ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Οχτώβρη 2011
Σελ. /32
Στο Παρίσι...

Δύο οι ουσιαστικά αξιόλογες ταινίες της βδομάδας. Η πρώτη, σε ψηφιακή επανέκδοση. Πρόκειται για το κλασικό αριστούργημα του Μαρσέλ Καρνέ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» σε σενάριο και διαλόγους Ζακ Πρεβέρ. Πρεμιέρα σήμερα και για την τελευταία δημιουργία του Γούντι Αλεν «ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ» στην οποία ο σκηνοθέτης εκφράζει ακόμα μια φορά τον αιώνιο έρωτά του για το Παρίσι αλλά και την αθεράπευτη νοσταλγία του για άλλους, περασμένους καιρούς. Ταινίες που, αν μπορέσετε, καλό θα είναι να τις δείτε και τις δυο! Και τώρα οι υπόλοιπες πρεμιέρες:

Από το 1994 χρονολογείται η πρωτότυπη έκδοση της ταινίας κινουμένων σχεδίων «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ». Το 2002 εμφανίστηκε η έκδοση ΙΜΑΧ. Φέτος, το 2011, το οικογενειακό αυτό φιλμ κινουμένων σχεδίων επανέρχεται σε τρισδιάστατη μορφή με δράση, με περιπέτεια, κωμωδία και δράμα μαζί, αλλά και στοιχεία μιούζικαλ. «Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ 3D» σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Αλερς και Ρομπ Μίνκοφ είναι αμερικάνικη παραγωγή, διάρκειας μιάμισης ώρας και προσφέρει την μοναδική ευκαιρία σε μικρούς και μεγάλους να απολαύσουν ξανά, στη μεγάλη οθόνη, τις περιπέτειες της παρέας του Σίμπα, της Νάλα και του Μουφάσα, αυτήν τη φορά με τη μαγεία σε τρεις διαστάσεις, έτσι που όλα να φαντάζουν ακόμα πιο συναρπαστικά...

Αμερικανοβρετανική συμπαραγωγή του 2011 η μετριότατη κωμωδία τρόμου του Κρεγκ Γκιλέσπι που φέρει τον τίτλο «ΝΥΧΤΑ ΤΡΟΜΟΥ» και τον Κόλιν Φάρελ πρωταγωνιστή, στο ρόλο του βρικόλακα Τζέρι. Εκμοντερνισμένη όσο και εμπνευσμένη, η επαναπροσέγγιση του cult φιλμ του Χόλαντ, θα ικανοποιήσει τους νεαρούς - ως επί το πλείστον - θαυμαστές του είδους, οι οποίοι εξάλλου, δεν έχουν ιδιαίτερες αξιώσεις: λίγο βαμπίρ, λίγο αίμα και το κορίτσι τους...

Αϊντε, ξανά μανά «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ». Παραγωγής 2011 αυτήν την φορά και σε τρισδιάστατη εκδοχή! Νέα, ιλιγγιωδών ρυθμών, περιπέτεια με σφιχτή δομή και καταιγιστική δράση αναδύεται από το κλασικό έργο του Αλεξάνδρου Δουμά. Μια συμπαραγωγή Αμερικής, Βρετανίας, Γερμανίας και Γαλλίας, με την Μίλα Γιόβοβιτς, τον Λόγκαν Λέρμαν, τον Μάθιου Μακφάντιεν, τον Λουκ Ιβανς, τον Ρέι Στίβενσον και τον Μαντς Μίκελσεν στο ρόλο του Ροσφόρ. Η σκηνοθεσία είναι του Πολ Β. Σ. Αντερσον.

Δυο νεαρές γυναίκες, μια Ισπανίδα και μια Ρωσίδα συναντώνται τυχαία στη Ρώμη και περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα στην πόλη, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου ξεγυμνώνονται ψυχή τε και σώματι. Ο Ισπανός Χούλιο Μεντέμ επιβεβαιώνει, και σ' αυτήν, την τελευταία του ταινία από το 2010, ότι αρέσκεται να δουλεύει «με γυναίκες και για γυναίκες» εστιάζοντας ακόμα μια φορά, στην γυναικεία σεξουαλικότητα και ψυχισμό, υπό το άγρυπνο βλέμμα της ευρωενωσιακής αστερόεσσας που έπειτα από επιλογή κυματίζει με καμάρι στο μπαλκόνι , στο «ΔΩΜΑΤΙΟ ΣΤΗ ΡΩΜΗ», όπως είναι ο τίτλος της ταινίας.

