ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 7 Απρίλη 2018 - Κυριακή 8 Απρίλη 2018
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Ζ» - ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ
Μια πρωτότυπη όπερα για τον Γρηγόρη Λαμπράκη

Ο «Ριζοσπάστης» συζητά με τον συνθέτη της όπερας, Μηνά Μπορμπουδάκη, και τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, ο οποίος έγραψε το λιμπρέτο

Ενα έργο που αξίζει να δει κανείς... Ενα έργο που η δύναμή του φτάνει απευθείας στο κοινό...

Η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής παρουσιάζει και τον Απρίλη (14, 15, 17, 18, στις 20.30) στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» την όπερα «Ζ», μια μεταφορά στη σκηνή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Βασίλη Βασιλικού, εμπνευσμένου από τη δολοφονία, το 1963, του Γρηγόρη Λαμπράκη, βουλευτή, συνεργαζόμενου με την ΕΔΑ και αντιπροέδρου της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το « αποτελεί την πρώτη παραγγελία νέου έργου από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Οι παραγγελίες νέων έργων όπερας πάνω σε έργα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας είναι ένας από τους βασικούς άξονες της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Ο Μηνάς Μπορμπουδάκης συνέθεσε την όπερα, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης έγραψε το λιμπρέτο και η Κατερίνα Ευαγγελάτου το σκηνοθέτησε. Συμμετέχει ένα καστ αναγνωρισμένων λυρικών πρωταγωνιστών. Στο ρόλο του Ζ ο ηθοποιός Δημήτρης Παπανικολάου. Η υψίφωνος Τζίνα Φωτεινοπούλου ερμηνεύει την Γυναίκα / Ψυχή. Συμμετέχει το εξαιρετικό σύνολο σύγχρονης μουσικής Ergon Ensemble.

Τιμές εισιτηρίων: 18, 25 ευρώ. Φοιτητικό - παιδικό: 12 ευρώ.

Ο «Ριζοσπάστης» είχε τη χαρά και την τιμή να συζητήσει με τον Μ. Μπορμπουδάκη και τον Β. Χατζηγιαννίδη.

Ενας διάλογος μεταξύ Ιστορίας και Τέχνης

-- Μια πρωτότυπη όπερα με θέμα παρμένο από τη σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας. Δεν συνηθίζεται...

Μηνάς Μπορμπουδάκης: Ναι, δεν συνηθίζεται να υπάρχει ένα ιστορικό της νεότερής μας Ιστορίας ως θέμα για μια όπερα. Ομως, αυτός ακριβώς ο διάλογος μεταξύ Ιστορίας και Τέχνης, αυτό κρατάει από τη μια μεριά την Τέχνη ζωντανή και κάνει την Ιστορία όχι μόνο να εξελίσσεται, αλλά να μένει και το απόσταγμά της σε αυτό το κοινωνικό μονοπάτι της Τέχνης. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Προσωπικά, κατά τη διάρκεια των τελευταίων προβών και των παραστάσεων που διηύθυνα, άρχισα να καταλαβαίνω και το ιστορικό βάρος που έχει όλο αυτό το έργο, όχι όμως από τη θεωρητική του πλευρά, την οποία την είχα ανιχνεύσει και εξερευνήσει κατά το γράψιμο του «Ζ» τα τελευταία 2,5 χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο με τον πρακτικό τρόπο.

Στην πρεμιέρα της παράστασης συνειδητοποίησα ότι στο κοινό καθόταν στην πρώτη γραμμή ο κ. Σαρτζετάκης, ο οποίος έβλεπε μπροστά στα μάτια του να παίζεται ένα πολύ σημαντικό μέρος της ζωής του. Είχαμε την τύχη να έχουμε την Ειρήνη Λαμπράκη, την εγγονή του Γρηγόρη Λαμπράκη να παίζει στο «Ζ», να έχει το ρόλο της δακτυλογράφου. Κάποια άλλα μέλη της οικογένειας Λαμπράκη βρέθηκαν εκείνη τη μέρα στο κοινό. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα, αυτές οι παρουσίες δίνουν ένα υπερβολικά σημαντικό πρακτικά ιστορικό βάρος πλέον στο έργο, το οποίο όταν κάποιος το αναλογιστεί είναι πάρα πολύ σπουδαίο γιατί με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι το έργο αλλά και εμείς οι ίδιοι συνδεόμαστε με την Ιστορία.

