ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Αυγούστου 2017
Σελ. /28
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΓΥΑΡΟΣ
«Απαγορεύεται» (μέρος Β')

Ημερολόγιο της φυλακής, από τον Αντρέα Νενεδάκη

Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 1947. «Εξω», στα βουνά, τ' αντάρτικο φουντώνει. Το Κόμμα, όμως, δεν το έχουν βγάλει ακόμα εκτός νόμου. Οι δίκες και οι εξορίες δίνουν και παίρνουν. Το ίδιο και τα στρατοδικεία κι από κοντά οι εκτελέσεις. Καταγράφονται καθημερινά από τον «Ριζοσπάστη» που ακόμα κυκλοφορούσε. Μόνο όμως οι επίσημες αναγγελίες. Γιατί την ίδια ώρα ένα σχέδιο μαζικής εξόντωσης των αγωνιστών έχει μπει σε εφαρμογή κι ακούει στο όνομα «Γιούρα». Κανείς έξω από τη Γιούρα δεν ξέρει τι συμβαίνει εκεί. Δεν είναι τόπος εξορίας. Είναι φυλακή καταμεσής του πελάγου. Μια φυλακή που την έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Το ημερολόγιο αυτής της φυλακής περιέχεται στο βιβλίο υπό τον τίτλο «Απαγορεύεται», του Αντρέα Νενεδάκη (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»).

Συνεχίζουμε σήμερα την παρουσίαση αποσπασμάτων στο τμήμα εκείνο που αφορά στον ερχομό του περιβόητου Γλάστρα.

17-4-47

Είναι ξημερώματα. Είμαστε όλοι στο πόδι. Φωνές από τον Πρώτο όρμο και πάνω από τα φυλάκια δείχνουν πως κάτι το σοβαρό συμβαίνει (...) Από το ανατολικό άνοιγμα φαίνεται ένα κομμάτι ουρανού και θάλασσας, που για μια στιγμή μαυρίζει ξαφνικά γιατί σκεπάστηκε από το σκοτεινό όγκο ενός αρματαγωγού.

Μια φωνή αιμοβόρα και δυνατή τα σκέπασε όλα:

-- Α! Α! Βάρα τον στο κεφάλι. Σκότωσ' τον. Βγάλ' του τα μάτια.

Από τις κουμπότρυπες και το μπροστινό άνοιγμα κοιτάζαμε την πόρτα του αρματαγωγού. Ενας θεόρατος άντρας με πολιτικά, με κοιλιά και μια μεγάλη μαγκούρα γυρόφερνε, στριφογυρίζοντας το ξύλο πάνω στα κορμιά και στα κεφάλια.

Τούτη η αποστολή ξεπερνούσε τους χίλιους πεντακόσιους. Μπρος στη θάλασσα γέμισε ο τόπος τραυματίες, που βογκούσαν ξαπλωμένοι και που τους τσαλαπατούσαν όσοι έβγαιναν μαζί με τους φύλακες που είχαν αφηνιάσει. Πάνω απ' όλα, όμως, κυριαρχούσε η βροντερή φωνή του μεγαλόσωμου κοιλαρά. Το μούτρο του ήταν μια μάσκα κρεάτινη με τρύπες, που άφριζε, έβριζε και βλαστημούσε και το κορμί του ένα θεόρατο, φουσκωμένο, όρθιο ζωντανό, που στριφογύριζε ένα χοντρό ξύλο, θερίζοντας σα στάχυα τους ανθρώπους, που, άοπλοι, ανήμποροι και προπαντός αποφασισμένοι να μην αμυνθούν και χειροτερέψει η θέση τους, δέχονταν στα κορμιά και στα κεφάλια τα φοβερά χτυπήματα.

(...) Τ' απόβραδο, όταν βγήκε από τους παλιούς αγγαρεία αμίλητη για να καθαρίσει τ' αποκαΐδια και τα αίματα, μαθεύτηκε πως ήρθε μαζί με τη σημερινή αποστολή από τη Θεσσαλονίκη και ο διευθυντής της φυλακής με καινούργιο προσωπικό - ο Παπαδημητρόπουλος, με υποδιευθυντή τον Γλάστρα, τον κοιλαρά που αλώνιζε στην «υποδοχή», γνωστοί κι οι δυο από την Κατοχή σα συνεργάτες των Γερμανών και βασανιστές στο στρατόπεδο «Παύλου Μελά» και στο Επταπύργιο.