Βγαίνει τέλος σήμερα στις αίθουσες και το ιδιαίτερα καλοφτιαγμένο αμερικάνικο ντοκιμαντέρ του 2011, σε σκηνοθεσία του Μάρτιν Σκορτσέζε, για τις μέρες και τα έργα του «ήσυχου μπιτλ», του Τζορτζ Χάρισον. Το κινηματογραφημένο και φωτογραφικό αρχειακό υλικό, οι οικογενειακές φωτογραφίες και οι ζωντανές συνεντεύξεις φίλων και συνεργατών καλύπτουν μια γοητευτική ζωή, από την αρχή της στο Λίβερπουλ ως το πρόωρο τέλος της. Μη σας τρομάξει η διάρκεια της ταινίας. Τρεισήμισι ολόκληρες ώρες, που όμως περνούν χωρίς να το καταλάβετε! Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ: «GEORGE HARRISON: LIVING IN THE MATERIAL WORLD»...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΜΑΡΣΕΛ ΚΑΡΝΕ
Τα παιδιά του Παραδείσου

Με διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ωρών, ξαναζωντανεύει στην ταινία ο κόσμος του θεάματος στα μέσα του 19ου αιώνα, ιδωμένος από την οπτική της «γαλαρίας», του «εξώστη του θεάτρου» που αποκαλείτο «παράδεισος». Η ταινία είναι εμπνευσμένη από μια ιστορία που συνέβη σε έναν διάσημο μίμο της εποχής και διαδραματίστηκε στη Λεωφόρο Saint Martin, την αποκαλούμενη Λεωφόρο του Εγκλήματος. Την ιστορία αυτή αφηγήθηκε ο Ζαν - Λουί Μπαρό στον Μαρσέλ Καρνέ, στην καρδιά του πολέμου. Ο Καρνέ ενθουσιάστηκε, το ίδιο και ο Ζακ Πρεβέρ που ανέλαβε τη συγγραφή του σεναρίου και των διαλόγων. Η ταινία αναφέρεται στο κλασικό θέμα της σχέσης τέχνης και ζωής και εξερευνά τη σχέση της πραγματικότητας με τον κινηματογράφο και το θέατρο, κάτω όμως από το πρίσμα μιας σύνθετης ερωτικής σχέσης, ανάμεσα σε μια μοιραία γυναίκα και ένα φημισμένο μίμο. «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ», το αριστούργημα του δίδυμου Μαρσέλ Καρνέ - Ζακ Πρεβέρ που γυρίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου με νιτρικό φιλμ από στοκ - όπως εξάλλου οι περισσότερες ταινίες της εποχής - προβάλλεται από σήμερα σε επανέκδοση, ψηφιοποιημένη, από μεγάλα ευρωπαϊκά εργαστήρια, σε πολύ υψηλή ευκρίνεια, σε 2Κ DCP (ψηφιακό κινηματογραφικό πακέτο) και μόνο σε αίθουσα της Ταινιοθήκης.

Ευτυχώς που τα μεγάλα κινηματογραφικά επιτεύγματα του παρελθόντος επανεμφανίζονται κατά καιρούς στις κινηματογραφικές οθόνες, αποκατεστημένα, σύμφωνα με σημερινούς όρους θέασης. Κινηματογραφικά κατορθώματα τέτοιου βεληνεκούς που νίκησαν το χώρο και το χρόνο - ιδιαίτερα το χρόνο - χαρακτηρίστηκαν κλασικά. Τα κλασικά έργα τέχνης με τις «αρχές» που τα διέπουν λειτουργούν αξιωματικά και ως μέτρο για τα έργα που έπονται. Η σημαντική αυτή ταινία θεωρείται το αριστούργημα του δίδυμου Μαρσέλ Καρνέ - Ζακ Πρεβέρ και προβλήθηκε για πρώτη φορά - έναν γεμάτο χρόνο μετά την ολοκλήρωσή της, τη μέρα της απελευθέρωσης της Ευρώπης από τη ναζιστική κατοχή, στις 9 Μαΐου του 1945. Το 1995, επέτειο των 100 χρόνων από την γέννηση του κινηματογράφου, η ταινία «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ανάμεσα σε 1.000 που γυρίστηκαν την πεντηκονταετία 1944-1994.


