ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Φλεβάρη 2005
Σελ. /32
Λαϊκή αναγκαιότητα η ισχυροποίηση του ΚΚΕ

Ο στόχος της ισχυροποίηση του κόμματος μας, του ΚΚΕ, που τίθεται στις θέσεις για το 17° συνέδριΌ του, δεν είναι ένας εσωστρεφής κομματικός αλλά ευρύτερος λαϊκός στόχος, όχι μόνον γιατί αυτή η ισχυροποίηση θα αντανακλαστεί θετικά στο λαό αλλά και γιατί αυτό το αναγνωρίζει ο λαός, είτε συνειδητά είτε από διαίσθηση και εμπειρία. Και από αυτήν την άποψη επομένως, ο στόχος αυτός αποκτά ευρύτερα χαρακτηριστικά και γίνεται λαϊκή αναγκαιότητα. Οι εργαζόμενοι στις συζητήσεις και στις επαφές με τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος μας, για πολλά μπορεί να διαφωνούν μαζί μας, αλλ' όμως εκείνο που τονίζουν είναι το θετικό στοιχείο της ύπαρξης και ενίσχυσης του ΚΚΕ, που το βλέπουν ως αντίβαρο στην αντιλαϊκή επίθεση του κεφαλαίου.

Σήμερα σε συνθήκες αρνητικών συσχετισμών για τους εργαζόμενους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, σε συνθήκες ακραίας ρεβανσιστικής αντεργατικής επίθεσης του κεφαλαίου μέσω των κυβερνήσεων και των κάθε λογής πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικών οργανισμών του, η ύπαρξη και η ενδυνάμωση του κόμματος μας αποτελεί αναγκαιότητα που τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα την αντιλαμβάνονται, είτε ενστικτώδικα είτε συνειδητά, ως ασπίδα και ως αιχμή για τη διασφάλιση και αναβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ακούμε να μας λένε πολλοί και διάφοροι: «Διαφωνούμε μαζί σας, όμως χωρίς εσάς η ζωή μας θα 'ταν πολύ χειρότερη». 'η «Διαφωνούσαμε με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, όμως σήμερα αποδείχνεται ότι η ύπαρξή του, ως αντίπαλου δέους στον αποχαλινωμένο καπιταλισμό, ήταν εγγύηση για την ειρήνη και για τα λαϊκά δικαιώματα». Η όποια αφετηρία και περιορισμένη εμβέλεια τέτοιων αντιλήψεων όχι μόνο δεν αναιρεί τα εν δυνάμει σπέρματα θετικής προοπτικής που περικλείουν, αλλά αντίθετα τονίζουν και τις δικές μας ευθύνες για την ωρίμανση, ανάπτυξη και καρποφορία τους.

Βέβαια το κόμμα και οι κομμουνιστές ως προϊόντα και συνειδητά μέρη της κοινωνικής εξελικτικής νομοτέλειας, το στόχο της ισχυροποίησης του κόμματος τον θεωρούμε και τον επιθεωρούμε, σε σχέση με τους υλικούς όρους και με την ωρίμανση των αντικειμενικών προϋποθέσεων της εξελικτικής κοινωνικής διαδικασίας.

Σήμερα η μαζική κοινωνικοποίηση της παραγωγής, η συγκέντρωση και η συγκεντροποίησή της, τα οικονομικά ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κεφαλαίου, συνιστούν όρους ωρίμανσης του σοσιαλισμού και για τη χώρα μας. Οι όροι για τη σοσιαλιστική επανάσταση όμως υστερούν. Και μέσα στους όρους αυτούς προεξάρχουσα θέση έχει φυσικά ένα ΚΚΕ αντίστοιχο με το σοσιαλισμό και με τη σοσιαλιστική επανάσταση, ένα κόμμα που ως πολιτικό υποκείμενο θα επενεργεί θετικά προωθητικά στα αναγκαία προτσές.

