ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 7 Απρίλη 2018 - Κυριακή 8 Απρίλη 2018
Σελ. /40
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΠ ΜΕΤΑ ΤΟ 2020
Πεδίο αντιπαράθεσης στο πλαίσιο του μονοπωλιακού ανταγωνισμού

Τίποτα δεν έχουν να περιμένουν οι μικρομεσαίοι αγρότες από τα παζάρια που φουντώνουν στην ΕΕ και τις προσδοκίες που καλλιεργεί η κυβέρνηση

Από το συλλαλητήριο της Πανελλαδικής Επιτροπής των Μπλόκων τον περασμένο Φλεβάρη στη Θεσσαλονίκη

MotionTeam

Από το συλλαλητήριο της Πανελλαδικής Επιτροπής των Μπλόκων τον περασμένο Φλεβάρη στη Θεσσαλονίκη
Μεγάλη συζήτηση διεξάγεται στα επιτελεία της ΕΕ σχετικά με την επικείμενη αναθεώρηση της ΚΑΠ μετά το 2020. Η ελληνική κυβέρνηση, που συμμετέχει στις διαβουλεύσεις, παρουσιάζει την παρέμβασή της ως μια μεγάλη «εθνική μάχη», ζητώντας τη «συστράτευση των πολιτικών δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα»1, κάτι που θεωρείται δεδομένο σε ό,τι αφορά τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, παρά τις όποιες αντιθέσεις και υπαρκτές διαφωνίες τους για δευτερεύοντα ζητήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η ευρεία συναίνεση κατά την ψήφιση του 3ου μνημονίου, τον Αύγουστο του 2015, όπου εκτός από μια σειρά άμεσων μέτρων ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτοκτηνοτρόφων, περιλαμβάνονταν και όρκοι πίστης στη στρατηγική της ΕΕ για «μεγαλύτερη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής»2.

Βασικές στοχεύσεις της ΚΑΠ

Η ΚΑΠ διαχρονικά έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση μιας διευρυμένης ενιαίας αγοράς, που έδωσε ώθηση στους ευρωενωσιακούς ομίλους και συνέβαλε στην ανάδειξη της ΕΕ σε παγκόσμια πρωταθλήτρια στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων διατροφής. Ετσι, παρά τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς που υπάρχουν ανάμεσα στις αστικές τάξεις των κρατών - μελών, μέσω της ΚΑΠ εκφράζονται οι πρόσκαιροι συμβιβασμοί τους, που υποτάσσονται στην ικανοποίηση των κοινών στοχεύσεων.

Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι τα στοιχεία3 που δείχνουν ότι οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν από 850.000 το 1990 στις 709.500 το 2013. Η μείωση προήλθε εξολοκλήρου από την κατηγορία εκμεταλλεύσεων μέχρι 100 στρέμματα, που για τα περισσότερα είδη καλλιεργειών στην Ελλάδα συνιστούν μικρές ή μεσαίες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Στην παρούσα φάση, ως βασικό πρόβλημα για τα ευρωενωσιακά μονοπώλια εκτιμάται4η κατακερματισμένη παραγωγή, που αποτυπώνεται στο μικρό μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης (150 στρέμματα). Είναι χαρακτηριστική η διαφορά σε σχέση με τις ΗΠΑ, τον βασικότερο ανταγωνιστή, όπου το μέσο μέγεθος ξεπερνά τα 1.800 στρέμματα5.

Ασφαλώς, το μέγεθος της καλλιεργούμενης έκτασης δεν αποτελεί τον μοναδικό δείκτη, καθώς παίζουν σημαντικό ρόλο και άλλες παράμετροι (π.χ. τοποθετημένα κεφάλαια, είδος και εντατικοποίηση καλλιέργειας κ.λπ.). Ωστόσο, σύμφωνα με τα επιτελεία της ΕΕ, η κατακερματισμένη διάρθρωση προκαλεί καθυστερήσεις στην υιοθέτηση καινοτόμων παραγωγικών πρακτικών, και ως εκ τούτου «η εισαγωγή νέων τεχνολογιών παραμένει κατώτερη των προσδοκιών».

