ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 6 Απρίλη 2018
Σελ. /24
«ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ»
Κέρδη για τους ομίλους, ενεργειακή φτώχεια για το λαό

«Χαράς ευαγγέλιο» για τους μεγάλους κατασκευαστικούς και ενεργειακούς ομίλους τα όσα προβλέπονται στο «εθνικό σχέδιο» της κυβέρνησης για την Ενέργεια
«Χαράς ευαγγέλιο» για τους μεγάλους κατασκευαστικούς και ενεργειακούς ομίλους τα όσα προβλέπονται στο «εθνικό σχέδιο» της κυβέρνησης για την Ενέργεια
Πακτωλό κονδυλίων και υλοποίηση θεσμικού πλαισίου «φιλικού» προς τις επενδύσεις περιλαμβάνει ο μακροχρόνιος σχεδιασμός της κυβέρνησης για τον τομέα της Ενέργειας και των περιβαλλοντικών μέτρων που θα ληφθούν στο πλαίσιο των ευρύτερων πολιτικών της ΕΕ για τη λεγόμενη «κλιματική αλλαγή». Βασικά στοιχεία της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα, υπό την επωνυμία «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα», παρουσιάστηκαν την περασμένη Δευτέρα κατά τη διάρκεια σχετικής ημερίδας, από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος, υπό την παρουσία στελεχών επιχειρήσεων από του χώρου της Ενέργειας και της βιομηχανίας.

Οπως είπε ο υπουργός Γ. Σταθάκης, επιδίωξη είναι το σχέδιο να ολοκληρωθεί σύντομα «με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση», ώστε να υποβληθεί μέχρι το τέλος του έτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόσθεσε πως οι κατευθύνσεις της ΕΕ θέτουν υψηλά επίπεδα συμμετοχής των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα, που θα πρέπει μέχρι το 2030 να φτάσει στο 30% και αντίστοιχα να έχει μειωθεί η κατανάλωση Ενέργειας κατά 30%, ενώ στην κατεύθυνση ενίσχυσης των «πράσινων» επιχειρηματικών σχεδίων αφορούν και τα όσα ανέφερε για τη δέσμευση έως σήμερα κονδυλίων ύψους 1 δισ. ευρώ για την υλοποίηση του προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ' οίκον ΙΙ» και επιπλέον 2 δισ. ευρώ για την «ενεργειακή αναβάθμιση» δημόσιων κτιρίων, μέσω πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Ο σχεδιασμός του υπουργείου περιλαμβάνει επίσης την προώθηση χρήσης «εναλλακτικών καυσίμων» και εισαγωγή του ηλεκτρισμού στις μεταφορές, αρχής γενομένης από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αλλά και στη ναυτιλία, μέσω του υγροποιημένου φυσικού αερίου και του εξηλεκτρισμού των πλοίων. Ο στόχος της ΕΕ, που υιοθετείται από το «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» για το 2020, είναι το 10% της Ενέργειας που καταναλώνεται στις μεταφορές να παράγεται από ΑΠΕ. Με δεδομένο ότι σύμφωνα με στοιχεία του 2016, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις στο 1,4%, το επόμενο διάστημα είναι βέβαιο ότι, όπως ειπώθηκε, θα καταβληθούν «σημαντικές προσπάθειες» συνοδευόμενες από αντίστοιχα κρατικά κεφάλαια για την υλοποίηση του στόχου. Κάτι τέτοιο προφανώς προϋποθέτει την κινητοποίηση τεράστιων κονδυλίων, εκτός από όσα προαναφέρθηκαν, γεγονός που αποτελεί «χαράς ευαγγέλιο» για τους μεγάλους κατασκευαστικούς και ενεργειακούς ομίλους, για λογαριασμό των οποίων άλλωστε χαράσσεται το, κατά τ' άλλα, «εθνικό σχέδιο» για την Ενέργεια.

Λαμβάνουν θέσεις οι ενεργειακοί όμιλοι

Ενδεικτικά, κατά τις παρεμβάσεις τους στην ημερίδα, οι εκπρόσωποι της ΔΕΗ, των ΕΛΠΕ, της ΔΕΠΑ και της «Motor Oil» αναφέρθηκαν στα επιχειρηματικά τους σχέδια και την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, που δημιουργούν η στροφή προς τις ΑΠΕ και η ενίσχυση χρήσης «εναλλακτικών καυσίμων».

