ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 6 Φλεβάρη 2008
Σελ. /32
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Σπουδαία έργα, ποιοτικές παραστάσεις
«Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα», στο «Απλό Θέατρο»

«Θείος Βάνιας»
«Θείος Βάνιας»
Τραυματικά βιώματα από την οικογένειά του και τη νιότη του Ο' Νηλ «γέννησαν» το αυτοβιογραφικό έργο του «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» (1939), που πρωτοπαίχτηκε το 1956, τρία χρόνια μετά το θάνατό του. Μ' αυτό το αριστουργηματικό «έργο μιας παλιάς θλίψης, γραμμένο με δάκρυα και αίμα», ο Ο' Νηλ προσπάθησε να λυτρωθεί από τις «πληγές» του, να κατανοήσει τα αίτια του οικογενειακού του δράματος, υπό την επίδραση της πουριτανικής, υποκριτικής αμερικανικής κοινωνίας και να κρίνει τα μέλη της οικογένειάς του. Τον καμποτίνο θεατρίνο, εγωτικό, ανασφαλή και τσιγκούνη - ακόμα και στη γέννηση των παιδιών και στην αρρώστια - πατέρα του. Τον φέρελπη στην εφηβεία του, άνεργο, αλκοολικό, κατήγορο του πατέρα τους, μεγαλύτερο αδελφό του. Την υπερευαίσθητη, θρήσκα, κοκαϊνομανή (στο έργο μορφινομανής) μετά την κακή γέννα του δεύτερου παιδιού της (του συγγραφέα), φοβική με την αλήθεια, μητέρα του. Αποκαλύπτει όμως και τη δική του νοσηρή υγεία και τη φυματίωση που βασάνισε τη νιότη του. Ενα έργο γυμνής, πικρής ρεαλιστικής αλήθειας, πόνου, θλίψης, κατανόησης και συγχώρησης των ανθρώπινων αδυναμιών, το οποίο στο «Απλό» θέατρο υπηρετείται υποδειγματικά. Με την ανθεκτική μετάφραση (Νίκος Γκάτσος), το εύγλωττα «μίζερο» ρεαλιστικό σκηνικό και τα κοστούμια εποχής (Γιώργος Πάτσας), την ατμοσφαιρικότητα των φωτισμών (Λευτέρης Παυλόπουλος) και της μουσικής (Ελένη Καραΐνδρου), την απλότητα, φυσικότητα και αλήθεια που ζήτησε η σκηνοθεσία (Αντώνης Αντύπας), αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες. Ο Δημήτρης Καταλειφός καταθέτει μια πολύ σημαντική και πολυσύνθετη - χαρακτηρολογικά και ψυχολογικά - ερμηνεία του πατέρα. Η Ράνια Οικονομίδου (μητέρα) πλάθει τη διαταραγμένη ψυχοδιάνοια, τη φοβία και τον «εγωτισμό» του ναρκομανούς. Ο Κώστας Βασαρδάνης αισθαντικά υποδύεται το μικρό γιο (ο συγγραφέας). Ο Αλκης Κούρκουλος, απλός και φυσικός στο μεγάλο γιο, έχει στιγμές δυνατής συγκινητικής αλήθειας.

«Θείος Βάνιας», στο «Ανοιχτό Θέατρο»