Απ' αυτή την άποψη νομίζω ότι οι θέσεις για την πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική ισχυροποίηση του κόμματος επιχειρούν να φέρουν το κόμμα στο ύψος της αντιστοίχισής του με τους ώριμους υλικούς όρους του σοσιαλισμού και με τις ανάγκες της σοσιαλιστικής επανάστασης στη χώρα μας. Από εκεί και πέρα εναπόκειται στα συλλογικά όργανα και στο ανθρώπινο δυναμικό του κόμματος, στα μέλη και στα στελέχη του, να εξειδικεύσουν, να εξατομικεύσουν και να γενικεύσουν αυτήν την ισχυροποίηση, θεωρητικά και πρακτικά σε όλα τα επίπεδα και σ' όλους τους τομείς.

Στα πλαίσια αυτά νομίζω ότι σωστά οι θέσεις δίνουν ιδιαίτερο βάρος στα μέτωπα και στις συσπειρώσεις μέσα στο μαζικό λαϊκό κίνημα, ως εργαλεία ενδυνάμωσης και λειτουργίας του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου, του γενικού κοινωνικοπολιτικού, συμμαχικού μετώπου ενιαιοποίησης των πλαισίων δράσης, του μετώπου της λαϊκής συσπείρωσης της εργατικής τήξης, των λαϊκών στρωμάτων, των αυτοαπασχολούμενων, των αγροτών, των ΕΒΕ, του μετώπου σύγκρουσης για τη λαϊκή εξουσία που θα διαχειρίζεται τη λαϊκή οικονομία στην πορεία προς το σοσιαλισμό.

Σήμερα έχουμε μια σχετική εμπειρία από τέτοιες συσπειρώσεις και μέτωπα. Ιδιαίτερα έχουμε μια θετική εμπειρία από το ΠΑΜΕ, την ταξική συσπείρωση στους εργαζόμενους που μπορεί με δημιουργικό τρόπο να αξιοποιηθεί γενικότερα. Είναι όμως ανάγκη να ξεπεραστούν αδράνειες και καθυστερήσεις όπου υπάρχουν σε σχέση με αντιλήψεις για το χαρακτήρα και το ρόλο του ΠΑΜΕ και των όποιων άλλων συσπειρώσεων που εμείς τις εντάσσομαι στην προοπτική γενικότερων και ριζικότερων αλλαγών. Δεν πρέπει να θεωρούμε π.χ. το ΠΑΜΕ ως συμπληρωματική διορθωτική δύναμη μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, ούτε ως μια δύναμη που θα ετεροκαθορίζεται και θα ετεροπροσδιορίζεται από τις άλλες δυνάμεις. Εχουμε αναλύσει την πραγματικότητα σήμερα στο εργατικό κίνημα, με βάση την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στους εργαζόμενους, μια επίθεση που εδράζεται στις βαθύτερες ανάγκες του που υπηρετούνται και με τις αντιδραστικές αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις. Εχουμε δει ότι μέρος αυτής της επίθεσης, με διάφορες παραλλαγές, γίνονται και οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες που έχουν γίνει κοινωνικός εταίρος του κεφαλαίου μέσα από τους κοινωνικούς διαλόγους και από άλλα πολυποίκιλα όργανα ταξικής συνεργασίας. Με αυτό τους το ρόλο αλλά και με αιτήματα ενσωματωμένα στη γενικότερη αντιλαϊκή στρατηγική του κεφαλαίου, γίνονται και αμορτισέρ εκτόνωσης της αγανάκτησης των εργαζομένων και ως εκ τούτου πολύτιμοι σύμβουλοι, συνεργάτες αλλά και απαραίτητο άλλοθι των αντεργατικών επιλογών.

Η ίδια συνεπώς η πραγματικότητα επιβάλλει στο ΠΑΜΕ να υπάρχει και να δρα με αυτοτελή διακριτό ρόλο, σε αντιπαράθεση και σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, με τις κυβερνήσεις και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς καθώς και με τους εταίρους του κεφαλαίου, προτάσσοντας τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων και αξιοποιώντας όλες τις μορφές πάλης.

