ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Μάη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
της ΛΙΛΗΣ ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ

Η Λιλή Μαυροκεφάλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα. Στα δέκα οκτώ της μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα και σπούδασε Ελληνική και Αγγλική Φιλολογία, καθώς και Ιστορία - Αρχαιολογία στο πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση και στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, στο Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων.

Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε το 1977 με το ιστορικό μυθιστόρημα «Αγης».

Το 1981 εκδίδεται ο «Κλεομένης», συνέχεια του προηγούμενου, βραβευμένου από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1986 το «Αλλο».

Ακολουθούν «Μέρες Καυτού Καλοκαιριού», 1990, «Δύο στον Καθρέφτη»,«Το πιο όμορφο ταξίδι», 1997, παιδικό μυθιστόρημα, βραβευμένο από τη «Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά»,«Της Φωτιάς και της Ερημιάς», 1997, το τελευταίο της μυθιστόρημα.

Ολα τα ανωτέρω βιβλία βρίσκονται σε κυκλοφορία και τα περισσότερα έχουν εισαχθεί στα σχολεία και στα πανεπιστήμια.


Η πρόσκληση

Γρηγοριάδης Κώστας

Ολα άλλαξαν από τότε... Οχι όμως και τόσο ξαφνικά όσο φάνηκε. Μια μακριά περίοδος επώασης προετοίμαζε τις ρωγμές... Ημουν κι εγώ γυαλί ραγισμένο, όπως η γη κάτω από τα πόδια μας. Από κει μέσα μπήκαν αέρας και φως. Ανοιξαν οι ρωγμές, φάρδυναν. Πίστεψαν πως θα έσπαζα. Δεν έσπασα. Αλάφρυνα. Κι επέστρεψα... Γι' αυτό σε καλώ.

Εκείνο το απόγευμα έγραφα στον υπολογιστή την εργασία μου περί της Νέας Οικονομίας και των αγαθών της. Επιλογή θέματος κι εκτέλεση του Σπύρου! Εγώ ήμουν, όπως πάντα, πνιγμένη. Σπίτι, γραφείο, κοινωνικά και από πάνω μελέτη. Αλλά το είχα βάλει βαθιά στην καρδιά μου να το πάρω το δόλιο το πτυχίο, ώστε να κυνηγήσω επιτυχώς προαγωγή κι ανάλογη αμοιβή στην εταιρία. Ετσι δέχτηκα με ανακούφιση και σχεδόν ευγνωμοσύνη την προσφορά του. Αρκέστηκα μονάχα σε ένα ρετουσάρισμα, πολύ περιορισμένο, για να μην τον θίξω.

Στον υπολογιστή εγώ, στην τηλεόραση, όπως συνήθως, αυτός να παρακολουθεί - τι άλλο; - χρηματιστήριο.. Κι όπως συνήθως βλαστημούσε. Οχι, γιατί οι μετοχές μας πήγαιναν άσχημα, αλλά επειδή άλλες πήγαιναν ακόμη καλύτερα.

Τότε έγινε. Ο σεισμός. Ετρεξα κοντά του. Πήγαιναν κι έρχονταν οι τοίχοι, έφευγε κάτω από τα πόδια μου το πάτωμα. Οταν το κούνημα σταμάτησε, όρμησα προς την εξώπορτα, τραβώντας τον μαζί μου. Αρνήθηκε να μ' ακολουθήσει παρ' όλα τα παρακάλια μου και τα ποδοβολητά των συγκατοίκων στο κλιμακοστάσιο. Με χαρακτήρισε μάλιστα «γυναικούλα», επειδή ήθελα να ακολουθήσω κι εγώ το «κοπάδι».

Μετά το δεύτερο ταρακούνημα τον εγκατέλειψα. Εσμιξα με τους άλλους κάτω στο πεζοδρόμιο. Με υποδέχτηκαν με χαρούλες, ακόμη κι εκείνοι που μόλις και μετά βίας με καλημέριζαν. Ολοι ήταν εύθυμοι κι ομιλητικοί σαν να είχαμε πανηγύρι .Το ίδιο γινόταν κι έξω από τις γειτονικές πολυκατοικίες. Παντού συντροφιές, χαμόγελα, κουβέντες, κεράσματα, καλή διάθεση. Ο φόβος που μας είχε πετάξει έξω από τα διαμερίσματά μας, μας είχε φέρει τον έναν κοντά στον άλλον σαν να είχαμε επιστρέψει στους παλιούς καιρούς, τότε που οι άνθρωποι μετά τον κάματο της ημέρας κάθονταν στα κατώφλια των σπιτιών τους και πιάνανε το κουβεντολόι.

Περνούσε η ώρα. Γίνανε κι άλλες μικροδονήσεις. Από τα τρανζίστορ μαθαίναμε το μέγεθός τους. Νύχτωσε κι ανέβηκα, όχι δίχως φόβο, στο διαμέρισμα να δω τι κάνει ο ατρόμητος. Κοιμόταν του καλού καιρού σκεπασμένος με την εφημερίδα του και μάλιστα ροχάλιζε! Αναρωτιόμουν μήπως η θέση μου ήταν πλάι του, όταν ένα ακόμη τράνταγμα έβαλε τέρμα στις αμφιβολίες μου.

