ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Οχτώβρη 2016
Σελ. /24
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΜΕ ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ «ΕΙΔΙΚΩΝ» ΓΙΑ ΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

Τις προηγούμενες μέρες, ο «Ριζοσπάστης» παρουσίασε αναλυτικά τις συστάσεις που απευθύνει το πόρισμα της Επιτροπής των «ειδικών» για τις ομαδικές απολύσεις, την απεργία και το «λοκ άουτ». Σήμερα συνεχίζουμε παρουσιάζοντας τα κεφάλαια του πορίσματος που αφορούν στον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις. Οπως προκύπτει, αν οι προτάσεις της Επιτροπής υλοποιούνταν με τα σημερινά δεδομένα, όσοι δεν έχουν εργασιακή εμπειρία θα αμείβονταν με κατώτερο μισθό μικρότερο κι από αυτόν που ισχύει για τους κάτω των 25 ετών (511 ευρώ μεικτά)! Επιπλέον, με τις εξαιρέσεις που προτείνει η Επιτροπή, η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων και η αρχή της ευνοϊκότερης σύμβασης μετατρέπονται σε «πουκάμισο αδειανό» για τους εργαζόμενους, ενώ και ο καθορισμός του κατώτερου μισθού υπό την εποπτεία μιας επιτροπής «εμπειρογνωμόνων», που θα καθορίζει τα δεδομένα της διαπραγμάτευσης με βάση την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, συνιστά επανάληψη του νόμου Βρούτση για τον κατώτερο μισθό και δυσχεραίνει κι άλλο τη θέση των εργαζομένων στη διαπραγμάτευση με τις εργοδοτικές ενώσεις.


«Υπο-κατώτερος» μισθός κάτω και από τα 511 ευρώ μεικτά!

Το πόρισμα προτείνει να αμείβονται οι εργαζόμενοι χωρίς εργασιακή εμπειρία με μισθό μικρότερο από αυτόν που παίρνουν σήμερα όσοι είναι κάτω των 25 ετών

Μετά από μια εξαντλητική παρουσίαση της πορείας που ακολούθησε η νομοθεσία για τον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα, αλλά και μια αναλυτική ανασκόπηση των «ευρωπαϊκών πρακτικών» σ' αυτά τα δυο ζητήματα, το πόρισμα μπαίνει στο «ζουμί» και καταγράφει τις συστάσεις της «Επιτροπής των ειδικών».

Συγκεκριμένα, για τον κατώτερο μισθό προτείνεται: «Οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να αποφασίζουν σχετικά με τις αυξήσεις των ελάχιστων μισθών μετά από διαβούλευση με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές για την παραγωγικότητα, τις τιμές, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση και την ανεργία, τα εισοδήματα και τους μισθούς. Η συμφωνία τους θα έχει αυτόματα την ισχύ έναντι όλων».

Το «καινούργιο» που τίθεται, είναι ότι στη μεταξύ τους διαπραγμάτευση εργαζόμενοι και εργοδότες θα πρέπει να παίρνουν υπόψη τους τις κατευθύνσεις μιας επιτροπής από «ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες», που θα διαμορφώνουν επί της ουσίας το εύρος των αυξήσεων (ή και των μειώσεων), πριν αυτές καταληχθούν από τους «κοινωνικούς εταίρους». Τα κριτήρια θα είναι αυτά που περιγράφτηκαν πιο πάνω και έτσι, στη διαπραγμάτευση για τους μισθούς, ένας τρίτος «παίκτης» προστίθεται στο πλευρό της εργοδοσίας.

