ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Ιούλη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Πίτσα Σωτηράκου είναι παιδίατρος. Εχει δημοσιεύσει διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Το αφήγημα «Η μικρή μας πόλη» (1980) και το μυθιστόρημα «Ο Αντώνης δε θα σχολάσει απόψε» είναι εμπνευσμένα από τη ζωή και τη μεγάλη απεργία των εργατών της ΛΑΡΚΟ το 1977 (Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1986).


ΔΙΑΦΥΓΕΣ

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Επιστροφή του Πάσχα και η ροή βραδύτερη από δέκα χιλιόμετρα την ώρα. Ασφυξία. Στον πρώτο παράδρομο διαφυγής, η κυρία με την πράσινη ROLLS-ROYS έστριψε το τιμόνι της δεξιά βλαστημώντας.

Πού ακριβώς βρισκόταν δεν ήξερε και η άσφαλτος που ακολούθησε δεν οδηγούσε παρά λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα σ' ένα περιφραγμένο ελαιοπερίβολο με αγροικία. Εστω. Πάρκαρε, βγήκε, άρχισε τις βαθιές αναπνοές μήπως ξέπλενε τα πνευμόνια της απ' τη γάνα της εθνικής, τις γυμναστικές ασκήσεις μήπως κυκλοφορούσαν τα υγρά της και ξεπρηζόταν, ασκιά τα πόδια της δεκατέσσερες ώρες σταυρωμένη στο τιμόνι, έλεος. Περιεργάστηκε το χώρο. Πριν από το ελαιοπερίβολο υπήρχε ρέμα με βούρκο λασπερό, δεξιά της ένα υψωματάκι. Συλλέγοντας χαμομήλια, ασπρολούλουδα, ξινήθρες με την τόσο αρεστή της γεύση τουρσιού τους πήρε να το σκαρφαλώνει. Στην κορυφή του ατένισε την ανοιχτωσιά της θάλασσας, κάτω ατελείωτη «θάλασσα θάλασσα θεά...», όχι γαλάζια κυματούσα, ήτανε σπαρμένη πρόβατα, βουερή πολύ, που μαζί με τη βουή του μανιασμένου γαρμπή κι αυτήν της εθνικής την υπόκωφη αγρίευαν τόσο το τοπίο, το σκλήραιναν. Νότα ημεράδας του, ευτυχώς, γέλιο παιδιών φωνές τους, αν κι απόμακρες, από κάπου έφταναν διακεκομμένα, τα ίδια αθέατα. Προβάλλοντας το υψωματάκι μέσα στο νερό ένα κάπως σαν πόδι - ακρωτήριο δημιουργούσε αριστερά μια μαρίνα υπήνεμη με βάρκες, καΐκια δεμένα, σε μια εσοχή του ποδαριού, κρυμμένη κυριολεκτικά βρισκόταν μια τσιμεντολίθινη καλυβούλα με στέγαστρο σε σχήμα Π.

Κατέβηκε ως εκεί, είδε καρέκλες, πάγκους στο υπόστεγο, μέσα στην καλυβούλα σύνεργα ψαρικής, μπάνιου κρεμασμένα, δυο κουβέρτες, μπουκάλια με χυμούς. Κάθισε σ' έναν πάγκο διατρέχοντας το περιβάλλον, υπερύψωσε τα πόδια σε καρέκλα κι αφού στήριξε την πλάτη της στον τοίχο άνετα ξεφύσηξε ανακουφισμένη: Επιτέλους, ησυχία.

Ο γαρμπής, εμποδισμένος εδώ, μόλις αναριγούσε του νερού την επιφάνεια, τα πλεούμενα μάλλον ακινητούσαν, τα χοχλιδάκια της άμμου έλαμπαν κι οι υπώρειες της ξηράς σπαρμένες κουκουριάγκους. Θαύμα. Πήρε μπισκότα απ' την τσάντα της, τα μοιράστηκε με τα δυο σκυλιά που την πλησίασαν... Υπέροχα. Θα 'μενε εδώ ώσπου να κόπαζε το μεγάλο κύμα στην εθνική. Περιμένοντας, έκλεισε τα μάτια.