Επίσης, εξαιρετικό είναι το ότι η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με αυτού του είδους τις παραγγελίες που έχει ξεκινήσει να δίνει, προσπαθεί ακριβώς να δημιουργήσει αυτόν το σύνδεσμο μεταξύ των σημερινών ανθρώπων με την Ιστορία της Ελλάδας. Αυτό είναι εξαιρετικό.

-- Εχετε αναφέρει ότι με αυτό το έργο σας εξερευνάτε τα ηχοτόπια της δεκαετίας του 1960.

Μ. Μπ.: Τα ηχοτόπια της δεκαετίας του '60 εκφράζονται συχνά στην παράσταση με πιο αφηρημένο τρόπο, όπως με διάφορους ήχους, τα γκάζια του τρίκυκλου, τους μικροφωνισμούς κατά τη διάρκεια της ομιλίας του «Ζ» κ.ά.

Ομως, υπάρχουν και κάποια στοιχεία από απλά πράγματα. Στην αρχή της σύνθεσης του «Ζ» ξεκίνησα να ξανακούω, όχι τόσο πολύ να βλέπω, ελληνικές ταινίες. Αυτές οι παλιές ταινίες με ενέπνευσαν να χρησιμοποιήσω ορισμένα από αυτά τα πράγματα, σύμφωνα πάντα με το δικό μου πρίσμα, και έτσι να δώσω μια διαφορετική μουσική αίσθηση. Ετσι, λοιπόν, υπάρχει από τη μια πλευρά αυτό το λίγο πιο αφηρημένο, το ασπρόμαυρο, αυτός ο ασπρόμαυρος ήχος που έχει να κάνει πολύ με το θόρυβο, και από την άλλη, λίγο πιο ανάλαφρα, πιο κωμικά στοιχεία, όχι τόσο από τις ταινίες, αλλά κυρίως από τους θορύβους και την καθημερινότητα της δεκαετίας του '60.

-- Οι παραγγελίες νέων έργων όπερας πάνω σε έργα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας είναι ένας από τους βασικούς άξονες της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τι πιστεύετε;

Μ. Μπ.: Είναι εξαιρετικά σημαντικό ένας φορέας, όπως είναι η Εθνική Οπερα μιας χώρας, στην προκειμένη περίπτωση η Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, να προωθεί αυτού του είδους το διάλογο μεταξύ παρόντος και παρελθόντος και αυτό γίνεται ακριβώς με την ανάθεση νέων έργων. Είναι κάτι το οποίο τροφοδοτεί το παρόν, το κάνει πιο πλούσιο, βλέποντας θέματα και σημεία του ανθρώπου τα οποία είναι ουσιαστικά διαχρονικά και μας απασχολούν πάντα. Το πώς λοιπόν αυτά τα πράγματα αποτυπώνονται στο σήμερα μέσα από τη ματιά των σύγχρονων δημιουργών.

Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό ένας φορέας να δίνει την πλατφόρμα στους νέους ανθρώπους, στους δημιουργούς του σήμερα, άσχετα από ποια αισθητική κατεύθυνση προέρχονται, να δίνει το χώρο ούτως ώστε να έχουν αυτόν το διάλογο με την Ιστορία και περαιτέρω με τη λογοτεχνία του τόπου, με θέματα τα οποία απασχολούν ή έχουν καταγραφεί στο ελληνικό γίγνεσθαι. Είναι, λοιπόν, απίστευτος αυτός ο διάλογος μεταξύ Ιστορίας και σήμερα. Και προσωπικά είμαι πολύ ευγνώμων που η Λυρική Σκηνή το καταφέρνει αυτό και το συνεχίζει.

-- Οταν δουλεύατε το έργο, με ποιο συναίσθημα θέλατε να φεύγει ο θεατής;

Μ. Μπ.: Συνήθως όταν γράφω ένα έργο φτιάχνω κάτι το οποίο σε πρώτο πλάνο αρέσει σ' εμένα και ελπίζω αυτό να παροτρύνει και το κοινό. Αυτό που αναζητώ είναι η επικοινωνία μου με τον ίδιο μου τον εαυτό.

Η αίσθηση με την οποία θα ήθελα να φύγει ο ακροατής ή εγώ στην προκειμένη περίπτωση από το «Ζ», είναι η αίσθηση του προβληματισμού σε ένα σημείο, για ποιο λόγο γίνεται αυτό, γιατί έχει συμβεί και έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν. Θα ήθελα να έχει την αίσθηση της ποίησης μέσα στο λόγο και μέσα στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων του Λαμπράκη.