Το πόρισμα των «ειδικών» και η υιοθέτησή του από την κυβέρνηση δικαιώνουν πλήρως το χαρακτηρισμό «ψαλιδοχέρης» που έδωσαν οι εργαζόμενοι στον υπουργό Εργασίας
Το πόρισμα των «ειδικών» και η υιοθέτησή του από την κυβέρνηση δικαιώνουν πλήρως το χαρακτηρισμό «ψαλιδοχέρης» που έδωσαν οι εργαζόμενοι στον υπουργό Εργασίας
Οπως χαρακτηριστικά γράφεται στο πόρισμα, «για να διασφαλιστεί ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα λαμβάνεται υπόψη, μια διαδικασία διαβούλευσης με τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες - όπως έχει ήδη καθοριστεί στο νόμο 4172/2013 - πρέπει να προηγείται της απόφασης των κοινωνικών εταίρων». Δηλαδή, η πρόταση της «Επιτροπής των ειδικών» βάζει από το παράθυρο το νόμο Βρούτση που έχει ήδη ψηφιστεί (βλέπε ξεχωριστό θέμα), με τη διαφορά ότι τις ...ανακοινώσεις για το ύψος του κατώτερου μισθού δεν θα τις κάνει η κυβέρνηση, αλλά οι κοινωνικοί εταίροι, αφού το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης είναι δεδομένο και ασφυκτικό για τους εργαζόμενους!

Στο ίδιο σημείο, το πόρισμα αποκαλύπτει και μια σημαντική πτυχή της διαβούλευσης που είχε η «Επιτροπή των ειδικών» με τους «κοινωνικούς εταίρους». Οπως γράφει, η συνδικαλιστική πλειοψηφία συμφώνησε με τους εργοδότες ότι «η οικονομική κατάσταση έχει αλλάξει» και ότι «μια γρήγορη επιστροφή στα προ κρίσης κατώτερα επίπεδα των μισθών και αυξήσεων των ελάχιστων μισθών, όπως πριν το 2009, δεν θα ήταν σκόπιμη, ούτε δυνατή στο άμεσο μέλλον».

Δηλαδή, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ καλεί τους εργαζόμενους να μάθουν να ζουν με τους σημερινούς άθλιους μισθούς και να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια για ανάκτηση των απωλειών, πόσο μάλλον να διεκδικήσουν αυξήσεις στους μισθούς που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες τους. Σημειώνουμε τέλος ότι, σύμφωνα με το πόρισμα, «ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες».

Ανοίγει ο δρόμος για νέες μειώσεις

Συναφής με όλα τα παραπάνω είναι και η συζήτηση για τη διατήρηση ενός μικρότερου κατώτερου μισθού («υπο-κατώτερος» μισθός) για μια ορισμένη κατηγορία εργαζομένων, που σήμερα ορίζεται με ηλικιακά κριτήρια (οι κάτω των 25 ετών αμείβονται με 511 ευρώ μεικτά, αντί για 586).

Η Επιτροπή στο πόρισμά της καταλήγει στην εξής σύσταση: «Ο υπο-κατώτερος μισθός για τους νέους θα αντικατασταθεί από έναν υπο-κατώτερο μισθό με βάση την εργασιακή εμπειρία. Θα ισούται με το 85% του κατώτερου μισθού κατά τον πρώτο χρόνο απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και με το 95% τον δεύτερο χρόνο. Η ρύθμιση αυτή δεν ισχύει για τους μαθητευόμενους και τους σπουδαστές που κάνουν πρακτική άσκηση για περισσότερους από τρεις μήνες, όπως προβλέπεται από τα προγράμματα των σπουδών τους. Γι' αυτές τις περιπτώσεις, οι "κοινωνικοί εταίροι" θα αποφασίζουν για τον αντίστοιχο υπο-κατώτερο μισθό και τις αυξήσεις».

Οπως εξηγεί το πόρισμα, για να δικαιολογήσει τη διάκριση του κατώτερου μισθού, «οι υπο-κατώτεροι μισθοί για ανειδίκευτα άτομα δικαιολογούνται όσο είναι ακόμα στη διαδικασία εκμάθησης της εργασίας. Οι χαμηλότεροι μισθοί αντικατοπτρίζουν τη μικρότερη παραγωγικότητα. Με τον τρόπο αυτό, η μετάβαση από το σχολείο στην εργασία μπορεί να διευκολυνθεί».