Με τρία χτυπήματα και το σήκωμα της βαριάς βελούδινης αυλαίας ανοίγει η ταινία που συντίθεται από δύο μέρη, τα οποία συνιστούν αδιάσπαστο σύνολο. Σαν μια τεράστια τοιχογραφία ξεδιπλώνονται πτυχές της περίφημης «Λεωφόρου του Εγκλήματος» - έτσι τιτλοφορείται το πρώτο μέρος του φιλμ, μιας περιοχής του Παρισιού που έβριθε από τον κάθε λογής, θυελλώδη κόσμο της γαλλικής πρωτεύουσας: τυχοδιώκτες, αριστοκράτες, μικροαπατεώνες, γυρολόγους, αστούς, κλέφτες, ηθοποιούς, προαγωγούς, εταίρες και μίμους που τα χρόνια εκείνα, 1830-1840, σύχναζαν όλοι εκεί, για τις υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις. Η «Λεωφόρος» της εποχής του ρομαντισμού, ενδύεται μυθολογικά σκηνικά και ντεκόρ που πήραν μέρος στους «ΑΘΛΙΟΥΣ» και στα «ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ». Η «Λεωφόρος» ανοίγει και κλείνει την ταινία με μοναδικές σκηνές από τεράστιο πλήθος που σφύζει από κέφι και κινητικότητα γιορτάζοντας το καρναβάλι. Τόσο ο τρόπος, που ο Καρνέ σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του και ελέγχει την ατμόσφαιρα όσο και η σκηνοθεσία αυτών των σκηνών "πλήθους" συνιστά υπόδειγμα. Το ίδιο και η κίνηση της μηχανής, ένα legato πέταγμα, με στάσεις, για χρόνο που ποικίλλει. Μοναδική η επιδεξιότητα, που συνδυάζει το θέατρο, τη λογοτεχνία και τη μουσική. Που ζωντανεύει την ιστορία του θεάτρου μέσα από τις συντεχνίες των βωβών μίμων και των ομιλούντων ηθοποιών, μέσα από τις ρίζες της θεατρικής τέχνης που ανάγονται τουλάχιστον στην κομέντια ντελ άρτε. Η αναφορά αγγίζει και το είδος της ελαφράς, της χαριτωμένης βοντεβίλ ή μπουλβάρ. Χαρακτηριστικές επίσης της εποχής που φτιάχνεται η ταινία οι τεχνικές ερμηνείας των καθ' όλα σπουδαίων ηθοποιών καθώς και η επίδειξη άρτιας μιμικής τέχνης ... Η εξέχουσα θεατρικότητα που διέπει την ταινία εντάσσεται οργανικά σ' αυτήν σαν απαραίτητο συστατικό της. Διάχυτες οι νότες και οι πινελιές του ποιητικού ρεαλισμού μέσα από τις στιγμές "προπολεμικής" μελαγχολίας που συνοδεύουν την έντονη εσωτερικότητα και τη θεματική του "ταξιδιού" και της "φυγής".

Αυτό το γαλλικό δράμα με τους άριστα φιλοτεχνημένους χαρακτήρες, καταστάσεις και τα μεγάλα πάθη - μια από τις πιο άρτιες κλασικές ρομαντικές παραγωγές του διεθνούς κινηματογράφου - γυρίστηκε μέσα σε απόλυτη μυστικότητα την περίοδο της γερμανικής κατοχής και εγείρει θέματα που ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από την ίντριγκα που διαπερνά την ιστορία του φιλμ που στο επίκεντρό της βρίσκεται ο ανεκπλήρωτος έρωτας της ωραίας Γκαράνς και του ευαίσθητου και απόλυτου μίμου Μπατίστ. Η ταινία που κατά τον Ζορζ Σαντούλ, έχει λάβαρό της ότι «η τέχνη γεννά τη ζωή κι όχι η ζωή την τέχνη», προβλήθηκε ψηφιακά αποκατεστημένη φέτος στις Κάννες.

Παίζουν: Αρλετί, Πιέρ Μπρασέρ, Ζαν-Λουί Μπαρό, Μαρία Καζαρές, Πιέρ Ρενουάρ, Λουί Σαλού, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1945).


ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ
Μεσάνυχτα στο Παρίσι

Ο τουριστικός γύρος του Γούντι Αλεν στην Ευρώπη άρχισε από το Λονδίνο, πέρασε από την Βαρκελώνη και κατέληξε στο Παρίσι, την πόλη του φωτός με τους ολοζώντανους μύθους για τους μποέμ καλλιτέχνες και ρομαντικούς κάθε εποχής και εθνικότητας. Ο Πύργος του Αϊφελ, σύμβολο της πόλης από πάντα, δεσπόζει στην εισαγωγική σεκάνς που, σαν διαφημιστικό φυλλάδιο, αποτυπώνει πλάνα από κάθε στιγμή του 24ωρου και κάθε γωνιά της γαλλικής πρωτεύουσας, με ήλιο και βροχή, το πρωί και την κατάφωτη νύχτα, χωρίς να προσβλέπει σε έπαινο πρωτοτυπίας. Ο Γούντι Αλεν δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει μέσα από πρωτοτυπίες. Παρά το γεγονός ότι από το «Μανχάταν» ήδη ο σκηνοθέτης έχει γνωστοποιήσει τον έρωτά του για το Παρίσι, μοιάζει σαν να μην έχει ο ίδιος να διηγηθεί τίποτε το ιδιαίτερο για την πόλη. Ούτε για το σήμερα και ούτε για το χθες, το παρελθόν στο οποίο αναφέρεται αλλά συνθέτει μια ολόκληρη τοιχογραφία με γλυκανάλατα ανέμελα ταμπλό, σαν παζλ μιας μαγευτικής μπαγκατέλας.

