..! «Με συγχωρείτε διάβασα... διάβασα» όχι..! μήτε κι αυτό.

- Βρε ντιπ μπουμπούνας είμαι..! πρέπει να πάρω τηλέφωνο, πού να τους πάρει. Πώς δεν το σκέφτηκα. Κι αυτοίνοι οι Χριστιανοί δεν μπορούν να βάνουν διεύθεση..; Φέρ' ειπείν οδός: ΡΩΜΑΙΩΝ αριθμός 340,75. Κι έτσι να παρουσιαστώ αυτοπροσώπως..! «Είμαι ο Μήτρος ο Καραμητρούτσος».

- Μητρούτσο μ', άρχισες να παραμιλάς και ξυπνητός...; όχου...! πάει χαθήκαμαν οι έρμοι. Του πέταξε η Μαρούσα, π' άρχισε λίγο λίγο πια να χρησιμοποιεί τον ιδιωματισμό κι αυτή του Μήτρου.

- Δώμ' τόνα χιλιάρικο γυναίκα..! Θα πάρω τηλεκάρτα.

Ξημέρωσε η 13η Γενάρη του 2000 τόσο. Ο Μήτρος ο Καραμητρούτσος πετάχτηκ' απ' το στρώμα ως ηλεκτρόπληκτος.

Νίφτηκε, ξυρίστηκε γοργά, πουδραρίστηκε. Εψησε τους καφέδες κι άναψε τσιγάρο.

-Τ' άναψες το ρημάδι..; άνοιξε τα μάτια σ' πρώτα. Τι σου 'καμα και με λιβανίζεις πρωί πρωί..; Τι 'μαι, μαθές, η Μεγαλόχαρη της Τήνου..;

- Σήκω πάνω Μαρούσα μ'..! η μεγάλη μέρα ήρθε... η ώρα που θα γίνουμε πλούσιοι σιμώνει.

Γευτήκανε το πρωινό τους λαίμαργα, σχεδόν στο πόδι. Ο νους και των δυονώ στριφογύριζε σε Χίλια Δυο κεράσια.

-Να τ' πης τ' ανθρώπ' είμαστε τρεις...! μην ξεχάσεις την Ολια, την αδερφή μ' τη χήρα. Να τ' πης: - ακούς αρέ...; - ο άντρας τ' καταπλακώθηκε ο έρμους απού χώματα και μπετά στο Ολυμπιονικό Χουργιό. Και της άφηκε, πες τ', της χοντρομούνας δυο κουτσούβελα χτικιάρικα σερνιακά κι ένα κοριτσούδ' με τη μύξα να! (χοντρομακάρονο) ρουφά ξαναρουφά την, ατελείωτα. Κι ο πισινός της (δε λέει να σταματήσει) μόνιμα σκατωμένος και αυτός.

Αντε δώμ' ένα φιλί, και πάενε πια. Τι, θα πάει εννιά και σε προκάμουν άλλοι, τίποτα τσιφούτηδες, τίποτα φαφούτηδες λιμοκοντόροι (απ' όξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα).

- Αρη, δώμ' την τηλεκάρτα σ' κι έφυγα..! Καλύτερα να 'χου και τη θκιά σ' και τη θκιά μ'. Καλύτερα γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.

* * *

Αν κάμω σήμερο γω τηλέφωνο δω πέρα: θα γίνω παπάς ή κερατάς, μουρμούρισε ο Μήτρος (δω που τα λέμε κερατάς μπορεί και να 'μαι, ποιος εξάλλου δεν είναι τη σήμερον Πολιτισμικήν ημέρα;).

- Ρε τον βερνικωμένο, που να τον σηκώσει - (μονολογούσε φωναχτά πια ο Δημητρός) - τρία τέταρτα και ρούπι ο κόπανος δεν κούνησε. Αντε, ξεκουμπίσου μορφονιέ μου..!

Επιασ' επιτέλους ο Μήτρος το ακουστικό. Ο δείχτης του αριστερού χεριού του έτρεμε. Τα πλήκτρα ταξίδευαν κατά την άβυσσο στο πουθενά. Τ' ακουστικό δε βολευόταν με κανένα τρόπο. Το 'πιασε με την ωμοπλάτη, το 'σφιξε με το πιγούνι - δε βολευόταν - οι αριθμοί χάνουν τη σειρά τους, αιωρούνταν, πετούσαν ψηλά ως τα συνοφρυωμένα σύγνεφα. Ως το καλλίγραμμο φρύδι του φεγγαριού.

«Ο αριθμός που καλείτε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή της ΑΛ - ΚΑΪΝΤΑ» θα πήρα λάθος συλλογιέται..! ξαναδοκιμάζει.

«Η κλήση σας προωθείται...! αναμείνατε στο ακουστικό σας». Δω είμαστε...! ψιθύρισε χαρούμενα με τη μύτη του ο Μήτρος. «Η κλήση σας προωθείται...! αναμείνατε στο ακουστικό σας». «Η κλήση σας προωθείται...! αναμείνατε στο ακουστικό σας». Πάλεψε ο Μήτρος, ξαναπάλεψε τίποτα, έδωσε, πήρε τίποτα. Τα ίδια. «Η κλήση σας προωθείται».

Ωσπου και της γυναίκας του η κάρτα πήρε να ψυχομαχεί και αυτή. Κείνη τη στιγμή τον πήρε μάτι ο φίλος του ο ποιητής. Ποιητής να σου πετύχει!... κάποιος του το κόλλησε και του 'μεινε.

- Βρε, παλιόμουτρο, τι κάνεις εκεί..; Βρε, Μήτρο, μπας και αγάπησε καμία μοντελίστ..;

- Αναμένω...! δε βλέπσ' αναμένω Χρήστο μ'.

- Αντε ξεκουμπίσου και περιμένει ο κόσμος. Δεν ακούς που σου φωνάζουν..;

- Πες μ', μπρε Χρήστο, συ απούσε γραμματιζούμενος, απούσε ποιητής, απούσε μέτριος και πεζογράφος: Τι να κάνω το έρμου..;

- Εμμετρος, ρε μπούφο...! τι μέτριος, καφές είμαι..; Πέρνα απ' το καφενείο που σε θέλει ο Αχτένιστος ο μπετατζής - σε ψάχνει απ' τα ψες - άντε να κάνεις κάνα μεροκάματο και συ στη Χόφτηχ.

- Και το 'λεα γω μέσα μ': Μυρίζει το πράμα Μήτρο, μ'. Δε μ' αρέσνε τα δυο μπροστινά ολουστρόγγυλα μηδενικά, μοιάζανε σαν απά κείνα απούχουν οι αστρολόγισσες κι οι ροζ πολυτελείς πουτάνες απού τις πλασάρουν οι νταβατζήδες του ΟΤΕ.

ΥΓ:

Καημένε Μήτρο: αν κάναν όλες οι μύγες μέλι θα 'τρωγαν με τις χούφτες και οι Γύφτοι. Τον άρπαξε αλά μπρατσέτα ο Χρήστος και τον πήγε στου Βασιλόπουλου το ουζερί να ντερλικώσουν.


Του
Χρήστου ΚΑΡΑΜΠΕΤΣΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