30-7-47

Σ' ένα πηγάδι εκεί που έσκαβαν βρήκαν ένα σκελετό, που έως να σχολάσουν το βράδυ είχε λιώσει. Λένε πως είναι από τους ογδόντα χιλιάδες Ρωμαίους που εξόρισε ο Σύλλας το 80 π.Χ. στη Γιούρα. Τους άφησε εδώ και πέθαναν από την πείνα.

-- Ετσι θα γίνετε όλοι, φώναζαν οι φύλακες. Κανείς δε θα φύγει από δω...

Σπάνια είχε χρησιμοποιηθεί η Γιούρα. Το 1922 εκατόν πενήντα στρατιώτες έμειναν είκοσι μέρες - τους είχαν στείλει σαν ανεπιθύμητους από τη Θράκη. Τότε πέθαναν τρεις. Κι ο Μεταξάς ήθελε να την χρησιμοποιήσει για τόπο εξορίας, αλλά κρίθηκε ακατάλληλη από την υγειονομική επιτροπή. Οι Γερμανοί έστειλαν Ιταλούς κρατούμενους το 1943, αλλά έμειναν μόνο δυο μήνες γιατί δεν μπορούσαν να τους κρατήσουν στη ζωή. Τίποτα δε ζει σε τούτο το νησί, μερικοί ποντικοί μόνο που παρουσιάστηκαν ξαφνικά - και ποιος ξέρει αν ήρθαν με κανένα από τα καΐκια ή τα πλοία που μας έφεραν - σαύρες και σκορπιοί. Μήτε ένα πουλί δεν έχουμε δει ακόμα.

14-8-47

-- Είμαι λίαν συγκινημένος, παιδιά μου, με την αθρόαν προσέλευσίν σας εις τον ιερόν τούτον χώρον...

Αρχιμανδρίτης, θρησκευτικός επιθεωρητής των φυλακών της Ελλάδος, ο πατήρ Προκόπιος έφα (...) Μίλησε για υλισμό, για διάφορες θεωρίες αλλοπρόσαλλες, για τη σάρκα που κουράζεται και υποφέρει στην πρόσκαιρη ζωή, φτάνει να σώσουμε την ψυχή μας, για την επιστροφή στον Χριστό, αρκεί να παραδεχτούμε και να καταδικάσουμε τα εγκλήματά μας, για την ανταμοιβή που μας περιμένει «εις την ζωήν ΑΜΕΣΩΣ και εις την μέλλουσαν, αν ΔΗΛΩΣΩΜΕΝ μετάνοιαν»...

Την ίδια ώρα, μπρος στα μάτια του σύρθηκαν και ξυλοκοπήθηκαν πάνω από εκατό κρατούμενοι, «απέστρεφε», όμως, «τους οφθαλμούς» του από τα «τεκταινόμενα» και μια γλυκάδα χρωματισμένη με κινήσεις ευλαβικές, με φωνή λιγωμένη, ξεχυνόταν απ' όλο του το είναι. Ηταν σα να μη συνέβηκε τίποτα (...) Στεκόταν ασυγκίνητος, αλύγιστος και ωραίος, έμοιαζε με θεό της εκδίκησης, του φόβου και του τρόμου, που κατέβηκε στη Γιούρα ντυμένος στα ράσα να επιβλέψει το έργο του Γλάστρα - σχεδόν να το ευλογήσει.

30-8-47

Για τα Στρατοδικεία φεύγουν συνέχεια - χτες τριακόσιοι, προχτές δεκαπέντε. Νέα δεν έχουμε καθόλου, κυκλοφορούν διαδόσεις, που οι περισσότερες είναι ριγμένες από τους φύλακες και τους ποινικούς - πότε πως έπεσε η κυβέρνηση, πότε πως ο εμφύλιος πόλεμος τελειώνει, για συμφωνίες, για μάχες όξω από την Αθήνα... Είναι τόσο πολλά αυτά που διαδίδονται, που δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοπιστέψει. Εμείς διατηρούμε την ψυχραιμία μας.

