ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Νοέμβρη 2016
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ενδοαστική διαπάλη για τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές

Copyright 2016 The Associated

Την ερχόμενη Τρίτη προβλέπεται να ολοκληρωθεί μία απ' τις πιο έντονες προεκλογικές εκστρατείες στην πρόσφατη Ιστορία των ΗΠΑ, με την εκλογή του νέου Προέδρου της χώρας, που θα αναλάβει καθήκοντα απ' τις αρχές του νέου έτους.

Σε αντίθεση με προηγούμενες αναμετρήσεις, όπου οι υποψήφιοι Πρόεδροι διαφοροποιούνται σε ορισμένα επιμέρους σημεία, τώρα οι δύο υποψήφιοι προβάλλουν δύο διαφορετικές διαχειριστικές προτάσεις για την καπιταλιστική οικονομία των ΗΠΑ, αποτυπώνοντας την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου μέσα στη μητρόπολη του καπιταλισμού.

Η κατανόηση αυτών των αντιθέσεων είναι απαραίτητη ώστε το εργατικό κίνημα να μπορέσει να τις αξιοποιήσει χωρίς να γίνει ουρά του ενός ή του άλλου αστικού στρατοπέδου, χωρίς να βρεθεί «κάτω από ξένη σημαία».

Το οικονομικό υπόβαθρο της διαπάλης

Οι εκλογές γίνονται σε μια περίοδο επιβράδυνσης της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, που δεν έχει ακόμα επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα, χωρίς να διακρίνεται για το άμεσο μέλλον ένα κέντρο η ανάπτυξη του οποίου θα λειτουργήσει ως καταλύτης, ενώ την επιβράδυνση στις ΗΠΑ να αποτιμάται ως έντονη.

Σ' αυτό το πλαίσιο, το οικονομικό υπόβαθρο της διαπάλης των δύο υποψηφίων στις ΗΠΑ αφορά τη μεγάλη δυσκολία ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, διαπάλη που αφορά ομίλους και κλάδους στο εσωτερικό των ΗΠΑ αλλά και την αντιπαράθεσή τους με τα υπόλοιπα καπιταλιστικά κράτη. Αφορά, επίσης, τη γενικότερη τάση του σύγχρονου κόσμου, που βιώνει μια μεταφορά της οικονομικής ισχύος απ' την περιοχή του Βόρειου Ατλαντικού στην περιοχή της ΝΑ Ασίας, που απειλεί να οδηγήσει τις ΗΠΑ στην απώλεια της πρωτοκαθεδρίας τους από την Κίνα.

Μεγάλοι αμερικανικοί όμιλοι διαθέτουν τεράστια αποθέματα μετρητών τα οποία δεν επενδύουν παραγωγικά, με τις εταιρείες του δείκτη S&P5001 (χωρίς τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους) να διαθέτουν περίπου 1,5 τρισ. δολάρια σε μετρητά. Συγχρόνως, η επεκτατική πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ και η διάθεση κολοσσιαίων κεφαλαίων για τη διάσωση τραπεζών και επιχειρήσεων, αφενός επιτείνουν το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, εμποδίζοντας την αναγκαία καταστροφή κεφαλαίου και αφετέρου οδηγούν σε μια έκρηξη του χρέους των ΗΠΑ, ιδιωτικού και δημόσιου.

Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ βλέπουν απειλητικά την οικονομική άνοδο της Κίνας. Το 2000, το μερίδιο των ΗΠΑ στη συνολική παγκόσμια παραγωγή ήταν 31,1% ενώ δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 2014, το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει στο 22,4%. Την ίδια περίοδο, το μερίδιο της Κίνας αυξήθηκε θεαματικά απ' το 3,6% στο 13,4%. Ηδη, σε όρους ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης, το ΑΕΠ της Κίνας ξεπερνάει το ΑΕΠ των ΗΠΑ απ' το 2014.