Λαγοκοιμήθηκα στο αυτοκίνητο, όπως αρκετοί. Αλλοι πάλι είχαν προτιμήσει να χωθούν στα σλίπινγκ μπαγκς ή κάτω από κουβέρτες. Ξετρύπωσα από το αυτοκίνητο πριν την ανατολή. Ημουν πιασμένη κι είχα ανάγκη να ξεμουδιάσω. Περπάτησα μες στο σύθαμπο, αφήνοντας πίσω μου τις απειλητικές πολυκατοικίες. Εφτασα στο πάρκο, τα δέντρα ήταν όλο τιτιβίσματα. Μπήκα...

Τον άκουσα πίσω μου... Αλλοτε θα έτρεμα τα άγνωστα βήματα μες στην ερημιά. Εκείνη τη φορά ούτε που νοιάστηκα. Αραγε ήταν ο μεγάλος φόβος που έδιωχνε το φόβο ή το άνοιγμα της καρδιάς με έκανε θαρρετή;

Ηταν φυσικό να μου μιλήσει, φυσικό να απαντήσω. Και τώρα πια βλέπω πεντακάθαρα πως κι όλα τα υπόλοιπα ήταν φυσικά...

Το δικό του διαμέρισμά είχε πάθει πολύ σοβαρές ζημιές, παλιά η πολυκατοικία και κακοσυντηρημένη. Ισως έπεφτε στην επόμενη δόνηση. Δε φαινόταν λυπημένος. Αντίθετα. Του είπα κι εγώ για το Σπύρο, που δεν εννοούσε να ξεκολλήσει από το καβούκι του. Καθώς έλεγα τ' όνομά του είχα την εντύπωση πως δε μιλούσα για υπαρκτό πρόσωπο, παρά για ένα άδειο κοστούμι.

Αυτός ήταν άνεργος και χωρισμένος. Πρόσφατες εξελίξεις κι οι δυο. Πουλήθηκε το ναυπηγείο όπου δούλευε και απολύθηκε, με την πρώτη μάλιστα φουρνιά εργαζόμενων, ως πρωτοστάτης σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Με την απόλυση συνέπεσε και το διαζύγιο. Χαμογέλασε με νόημα καθώς πρόφερε τη λέξη «συνέπεσε». Σώπασε μετά και με κοιτούσε ώρα πολλή, μέχρι που το βλέμμα του με διαπέρασε κι ένιωσα κάτι να λιώνει βαθιά μέσα μου.

«Πήρα μια μικρή αποζημίωση από το ναυπηγείο. Φτάνει για να κάνω κατοικήσιμο το σπίτι, να συγυρίσω και το χτήμα. Κάποτε ζούσαν πολλοί απ' αυτό.. Το πήρα απόφαση. Τελείωσαν τα ψέματα. Θα γυρίσω στο χωριό του πατέρα μου. Λέω να φύγω σήμερα». Καθώς μιλούσε τα μάτια του κοίταζαν μακριά, προς τη θάλασσα που άστραφτε ανάμεσα από τις φυλλωσιές. Είχαν το χρώμα της.

Ημουν λυπημένη με όσα άκουγα. Ηθελα να του πω να μη φύγει, μα δεν τολμούσα.

«Ελα μαζί μου...».

Νόμισα πως είχα παρακούσει.

«Ελα μαζί μου!» Και το χέρι του έσφιξε με δύναμη το χέρι μου, το βλέμμα του βυθίστηκε στο δικό μου. « Θα 'ρθεις;».

«Με τις παντόφλες;».

Κοίταξε τα πόδια μου μέσα στις χνουδωτές ροζ παντόφλες και βάλαμε μαζί τα γέλια... Πώς βρεθήκαμε σφιχταγκαλιασμένοι ούτε που κατάλαβα κι εκείνο το πρώτο φιλί υπήρξε άραγε; Το μόνο που θυμάμαι καλά είναι πως όταν άνοιξα τα μάτια είδα την πιο λαμπρή ανατολή που έχω ποτέ αντικρίσει.

Τα παράτησα όλα και πήγα μαζί του. Με τα παπούτσια μου και δύο βαλίτσες.

Ολοι, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, είπαν πως είχα τρελαθεί από το σοκ του σεισμού. Ο Σπύρος είχε πιο πλήρη εξήγηση. Η τρέλα μου υπέφωσκε, αλλά ο σεισμός την έβγαλε στη φόρα.

Εχουν δίκαιο αν είναι τρέλα να είσαι ευτυχισμένη, επειδή: η χορτόπιτά σου πέτυχε, οι κερασιές μπουμπούκιασαν, το ψιλόβροχο ποτίζει το χώμα, ο γείτονας σε καλησπέρισε, ο σύντροφός σου σιγοτραγουδά καθώς ανάβει το τζάκι.

Εσύ, το ξέρω, μπορείς να νιώσεις και να μοιραστείς τις χαρές μου. Και την πιο μεγάλη μου χαρά. Αυτήν της επιστροφής.

Θα σε καλωσορίσω στο «βασίλειό μου». Είναι και δικό σου κι ας μην έχεις πατήσει το πόδι σου εδώ πέρα. Εσύ το κουβαλάς μέσα σου, όπου κι αν βρίσκεσαι. Το περπατάς, όποιος κι αν είναι ο δρόμος σου. Γι' αυτό δε δέχτηκες την πρόσκλησή μου;


Της Λιλής ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