Για να ανταποκριθεί το ΠΑΜΕ σ' αυτό του το ρόλο και για να αντιστοιχηθεί στις σύγχρονες αυξημένες ανάγκες, σήμερα πατώντας στη θετική του πείρα, είναι ανάγκη να πολλαπλασιάσει, με γεωμετρική πρόοδο, τις δράσεις του. Με πρωτοβουλία και θαρρετά να αποκτήσει πόδια χωρίς φορμαλισμούς και τυπικότητες παντού σ' όλους τους εργασιακούς χώρους. Να δυναμώσει σχέσεις, δεσμούς και κοινή δράση με συσπειρώσεις και κινήματα που βαδίζουν στην ίδια ή παράλληλη ρότα. Να ανοίξει, σε συνδυασμό με τα εργασιακά ζητήματα, και γενικότερα λαϊκά ζητήματα που επιδρούν συνολικά στο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Να μην υποτιμά κανένα μικρό ή μεγάλο πρόβλημα αλλά να καταπιάνεται με όλα συνδέοντάς τα με την ανάδειξη των πολιτικών αιτίων και υπευθύνων και με την ανάγκη σύγκρουσης μαζί τους. Να εκφράζει στην πράξη την αλληλεγγύη του προς τους εντός και εκτός της χώρας μας εργαζόμενους. Να εδραιωθεί θα έλεγα σχηματικά, ως κίνημα «παντός καιρού και συνεχούς πυράς» που μέσα από διάφορους δρόμους και με ευέλικτες τακτικές θα υπηρετεί τον αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό αγώνα και θα εντάσσεται αντικειμενικά στο αντιιμπεριαλιστικό δημοκρατικό μέτωπο. Ετσι το ΠΑΜΕ αλλά και άλλες αντίστοιχες συσπειρώσεις θα μπορέσουν να επιτελέσουν το προωθητικό καθήκον τους στη διαδικασία της ανοδικής κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης.

Δημ. Αγκαβανακης

Θα σταθώ ειδικότερα σε ό,τι αναφέρεται στο έντυπο με τη νεολαία. Η νεολαία μας αποτελεί την ελπίδα της πατρίδας μας και εμπροσθοφυλακή των αγώνων του λαού μας σε κάθε διεκδίκηση είτε κοινωνική είτε εθνική. Η νεολαία πρωτοστάτησε στον αγώνα της εθνικής αντίστασης. Η νεολαία μας δόξασε την πατρίδα μας σε κάθε ευγενή στόχο. Ο ρομαντισμός, η ιδεολογία και οι αρχές υπογράμμιζαν πάντοτε τα βήματά της και προσανατόλιζαν τα επιτεύγματα, της κάθε εποχής. Προσδοκούσαμε και προσδοκούμε φρέσκες ιδέες που πηγάζουν από τα γνήσια μυαλά των νέων ανθρώπων και σε συνεργασία με την ωριμότητα των μεγάλων προσβλέπουμε στην αναπαραγωγή των μεγαλεπήβολων σχεδίων.

Σήμερα η νεολαία μας απειλείται ως βορά στις νέες τάσεις που απειλούν να αφομοιώσουν ολοκληρωτικά την ιδιαίτερη ταυτότητα και τα αγνά ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Η αμφισβήτηση που κάποτε αποτελούσε τη σημαία της ανυπότακτης σκέψης απέναντι στα καθεστηκυία συμφέροντα και λάβαρο της οργανωμένης κοινωνικής ανόρθωσης, σήμερα παραμερίζει ιδέες και οράματα μπροστά στο ογκούμενο κύμα της ιδιωτικότητας και του ανταγωνισμού που προκαλεί το όνειρο της ραγδαίας επιτυχίας. Σε όλα αυτά προστίθεται και το μέγα πρόβλημα της εκπαίδευσης.

Τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι το λίκνο της πνευματικής καλλιέργειας της νεολαίας μας. Ορισμένοι, λίγοι ευτυχώς, κύκλοι βλέπουν την εκπαίδευση ως ένα αγαθό που απαιτεί επανεξέταση και επαναπροσδιορισμό ως προς το χαρακτήρα του. Η εκπαίδευση ήταν και θα παραμείνει δημόσια σε όλα της τα επίπεδα. Δε διαχωρίζουμε το κοινωνικό αυτό αγαθό σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό κύκλο. Οι ασάφειες και οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν γεννήσει τις πλέον απίθανες εκτροπές που επιχειρούν να πλήξουν τη δημόσια εκπαίδευση.

Τα δημόσια ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορούν να καταφεύγουν στην είσπραξη δυσβάσταχτων πόρων, οι οποίοι καταλήγουν στο βαλάντιο είτε των διαχειριζόμενων τα σχετικά προγράμματα χωρίς καμία συμμετοχή στη βελτίωση των υφιστάμενων υποδομών και εντός του προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου. Δε θα μπω στη συζήτηση περί συνταγματικής επιταγής για τη διαφύλαξη του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Προέχει η ουσιαστική συζήτηση. Κάθε Πανεπιστημιακό Ιδρυμα οφείλει να παρουσιάζει ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών σε όλους τους κύκλους, ήτοι, τον προπτυχιακό, τον μεταπτυχιακό και τον κύκλο της εκπόνησης διδακτορικής διατριβής. Τα τρία αυτά στοιχεία κρίνονται διαρκώς για την επιτυχή σταδιοδρομία του κάθε Ιδρύματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση παγκοσμίως. Δε θα γίνονται εδώ στη χώρα μας διακρίσεις επιμένοντας σε νομικίστικα επιχειρήματα άμεσης κατανάλωσης για να εδραιωθούν μεταπτυχιακά προγράμματα, τα οποία για να τα παρακολουθήσουν οι πτυχιούχοι μας, προκειμένου να αποκτήσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα στην αξιολόγησή τους από την αγορά εργασίας, τους ζητείται να καταβάλλουν οπωσδήποτε ένα υπερβολικό αντίτιμο. Το αντίτιμο αυτό εκτός του ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι αρκετά υψηλό έως απαγορευτικό σε κάθε άτομο, στερείται παντελώς οποιουδήποτε νομίμου ερείσματος.

Από την πλευρά μου ως Πρύτανης καταβάλλω ιδιαίτερα επίμονες προσπάθειες να ξεριζώσω τέτοιες αντιλήψεις που κινούνται στη βάση της λάμψης και του ήχου του χρήματος ως κινήτρου. Επί του παρόντος βρίσκομαι στη μέση μιας έρευνας που έχει προκαλέσει την επέμβαση τόσο του Υπουργείου Παιδείας όσο και των εισαγγελικών αρχών, διότι σε ορισμένα μεταπτυχιακά προγράμματα του Πανεπιστημίου μας - με αμφισβήτηση ακόμη και της ακαδημαϊκής συγκρότησης - εισπράττονται υπέρογκα ποσά για να προσφερθεί ένα δημόσιο αγαθό. Χρέος μου είναι να διασφαλίσω τη νομιμότητα και θα το πράξω στο έπακρο. Η σαγήνη του χρήματος, έστω και με τη μορφή της ανταποδοτικότητας, δεν μπορεί να μας αποστερήσει από το μέγιστο αγαθό της διαρκούς έρευνας και μάθησης.

Στα νέα παιδιά που μας εμπιστεύεται η πολιτεία δε διδάσκουμε μόνο τα γνωστικά αντικείμενα, αλλά τους περνάμε σε άλλα επίπεδα αφαίρεσης που τους απομακρύνει ή και, ελπίζω, αποκόπτει από την τρέχουσα καταναλωτική αγωγή στην οποία υποβάλλονται επενεργεία όλων αυτών των αμφισβητούμενων ρευμάτων που γοητεύουν τους νέους, ορισμένοι από τους οποίους δεν έχουν την ιστορική μνήμη να αντισταθούν σε επιφανειακά πρότυπα των μαζών.