«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»
«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»
Ρωσία, τέλη του 19ου αιώνα. Μια κοινωνία σε πλήρη παρακμή. Ξεπεσμένοι κτηματίες. Παρασιτικοί διανοούμενοι που εκμεταλλεύονται το μόχθο άλλων. Θλιβεροί μικροαστοί. Παθητική φτωχολογιά. Καμιά κοινωνική και ιατρική μέριμνα, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο. Το φυσικό περιβάλλον καταστρέφουν συμφέροντα ανερχόμενων αστών. Ελπιδοφόροι στα νιάτα τους άνθρωποι, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα», όπως έλεγε ο Βάρναλης, βουλιάζουν στο τέλμα της κοινωνίας και της χωρίς ελπίδα ζωής τους. Τέλμα που γνώριζε - και ως γιατρός της υπαίθρου - ο Τσέχοφ. Με το αριστουργηματικού ρεαλισμού και πικρής και μελαγχολικής ειρωνείας έργο του «Θείος Βάνιας», ο Τσέχοφ «καθρεφτίζει» το ανθρωπολογικό και κοινωνικό τέλμα της εποχής του, μέσα από πέντε βασικά πρόσωπα. Τον επηρμένο, ηλικιωμένο, ατομιστή συγγραφέα Σερεμπριάκοφ, παντρεμένο με τη νεαρή και όμορφη Ελένα. Ο Σερεμπριάκοφ, «ιδιοκτήτης» της περιουσίας της πρώτης, πεθαμένης γυναίκας του, εκμεταλλεύεται το μόχθο του μεσήλικα, ανύπαντρου κουνιάδου του Βάνια, που για να ευημερεί ο χαραμοφάης Σερεμπριάκοφ δουλεύει σαν είλωτας, όπως κι η κόρη της πεθαμένης αδελφής του, Σόνια. Μόνη κι ανέραστη θα ζει κι η Σόνια, μάταια ερωτευμένη με τον, επίσης, μοναχικό, περιοδεύοντα σ' όλη την επαρχία γιατρό Αστρόφ (αντανάκλαση του Τσέχοφ). Εναν άνθρωπο που ονειρεύεται μια καλύτερη κοινωνία, αλλά περιορίζεται απλώς στο όνειρό του. Η τσεχοφική κοινωνική «τοιχογραφία» συμπληρώνεται με άλλα τέσσερα, μικρότερα αλλά χαρακτηριστικά πρόσωπα. Την ανόητη, ψευτοδιανοούμενη πρώην πεθερά του Σερεμπριάκοφ. Τον νωθρό ξεπεσμένο κτηματία Τελιέγκιν. Τη γριά παραμάνα και έναν εργάτη της οικογένειας. Σαν «πυρίτιδα», ο έρωτας που, ακούσια, ξυπνά η Ελένα στον Βάνια και στον Αστρόφ, θα αποκαλύψει πλήρως το υπαρξιακό και κοινωνικό αδιέξοδο των προσώπων. Το έργο δικαιώνεται πλήρως, ως περιεχόμενο και μορφή, με τη χωρίς ίχνος εντυπωσιοθηρίας, υπόγειας, μελαγχολικής ειρωνείας, απέριττης και λεπτομερούς ρεαλιστικής ακρίβειας σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη. Μια σκηνοθεσία που εμπιστεύεται τη δύναμη του τσεχοφικού λόγου για να «μιλήσει» την αλήθεια και του δράματος των προσώπων και της κοινωνίας, με συνεργάτες τη ρεαλιστική μετάφραση (Αλέξανδρος Κοέν), το λιτότατα καλαίσθητο σκηνικό και τα κοστούμια (Αγνή Ντούτση), την αρμόζουσα μουσική (Αντώνης Μιχαηλίδης). Στην παραστασιακή ποιότητα συμβάλλουν ιδιαιτέρως οι ερμηνείες των Ντίνας Μιχαηλίδη, Γιώργου Γεωγλερή, Ζωής Φυτούση, Σπύρου Μπιμπίλα. Αξιόλογες είναι οι ερμηνευτικές προσπάθειες των Παναγιώτη Μπουγιούρη, Θάλειας Προκοπίου, Μπέλλας Μπερδούση. Την παράσταση ευεργετεί πραγματικά η εκπληκτικής εσωτερικής αλήθειας, συναισθηματικής θέρμης, φυσικότητας όλων των εκφραστικών μέσων του, ερμηνεία του Σοφοκλή Πέππα. Ερμηνεία, πλήρης ενσάρκωση του επώνυμου ρόλου.

«Βάσσα», στο «Θέατρο οδού Κεφαλληνίας»