Η οικονομία, στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αναπτύσσεται ανισόμετρα με μεγάλες κλαδικές διαφοροποιήσεις. Παραδοσιακοί κλάδοι της αμερικανικής οικονομίας, όπως η βαριά βιομηχανία και γενικότερα η μεταποίηση, όπως και η Ενέργεια, αντιμετωπίζουν οξυμένο ανταγωνισμό από νεότερους κλάδους, όπως η πληροφορική και οι κλάδοι του διαδικτύου. Η απελευθέρωση του εμπορίου και των μεταφορών ασκεί σημαντικές ανταγωνιστικές πιέσεις στις μεταποιητικές βιομηχανίες ενώ ωφελεί τα μονοπώλια πληροφορικής, που απασχολούν σημαντικά μικρότερο αριθμό εργαζομένων. Αντίστοιχα, στο εσωτερικό κλάδων, όπως της Ενέργειας, οξύνεται η διαπάλη μεταξύ των ομίλων του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και αυτών της «πράσινης Ενέργειας», που σχετίζονται και με κεφάλαια απ' τους κλάδους πληροφορικής.

Το σύνολο των προαναφερόμενων εξελίξεων επιδρά και στην κατάσταση της εργατικής τάξης των ΗΠΑ. Η όξυνση του ανταγωνισμού με άλλες οικονομίες και η εκδήλωση της κρίσης απειλούν την ευμάρεια μικροαστικών στρωμάτων των ΗΠΑ. Ο πραγματικός μισθός παραμένει καθηλωμένος απ' το 1974, ενώ το ποσοστό των Αμερικανών που αυτοπροσδιορίζονται ως «μεσαία τάξη» ελαττώθηκε κατά 10%, στο 51%, ιστορικό χαμηλό 15ετίας.

Οι διαφορές στο αστικό στρατόπεδο

Σε αδρές γραμμές, ο Τραμπ υιοθετεί μια οργισμένη ρητορική ενάντια στο ελεύθερο εμπόριο και τις εμπορικές συμφωνίες, κατηγορώντας τες για τις μεγάλες απώλειες θέσεων εργασίας στη βιομηχανία των ΗΠΑ, προτείνοντας την υιοθέτηση σκληρών μέτρων προστατευτισμού της αμερικανικής αγοράς. Στοχοποιεί την Κίνα, κατηγορώντας την πως υποτιμά τεχνητά το νόμισμά της προκειμένου να αυξάνει τα μερίδιά της στη διεθνή αγορά, ενώ προκρίνει αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στον Ειρηνικό.

Στον αντίποδα, η Κλίντον διαχρονικά αποτέλεσε κύριο εκφραστή της απελευθέρωσης του εμπορίου, στηρίζοντας και προωθώντας ενεργά τις βασικές συμφωνίες (NAFTA, την ανολοκλήρωτη TTP με χώρες του Ειρηνικού και την προτεινόμενη TTIP με την ΕΕ, την οποία αποκαλούσε οικονομικό NATO). Ωστόσο, τον τελευταίο χρόνο, μπροστά στις εκλογές και τη ρητορική Τραμπ, η Κλίντον τροποποίησε τις θέσεις της. Απέσυρε την ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη της στους όρους της TTP και υποστηρίζει πως ενδέχεται να μπλοκάρει την TTIP. Σημειώνουμε πως η Κλίντον έχει ιστορικό συνεχούς εναλλαγής θέσεων αναφορικά με εμπορικές συμφωνίες. Σε κάθε περίπτωση, ο βαθμός προστατευτισμού στο οικονομικό μείγμα των δύο υποψηφίων είναι σαφώς διαφορετικός.

Η διαφοροποίησή τους φάνηκε ξεκάθαρα στο ζήτημα του Brexit και της ΕΕ, με τον Τραμπ να τοποθετείται θετικά στην έξοδο της Βρετανίας απ' την ΕΕ και την Κλίντον ξεκάθαρα αρνητικά.

Ο Τραμπ εμφανίζεται επίσης να ανησυχεί για το ζήτημα του υπέρογκου κρατικού χρέους, ενώ άφησε να εννοηθεί πως θα επιδιώξει απομείωση του χρέους των ΗΠΑ σε βάρος των πιστωτών τους, επισημαίνοντας μάλιστα το μεγάλο όγκο κρατικού χρέους των ΗΠΑ που κατέχει η Κίνα και υποστηρίζοντας πως λόγω αυτού οι ΗΠΑ έχουν «το πάνω χέρι».