Υπό το πρίσμα αυτό, προωθείται η επιτάχυνση της συγκέντρωσης με την ανάπτυξη μορφών συλλογικής ιδιοκτησίας (ομάδες παραγωγών κ.λπ.) και τη «συμβασιοποίηση», δηλαδή την υπογραφή γραπτών συμβάσεων μεταξύ παραγωγών πρωτογενών προϊόντων και μεταποιητών, η οποία πραγματοποιείται συνήθως με την παρέμβαση των τραπεζών (π.χ. προγράμματα «συμβολαιακής» γεωργίας και κτηνοτροφίας).

Προτεραιότητα είναι επίσης η χρηματοδότηση τεχνολογικών βελτιώσεων (π.χ. αναβάθμιση του μηχανολογικού εξοπλισμού, χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθετοποίηση κ.λπ.), δηλαδή τα μέτρα του «δεύτερου» πυλώνα της ΚΑΠ, που καρπώνονται μεγάλες φάρμες, ομάδες παραγωγών και μεταποιητικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

Ακόμα, θέματα αιχμής αποτελούν η αμεσότερη στήριξη των μονοπωλίων σε καταστάσεις όπως το ρωσικό εμπάργκο και η χρηματοδότηση, μέσω των ταμείων της ΕΕ, της αξιοποίησης λιμναζόντων κεφαλαίων με σκοπό την ανάπτυξη ιδιωτικών ασφαλιστικών συστημάτων στην πρωτογενή παραγωγή.

Η συζήτηση για τις άμεσες ενισχύσεις

Οι άμεσες ενισχύσεις καταβάλλονται ετησίως στους αγροτοκτηνοτρόφους της ΕΕ ως «εισοδηματική στήριξη». Αποτελούν τον «πρώτο πυλώνα» της ΚΑΠ, αντιπροσωπεύουν το 70% των δαπανών της και χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστούν το 46% του μέσου αγροτικού εισοδήματος στην ΕΕ. Στην Ελλάδα αφορούν 684.000 εκμεταλλεύσεις (συνολικό ποσό 13,866 δισ. ευρώ την περίοδο 2014 - 2020).

Οι άμεσες ενισχύσεις χορηγούνται μέσω «δικαιωμάτων». Στην Ελλάδα, η τιμή τους ξεκίνησε από διαφορετική αφετηρία για κάθε αγροτοκτηνοτρόφο και καθ' όλη την περίοδο 2013 - 2019 εξελίσσεται μια διαδικασία «εσωτερικής» σύγκλισης προς μια τιμή - στόχο. Αναπροσαρμογές προωθούνται και σε επίπεδο ΕΕ, στην κατεύθυνση ενιαιοποίησης των δικαιωμάτων («εξωτερική» σύγκλιση), που σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις «τοπικές ιδιαιτερότητες». Οι τιμές των δικαιωμάτων παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις ανάμεσα στα κράτη - μέλη, με χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα η μέση ενίσχυση ανά στρέμμα προσεγγίζει τα 50 ευρώ6, έναντι 25 στην ΕΕ.

Οι άμεσες ενισχύσεις επικεντρώνονται στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Κατά μέσο όρο, το 20% των πιο εύρωστων δικαιούχων λαμβάνει περίπου το 80% των πληρωμών7. Ως ένα βαθμό, επιτρέπουν τη συνέχιση της δραστηριότητας μικρών εκμεταλλεύσεων, επιβραδύνοντας την άμεση απαλλοτρίωσή τους. Σε αντίθεση με τον καπιταλιστή που δεν τοποθετεί κεφάλαιο στη γη αν δεν προσδοκά ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, ο μικρός παραγωγός επιμένει να αναπαράγεται όσο η εργασία του του δίνει και την παραμικρή δυνατότητα να ζήσει. Ετσι, το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων αποτελεί έναν ισχυρό μηχανισμό ενσωμάτωσης εκατοντάδων χιλιάδων αγροτοκτηνοτρόφων στην αστική στρατηγική για τον αγροτικό τομέα.

