ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Φλεβάρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Είναι πάντα εδώ

Είκοσι πέντε χρόνια από το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη

Στο Πολυτεχνείο, με τους φοιτητές
Στο Πολυτεχνείο, με τους φοιτητές
«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγά, γύρω σε κάθε βήμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα... πολύ κρύο εφέτος...». Ποιος δεν έχει σκιρτήσει στο άκουσμα αυτού του τραγουδιού, αλλά και δεκάδων ακόμη υπέροχων κομματιών, που με τη φωνή του χάραξε στις καρδιές μας ο Νίκος Ξυλούρης; Ποιος δεν έχει γευτεί αμέτρητες συγκινήσεις, ακούγοντας τη μοναδική φωνή του να τραγουδά τα μεγάλα και τα «μικρά» του κόσμου μας; Ποιος δεν ένιωσε ν' ανεβαίνει ψηλότερα, ως συνοδοιπόρος της αγέρωχης φωνής του;

Είκοσι πέντε χρόνια συμπληρώνονται την Τρίτη από το θάνατο του σπουδαίου λυράρη και τραγουδιστή, που σφράγισε με τη φωνή του κάποιες από τις πλέον δυνατές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού του 20ού αιώνα. Κι αν τα χρόνια πέρασαν και οι «ελεύθεροι πολιορκημένοι» πλέον δε βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, όπου ο Ξυλούρης τους εμψύχωνε, αλλά σ' όλη την Ελλάδα, τα τραγούδια του παραμένουν ριζωμένα στις καρδιές μας. Η ανάμνηση του παλικαριού που «έβαλε ο θεός σημάδι», μόλις στα 44 χρόνια του (πέθανε στις 8 Φλεβάρη του 1980), είναι πάντα ζωντανή. H ξεχωριστή φωνή του, που φιλοξενούσε στα πατήματα και στις αναπνοές της τα αρώματα της Κρήτης, μα και της ποίησης του Ρήγα, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου και άλλων σπουδαίων ποιητών, τον έκανε ανίκητο στο χρόνο, στη λήθη. Μαζί και το σπάνιο ήθος του, που τον έκανε να στέκεται πάντοτε πάνω από μικρότητες και συμβιβασμούς.

«Τον Νίκο δεν πρέπει να τον κλάψουμε, πρέπει να τον τραγουδήσουμε», έλεγε πριν χρόνια ο Χρήστος Λεοντής, αποχαιρετώντας τον Νίκο Ξυλούρη, τον καλλιτέχνη «προσωποποίηση της ευγένειας, της καλοσύνης, πεμπτουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας». Και είναι αλήθεια ότι τον Νίκο, σε πείσμα των καιρών και όσων επιχειρούν να λοβοτομήσουν το ελληνικό τραγούδι, τον τραγουδάμε. Ο μύθος του παλικαριού με τη στεντόρεια, αγέρωχη φωνή και την καθαρή ματιά, δεν έπαψε ούτε στιγμή να «θεριεύει» στην καρδιά και στη συνείδηση του κόσμου κι ας περνούν τα χρόνια. Τα τραγούδια του ζουν και βασιλεύουν, συνεχίζουν να τραγουδιούνται με απίστευτο ενθουσιασμό, πάθος, αγάπη. Αποκτούν καινούριους φίλους, τα μοιράζονται και τα ξαναμοιράζονται γενιές, μας προσκαλούν και μας ξαναπροσκαλούν να αφουγκραστούμε τους χτύπους της «καρδιάς» τους, που είναι οι χτύποι της δικής μας καρδιάς.

Ποτέ άλλοτε τραγουδιστής δεν πέρασε από το δημοτικό τραγούδι στο λόγιο, όχι μόνο χωρίς απώλειες, αλλά, αντίθετα, με δάφνες γενικής αναγνώρισης και δικαίωσης. Μέσα σε μια δεκαετία, κάλυψε τεράστια ποσότητα έργου υψηλής ποιότητας και καθολικής παραδοχής. Τραγούδησε Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο, Χάλαρη, Λεοντή, Κόκκοτο, Ανδριόπουλο, Ανδρεόπουλο, Γκάτσο, Γεωργουσόπουλο, Σεφέρη, Σολωμό, Κινδύνη, Ρίτσο, Φέρρη κ.ά. Κυριολεκτικά, δέσποσε στη δεκαετία του '70, σηκώνοντας στις πλάτες του το προοδευτικό τραγούδι στα χρόνια της δικτατορίας και στις αρχές της μεταπολίτευσης. Οπως αναφέρεται στο βιβλίο «Νίκος Ξυλούρης. Με τη χορδή της λύρας» του Χρήστου Ν. Χαραλάμπους (εκδόσεις «Εξάντας»), «μέσα σε μια δεκαετία ηχογράφησε 37 συνολικά μεγάλους δίσκους, συνεργαζόμενος με σπουδαίους συνθέτες και ποιητές, ενώ στα συρτάρια των εταιριών και των συνθετών υπάρχουν ακόμα αρκετά ηχογραφημένα τραγούδια με τη φωνή του, που πρέπει οι Ελληνες να τα κάνουν δικά τους».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Χρονικό σπουδαίας προσφοράς

