ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 6 Οχτώβρη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΒΑΣΙΛΗ ΛΙΟΓΚΑΡΗ

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Εζησε τα παιδικά του χρόνια στη λαίλαπα του πολέμου και της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε Θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ' αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία, όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Στο έργο του διακρίνει κανείς την πυκνότητα των γεγονότων και καταστάσεων, χωρίς φλυαρίες, με γραφή πλούσια σε περιγραφικότητα, λαμπερή, παρ' όλα αυτά άμεση, καθημερινή και προσιτή στο ευρύ κοινό. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Εργα του: «Συνοικισμός Χαροκόπου» (μυθιστόρημα). «Η μάνα του καλοκαιριού» (μυθιστόρημα). «Τι θα γίνει επιτέλους με τη μαμά;» (μυθιστόρημα). «Το μεγάλο δίλημμα» (μυθιστόρημα). «Αναζητώντας το χαμένο γάτο» (μυθιστόρημα).


«Μπιζάνεια»

Γρηγοριάδης Κώστας

Αυτές τις μέρες (Οκτώβρης) γιορτάζονται στην Καλλιθέα τα «Μπιζάνεια». Ρώτησα ένα νεαρό φοιτητή αν γνωρίζει τι είναι τα «Μπιζάνεια». Μου απάντησε: ΟΧΙ.

Ομως, εκείνο το πρωί, στις 25 του Ιούλη 1944, φάνηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Εκανε ζέστη κι είχε θαμπούρα πολλή, σαν θώραγες στον ορίζοντα. Καθισμένοι κάτω απ' την ακακία της Νενές βλέπαμε ύποπτες κινήσεις. Τα «παιδιά μας» με τα όπλα παραμάσχαλα πέρασαν φουριόζικα μπροστά μας, βγήκαν στη Σαπφούς κι από του Μπότσαρη τράβηξαν κατά το ποτάμι. Εγινε ησυχία. Υστερα ακούστηκαν ανάριες πιστολιές και κατά τις δέκα πλημμύρισε καμιόνια η Χαροκόπου, η Σαπφούς κι η Θησέως. Το πιστολίδι άρχισε να πυκνώνει κι αργότερα άναψε για καλά. Γέμισε ο τόπος μπουραντάδες και Γερμανούς. Μπήκαν στο συνοικισμό, έβριζαν Χριστοπαναγίες κι απειλούσαν να μας κάψουν όλους. Αδειασαν τα σοκάκια κι όλοι κλειδαμπαρωθήκαμε στα σπίτια. Περνούσε η ώρα και το πιστολίδι δεν έλεγε να κοπάσει.

Οι ψίθυροι κι οι διαδόσεις δεν είχαν τελειωμό. Καθένας το δικό του. Ενας λόχος του ΕΛΑΣ συγκρούεται στη γέφυρα του Ιλισσού της Χαροκόπου μ' ένα τάγμα Γερμανοτσολιάδων... Υστερα λέγαν πως ήρθαν ενιοχύσεις. Ο εφεδρικός λόχος της Καλλιθέας κι ένας άλλος λόχος απ' τον Ταύρο. Κατά τις δυο το μεσημέρι νέα καμιόνια σταμάτησαν μπροστά στην Ευαγγελίστρα. Επίλεχτα στελέχη της Βέρμαχτ και των Ες-Ες μ' αυτόματα και πολυβόλα πλημμυρίζουν τη γειτονιά. Ακούμε τις αγριοφωνάρες τους και μας πάει... να! Αρχίζουμε να πιστεύουμε πως είναι τα τελευταία μας. Τέτοιο κακό δεν είχε ματαγίνει. Τώρα ριπές πολυβόλου απανωτές διασχίζουν την ατμόσφαιρα και μας έρχονται ρίγη. Υστερα φτάνουν στ' αυτιά μας μακρινές φωνές από αγκομαχητά και σειρήνες από γερμανικά ασθενοφόρα.