Εξωραϊσμός της αντιλαϊκής πολιτικής

Οι κυβερνήσεις διαχρονικά και ιδιαίτερα η σημερινή των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ παρουσιάζουν την ΚΑΠ ως μια πολιτική που φροντίζει τάχα για τους μικρούς παραγωγούς, ότι χωρίς αυτήν τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Αξιοποιούν τις άμεσες ενισχύσεις για να αμβλύνουν τις αντιδράσεις που προκαλούν η στρατηγική που υπηρετούν, τα μέτρα που παίρνουν και συνθλίβουν τη μικρομεσαία αγροτιά (π.χ. Φορολογικό, Ασφαλιστικό κ.λπ.). Παρουσιάζονται ως «εγγυητές» για την επιβίωση των μικρομεσαίων αγροτών, τη στιγμή που δίνουν «γην και ύδωρ» στα μονοπώλια.

Αποκρύβουν το γεγονός ότι η αστική πολιτική έχει ως βασικό στόχο την ενίσχυση των μονοπωλίων, που προϋποθέτει την εκτόπιση των μικροϊδιοκτητών. Οτι αιχμές της ΚΑΠ είναι η διαμόρφωση καπιταλιστικών αγροκτημάτων, η εντατικοποίηση της παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας με τη μίσθωση εργατικής δύναμης.

Οτι οι άμεσες ενισχύσεις δεν ανακόπτουν την επιδείνωση των όρων ζωής της μικρομεσαίας αγροτιάς (επιβάρυνση με χρέη, φοροληστεία, χειροτέρευση των όρων συντήρησης των ζώων, περιποίησης της γης, μη ανανέωση του εξοπλισμού κ.λπ.). Αντίθετα, δίνουν «πάτημα» για την ακόμα μεγαλύτερη καταλήστευσή της από τους μονοπωλιακούς ομίλους της εμπορίας και της μεταποίησης. Τελικά, όχι μόνο δεν ανατρέπουν την τάση εκτόπισης της μικρής και μεσαίας παραγωγής από τη μεγάλη, αλλά επιτείνουν το «μαρτύριο της σταγόνας» που υφίστανται οι μικρομεσαίοι προσπαθώντας να διατηρήσουν το βιος τους.

Ο μικρομεσαίος αγροτοκτηνοτρόφος όλο και περισσότερο βρίσκεται στην ανάγκη να καταφεύγει στην πώληση της εργατικής του δύναμης. Η κατάσταση αυτή εκφράζεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο στη νέα γενιά, με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δείχνουν ότι μόλις το 6% των αγροτών σε όλη την ΕΕ έχουν ηλικία μικρότερη των 35 ετών.

Αντιθέσεις στο φόντο της μειωμένης χρηματοδότησης

Στην παρούσα φάση, είναι ορατή μια περαιτέρω8 μείωση του σκέλους του προϋπολογισμού που διατίθεται για τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ, καθώς προκρίνονται τομείς όπως η Αμυνα και το Μεταναστευτικό. Παράλληλα, η αποχώρηση της Μ. Βρετανίας (Brexit) αναμένεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ.

Στο προσκήνιο βρίσκεται το ζήτημα των άμεσων ενισχύσεων, που αποσπούν ένα σημαντικό τμήμα (280 δισ. ευρώ την περίοδο 2014 - 2020) του προϋπολογισμού της ΕΕ. Κάθε κράτος - μέλος παρεμβαίνει με βάση τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων του και οι αντιθέσεις επικεντρώνονται κυρίως στο ζήτημα της λεγόμενης «εξωτερικής» σύγκλισης και της χρηματοδότησης μετά το 2020, με ανοιχτό το ενδεχόμενο θέσπισης εθνικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των άμεσων ενισχύσεων.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, που αποδέχεται πλήρως τον προσανατολισμό και τους στόχους της ΚΑΠ, έχει θέσει ως «κόκκινες γραμμές» την αποτροπή ενδεχόμενης άμεσης συμμετοχής των αστικών κρατών στη χρηματοδότηση και ενιαιοποίησης της τιμής των δικαιωμάτων σε επίπεδο ΕΕ.

Ισχυρίζεται ότι δίνει μάχη υπέρ των Ελλήνων αγροτών και μιλάει για τον «κίνδυνο επανεθνικοποίησης» της ΚΑΠ, αθωώνοντας τον καπιταλισμό και την πολιτική που έχει ξεκληρίσει εκατομμύρια αγροτοκτηνοτρόφους σε όλη την ΕΕ. Αντίστοιχη είναι η θέση και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, που προσπαθούν να διαφοροποιηθούν στα επιμέρους για να προβληθούν ως ικανότεροι διαπραγματευτές στο πλαίσιο αναθεώρησης της ΚΑΠ.