«Βάσσα»
«Βάσσα»
Δηλωμένος μπολσεβίκος, από την αυγή του 20ού αιώνα, φημισμένος πεζογράφος και δραματουργός ο Μαξίμ Γκόρκι, πέντε ακριβώς χρόνια μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905, γράφει την πρώτη εκδοχή του θεατρικού έργου «Βάσσα Ζελεζνόβα» (παίχτηκε το 1911 και απέσπασε το βραβείο «Γκριμπογιέντοφ») και το 1935 τελειώνει τη δεύτερη εκδοχή του έργου (την οποία η υπογράφουσα τη στήλη γνωρίζει). Εκδοχή δραματουργικά εντελέστερη της πρώτης (λόγω της σαφήνειας και της «οικονομίας» της μυθοπλασίας - αντίθετα με τη μακρόσυρτη, «ανοικονόμητη», με «κοιλιές» πρώτη εκδοχή, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος της - και των πιο καλοσχεδιασμένων χαρακτήρων). Γι' αυτό παίχτηκε περισσότερο και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο η δεύτερη εκδοχή και όχι επειδή «ο Γκόρκι τότε, ήταν πλέον το φερέφωνο του καθεστώτος», όπως ισχυρίζεται κείμενο, υπό τα αρχικά Ι. Β., στο πρόγραμμα της παράστασης. Και οι δύο εκδοχές διαδραματίζονται στην τσαρική Ρωσία, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905. Τότε που και η αστική και η μικροαστική τάξη προσπαθούσαν να διατηρήσουν και επαυξήσουν τα συμφέροντά τους. Στην πρώτη εκδοχή η μητριαρχική, αυταρχική Βάσσα, είναι μια μικρομεσαία αγροτοεμπόρισσα, που, μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό της, λυσσαλέα υπερασπίζεται την οικογενειακή περιουσία και επιχείρηση που έφτιαξε ο πεθαμένος άντρας από την αρπακτικότητα του διεφθαρμένου και διαφθορέα κουνιάδου της και των παιδιών της. Το μόνο πρόσωπο που κάπως εμπιστεύεται είναι η νόθα «ψυχοκόρη» της Αννια, της οποίας μια φράση της Αννια αποτελεί τη μόνη αναφορά στην επανάσταση του 1905. Στη δεύτερη εκδοχή, η Βάσσα, επίσης αυταρχική και σκληρή εμπόρισσα αλλά και καραβοκύρισσα, ανίκανη να αντιπαλέψει τον αρπακτικό και διαφθορέα των θυγατέρων της κουνιάδο της, αβοήθητη από όλους πεθαίνει, προδομένη από την «ψυχοκόρη» της που αρπάζει την περιουσία. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή στη δεύτερη εκδοχή είναι η πρόσθεση ενός προσώπου αμόλυντου από τη σάπια «αγία οικογένεια». Η διωκόμενη επαναστάτρια σύζυγος του μεγάλου και άρρωστου γιου της Βάσσα, που μπαίνει κρυφά στη Ρωσία, διεκδικώντας και τελικά καταφέρνοντας να πάρει το μικρό αγόρι της, που εκβιαστικά, απειλώντας να καταδώσει τη νύφη της, κηδεμονεύει και μεγαλώνει η Βάσσα, ως «κληρονόμο» της επιχείρησης. Το πρόσωπο αυτό, με το ήθος του, υποδηλώνει χωρίς ίχνος προπαγανδιστικού λόγου, το ήθος και τη νίκη της Επανάστασης του 1917. Πάντως, αν και επιλέγοντας την πρώτη εκδοχή, ο θίασος «Πράξη» γνωρίζει στο ελληνικό κοινό ένα - ούτως ή άλλως - σπουδαίο έργο του Γκόρκι και μάλιστα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα, καθ' όλα εξαιρετική παράσταση, υπό τη λιτά ρεαλιστική σκηνοθετική «μπαγκέτα» του Στάθη Λιβαθυνού. Σε πολύ καλή μετάφραση (Χρύσα Προκοπάκη). Με λιτά κοστούμια και δραστικά συμβολικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου (ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα - «φυλακή» ενός σκληρά ανταγωνιστικού κόσμου). Με αρμοστή στο ζοφώδες κλίμα και στα πρόσωπα του έργου δουλιά όλων των καλλιτεχνικών συντελεστών - των Αλέκου Αναστασίου (φωτισμοί), Σεσίλ Μικρούτσικου (κινησιολογία), Θοδωρή Αμπατζή (μουσική). Και προπάντων με ενδιαφέρουσες, αξεχώριστα καλοδουλεμένες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς: Μπέττυ Αρβανίτη, Μαρία Καλλιμάνη, Δημοσθένης Παπαδόπουλος, Ηλίας Κουνέλας, Τζίνη Παπαδοπούλου, Αννα Κουτσαφτίκη, Μάνος Βακούσης, Κώστας Γαλανάκης, Ελένη Ουζουνίδου, Ευτυχία Γιακουμή.


ΘΥΜΕΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