Ο Γ. Αλεξόπουλος, διευθυντής Στρατηγικού Σχεδιασμού του ομίλου των ΕΛΠΕ, αφού χαιρέτισε την πρωτοβουλία του υπουργείου Περιβάλλοντος, σημείωσε ότι ήδη ο όμιλος προετοιμάζεται για την παραγωγή «καθαρών» ναυτιλιακών καυσίμων, την αξιοποίηση αποβλήτων για την παραγωγή Ενέργειας, ενώ προχωρά και το επενδυτικό σχέδιο για την εγκατάσταση ΑΠΕ δυναμικότητας 200 MW στην αρχική του φάση. Ταυτόχρονα, βέβαια, τόνισε ότι η αξιοποίηση των εγχώριων πηγών υδρογονανθράκων πρέπει να συνεχιστεί, καθώς το πετρέλαιο θα συνεχίσει να παίζει κρίσιμο ρόλο κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι την «απανθρακοποίηση» της οικονομίας. Μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι τα ΕΛΠΕ είναι από τους βασικούς «παίκτες» σε συνεργασία με «Total» και «ExxonMobil» στον τομέα έρευνας και εκμετάλλευσης των εγχώριων πηγών υδρογονανθράκων.

Αντίστοιχα, ο Δ. Τζώρτζης, διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΠΑ, εξέθεσε το επενδυτικό σχέδιο της επιχείρησης για την επέκτασή της στις μεταφορές, μέσω πανελλαδικού δικτύου πρατηρίων προμήθειας συμπιεσμένου φυσικού αερίου (CNG) σε οχήματα, αλλά και σε εγκαταστάσεις LNG σε βασικά λιμάνια για την προμήθεια LNG σε πλοία. Στάθηκε ακόμη στις εξελίξεις στο χώρο της Ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή, σημειώνοντας ότι «στη γειτονιά μας συντελούνται συνταρακτικά πράγματα», αλλά και τη μετατροπή της Ελλάδας σε «χώρα μεταφοράς ενεργειακών προϊόντων» και σε χώρα παραγωγής.

Στόχος οι εξαγωγές «πράσινης» Ενέργειας

Πλέον χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση του εκπροσώπου των επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρισμού από αιολικές εγκαταστάσεις (ΕΛΕΤΑΕΝ) Π. Λαδακάκου, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις διασυνδέσεις των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα και γενικότερα στις επενδύσεις στα δίκτυα ηλεκτρισμού με στόχο τις εξαγωγές. Σημείωσε ότι για την επίτευξη των στόχων της ΕΕ θα πρέπει να αξιοποιηθεί το αιολικό δυναμικό του Αιγαίου, νησιωτικού και θαλάσσιου, μέσω της μαζικής ανάπτυξης αιολικών πάρκων στο χώρο αυτόν. Πρόσθεσε ακόμη ότι θα πρέπει να επιταχυνθεί η ηλεκτρική διασύνδεση όλων των νησιών του Αιγαίου και ταυτόχρονα να ενισχυθούν οι διεθνείς διασυνδέσεις του δικτύου ηλεκτρισμού της χώρας. Ενδεικτικά του σχεδιασμού των επιχειρηματικών ομίλων είναι και τα όσα είπε για το γεγονός ότι με την προώθηση αυτών των πολιτικών «ενισχύεται ο γεωστρατηγικός ρόλος της Ελλάδας, αφού το Αιγαίο πέλαγος, με το αιολικό του δυναμικό, μπορεί να καταστήσει τη χώρα εξαγωγέα πράσινης Ενέργειας, που σε συνδυασμό με την εγκατάσταση πολύ μεγάλων, ξένων και ελληνικών, επενδύσεων σε αιολικά πάρκα και διασυνδέσεις στα νησιά και τη θάλασσα του Αιγαίου, ενισχύει τη διεθνή σημασία της περιοχής».