Στο ζήτημα της κατανομής των επενδύσεων στην Ενέργεια, που αφορά τις προτεραιότητες στήριξης διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου, Κλίντον και Τραμπ εμφανίζονται επίσης διχασμένοι. Η Κλίντον είναι απ' τους θερμότερους υποστηρικτές της πράσινης οικονομίας και της σταδιακής απεξάρτησης απ' το πετρέλαιο, ευθυγραμμίζοντας την πολιτική της με τα τμήματα του κεφαλαίου που επιδιώκουν να τοποθετήσουν υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια σε αυτούς τους κλάδους. Ο Τραμπ, απ' την άλλη, υποστηρίζει τα συμφέροντα παραδοσιακών ενεργειακών κλάδων, όπως του πετρελαίου και του άνθρακα, φθάνοντας μέχρι να αποκαλεί την κλιματική αλλαγή ως μύθο. Η αντιπαράθεσή τους για την Ενέργεια έχει σημαντικές προεκτάσεις, καθώς αφορά εγχώριους ενεργειακούς πόρους (π.χ. σχιστολιθικό αέριο), την οικονομία των αραβικών χωρών, παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ, αλλά και τις σχέσεις με τις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως η Ρωσία.

Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οι δύο υποψήφιοι Πρόεδροι προβάλλουν επίσης τελείως διαφορετική στρατηγική. Η Κλίντον προωθεί τη διατήρηση της σημερινής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, αποκαλώντας το ΝΑΤΟ «την καλύτερη επένδυση που έχει κάνει ποτέ η Αμερική», ενώ ο Τραμπ αποκαλεί το σημερινό ΝΑΤΟ «παρωχημένο» και ισχυρίζεται πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να «προστατεύουν άλλα κράτη, εκτός αν τα τελευταία πληρώνουν», ενώ αξιοποιεί στο δημόσιο λόγο του ξενοφοβικές αναφορές. Οι όποιες διαφοροποιήσεις τους στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής δεν αφορούν έναν «φιλειρηνικότερο» Πρόεδρο. Η διαφοροποίηση παρέμβασης των ΗΠΑ στο εξωτερικό εκφράζει τις διαφορετικές προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής τους, αντανακλώντας τελικά αποκλίνοντα συμφέροντα διαφορετικών μερίδων του κεφαλαίου.

Ετσι, η Κλίντον φωτογραφίζει ως βασικό αντίπαλο τη Ρωσία του Πούτιν, τον οποίο αποκαλεί «δικτάτορα» και κατηγορείται απ' τον Τραμπ πως προετοιμάζει τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο με αφορμή τη Συρία. Απ' την άλλη, ο Τραμπ εμφανίζεται απ' την Κλίντον ως διαλλακτικότερος απέναντι στη Ρωσία. Σ' αυτό το πλαίσιο, η Κλίντον κατηγόρησε τη Ρωσία πως ευθύνεται για τη μαζική υποκλοπή των email της, που ανάγκασε το FBI να διερευνήσει το θέμα και γενικότερα για προσπάθεια ρωσικής επίδρασης στις αμερικανικές εκλογές, για να λάβει τη μάλλον σκωπτική απάντηση του Σεργκέι Λαβρόφ πως οι κατηγορίες είναι ανυπόστατες αλλά πως σε κάθε περίπτωση «είναι κολακευτικό να λαμβάνει τέτοια προσοχή μια περιφερειακή χώρα, όπως αποκάλεσε τη Ρωσία ο Πρόεδρος Ομπάμα».

Σημαντική διαφοροποίηση, στο ίδιο πλαίσιο, έχουν οι δύο υποψήφιοι για το ζήτημα της μετανάστευσης στις ΗΠΑ, για λεπτομέρειες της φορολογικής πολιτικής αλλά και για πλευρές της χρηματοδότησης των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ και γενικά των κρατικών υποδομών, με τον Τραμπ να ζητά αύξηση της χρηματοδότησης.