Κι αν έκανε ένα μπάνιο, αναπήδησε έπειτα από ώρα. Εδώ, στη μαρίνα, με τα εσώρουχα. Ψυχή δε φαινόταν τριγύρω, ανίχνευσε την περίμετρο, οι παιδικές φωνές πάντα απόμακρες. Το νερό με τα τόσα λαδομπογιατισμένα σκαριά μέσα του δε θα 'ταν βέβαια καθαρό, αλλά δε βαριέσαι. Διάφανο έμοιαζε κι όχι κρύο, βούτηξε το χέρι της. Θωρώντας, γυμναζόμενη συνάμα, τον ήλιο που θα 'βγαινε όπου να 'ταν. Καθώς έσπρωχνε ο άνεμος τα παραπετάσματα των σύννεφων, έβγαλε παπούτσια, μπλούζες, παντελόνι. Ετοιμαζόταν για τα καλτσάκια, όταν ένα «γεια σας κυρία, Χριστός Ανέστη» την τρόμαξε, κουλουριάζοντάς την κι ένα πανέμορφο αγόρι που είχε προβάλει από τον τοίχο των νώτων της, απογυρίζοντας το κεφάλι του, της ζητούσε συγγνώμη: «Σας τρόμαξα;».

- Οχι, εντάξει. Φόρεσε τη ζακέτα της. Δεν άκουσα τα βήματά σου. Εντάξει. Πώς σε λένε;

- Γκεργκ.

- Δηλαδή;

- Δηλαδή, Γιώργο. Κι εμείς κολυμπήσαμε από κει, στ' ανοιχτά όμως όχι εδώ.

- Με τέτοιον αέρα, τόσο κύμα...

- Σιγά το κύμα. Πφφφ... Αντε ρεεε. Ελάτε ρεεε... φώναξε.

Βγάζοντας το κεφάλι της από τον τοίχο, είδε δυο μικρότερα αγόρια να πηδούν με γοργάδα ελαφιού κι επιδεξιότητα κουρσάρου από πλεούμενο σε πλεούμενο, καταλαμβάνοντας ένα ένα πολεμική εξάρτυση εν χρήσει για να κατατροπώσουν τα πληρώματά τους: ...Πχχ... Πχχχ... Πάει το «Αντώνης»... Πάει το «Γλυκοφιλούσα»... Το «Λίμπερτι» τελευταίο. Μπρος από το υπόστεγο, βγήκαν: «Χαίρετε»... σαν άλλοι Μαγγελάνοι αγέρωχοι εξερευνητές μπήκαν στην καλυβούλα, κοίταξαν: - Εδώ μένετε; τη ρώτησαν.

- Ναι, τους απάντησε.

- Μόνη σας;

- Μόνη μου.

- Δε φοβόσαστε;

- Οχι. Με φυλάνε, να. Εδειξε τα δυο σκυλιά. Το κοκκινωπό, ο Νέρων, απ' αυτή δω την πλευρά, ο Σουριρέλ από τούτη.

- Και γιατί μένετε εδώ; Δεν έχετε ούτε σπίτι, ούτε άντρα, ούτε λεφτά; Είσαστε φτωχιά;

- Ναι.

- Εμένα ο πατέρας μου παίρνει πέντε χιλιάδες ευρώ το μήνα, είπε ο Γκεργκ. Εργάζεται, να εκεί. Εδειξε ένα κάτι σαν εργοτάξιο, σαν καρνάγιο με γερανούς, βίτσια, αντίκρυ.

- Κι εμάς ο δικός μας, εφτά. Ετσι Παυλή; είπε το μεσαίο, ο Γκιαν.

- Αμέ... δουλεύει καπετάνιος σ' εκείνο το μεγάλο καράβι. Εδειξ' ένα δεμένο μακριά ο Παυλής, το μικρότερο.

- Ααα, θαυμάσια επικρότησε η κυρία, κάνοντας μια σύσπαση τουρτουρίσματος.

- Κρυώνετε;

- Ε, λίγο.

- Θέλετε να σας ανάψουμε φωτιά;

- Εχετε σπίρτα;

- Αμέ, η μητέρα μας, ετοιμάζοντας την τσάντα μας έβαλε και σπίρτα... Ερχόμαστε πάντα εδώ μόνοι μας και κολυμπάμε.