Εδώ το πράγμα ξεφεύγει κυριολεκτικά και η Επιτροπή ανοίγει δρόμους για νέες μειώσεις στον κατώτερο μισθό. Αν εφαρμοζόταν σήμερα το σύστημα που προτείνει το πόρισμα, ο υπο-κατώτερος μισθός για όσους δεν έχουν εργασιακή εμπειρία (η Επιτροπή δεν διευκρινίζει με ποιον τρόπο θα πιστοποιείται αυτό), θα ήταν μικρότερος ακόμα και από τα 511 ευρώ μεικτά που παίρνει ένας εργαζόμενος κάτω των 25 ετών.

Δηλαδή, παίρνοντας το 85% του σημερινού κατώτερου μισθού για ένα χρόνο, θα αμειβόταν με 498 ευρώ μεικτά! Το δεύτερο χρόνο, ο μισθός του θα αυξανόταν στα 527 ευρώ μεικτά, οριακά πάνω από τον κατώτερο που παίρνουν οι σημερινοί 25άρηδες και κάτω, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον διαβεβαιώσει ότι ο εργοδότης τους δεν θα τον αντικαταστήσει το δεύτερο χρόνο, για να γλιτώσει ακόμα και αυτά τα λεφτά.

Αθλια επιχειρήματα

Επιπλέον, διατηρώντας τη διάκριση ανάμεσα στον κατώτερο και τον υπο-κατώτερο μισθό και βάζοντας το κριτήριο της εργασιακής εμπειρίας αντί της ηλικίας, η Επιτροπή διευρύνει κατά πολύ την κατηγορία των εργαζομένων που θα αμείβονται με τον υπο-κατώτερο μισθό, αφού «ανειδίκευτος» μπορεί να είναι σήμερα και ένας 30άρης, ένας 35άρης και πάει λέγοντας.

Η ίδια η Επιτροπή το σημειώνει αυτό στο πόρισμά της. Οπως γράφει, «για νομικούς λόγους, προτιμάμε ο υπο-κατώτερος μισθός να σχετίζεται με την εργασιακή εμπειρία αντί της ηλικίας, παρόλο που στην πράξη, κυρίως οι νέοι θα λαμβάνουν αυτόν τον υπο-κατώτερο μισθό (...) Επιπλέον, η ηλικία είναι ένας λιγότερο αξιόπιστος δείκτης της εργασιακής εμπειρίας από ό,τι στο παρελθόν, όταν οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι εισέρχονταν στην αγορά εργασίας μετά τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Με την επέκταση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και σε περιόδους υψηλής ανεργίας, πολλοί νέοι άνθρωποι εισέρχονται στην αγορά εργασίας αργότερα από ό,τι στο παρελθόν. Αν είναι ηλικίας άνω των 25 ετών όταν πιάνουν για πρώτη φορά δουλειά, θα δικαιούνται κατώτερο μισθό ίσο με αυτόν των "ενηλίκων", μολονότι δεν έχουν καθόλου εργασιακή εμπειρία. Αυτό μπορεί να καταστήσει τη μετάβασή τους στην αγορά εργασίας αρκετά δύσκολη».

Στην πραγματικότητα, η «Επιτροπή των ειδικών» διαμορφώνει τις προϋποθέσεις ώστε το κεφάλαιο να αντλήσει ακόμα φτηνότερη εργατική δύναμη, όχι μόνο από την κατηγορία των 25άρηδων και κάτω, αλλά από την πολύ μεγαλύτερη «δεξαμενή» των καταχωρημένων ως «μη έχοντες εργασιακή εμπειρία», ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Καταλαβαίνει κανείς τι θα γίνει στην πράξη, όταν στη ζούγκλα της αγοράς η ανασφάλιστη εργασία και η κινητικότητα είναι θεσμός, ενώ η εργοδοσία έχει τη δυνατότητα να απολύει χωρίς κανένα ουσιαστικό εμπόδιο.


«Αδειανό πουκάμισο» για τους εργαζόμενους οι κλαδικές Συμβάσεις

Σε ό,τι αφορά τις κλαδικές Συμβάσεις Εργασίας, δύο είναι τα βασικά σημεία που πραγματεύεται το πόρισμα της Επιτροπής. Το πρώτο είναι η επεκτασιμότητά τους στις επιχειρήσεις όλου του κλάδου και το δεύτερο η «αρχή της ευνοϊκότερης σύμβασης». Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα των κλαδικών Συμβάσεων απασχολεί την Επιτροπή από την άποψη της διαμόρφωσης ενός «ενιαίου πεδίου», μέσα στο οποίο θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους οι επιχειρήσεις.