Η εκπαίδευση στηριγμένη στην έρευνα και τη διδασκαλία είναι η ευχαρίστηση του πανεπιστημιακού δασκάλου. Αποτελεί διαφορετικό ερώτημα γιατί ως τα τώρα η πολιτεία μας δεν έχει ανταποκριθεί στο πάγιο αίτημα της πανεπιστημιακής κοινότητας για οικονομική ενίσχυση των ιδρυμάτων μας στον ερευνητικό και διοικητικό τομέα καθώς και στην αύξηση των μισθών των διδασκόντων, συνάδοντας με το χαρακτήρα του πανεπιστημιακού χώρου και της πνευματικής ατμόσφαιρας που θα πρέπει αυτά να ανακυκλώνουν και να διαχέουν.

Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι θέσεις του ΚΚΕ για τη νεολαία αλλά και για τους επιστήμονες - διανοούμενους, αποτελούν το απόσταγμα των προσπαθειών του Κόμματος να εμποτίζει τους νέους με ορθή και πειθαρχημένη γνώση και αγωγή. Η παρουσία και οι δραστηριότητες της νεολαίας του Κόμματος στα Πανεπιστήμια και ειδικότερα σε αυτό του Πειραιώς αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Πρύτανης

Καθηγητής Βασίλειος Κιμ. Μπένος

Η θέση «9» του συνολικού κειμένου των «Θέσεων» της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που αναφέρεται στο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα μας, θίγει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, κομβικό για την πολιτική μας του μετώπου και τη συγκρότηση των συμμαχιών του Κόμματος. Το κείμενο επιμένει - ορθά, κατά τη γνώμη μου - στον καθορισμό της θέσης της Ελλάδας στο σύστημα ως «ενδιάμεση και εξαρτημένη». Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω δύο σημεία στην ανάπτυξή του που, κατά τη γνώμη μου, χρειάζονται περαιτέρω αποσαφήνιση, ώστε να μη δημιουργούνται συγχύσεις. Η θέση αναφέρεται σε «πολιτικοστρατιωτικές» εξαρτήσεις της χώρας, αποσιωπώντας ή υποτιμώντας τις οικονομικές, οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, αποτελούν και τη βάση για να οικοδομηθούν οι πρώτες. Επίσης, η φράση «ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού», θα μπορούσε να δημιουργήσει αρκετές συγχύσεις ως προς τις ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ δυνατότητες και τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ όρια της δυναμικής της ελληνικής αστικής τάξης, μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού.

Αναμφίβολα, η αστική τάξη της Ελλάδας είναι η ισχυρότερη στα Βαλκάνια και η πρώτη που συγκροτήθηκε ιστορικά (μαζί με τις αστικές τάξεις των χωρών που συναποτέλεσαν για ένα διάστημα τη Γιουγκοσλαβία, της Σερβίας και της Κροατίας). Ωστόσο, η διαμόρφωσή της παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες: συγκροτείται σε συνθήκες κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου από - κυρίως - τους Οθωμανούς, ως ουσιαστική συνιστώσα της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και σε εξω-ελλαδικά και εξω-οθωμανικά κέντρα. Για να ολοκληρώσει τη διαμόρφωσή της, χρειάστηκε την εθνική χειραφέτηση, γι' αυτό και υπήρξε η καθοδηγητική δύναμη της Επανάστασης του 1821. Το κράτος που προκύπτει από την Επανάσταση χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μικρής εσωτερικής αγοράς, ολιγάριθμης εργατικής τάξης και είναι επιβαρυμένο, σε βαθμό πρόσδεσης, με μία σειρά δάνεια, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια ακόμη του αγώνα (1825), οι πολιτικοί εκπρόσωποι του αγωνιζόμενου έθνους (κατά κύριο λόγο, στενά συνδεμένοι με την αγγλική οικονομία και την αγγλική πολιτική) θέτουν την Επανάσταση των Ελλήνων και το υπό σύσταση κράτος «υπό την υψηλή προστασία της Μεγάλης Βρετανίας». Ετσι λοιπόν, η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τελεί υπό ανοιχτή κηδεμονία από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) και έχει πολύ στενή σχέση (οπωσδήποτε ετεροβαρή, λόγω της διαφοράς δυναμικότητας ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις) με τη Μεγάλη Βρετανία.