Το απόγευμα μαζεύτηκαν όλοι οι όρμοι και μίλησε ένας υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης - τον λένε Μεταξά. Διάβασε μια ανακοίνωση της Τεχνικής Υπηρεσίας του υπουργείου που έλεγε πως τα έργα αρχίζουν οριστικά από αύριο. Φυλακές, σχέδιο πόλεως, λέσχες, πάρκα, ξενώνες, δρόμοι, σπίτια και διάφορα άλλα «θα κατασκευαστούν εκ των ενόντων και επί πληρωμής»! Τα μεροκάματα θα φτάνουν από τις 8.000 έως τις 14.000 - μια οκά τυρί φέτα δηλαδή το μεροκάματο και μάλιστα από την καντίνα μας - τα κτίρια θα γίνουν από τούβλα, θα σκεπαστούν με κεραμίδια, θα μοιραστούν σε όσους εργαστούν πουκάμισα, παντελόνια, άρβυλα. Κάποιος πετάχτηκε και φώναξε να του δώσουν αυτά που του πήραν στην «υποδοχή» - και τον έφαγε το σκοτάδι, όλη τη νύχτα φώναζε στο πειθαρχείο.

12-9-47

Το «3007», το αρματαγωγό, έφτασε κι αυτό πάνω στην ώρα μ' εκατό φυλακισμένους από τη Λαμία και τετρακόσιους εβδομήντα από τα Τρίκαλα. Από τη Στυλίδα και από το Βόλο τους φόρτωσαν και ύστερα από τόσες μέρες στο αμπάρι ήρθαν πρωί πρωί σήμερα. Περίμεναν ο Γλάστρας, ο Κολοκάτσης, ο Ζεϊμπέκος, ο Τσουπάκης και ο Χαλκιαδάκης, γύρω τους χωροφύλακες, φύλακες και ο Στράτος ο Κοζομπολίδης - «ο Στράτος μου», όπως λέει ο Γλάστρας.

Ο Στράτος μοιάζει με σίφουνα στις «υποδοχές». Ο Γλάστρας χτυπά έναν, δύο, τρεις, τους περιποιείται, τους αφήνει ξαπλωμένους, αλλά πρέπει να περάσεις από μπρος του για να πάθεις τα ίδια και πολλοί τον αποφεύγουν. Γύρω του δημιουργείται ένα είδος «νεκρής ζώνης» από τους ξαπλωμένους που κείτουνται στα πόδια του. Ο Στράτος, όμως, έχει άλλη τακτική: Πηδά από δω, σέρνεται από κει, βρίσκεται γύρω σου, μακριά σου και μπορεί να ξαναγυρίσει εκεί που βρίσκεται ένας κρατούμενος, αν εξακριβώσει από κει που χτυπά τώρα πως είναι σε κατάσταση καλή. Δεν αφήνει κανέναν.

(...) Στο μεταξύ, απαγορεύτηκε με διαταγή το μεσημεριανό κατούρημα (...) Απαγορεύεται κάθε μέρα και κάτι άλλο, ό,τι τους καπνίσει (...)

-- Θα σας κάνω σαπούνι, φωνάζει συνέχεια ο Ζεϊμπέκος.

30-9-47

Πόσο λίγο ξέραμε πού βρισκόμαστε και ποιοι μας έχουν στα χέρια τους... Είναι φανερό τι μας περιμένει όλους, ξέρουμε τώρα τι σκέπτονται και ποιο θα είναι το τέλος μας.

-- Είσαστε νεκροί, λέει ο διευθυντής, νεκροί.

19-10-47

Ηρθαν εκατόν πενήντα κρατούμενοι από τη Σάμο. Η «υποδοχή» που τους έκαμαν είναι από τις πιο φοβερές. Ο Σουπιώνης τσουβάλιασε στο πειθαρχείο μια δεκαριά και τους βασανίζει. Πάλι ανακατέματα στις σκηνές. Ηρθε ένας συνταγματάρχης της Χωροφυλακής. Συσσίτιο μπακαλιάρος, κρεμμύδια, ελιές, ψωμί δεν υπάρχει. Δουλειά, δουλειά, δουλειά - χαντάκια, μάντρες, ισοπεδώματα, εκβραχισμοί, κουβάλημα πέτρας. Ολο το βράδυ οι Σαμιώτες βασανίζουνται.