Ας δούμε τι γράφει το πόρισμα: «Αντιπροσωπευτικές συλλογικές συμβάσεις μπορούν να επεκταθούν από το κράτος σε κλαδικό και ομοιοεπαγγελματικό επίπεδο, ύστερα από αίτημα ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη των διαπραγματεύσεων. Οι συλλογικές συμβάσεις είναι αντιπροσωπευτικές αν η διαπραγματευτική μονάδα (σ.σ. των εργοδοτών) καλύπτει (σ.σ. απασχολεί) το 50% των εργαζομένων. Η κυβέρνηση και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν ένα διοικητικό σύστημα για μια αξιόπιστη παρακολούθηση του αριθμού των εργαζομένων.

Στην περίπτωση σοβαρών προβλημάτων στην αντίστοιχη αγορά εργασίας (π.χ. διαστρέβλωση του ανταγωνισμού), ή στην περίπτωση ενός άλλου δημοσίου συμφέροντος (εισαγωγή συστήματος μαθητείας, κ.λπ.) η επέκταση είναι επίσης δυνατή. Η απόφαση για την επέκταση της συμφωνίας παίρνεται από τον υπουργό Εργασίας, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους».

Οι εξαιρέσεις γίνονται ...κανόνας

Αυτή είναι η μία πλευρά, η οποία όμως συμπληρώνεται με τις συστάσεις της Επιτροπής για το ζήτημα της «ευνοϊκότερης σύμβασης», αν δηλαδή η σύμβαση με τους καλύτερους όρους για έναν εργαζόμενο θα υπερισχύει έναντι όλων των άλλων.

Εδώ η Επιτροπή προτείνει τα εξής: «Μισθολογικές συμφωνίες με μικρότερο επίπεδο μισθών, δεν μπορεί να είναι χαμηλότερες από τις εθνικές/κλαδικές συμφωνίες που έγιναν σε υψηλότερο επίπεδο. Οι κοινωνικοί εταίροι, ωστόσο, θα πρέπει να συμφωνήσουν σε "ανοιχτές ρήτρες" πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, τα οποία θα επιτρέπουν προσωρινές παρεκκλίσεις από τις κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμφωνίες (αλλά όχι από νομικές προδιαγραφές) στην περίπτωση επειγόντων οικονομικών αναγκών της εταιρείας. Οι παρεκκλίσεις μπορούν να συμφωνούνται μόνο από τους κοινωνικούς εταίρους που υπέγραψαν την αντίστοιχη συμφωνία».

Οπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο πόρισμα, «η αντιπροσωπευτικότητα των συλλογικών διαπραγματεύσεων χρειάζεται να βελτιωθεί. Χωρίς αυτήν την αρχή, η αυτοεξαίρεση ή/και ο κατακερματισμός της συλλογικής διαπραγμάτευσης θα γίνει ο κανόνας. Ωστόσο, σε περιόδους σοβαρής οικονομικής κρίσης στο επίπεδο της εταιρείας, της βιομηχανίας (σ.σ. του κλάδου) ή του κράτους, προσωρινές παρεκκλίσεις από αυτά τα πρότυπα, θα μπορούσε να βοηθήσει τις εταιρείες να επιβιώσουν και να επιστρέψουν στην κερδοφορία».

Η Επιτροπή συστήνει ότι «οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να διευκρινίζουν τα θέματα, τις διαδικασίες και το χρονικό ορίζοντα των παρεκκλίσεων. Αν δεν συμφωνούν, η διαιτησία είναι δυνατόν να το κάνει, με τον ίδιο τρόπο, όπως και σε άλλες περιπτώσεις συλλογικών διαπραγματεύσεων».