Με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, η Ελλάδα, εδαφικά και εθνικά ανολοκλήρωτη και με σημαντική υστέρηση στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση στην αλυσίδα του συστήματος. Η - αναμφίβολα επιθετική - εκστρατεία στη Μικρά Ασία, καταγράφει οπωσδήποτε ένα βαθμό επιθετικότητας (οικονομικής και στρατιωτικής) της ελληνικής αστικής τάξης, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι παίζει επίσης το παιχνίδι της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή. Η κατάληξη της εκστρατείας πάντως δίνει και ένα σαφές δείγμα των ορίων και δυνατοτήτων της μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού.

Κομβικό επίσης σημείο για την ιστορία της ελληνικής αστικής τάξης και των σχέσεων με τους συμμάχους της, είναι η δεκαετία του 1940. Η αστική τάξη της Ελλάδας αντιστέκεται στην ιταλική εισβολή στο βαθμό που η αντίστασή της συνάδει με τα συνολικά σχέδια των Βρετανών. Μετά τη γερμανική επίθεση όμως, προχωρά στην ανοιχτή προδοσία του ελληνικού λαού που όλοι γνωρίζουμε και που καταγράφεται ακόμη και από αστούς διανοητές, όπως ο Γιώργος Σεφέρης.

Μετά τον ισχυρό κλυδωνισμό του κράτους της, κατά τη διάρκεια της εαμικής εθνικής αντίστασης, η ελληνική αστική τάξη καταφεύγει στη βοήθεια και τη στήριξη των συμμάχων της, μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τις ανοιχτές επεμβάσεις των οποίων (πρώτα των Βρετανών και μετά των Αμερικάνων) βίωσε με τον πιο επώδυνο τρόπο ο ελληνικός λαός και, βέβαια, το ΚΚΕ. Ετσι λοιπόν, το αστικό κράτος στην Ελλάδα επανιδρύεται, προς το τέλος της δεκαετίας του '40 και στις αρχές του '50, με την ισχυρή στήριξη (ανοιχτά στρατιωτική, αλλά και οικονομική, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ) των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, προς όφελος τόσο της ντόπιας αστικής τάξης, όσο και των ευρύτερων συμφερόντων του συστήματος στην περιοχή. Δεν μπορούμε επίσης να ξεχνάμε τις - πολλές φορές εντελώς ανοιχτές - επεμβάσεις, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, σε όλη τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, με κορυφαίες ίσως στιγμές, την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967, το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή που το ακολούθησε και που εξυπηρετούσε γενικότερους σχεδιασμούς του αμερικάνικου και βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι η ελληνική αστική τάξη, στις σημερινές συνθήκες, παρουσιάζει μία ορισμένη δυναμικότητα, που βεβαίως βοηθιέται από την ένταξη και την πληρέστερη ενσωμάτωσή της στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και από το γεγονός ότι έχει μεγαλύτερη ιστορική εμπειρία από τις νεοπαγείς αστικές τάξεις των βαλκανικών χωρών. Ωστόσο, όπως ορθά επισημαίνουν οι «Θέσεις» - και όπως πιστοποιούν πρόσφατες διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις, σε ζητήματα όπως το Κυπριακό ή τα ελληνοτουρκικά - παραμένει σε «θέση ενδιάμεση και εξαρτημένη στο σύστημα». Η πλευρά αυτή πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινήματος. Για να το πούμε απλά: η παλιά προπαγανδιστική έκφραση για «ντόπια και ξένα αφεντικά», όσο σχηματική και αν είναι, εμπεριέχει μεγάλο βαθμό αλήθειας. Οπως μεγάλο βαθμό αλήθειας εμπεριέχει και το γεγονός ότι στην Ελλάδα, ανάμεσα σε πολύ πλατιά στρώματα του πληθυσμού, καταγράφεται υψηλός αντιαμερικανισμός, όχι πάντα ιδεολογικά επεξεργασμένος και σωστά προσανατολισμένος, αλλά πάντως οπωσδήποτε ιστορικά ερμηνεύσιμος. Το μεγάλο ζήτημα κατά τη γνώμη μου, είναι ποιος θα διαχειριστεί πολιτικά και σε ποια κατεύθυνση αυτές τις αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις. Στη δεκαετία του '80, το έκανε η σοσιαλδημοκρατία, εκτρέποντάς τις στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης στο σύστημα, για να φτάσουμε στη σημερινή, ανοιχτά κοσμοπολίτικη έκφανσή της και στους κομπασμούς της για την «ισχυρή Ελλάδα». Τη διαχείριση αυτών των διαθέσεων αποτολμούν, ψαρεύοντας σε θολά νερά, και ορισμένοι βαθιά αντιδραστικοί φορείς, όπως είναι η Εκκλησία της Ελλάδας, προσπαθώντας να τις εκτρέψουν σε μία «εθνική» - διάβαζε εθνικιστική - περηφάνια και μία στροφή στα αντιδραστικότερα κατάλοιπα ενός προκαπιταλιστικού αγροτικού παρελθόντος. Στην ίδια κατεύθυνση, προσθέτοντας και το στοιχείο της ξενοφοβίας (όπου «ξένος» δεν ορίζεται ο νατοϊκός στρατιώτης που προελαύνει στο ελληνικό έδαφος για να πάει στο Κόσσοβο, αλλά ο οικονομικός μετανάστης και ο πολιτικός πρόσφυγας), κινούνται και τα διάφορα ακροδεξιά και φασίζοντα σχήματα που ενεργοποιούνται - υπούλως και τεχνηέντως προβαλλόμενα - στην πολιτική ζωή.