«Ενστάσεις» και απαιτήσεις από την ενεργοβόρο βιομηχανία

Μέσα στη γενική σύμπλευση που υπήρξε υπέρ της ενίσχυσης των Ανανεώσιμων Πηγών και της συμμετοχής τους στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα, υπήρξαν έντονες ενστάσεις από τον εκπρόσωπο των ενεργοβόρων βιομηχανιών Αντ. Κοντολέων, ο οποίος χαρακτήρισε «εθνικά επιζήμιο τον εξοστρακισμό του λιγνίτη από το ενεργειακό μείγμα», σημειώνοντας επίσης ότι μια τέτοια προοπτική δεν συνάδει με τον στόχο της ΕΕ για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές Ενέργειας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πιέσεις από πλευράς μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών και ειδικά της ενεργοβόρου βιομηχανίας για τη διατήρηση του λιγνίτη σε μεγάλο ποσοστό στο ενεργειακό μείγμα, είναι σταθερές κατά τα τελευταία χρόνια, αφού η χρήση του «φτηνού» λιγνίτη διευκόλυνε τις σχετικά χαμηλές τιμές στα συμβόλαια που συνομολογούσε η βαριά βιομηχανία με τη ΔΕΗ. Οι πιέσεις αυτές, βέβαια, χρησιμεύουν για την εξασφάλιση ανάλογων «υποστηρικτικών» πολιτικών από τις κυβερνήσεις και στη «μεταλιγνιτική εποχή», προνόμια, διευκολύνσεις και απαλλαγές που η κυβέρνηση σπεύδει να κατοχυρώσει και σε αυτό το κομμάτι του κεφαλαίου.

Και ενώ η κυβερνητική πολιτική στοχεύει στην ικανοποίηση των επενδυτικών αναγκών και στην εξασφάλιση κερδοφορίας των μεγάλων ενεργειακών ομίλων, δίχως να παραβλέπει τις «ανάγκες» των βιομηχανικών καταναλωτών Ενέργειας να διατηρηθεί χαμηλά το ενεργειακό κόστος, που αποτελεί βασικό συντελεστή της ανταγωνιστικότητάς τους, είναι προφανές ότι οι λαϊκές ανάγκες σε επαρκή, φτηνή και φιλική προς το περιβάλλον Ενέργεια περνούν σε δεύτερη μοίρα.

Η ενεργειακή φτώχεια του λαού «ευκαιρία» για το κεφάλαιο

Εντός αυτού του πλαισίου, είναι δεδομένο ότι η ενεργειακή φτώχεια διαρκώς θα μεγαλώνει για τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, ενώ την ίδια ώρα το αποτέλεσμα αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής θα αξιοποιείται ως πρόσχημα για την προώθηση θεσμικών μέτρων που επίσης θα ενισχύουν την κερδοφορία, όπως οι λεγόμενοι «ενεργειακοί συνεταιρισμοί» και άλλου τέτοιου τύπου επενδυτικά σχήματα. Η ενεργειακή φτώχεια του λαού μετατρέπεται δηλαδή σε «ευκαιρία» για το κεφάλαιο.

Ως προς αυτό το ζήτημα, η παρέμβαση του εκπροσώπου της «Green Peace», Τ. Γρηγορίου, ήταν άκρως αποκαλυπτική, σημειώνοντας την «ανάγκη» η ενεργειακή φτώχεια να «καταπολεμηθεί» όχι με τη σημερινή επιδοματική πολιτική, αλλά μέσω πολιτικών για την «εξοικονόμηση Ενέργειας» και την «ιδιοπαραγωγή».

Στην πραγματικότητα, η «Green Peace» σε ρόλο «λαγού» προωθεί την κεντρική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία επιθυμεί μέσα στα επόμενα χρόνια να καταργηθούν οι παρεμβάσεις επιδότησης ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών και να αντικατασταθούν με πολιτικές «εξοικονόμησης Ενέργειας». Με απλά λόγια, να αφαιρεθούν ακόμη κι αυτοί οι ελάχιστοι πόροι που δίνονται σήμερα με το σταγονόμετρο για την αντιμετώπιση περιστατικών ακραίας ενεργειακής φτώχειας και να κατευθυνθούν εξολοκλήρου σε ενεργειακούς και κατασκευαστικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στην «ενεργειακή αναβάθμιση» κτιρίων.

Αλλωστε, όπως είπε και ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Σ. Φάμελλος, η συζήτηση για την Ενέργεια πρέπει, βεβαίως, να λαμβάνει υπόψη την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, «αλλά και την ανταγωνιστικότητα της ενεργειακής αγοράς», σημειώνοντας ότι μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη μέσα από τις πολιτικές μείωσης των εκπομπών ρύπων.

Το πώς μπορεί να συνυπάρξει η «καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας» με την «οικονομική ανάπτυξη» μπορεί κανείς να το διαπιστώσει συγκρίνοντας τα τεράστια κέρδη των ομίλων που δραστηριοποιούνται στην «πράσινη Ενέργεια» λαμβάνοντας άμεσες επιδοτήσεις ύψους πολλών δισ. ευρώ όλα αυτά τα χρόνια, με τις δεκάδες χιλιάδες των λαϊκών νοικοκυριών που αδυνατούν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς τη ΔΕΗ και κινδυνεύουν με αποκοπές ηλεκτροδότησης αλλά και με μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.


Φ. Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