Την παραπάνω θέση, που πλειοψήφησε στη σύνταξη του πορίσματος, συμπληρώνει η άποψη ενός άλλου μέρους της Επιτροπής, που θεωρεί πως «η μισθολογική ευελιξία στο μικρο-επίπεδο είναι σημαντική» και ότι «η ιεραρχία των συλλογικών διαπραγματεύσεων πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας, όπου συμβάσεις που συνάπτονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εγγύτερα των εμπλεκόμενων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπερισχύουν συμβάσεων που συνάπτονται σε κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/εθνικό επίπεδο».Δηλαδή, οι επιχειρησιακές συμβάσεις να υπερισχύουν de facto των κλαδικών.

Η ουσία και στις δύο αυτές θέσεις, είναι ότι εισάγουν εξαιρέσεις από την καθολική εφαρμογή της καλύτερης για τον εργαζόμενο σύμβασης, αν μια επιχείρηση επικαλεστεί οικονομικές δυσκολίες. Αυτό σημαίνει «ξήλωμα» των κλαδικών Συμβάσεων και καθιστά κενό γράμμα τις διακηρύξεις για την επεκτασιμότητά τους και την ισχύ της αρχής της «ευνοϊκότερης σύμβασης».

Μετενέργεια - Διαιτησία

Σε ό,τι αφορά τη χρονική παράταση, τους όρους της σύμβασης που μετενεργούν και τη διάρκεια των Συλλογικών Συμβάσεων, αυτά προτείνεται να αποφασίζονται από «κοινωνικούς εταίρους». Σε διαφορετική περίπτωση, προτείνεται η χρονική παράταση να είναι έξι μήνες και η μετενέργεια να αφορά όλους τους όρους της σύμβασης, ενώ καθορίζεται στους τρεις μήνες ο χρόνος προειδοποίησης για την καταγγελία μιας σύμβασης.

Τέλος, σε ό,τι αφορά την προσφυγή στη Διαιτησία, η Επιτροπή των ειδικών σημειώνει τα εξής στο πόρισμά της: «Εάν οι κοινωνικοί εταίροι δεν καταλήξουν σε συμφωνία, οι όροι της συμφωνίας μπορούν να καθορίζονται μέσω διαιτησίας, κατά προτίμηση όταν και οι δύο εταίροι συμφωνούν με αυτό. Η μονομερής διαιτησία πρέπει να είναι η ύστατη λύση, καθώς είναι ένδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης. Το σύστημα της διαιτησίας ανανεώθηκε πρόσφατα και θα πρέπει να αξιολογηθεί το αργότερο σε δύο χρόνια, για να εκτιμηθεί ο ρόλος του στις συλλογικές διαπραγματεύσεις».

Παραπέμποντας για αργότερα το θέμα και στηρίζοντας έμμεσα τη θέση της εργοδοσίας για κατάργηση της μονομερούς προσφυγής από την πλευρά των εργαζομένων (αναγνωρίστηκε με την 25/2004 απόφαση του ΣτΕ), η Επιτροπή αφήνει ανοιχτό το δρόμο να υπάρξουν αλλαγές προς το χειρότερο, επισημαίνοντας ότι «δεν θα ήταν σκόπιμο να εξεταστούν περαιτέρω αλλαγές πολύ γρήγορα. Επομένως, προτείνουμε μια ορθή αξιολόγηση της πραγματικής λειτουργίας και των συγκεκριμένων επιπτώσεων της νέας διαδικασίας από το τέλος του 2018».


«Δεν συνιστούμε την επιστροφή στο προηγούμενο σύστημα»...

Για τον κατώτερο μισθό και τις κλαδικές Συμβάσεις, η Επιτροπή ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής στο πόρισμά της: «Δεν συνιστούμε την επιστροφή στο προηγούμενο σύστημα, ιδιαίτερα δε με το ύψος των μισθών που υπήρχε πριν από την κρίση, αλλά έναν εκσυγχρονισμό σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές (...) Προτείνουμε επίσης τη δυνατότητα προσωρινών παρεκκλίσεων από τις συλλογικές συμβάσεις, όταν οι εταιρείες βρίσκονται σε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες».