Κατά τη γνώμη μου, ο χειρισμός αυτών των διαθέσεων δεν επιτρέπεται να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια τέτοιων πολιτικών και κοινωνικών μορφωμάτων. Το Κόμμα της εργατικής τάξης έχει μακροχρόνια εμπειρία από το συνδυασμό της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με τους κοινωνικούς αγώνες. Εχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει ακόμη και τα αρνητικά της πείρας της δεκαετίας του '40 (τη μη έγκαιρη συνειδητοποίηση ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας όφειλε να μετεξελιχθεί σε αγώνα για τη διεκδίκηση της εξουσίας). Μπορεί λοιπόν και πρέπει να κεφαλαιοποιήσει αυτά τα πατριωτικά και αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, στην κατεύθυνση της ρήξης με την εγχώρια αστική τάξη, της σύγκρουσης με το σύστημα του ιμπεριαλισμού και της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής εξουσίας. Για τούτο, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να έχουμε μόνιμα ανοιχτό ένα διπλό μέτωπο: ενάντια στον εθνικισμό και στο σοβινισμό, αλλά και ενάντια στον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, ο οποίος - και αυτό είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, εκτός εάν ανατρέξουμε στην ανοιχτά προδοτική στάση των τροτσκιστών στην περίοδο της Κατοχής - «δανείζεται» εκφράσεις και ορολογία από το παραδοσιακό οπλοστάσιο της προπαγάνδας του λαϊκού κινήματος, ενδυόμενος το μανδύα του διεθνισμού. Αρκεί να δει κανείς τις δημόσιες και ιδιωτικές τοποθετήσεις απολογητών του σχεδίου Ανάν και τις λοιδορίες τους απέναντι στην κρυστάλλινη αντιιμπεριαλιστική θέση του Κόμματός μας, που βοήθησε να απεγκλωβιστούν συνειδήσεις από «εθνικίζοντα» ιδεολογικά σχήματα και δημιούργησε ένα καλό έδαφος για μονιμότερες και ουσιαστικότερες συμμαχίες στην κατεύθυνση της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Μετώπου.

Δώρα Μόσχου

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