30-10-47

Οι εκατό στους τριακόσιους - αυτό είναι το σύνθημα του Γλάστρα τώρα. Είχε φτάσει αυτές τις μέρες μια αποστολή με τριακόσιους κατάδικους.

-- Οι εκατό στο φορείο, είπε ο Γλάστρας στα παλικάρια του.

Και δε βγήκε μήτε ένας παραπάνω.

6-12-47

Μια στιγμή ήρθε ένα πουλί και κάθισε μπρος μας - ήτανε σταρήθρα. Πέταξε κοντά και μας κοίταξε κατάματα. Αποσβολωθήκαμε, πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο ζωντανό εδώ...

(...) Συνεννοηθήκαμε με μια ματιά. Δεν κουνήθηκε κανείς, θέλαμε να μείνει όσο ήταν δυνατόν περισσότερο κοντά μας, κάποιος σκέφτηκε για ψίχουλα, το ψωμί, όμως, δεν είχε μοιραστεί ακόμα. Σκάλισε την τσέπη του και μαζί με το χώμα βρέθηκαν και μερικά τρίμματα.

Μια βρισιά του Στράτου σταμάτησε το πουλί να τσιμπά, ένα τίναγμα της σκηνής και βρέθηκε μπροστά μας με σηκωμένη τη μαγκούρα. Μόλις αντίκρισε τη «συγκέντρωση», έλαμψε το πρόσωπό του:

-- Εχετε και ταχυδρομικά περιστέρια, ε;... Την Παναγία σας... βλαστήμησε κι έριξε το ξύλο πάνω στο πουλί που φτερούγισε τρομαγμένο.

Ο Στράτος μιλούσε δυνατά:

-- Σα σήμερα, ρε πούστηδες κομμουνιστές, με είχατε στα χέρια σας. Ηταν το 1944. Εγώ σας ξέφυγα. Σήμερα σας έχω εγώ... Θα πεθάνετε, ρε πουτάνες, πάρτε το χαμπάρι, δεν υπάρχει ζωή για σας... Δε θα μου ξεφύγετε σεις...

Το πουλί περνούσε ξυστά πάνω από τα κεφάλια των φυλακισμένων. Ολοι παρακολουθούσαν το πέταγμά του κι ο Στράτος είχε αφηνιάσει γι' αυτό (...) Το πουλί ήταν μια ελπίδα. Ενα ζωντανό που τριγυρνούσε λεύτερο δίπλα στον Στράτο, λες και τον κορόιδευε πετώντας γύρω του, χωρίς να φοβάται μήτε την «αστυνομία» του, μήτε αυτόν, χωρίς ν' «ακούει», δίχως να 'ναι υποχρεωμένο να «πηδήξει», δίχως να μπορούν να το πιάσουν και να το στείλουν στη «σπηλιά».

19-12-47

Η απομόνωσή μας είναι πέρα για πέρα απόλυτη. Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε με κανένα δικό μας, κάποιον που να φροντίσει για τα ζητήματά μας, για τις υποθέσεις μας. Είμαστε μακριά και χωρίς επαφή με τον άλλο κόσμο, είμαστε δεμένοι πάνω σε αυτόν το βράχο χεροπόδαρα και κάθε μέρα, κάθε ώρα καταστρέφεται η υγεία μας, σκοτώνεται η σκέψη και η ψυχή μας, βασανίζεται το κορμί μας με κάθε τρόπο - με τη δίψα, με την πείνα, με τα χτυπήματα, με το κρύο, με τη ζέστη. Πεθαίνουν καθημερινά άνθρωποι - πάνω στη Γιούρα, στα καΐκια, στη Σύρα. Δεν είμαστε υπόδικοι ή κατάδικοι για ορισμένο χρόνο, είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