Σωριάζοντας την πολεμική τους εξάρτυση μαζί με πελεκούδια και ξεβρασμένες σανίδες, άναψαν φωτιά, της έδωσαν από μια σακούλα πορτοκαλάδα, έπιναν κι αυτά γελώντας.

- Και χωρίς τηλεόραση, χωρίς φως, πώς μένετε; ρώτησε ο Γκιαν, σε λίγο.

- Α... μου φέγγουν οι μυριάδες πυγολαμπίδες, καθώς και τα μάτια των κυρίων κυρίων ποντικών. Η καλυβούλα που βλέπετε είναι το θερινό τους ανάκτορο. Ερχονται δω, τρωγοπίνουν, βγάζουν τη βασίλισσά τους, μια μακρυνούρα αρουρίνα, βαρκάδα, αφού την ντύσουν με τα ολομέταξα φορέματα που βλέπετε - κάτι υπολείμματα χαρταετών εκεί γύρω.

- Αα... Αλήθεια... Εκανε το μικρότερο, ο Παυλής,

- Αμέ, αλήθεια. Βγαίνουν και νερόφιδα και καβούρια και μεγάλοι κόχυλες.

- Και ψάρια, είπε ο Γκεργκ.

- Ψάρια, όχι, δεν έχει η θάλασσα εδώ. Τα 'διωξε ο μεγάλος σεισμός, θα ξανάρθουν μετά από πέντε χρόνια, είπε η γυναίκα συμπώντας τη φωτιά.

- Ερχονται και πειρατές;

- Α ναι, πειρατές οπωσδήποτε. Ανάβουν κι αυτοί φωτιά ,σαν κι εμάς, κάθονται γύρω της, τραγουδούν, αφουγκράζονται στους μεγάλους κόχυλες της θάλασσας τα μυστικά...

Ενα γεια από βαριά φωνή βραχνή, που ακούστηκε κι ένας μεσόκοπος, που πλησίασε ερχόμενος κι αυτός από την πλευρά του τοίχου, σταμάτησε της ανέμης το τύλιγμα, κόβοντας την κόκκινή της κλωστή.

- Δικά σας είναι τα παιδιά; ρώτησε παίρνοντας κάθισμα.

- Οχι απάντησε, πριν προφθάσει ν' αντιληφθεί το νεύμα των παιδιών να 'λεγε: Ναι, δικά μου είναι.

- Ρε σεις μάπες, τι κάνετε δω μόνα σας, ρε σεις; Τα ρώτησα κάτω κει: Πού είναι η μάνα σας και μου 'δειξαν εσάς. Αντε ρε στρίβετε, αλήτες...

- Οχι κι αλήτες, επενέβη η γυναίκα. Δεν ενοχλούν.

- Ξεμπάσκωσαν τα σκάφη. Αντε χαθείτε, αντίχριστα... Αυτοί οι ξένοι θα μας ρημάξουν.

- Η κυρία μένει εδώ στην καλύβα, έσπευσε τότε να τον πληροφορήσει ο Παυλής, θέλοντας, ίσως, να ξαναπάρει μπρος η ανέμη τους.

- Α ναι; έκανε ο μεσόκοπος, κοιτάζοντάς την τώρα προκλητικά, ζυγίζοντας τη νεότητα, τη σφριγηλότητα της σάρκας της, της υγείας της, το ρόδινο (τις ημέρες εκείνες, πράγματι έμενε μια τριανταπεντάρα, καθώς ψιθυριζόταν στον κύκλο των χειμερινών κολυμβητών - σ' αυτούς ανήκε η καλύβα. Κάποια που την είχε διώξει τάχα ο αδελφός της απ' το σπίτι και μην έχοντας πού να μείνει στεγαζόταν εκεί, οικονομώντας τα προς το ζην με προσφορές αφροδιτικών περιποιήσεων). Ωστε εσύ είσαι, λοιπόν, θες τσιγάρο; της έτεινε το πακέτο, μετακινούμενος πλησιέστερά της, ενώ προγκούσε τα παιδιά, με μεγαλύτερο σθένος τώρα. - Φύγετε ρε... κωλοαλβανάκια. Πού 'ναι η μάνα σας;

- Η δικιά σου πού είναι, απτόητα εκείνα ανταπαντούσαν, αν και είχαν κάπως απομακρυνθεί.