Η πορεία του καλλιτέχνη, που ανδρώθηκε στα Ανώγεια και κατέκτησε όλη την Ελλάδα, υπήρξε ξεχωριστή και ασυμβίβαστη. Στα δώδεκά του χρόνια αποκτά την πρώτη του λύρα και στα δεκατέσσερά του, κιόλας, παίζει και τραγουδά σε πανηγύρια. Πρώτος σημαντικός σταθμός της ζωής και της πορείας του υπήρξε το Ηράκλειο. Το 1969 - χρονιά που τραγουδά την περίφημη «Ανυφαντού» - εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα. Είχε προηγηθεί, το 1966, η εμφάνισή του στο φολκλορικό φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, παίρνοντας το πρώτο βραβείο. Το 1970, η γνωριμία του με τον Τάκη B. Λαμπρόπουλο αποφέρει συμβόλαιο συνεργασίας με την «Columbia». Θέλει να τραγουδήσει τα τραγούδια της πατρίδας του, τα «Ριζίτικα», τον «Ερωτόκριτο». O πρώτος μεγάλος του δίσκος με τίτλο «Ψαρρονίκος - Κρητικά Τραγούδια» περιλαμβάνει επιτυχίες του από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε κρητικά κομμάτια. Ακολουθεί η εξαίρετη συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο «Χρονικό» (σε στίχους K. X. Μύρη). Την επόμενη χρονιά, εκδίδονται τα «Ριζίτικα», σε ενορχήστρωση Μαρκόπουλου (ο δίσκος βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος).

H φωνή του Ξυλούρη στην καρδιά της δικτατορίας γίνεται σημαία αντίστασης. Το 1972 κυκλοφορεί η «Ιθαγένεια», σε στίχους K. X. Μύρη («Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα» κ.ά.). Συμμετέχει στο «Διάλειμμα», πάντα σε μουσική του Μαρκόπουλου και στίχους των K. X. Μύρη, Μ. Ελευθερίου, Γ. Σκούρτη, Ερ. Θαλασσινού και του συνθέτη, ενώ συνεργάζεται με τον Ξαρχάκο στο άλμπουμ «Διόνυσε Καλοκαίρι Μας». Θα συνεχίσουν μαζί στο «Αθήναιον», όπου η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο παρουσιάζουν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», με θέμα την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις ιστορικές αναφορές και τα τραγούδια, εκφράζεται το τεταμένο αντιδικτατορικό κλίμα, το οποίο θα οδηγήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και εκεί ο Ξυλούρης είναι μπροστάρης. Δε διστάζει να βρεθεί κοντά στους «ελεύθερους πολιορκημένους» φοιτητές για να τους εμψυχώσει. Μένει μαζί τους, μοιράζεται το πρόχειρο φαγητό τους και τραγουδά σ' αυτά τα παλικάρια, που τον κάνουν περήφανο μέσα στις μαύρες μέρες της δικτατορίας το «Πότε θα κάμει ξαστεριά...». Η αγέρωχη στάση του τον φέρνει αντιμέτωπο με τους διωγμούς της χούντας. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται.

Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου. Εδώ περιλαμβάνονται τα υπέροχα: «Πώς να σωπάσω» (στίχοι K. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι B. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι N. Γκάτσου) και «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).

Εντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα χαρακτηρίζει τον Ν. Ξυλούρη και κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Τραγουδά το σπουδαίο έργο «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Χρήστου Λεοντή - μια συλλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένα στη Λήμνο την περίοδο της εξορίας του από το φασισμό. Είναι συγκλονιστικός όταν τραγουδά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα. Ολο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα»... Το 1975 επιστρέφει στις ρίζες, παρουσιάζοντας ένα μεγάλο προσωπικό δίσκο με παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης, με τίτλο «Τα που θυμάμαι τραγουδώ». Το 1976, σε συνεργασία με τον Χριστόδουλο Χάλαρη, κυκλοφορεί ο «Ερωτόκριτος», ενώ, παράλληλα, τραγουδά στον «Κύκλο Σεφέρη», σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου. Ακολουθούν τα «Ερωτικά», οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Γ. Μαρκόπουλου, τα «Αντιπολεμικά» των Λ. Κόκκοτου - Δ. Χριστοδούλου, τα «Ξυλουρέικα». Μετά το θάνατό του, ύστερα από τετράχρονη καθυστέρηση, κυκλοφόρησε το «Σάλπισμα», σε μουσική Λουκά Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη κ.ά. H «Μπαλάντα του κυρ Μένιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.

Η μορφή του Ν. Ξυλούρη ταυτίστηκε με την περηφάνια, την ανθρωπιά, την αγωνιστικότητα. Ο Ψαρρονίκος, που γαλουχήθηκε με τα ιδανικά της ελευθερίας, της ανθρωπιάς και της αξιοπρέπειας, ήταν πάντα παρών στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες του λαού μας για ένα καλύτερο αύριο. Στη σύντομη ζωή του πρόλαβε να μας κάνει κοινωνούς της σπάνιας ερμηνείας του και να μας διδάξει πολλά για το ρόλο του καλλιτέχνη, για τη στάση απέναντι στην τέχνη του και στην κοινωνία.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