Σε άλλο σημείο, διαβεβαιώνει ότι ούτε οι «κοινωνικοί εταίροι» θέλουν «επιστροφή στο παρελθόν», δηλαδή ανάκτηση των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι στα χρόνια της κρίσης. Οπως γράφεται στο πόρισμα, «οι κοινωνικοί εταίροι κατανοούν τη δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ευθύνη, χωρίς να επιστρέψουμε στο παλιό σύστημα».

Αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους προτείνει να εμπλακούν ξανά οι «κοινωνικοί εταίροι» στη διαδικασία καθορισμού του κατώτερου και των κλαδικών μισθών, το πόρισμα αναφέρει: «Μετά την ουσιαστική εσωτερική υποτίμηση, η χώρα χρειάζεται ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο για την ανάκαμψη. Η στρατηγική αυτή απαιτεί ισχυρούς και αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς εταίρους, θεσμική σταθερότητα και δεσμούς μεταξύ των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κοινωνικού διαλόγου με μια αναπτυξιακή στρατηγική».

Επομένως, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτερο μισθό και τις συλλογικές συμβάσεις αντιμετωπίζονται από τη σκοπιά της ενδυνάμωσης του «κοινωνικοεταιρισμού», στο πλαίσιο μιας «αναπτυξιακής στρατηγικής», που σημαίνει να γίνουν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους συμμέτοχοι στην προσπάθεια για ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.

Αλλωστε, όπως γράφει το πόρισμα, στις επαφές της με τους «κοινωνικούς εταίρους», μεταξύ αυτών και η ΓΣΕΕ, η επιτροπή των «ειδικών» διαπίστωσε ότι «Η εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι υψηλή στην Ελλάδα. Αυτό εκφράστηκε από τους κοινωνικούς εταίρους, με πολύ μεγάλη έμφαση και ξεχωριστά από τον καθένα. Τέτοια ανοιχτή και ιδιαίτερα υψηλή έκφραση της εμπιστοσύνη δεν μπορεί να βρεθεί σε πολλές άλλες χώρες και δεν είναι ένα δευτερεύον ζήτημα σε μια δύσκολη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, όπως αυτή που υφίσταται σήμερα στην Ελλάδα. Αυτή η εμπιστοσύνη είναι ένα πολύτιμο κοινωνικό κεφάλαιο και ένα απαραίτητο μέσο για όλες τις μελλοντικές στρατηγικές ανάπτυξης».

Οπως, μάλιστα, σημειώνει η Επιτροπή, «με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία, η διάβρωση των εθνικών και κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν έχει τελειώσει και θα συνεχιστεί ακόμα τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι οι εργοδότες είναι όλο και λιγότερο ικανοί να υπογράψουν συλλογικές συμφωνίες, αν δεν καλύπτονται όλες οι επιχειρήσεις του κλάδου. Κατά συνέπεια, η ανισότητα και η φτώχεια μπορεί να αυξηθεί ακόμη πάνω από τα ήδη υψηλά επίπεδα σήμερα».


Ο νόμος 4172/2013 για τον κατώτερο μισθό

«Βγάζουν μάτι» οι ομοιότητες της πρότασης των «ειδικών» με τη νομοθεσία που προβλέπεται να εφαρμοστεί από 1/1/2017

Η πρόταση που καταθέτει η επιτροπή των «ειδικών» για την αποκατάσταση τάχα της συλλογικής διαπραγμάτευσης για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) έχει τεράστιες ομοιότητες με το νόμο Βρούτση (4172/2013) για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, ο οποίος προβλέπεται να εφαρμοστεί μετά την 1/1/2017. Αλλωστε, το ίδιο το πόρισμα κάνει αναφορά στο συγκεκριμένο νόμο, σημειώνοντας ότι έχει ήδη θεσπίσει την εμπλοκή «ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων» στη διαδικασία της διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό.

Σύμφωνα με το άρθρο 103 αυτού του νόμου, «έπειτα από διαβούλευση, που διεξάγεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα, ορίζεται ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο, για πλήρη απασχόληση, ήτοι μηνιαίος μισθός για εργασία 25 ημερών μηνιαίως και ημερομίσθιο για εργασία 8 ωρών ημερησίως, για τους υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, των οποίων η αμοιβή δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας».