- Ερχονται μόνα τους κάθε καλοκαίρι και κολυμπάνε; τον ρώτησε χαμηλόφωνα η γυναίκα.

- Οχι, να μη... Δεύτερη φορά τα βλέπω. Είμαι τακτικός εγώ εδώ. Εχω το καΐκι. Ετσι σου είπανε; Α, τους σατανάδες. Πώς φύγατε, ρε σεις, χωρίς τον πατέρα σας;

- Κι εσύ πώς έφυγες χωρίς τον δικό σου;

- Αντε ρε σπάστε, αναιδέστατοι. Πήρε πέτρα, τους πέταξε.

- Δικό σου είναι το μέρος;

-Ναι, δικό μου. Των χειμερινών κολυμβητών. Είμαι ο πρόεδρός τους.

-Κι εγώ ο βασιλιάς τους - ο Γκεργκ.

- Ορίστε θράσος... Αν δεν ξεκουμπιστείτε στο λεπτό, θα τηλεφωνήσω στην αστυνομία. Εβγαλε το κινητό του, κίνηση που περιέργως εξαφάνισε τα παιδιά, αφήνοντας του μεσόκοπου ελεύθερο το πεδίο να παρενοχλεί απροκάλυπτα τη γυναίκα, που άπλωσε να μαζέψει τα ρούχα, την τσάντα της, για να φύγει.

...Να φύγει... χούφτωσε το γυμνό μηρό της. Να πάει πού; Εδώ θα περνούσαν φίνα και μαγκιόρα. Θα ξεντυθεί κι ελόγου του να κολυμπήσουν. Γιατί μισοντύθηκε; Πάνε, αν γουστάρει, στο καΐκι του... Αν όχι, θα κουβαλήσει από κει μπίρες, ποτά, φούμα... Θα τη βρούνε... μουσική... τι μουσική προτιμάει; Χάιδεψε το χέρι της και στην προσπάθειά της να το αποσπάσει, της το σφίξε δυνατότερα. Φοβισμένη, η γυναίκα τραβιόταν, αγωνιζόμενη να ξεφύγει. Στην επιμονή της αυτή, τα δυο του σιδερένια μπράτσα την έσφιξαν κι άρχισαν να την τραβούν προς την καλύβα μέσα. Γαντζώθηκε τότε εκείνη σε κολόνα του υπόστεγου και δεν ξεκόλλαγε. Αγωνιζόταν, μα όταν καταπονημένη ένιωσε, αλίμονο, ότι θα κατόρθωνε να την μπάσει μέσα, φώναξε: Βοήθεια. Μια φορά. Και μια δεύτερη δυνατότερα: Βοήθειααα... Στην τρίτη, την ικετευτικότερη, παρουσιάστηκαν απ' το πουθενά τα παιδιά. Και με τα μισοαναμμένα δαυλιά έλυσαν τη σιδερένια του μέγκενη.

Αρπάζοντας την τσάντα της, έτρεξε, έβαλε μπρος την πράσινη ROLLS-ROYS, ξαναμπήκε στο ρεύμα σημειωτόν της πασχαλινής επιστροφής.

Αφού είχε προχωρήσει αρκετά και συνέλθει: «Δεν πήρα τα γυαλιά, την μπλούζα μου, τα παπούτσια μου... Ούτε γύρισα να δω τα παιδιά. Ισως θα πρέπει να ξανάρθω. Μήπως τα πετύχαινα. Να τα ευχαριστούσα», σκέφτηκε. Και θα ξαναερχόταν, θα ερχόταν οπωσδήποτε, αν στο μεταξύ δεν τα έβλεπε. Μα, περνώντας μετά διήμερο από παραπλήσιο οδικό κόμβο, τα είδε. Κάτω από πανό του δήμου, που ευχόταν στους δημότες του «Καλό ταξίδι και χαρούμενο Πάσχα» τα είδε να πλένουν, ή να προσπαθούν, μάλλον, να πλύνουν τζάμια αυτοκινήτων. Θα 'ταν δε θα 'ταν έντεκα, εννιά, οχτώ χρονών, ο Γκεργκ, ο Γκιαν, ο Παυλής, παιδιά των φαναριών ολόξανθα.


Πίτσα ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