Θα ήθελα, τέλος, να έχει επίσης την αίσθηση της ανάτασης, να έχει την αίσθηση ότι μέσα από αυτό το έργο αυτός ο άνθρωπος θα γίνει καλύτερος αύριο, ότι η Τέχνη μπορεί να μας κάνει καλύτερους. Αυτό θα ήθελα.

Δεν υπάρχει πολυτέλεια για καμιά περιττή λέξη

-- Περιγράψτε μας λίγο πώς δουλέψατε πάνω στο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού.

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης: Στην αρχή ακτινογραφώντας το. Μελετώντας, δηλαδή, τη δομή και τα συστατικά του. Κομματάκι κομματάκι. Μετά, επιλέγοντας τα χρειαζούμενα υλικά. Μαζεύεις τα υλικά σου, τα βάζεις επάνω στον πάγκο. Κι ύστερα, ξεκινά το ζύγισμα. Φτιάχνεις τις αναλογίες. Δοκιμάζεις. Επιχειρείς νέους συνδυασμούς. Δοκιμάζεις ξανά. Και μετά ξαναπλάθεται όλο εξαρχής με τη μουσική. Αυτό που έχει μείνει πια στο τέλος από το βιβλίο είναι μόνο η βασική του ουσία. Πλασμένη σε μια ολότελα νέα μορφή.

-- Ουσιαστικά, έχετε δημιουργήσει ένα νέο κείμενο, ως βασικό κλειδί έχετε ορίσει τη λέξη «οικονομία». Πείτε μας παραπάνω...

Β. Χ.: Η αναγκαστική οικονομία που επιβάλλεται λόγω της διαφορετικής φόρμας (το κείμενο σε μια όπερα είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένο, είναι πολύ μικρότερο, φανταστείτε, κι από αυτό ενός θεατρικού έργου καθώς ο τραγουδισμένος λόγος έχει σαφώς μεγαλύτερη διάρκεια) σε οδηγεί μοιραία στο μεδούλι. Δεν υπάρχει πολυτέλεια για καμιά περιττή λέξη, λέγονται μόνον τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό δεν σημαίνει πως θα καταλήξεις σε έναν λόγο άνυδρο, αναιμικό. Να, εδώ θα λέγαμε πως υπάρχει μια αναλογία με την ποίηση. Κι ο ποιητής ζυγίζει και μετράει την κάθε λέξη, την κάθε συλλαβή. Φαίνεται τελικά πως μόνο στην πύκνωση βρίσκεις την αληθινή δύναμη, στην αφαίρεση. Αλλωστε, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια κι όχι τα λίγα.

-- Οι παραγγελίες νέων έργων όπερας πάνω σε έργα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας είναι ένας από τους βασικούς άξονες της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ποια είναι η άποψή σας; Μια τέτοια πρωτοβουλία θα ενισχύσει τη σχέση του ελληνικού κοινού με την όπερα;

Β. Χ.: Δεν είμαι βέβαιος πως η παραγωγή νέων ελληνικών οπερατικών έργων θα προσελκύσει μια καινούρια μερίδα θεατών, θεατών που έως τώρα δεν ενδιαφέρονταν καθόλου, ας πούμε, για την όπερα. Ούτε πιστεύω ότι αυτός είναι και ο στόχος της ανάθεσης δημιουργίας καινούριων έργων σε Ελληνες καλλιτέχνες από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Το κέρδος είναι ότι δίνεται βήμα στο σύγχρονο καλλιτεχνικό δυναμικό της χώρας να αναμετρηθεί με ένα είδος που έχει ισχνή, μέχρι τώρα, παράδοση στον ελληνικό χώρο, ώστε να αρχίσει, αργά αργά, να χτίζεται μια βιβλιοθήκη, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, με λυρικά έργα που γεννήθηκαν σήμερα στον τόπο μας. Εργα που, έστω και αν βασίζονται σε προγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή, απηχούν μια σύγχρονη δημιουργική αντίληψη, τόσο σε επίπεδο μουσικής όσο και λυρικού κειμένου. Αυτό είναι κάτι σπουδαίο, ως όραμα, ως πολιτική θέση, ως αγώνας για υλοποίηση. Μακάρι να έβρισκε υποστήριξη από κάθε μεριά.

Και φυσικά, μακάρι το αποτέλεσμα να έβρισκε, σε επόμενη φάση, διείσδυση σε ένα ευρύτερο κοινό.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