Οι μεγάλες αποκλίσεις στις προτεραιότητες των δύο υποψηφίων έχουν διαφοροποιήσει σημαντικά το τοπίο στήριξής τους απ' τα αμερικανικά ΜΜΕ και άλλα κανάλια μαζικής προπαγάνδας. Πιο συγκεκριμένα, ο αστικός αμερικανικός Τύπος στηρίζει σχεδόν αποκλειστικά την Κλίντον, με πολλές εφημερίδες που στηρίζουν παραδοσιακά Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο να μεταβάλλουν την υποστήριξή τους. Η υποψηφιότητα της Κλίντον βρίσκει επίσης την σχεδόν ολοκληρωτική στήριξη της κινηματογραφικής και της μουσικής βιομηχανίας, με πολλαπλές δημόσιες τοποθετήσεις «αστέρων» υπέρ της, αλλά και τη γενική στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων της πληροφορικής, που εκφράζεται όχι μόνο με δημόσιες τοποθετήσεις αλλά και με επίδραση στο περιεχόμενο των πληροφοριών που διακινούνται απ' τα μεγάλα δίκτυα, όπως οι ειδήσεις που προβάλλουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή τα αποτελέσματα των απαντήσεων απ' τις δικτυακές μηχανές αναζήτησης. Ωστόσο, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν η έμμεση στήριξη του ΔΝΤ στην υποψηφιότητα Κλίντον και η άμεση τοποθέτηση του επικεφαλής της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εναντίον του Τραμπ.

Καμιά αυταπάτη - καμιά αναμονή

Οποια και να είναι η έκβαση των αμερικανικών εκλογών, τα εργατικά - λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να έχουν καμιά αυταπάτη για τις εξελίξεις που δρομολογούνται. Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού διεθνώς και οι μεγάλες δυσκολίες της αστικής διαχείρισης σε κάθε εκδοχή της να οδηγήσει την οικονομία σε ανάπτυξη πυκνώνουν τα σύννεφα του πολέμου.

Σε όποια εκδοχή, ο μελλοντικός Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα διστάσει να κινηθεί αποφασιστικά για να διασφαλίσει τα συμφέροντα των αμερικανικών μονοπωλίων. Η σύγκριση της ξενοφοβικής και εθνικιστικής ρητορικής του Τραμπ, απ' τη μια, με τους ποταμούς αίματος στα Βαλκάνια επί Προεδρίας Κλίντον καθώς και την ανάφλεξη της ευρύτερης περιοχής, απ' τη Λιβύη έως τη Συρία και το Ιράκ, με την Κλίντον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, απ' την άλλη, αποδεικνύει πως η επιλογή είναι ανάμεσα στη «Σκύλλα και τη Χάρυβδη».

Μοναδική ελπίδα των λαών είναι η οργάνωση της λαϊκής - εργατικής αντεπίθεσης. Η συγκέντρωση δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, σε κάθε χώρα, και η οργάνωση της πάλης απέναντι στον πραγματικό αντίπαλο των εργαζομένων, τους μονοπωλιακούς ομίλους, τις κυβερνήσεις και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς που τους στηρίζουν, για τον ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης της εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Η συνεπής πάλη απέναντι στην άρχουσα τάξη σε κάθε χώρα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση ενός αποτελεσματικού συντονισμού της πάλης των εργαζομένων διεθνώς.

Η καλύτερη κατανόηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων είναι πολύτιμη. Οχι μόνο για να μπορέσει το κίνημα, σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, να αξιοποιήσει αυτές τις αντιθέσεις για την ανατροπή της αστικής τάξης, αλλά γιατί η όξυνση αυτών των αντιθέσεων επιβεβαιώνει πως ο εχθρός δεν είναι ανίκητος.

Με αυτόν τον προσανατολισμό, δυναμώνουμε την πάλη μας απέναντι στους μονοπωλιακούς ομίλους, στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και τους συμμάχους της, στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Παραπομπή

1. Οι 500 μεγαλύτερες σε κεφαλαιοποίηση εταιρείες του Χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης.


Του Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