Αυτήν τη φορά ο Οουεν Γουίλσον, ως alter ego του Γούντι Αλεν, φόρεσε τον ρόλο του νευρωτικού χαρακτήρα που για δεκαετίες ο σκηνοθέτης κρατούσε για τον εαυτό του. Ο Γουίλσον υποδύεται τον Τζιλ, έναν πολυτεχνίτη από την χολιγουντιανή σεναριακή βιομηχανία που ονειρεύεται να συγγράψει ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Ταξιδεύει στο Παρίσι με την αρραβωνιαστικιά του Ινες και τους πλούσιους ρεπουμπλικάνους γονείς της - που ο Αλεν χλευάζει σε κάθε τους βήμα. Χλευάζει και τον Πολ, τον Αμερικανό ψευτοδιανοούμενο ξερόλα. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους της παρέας, ο Τζιλ καίγεται από έρωτα για το Παρίσι. Προβληματίζεται απ' όσο φαίνεται σοβαρά να αφήσει την δουλειά του και να μετακομίσει εδώ οριστικά. «Θέλεις να τα παρατήσεις όλα και να παλέψεις για το όνειρο;» ρωτάει έκπληκτη η Ινες. Μεθυσμένος από ευτυχία που βρίσκεται στην πόλη του φωτός και τις ονειροπολήσεις του, το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα. Με λίγο σπρώξιμο από την νυχτερινή μαγεία, ο Τζιλ επιβιβάζεται στην μηχανή του χρόνου. Χώνεται μέσα σε ένα μύθο και γίνεται μέρος του, μεταφέρεται στο Παρίσι του '20 όπου συναντά όλους αυτούς που θαυμάζει. Χέμινγουεϊ, Φιτζτζέραλντ, Πικάσο, Νταλί, Κόουλ Πόρτερ, Μπουνιουέλ , Μαν Ρέι... Ο Γούντι Αλεν βρίσκεται στις καλύτερες αφηγηματικές του στιγμές όταν μας σερβίρει αυτό το φανταστικό παραμύθι για τον συγγραφέα με τις κράμπες στα δάκτυλα που επιστρέφει στο παρελθόν και παίρνει μάλιστα βοήθεια για το μυθιστόρημά του από την ίδια την Γερτρούδη Στάιν.


Στην γοητευτικά αυτή λαίμαργη ταινία για την νοσταλγία, σαν αθεράπευτη κατάσταση, την ριζωμένη στον άνθρωπο, ο Γούντι Αλεν αναμειγνύει πολλά από τα αγαπημένα του υλικά: αναφορές στην τέχνη και σε καλλιτέχνες, μυθοπλασία μέσα στην μυθοπλασία, ήρωας με ανίσχυρο εγώ, θεματική των αταίριαστων ζευγαριών, ήχοι από τζαζ, απιστία, σύγκρουση διανοούμενων και μη. Η εξιδανίκευση της νοσταλγίας, του παρελθόντος, συνιστά έναν μόνο τρόπο να εμποδίσει κανείς την ροή του χρόνου ...

Ο Γούντι Αλεν ήδη από το ξεκίνημα της ταινίας υμνεί την τέχνη, την ζωή και τον έρωτα όταν στρέφει με ήπια ειρωνεία την κάμερά του στα αξιοθέατα της πόλης. Ακόμα κι όταν, κάποιες στιγμές γίνεται ιδιαίτερα επιφανειακός, ας μην ξεχνάμε ότι έχει κάνει πολύ πιο «βαριά», πιο έξυπνα και πιο αστεία πράγματα. Καταπλήσσει πάντως το γεγονός πώς ένας 76χρονος μπορεί ακόμα να χαρίζει φιλμ που σφύζουν από τη χαρά της ζωής!