Πρόταση διεξόδου και προοπτικής για τους μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους

Οι μικρομεσαίοι αγροτοκτηνοτρόφοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις συζητήσεις για την ΚΑΠ και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Τα παζάρια για το ύψος των άμεσων ενισχύσεων και τον τρόπο κατανομής τους δεν ανατρέπουν την προοπτική της εκτόπισης των ατομικών αγροτοπαραγωγών. Αντίθετα, στόχο έχουν την ενσωμάτωση στην εφαρμοζόμενη πολιτική και τον αποπροσανατολισμό.

Η γραμμή που μπορεί να δώσει ανάσα και προοπτική στους βιοπαλαιστές αγρότες είναι το δυνάμωμα της κοινής δράσης ανάμεσα στην εργατική τάξη και στους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και της υπαίθρου, τις γυναίκες και τη νεολαία των λαϊκών οικογενειών, με αντιμονοπωλιακούς - αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης, σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ, το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του. Αυτή είναι η ελπίδα για την επιβίωση, μέσα από εκεί ανοίγει ο δρόμος για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.

Σήμερα, είναι εμφανής η ενίσχυση της τάσης διαμόρφωσης μιας παραγωγικής βάσης που στηρίζεται στη μεγάλη καπιταλιστική παραγωγική μονάδα και στην καθετοποίηση. Πρόκειται για τάση περαιτέρω ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για διαφορετική οργάνωση της παραγωγής, με κοινωνικοποίηση της γης, των καπιταλιστικών εκμεταλλεύσεων, των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε όλους τους κλάδους, με αξιοποίησή τους προς όφελος των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, μέσω της ένταξής τους στον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό.

Οι νέες σχέσεις ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής δε χωράνε μέσα στα δεσμά της καπιταλιστικής ΕΕ και κάθε άλλης ιμπεριαλιστικής διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης και προϋποθέτουν την εργατική εξουσία.

Στο παραπάνω πλαίσιο, η βιομηχανική και ένα μέρος της αγροτικής - κτηνοτροφικής παραγωγής, το εμπόριο και γενικότερα οι υπηρεσίες πραγματοποιούνται με σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, κεντρικού σχεδιασμού, εργατικού ελέγχου σε όλη την κλίμακα διεύθυνσης - διοίκησης. Παράλληλα, αξιοποιούνται οι αγροτικοί παραγωγικοί συνεταιρισμοί με δικαίωμα χρήσης της κρατικής γης ως μέσου παραγωγής από τους μικρομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους που θα προτιμήσουν την ένταξή τους σε αυτούς, γιατί θα διασφαλίσουν σημαντική βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσής τους (μείωση κόστους παραγωγής, εγγυημένες τιμές, προστασία παραγωγής, επιστημονική - τεχνική υποστήριξη κ.ά.) και θα απαλλαγούν από τη ληστεία κράτους και τραπεζών.

Η μεγάλη παραγωγή, στη βάση των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων, θα μπορέσει σχετικά γρήγορα να καλύψει την ικανοποίηση του συνόλου σχεδόν των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα.

Παραπομπές

1. Δηλώσεις Β. Αποστόλου, εφημερίδα «Αυγή» 27/3/2018

2. Νόμος 4336/2015, σελ. 1028

3. Στοιχεία EUROSTAT

4. Εγγραφο COM(2017) 713 final https://ec.europa.eu/agriculture/sites/agriculture/files/future-of-cap/future_of_food_and_farming_communication_el.pdf

5. Η κοινή γεωργική πολιτική (ΚΓΠ) και η γεωργία στην Ευρώπη - συχνές ερωτήσεις (http://europa.eu/rapid/press-release_MEMO-13-631_el.htm)

6. https://ec.europa.eu/agriculture/sites/agriculture/files/statistics/facts-figures/direct-payments.pdf

7. Εγγραφο προβληματισμού για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ: https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/reflection-paper-eu-finances_el.pdf

8. Η χρηματοδότηση της ΚΑΠ καταλαμβάνει περίπου το 40% του προϋπολογισμού της ΕΕ από το 60% στις αρχές της δεκαετίας του 1990.


Τ. Φ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