Στο τέλος αυτής της πρώτης παραγράφου προστέθηκε, με το νόμο 4254/2014, η φράση «και ως τέτοιος νοείται μια μοναδική αξία (ποσό) αναφοράς». Η προσθήκη αυτή δεν έγινε τυχαία. Στην πραγματικότητα, η ερμηνεία της οδηγεί σε κατώτερο μισθό απαλλαγμένο πλήρως από επιδόματα και τριετίες, κάτι που θα φέρει νέες δραματικές απώλειες για χιλιάδες εργαζόμενους, που σήμερα αμείβονται με τα κατώτερα όρια, προσαυξημένα με τις τριετίες, αλλά και με το επίδομα γάμου, το οποίο υποτίθεται ότι διασφαλίζεται από την ισχύουσα ΕΓΣΣΕ.

Μένει να δούμε πώς θα ρυθμίσει αυτά τα ζητήματα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αν και στο πόρισμα των «ειδικών» επαφίενται στη διαπραγμάτευση μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων».

«Θεμέλιος λίθος» η ανταγωνιστικότητα

«Θεμέλιος λίθος» του νόμου Βρούτση για τον κατώτερο μισθό είναι η εξής διάταξη: «Το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών».

Τα κριτήρια αυτά επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσια στο πόρισμα της επιτροπής των «ειδικών», δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο στη διαμόρφωση του κατώτερου μισθού, ανεξάρτητα από το ποιος θα έχει την τελική ευθύνη για τον καθορισμό του.

Ο νόμος Βρούτση προβλέπει ακόμα: «Για τον ορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου διεξάγεται διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης, με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών και συναφών φορέων και εμπειρογνωμόνων, σε θέματα οικονομίας και ιδίως οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής καθώς και εργασιακών σχέσεων και το συντονισμό από επιτροπή, που ορίζεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

(...) Η διαβούλευση συντονίζεται από τριμελή Επιτροπή αποτελούμενη από τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ, ως πρόεδρο, ένα πρόσωπο κύρους ως εκπρόσωπο του υπουργού Οικονομικών και ένα πρόσωπο κύρους ως εκπρόσωπο του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, με τη γραμματειακή υποστήριξη των υπηρεσιών του ΟΜΕΔ».Η «επιτροπή εμπειρογνωμόνων», που περιγράφεται στο πόρισμα για τα Εργασιακά, είναι μια παραλλαγή της παραπάνω διάταξης του νόμου Βρούτση.

Ολοι μαζί και απέναντι οι εργαζόμενοι!

Σύμφωνα με το νόμο, στη «διαπραγμάτευση» θα παίρνονται υπόψη τα πορίσματα φορέων όπως η Τράπεζα της Ελλάδας, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ (ΙΝΕ - ΓΣΕΕ), το Ινστιτούτο ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ, το Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), που θα συντάσσουν έκθεση για την προσαρμογή του κατώτερου μισθού «στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες».

Πάνω σ' αυτήν την έκθεση θα συζητάνε οι εκπρόσωποι των «κοινωνικών εταίρων» και στη συνέχεια, μέσα από μια δαιδαλώδη διαδικασία, θα συντάσσεται ένα Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης, που θα παραδίδεται στην Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης και από εκεί ολοκληρωμένο θα υποβάλλεται στον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό Εργασίας. Με άλλα λόγια, και ο νόμος Βρούτση προβλέπει διαβούλευση για τον κατώτερο μισθό, αλλά με σημαδεμένα χαρτιά σε βάρος των εργαζομένων, όπως γίνεται και στην πρόταση που καταθέτει η επιτροπή των «ειδικών».

Μετά απ' όλα αυτά, «εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του μηνός Ιουνίου κάθε έτους ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο τον κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών, λαμβάνοντας υπόψη το Πόρισμα Διαβούλευσης, όπως αυτό υποβλήθηκε και συντάχθηκε κατά την ανωτέρω διαδικασία», και εκδίδει απόφαση «μετά από την σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