Παίζουν: Οουεν Γουίλσον, Ρέιτσελ ΜακΑνταμς, Μαριόν Κοτιγιάρ, Κέιτ Μπέιτς, Αντριεν Μπρόντι, Μίμι Κένεντι, Κάρλα Μπρούνι κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, ΗΠΑ, Ισπανία (2011).


ΣΕΛΙΝ ΣΙΑΜΑ
Αγοροκόριτσο

Η το χρονικό ενός μικρού ψέματος που ζει τη συνεχή ένταση και την μόνιμη σουσπάνς. Η 31χρονη, ταλαντούχα κινηματογραφίστρια Σελίν Σιαμά, καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύ προσωπική ταινία, με υλικό τον κόσμο της παιδικής ηλικίας. Στη δεύτερη αυτή μεγάλου μήκους ταινία της, εξερευνά με ιδιαίτερη ευαισθησία και διακριτικότητα το λεπτό ζήτημα της σεξουαλικής ταυτότητας στην προεφηβική ηλικία. Στη χαμηλών τόνων δημιουργία της, την αθώα και ταυτόχρονα ενοχλητική, ανθούν όλοι οι κλασικοί κώδικες του είδους. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την ιστορία του μοιραίου ψέματος το οποίο όμως βρίσκεται τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο κοντά στην "εικόνα" της δεκάχρονης ηρωίδας Λορ και αυτό ακριβώς είναι που γεννά τη σουσπάνς στην ταινία, όπου όλα είναι αισθαντικά, καθαρά και σωστά.

Η Λορ είναι ένα 10χρονο αγοροκόριτσο με κοντοκομμένα μαλλιά και αγορίστικα ρούχα. Στην αρχή του καλοκαιριού μετακόμισε με τον πατέρα της, την έγκυο μητέρα της και τη μικρή της αδελφή Ζαν, σε ένα προάστιο κοντά στη φύση. Στην καινούρια της γειτονιά την πλησιάζει το μοναδικό κορίτσι της παρέας, η συνομήλική της Λίζα, που της απευθύνεται σαν να ήταν αγόρι. Η Λορ απαντά σαν αγόρι και συστήνεται ως Μίκαελ, ανοίγοντας έτσι το δρόμο σε μια σειρά άγνωστα επακόλουθα.

Η Λορ βλέπει την «πλαστοπροσωπία» της να έχει θέσει τη σεξουαλική της ταυτότητα υπό το βλέμμα των άλλων. Κι αυτό σε μια ηλικία δύσκολη, που κυοφορεί ακραία συναισθήματα και συμπλεγματικές συμπεριφορές. Το σπιράλ του ψέματος προκαλεί στη Λορ ανησυχία και ταυτόχρονα διασκέδαση, μοιάζει με καλοπροαίρετο αστεϊσμό που τροφοδοτείται από την επιθυμία μεταμφίεσης σε αγόρι. Η ταινία πλησιάζει με ευαισθησία τη σεξουαλική ταυτότητα του παιδιού και με διακριτικότητα τους συνειρμούς για την επιλογή αυτής της ταυτότητας, όπως και την ελευθερία του να επιλέγεις ζωή.

Τυλιγμένη σε τρυφερή αγωνία και χωρίς να γίνεται ψυχολογικό μελό, χωρίς να κριτικάρει ή να προσπαθεί να εξηγήσει, η ταινία εκπλήσσει με την ισορροπία ανάμεσα στην απλοϊκότητα της ιστορίας και τη συνθετότητα των ερωτημάτων που αυτή εγείρει. Εκπλήσσει με τη γλυκιά και μειλίχια γεύση της αλλά και τη σταθερότητα με την οποία τραβά μπροστά χωρίς να προσπαθεί να αποφύγει τυχόν εμπόδια που εμφανίζονται. Στόχος της δεν είναι ούτε να επεξηγήσει, ούτε να δικαιολογήσει το ψέμα της Λορ. Η αφήγηση - στο δύσκολο αυτό θέμα - δεν πέφτει ποτέ στην υπερβολή της δραματοποίησης, κρατιέται σε απόσταση, με βλέμμα κριτικό... Η ταινία είναι ένα πέρασμα ανάμεσα σε δυο σημεία, δυο στιγμές της ζωής τις οποίες ενώνουν οι καλοκαιρινές διακοπές που σε λίγο τελειώνουν και το σχολείο ξανανοίγει.

Παίζουν: Ζοέ Εράν, Μαλόν Λεβανά, Ζαν Ντισόν, Σοφί Κατανί, Ματιέ Ντεμί, Γιοχάν Βιρό, Νοά Βιρό, κ.α.

Παραγωγή: Γαλλία (2011).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