Η ώρα περνάει και κανένας δεν ξέρει τι να υποθέσει. Κάποιος περαστικός πέταξε πως κατέβηκαν αντάρτες απ' την Πάρνηθα να λευτερώσουν την Αθήνα. Η Καλλιθέα γερμανοκρατείται κι οι δρόμοι έχουν ερημώσει. Το τετράγωνο από ηλεκτρικό σταθμό μέχρι πλατεία Δαβάκη. Από Δαβάκη, όλη τη Θησέως μέχρι στάση Καραγιάννη κι από 'κει μέχρι το ποτάμι και τις Τρεις Γέφυρες δεν κινείται ψυχή. Οι Γερμανοί περιφέρονται και λυσσομανούν. Κανείς δεν ξέρει πού έχει ταμπουρωθεί ο εχθρός και πόσοι είναι.

Ο ήλιος παίρνει την καμπύλη και τίποτα δεν προμηνύει πως το κακό θα σταματήσει. Ακούγονται τρεχαλητά και σφυρίγματα, ύστερα πάλι ντουφεκιές. Βαράνε όπου βρίσκουνε, όπου νομίζουν και σ' ό,τι κινείται. Φοβούνται και τη σκιά τους. Πάνε τοίχο -τοίχο και στα μουλωχτά. Σε κάθε παράθυρο ανοιχτό καιροφυλαχτεί γι' αυτούς ένα ντουφέκι. Τα φορεία πηγαινοέρχονται φορτωμένα. Μα ο εχθρός είναι σκιά και δε χτυπιέται. Αξιωματικοί και παραξιωματικοϊ καταστρώνουν σχέδια και δίνουν εντολές. Αν χρειαστεί, να κατεβάσουν κι άλλες ενισχύσεις. Ολη η δύναμή τους στην Αθήνα είναι σε συναγερμό. Τα σκυλιά ουρλιάζουν και μας έχει πιάσει πανικός. Δεν πεινάσαμε, δε νυστάξαμε. Νερό μονάχα σαν κοράκια ν' απαλύνει τον τρόμο. Μεγάλη μέρα. Ατέλειωτη. Ηλιος δε βασιλεύει. Ρολόι που σταμάτησε το χρόνο αχρηστεμένο. Πέρα στο βάθος η ζέστη αφήνει υδρατμούς σε κύματα. Μετά τις πέντε αρχίζει η πράξη η στερνή. Τέτοιο πατιρντί δεν ξανακούστηκε. Βάζω τα χέρια στ' αυτιά να γλυκάνω το θόρυβο. Κάτι σε λίγο φάνηκε πως, να, κοπάζει. Υστερα απλώθηκε ησυχία. Μετράμε τα λεπτά. Κάθε λεπτό κι ένας χρόνος ολάκερος.

Ενα... δύο... τρία... πέντε... δέκα!

Υστερα πέντε αργές, απόκοσμες ντουφεκιές, παράταιρες και ξεχασμένες, σ' όλο εκείνο το νταβατούρι. Μετά νέκρα παγερή μέσα στην τόση κάψα κι αργότερα ο σαματάς από τις μηχανές των καμιονιών που βάζουν να κινήσουν.

Πήρε το σούρουπο σαν κάθε μέρα. Ενας τεράστιος κόκκινος ήλιος γλείφει τη ραχοκοκαλιά του Αιγάλεω, αδιάφορος στα γενόμενα, χαμογελάει καληνύχτα.

Ξεχύθηκε στους δρόμους ο κόσμος να μάθει τα μαντάτα. Από κοντά και μεις το παιδομάνι. Ενα στενάκι ήταν αυτό χωμένο ανάμεσα Κρέμου και Λασκαρίδου, στο ύψος Αγίων Πάντων και πριν τη Χαροκόπου.

Οδός Μπιζανίου. Ονομα σημαδιακό.

Δεν ήταν οι αντάρτες που 'ρθαν να λευτερώσουν την Αθήνα. Δεν ήταν ο λόχος απ' την Καλλιθέα. Και μήτε σαν ενίσχυση εκείνος απ' τον Ταύρο.

Δέκα παιδιά, όλα κι όλα. Δέκα απλά αμούστακα αγόρια, λιανά και χλομιασμένα. Με το δάχτυλο ακόμα στη σκαντάλη και την αράδα το αίμα στο μισάνοιχτο χείλι. Με το μάτι σβησμένο και την ψυχή φευγάτη στην αιωνιότητα και την αθανασία.

Ηταν τα παιδιά που πριν λίγο καιρό κλοτσούσαν ανέμελα το πάνινο τόπι στα κολονάκια. Τα παιδιά με τα ξηλωμένα μπατζάκια και τα κοντοβράκια. Τα παιδιά με την ξεραμένη γόπα, τα ξεχειλωμένα φανελάκια και τα ξυπόλητα πόδια. Ηταν τα παιδιά που οι μεγαλόσχημες κυράδες των έξω σπιτιών ονομάτιζαν περιφρονητικά «κουκουέδες».

Σε μένα δε μένει τίποτα άλλο, παρά να σταθώ ένα λεπτό στο προσκεφάλι τους. Να σκουπίσω τ' αταίριαστο δάκρυ στην κόχη του ματιού, ν' αποτίσω φόρο τιμής και δόξας στο μεγαλείο τους και ν' αναφέρω τα ονόματά τους.

Θανάσης Αλεξίου 18 χρονών

Δημήτρης Βασιλειάδης 19 χρονών

Στέλιος Βιτσέντζος 20 χρονών

Δημήτρης Γαλιάτσος 19 χρονών

Γιώργος Γυμνόπουλος 21 χρονών

Γιάννης Ιωακειμίδης 17 χρονών

Παύλος Λιγνόπουλος 18 χρονών

Γαβρήλος Μυριδινός 25 χρονών

Ιορδάνης Παπαδόπουλος 20 χρονών

Σπύρος Χατζηπουλημένος 17 χρονών

«Κάστρο δεν ήταν

μ' άντεξε σαν Κάστρο»

Την άλλη μέρα, στο σπίτι της Μπιζανίου έγινε θρύλος για λαϊκό προσκύνημα. Ολη η Καλλιθέα έκλαψε, τίμησε και κήδεψε τα παιδιά της. Τα μαγαζιά κλείνουν. Τμήματα του ΕΛΑΣ περιφρουρούν την κηδεία. Γίνεται για ένα λεπτό ησυχία.

Μέσα απ' τις φουρτουνιασμένες ψυχές ξεχύνεται ανάλαφρο, σαν γάργαρο νερό, το μοιρολόγι:

«Επέσατε θύματα, αδέλφια εσείς,

σε άνιση μάχη κι αγώνα»

Πώς γίνανε τα πράματα ακριβώς κανείς δεν ξέρει. Παγιδεύτηκε η ομάδα μεταξύ Ιλισού - Χαροκόπου. Στη Θησέως τμήματα τσολιάδων τους εντοπίζουν και τους ρίχνουν. Χώνονται στη σχολή Λαζαροπούλου (γωνία Αγ. Πάντων και Λασκαρίδου) να ξεφύγουν. Τους χτυπούν. Από ένα τοιχάκι της σχολής πηδούν στην αυλή του σπιτιού της Μπιζανίου που συνόρευε. Εκεί βρίσκονται πια περικυκλωμένοι απ' όλες τις μεριές. Οι τσολιάδες καλούν ενισχύσεις κι η άνιση μάχη αρχίζει. Αργότερα κάνουν σινιάλο μ' ένα άσπρο μαντίλι. Απελευθερώνουν δυο γυναίκες και τρία παιδιά που βρίσκονται σπίτι και το ντουφεκίδι συνεχίζεται.

Πλήρωσαν ακριβά οι Γερμανοτσολιάδες. Πάνω από πενήντα νεκρούς και τραυματίες. Τίμημα βαρύ για θριαμβολογία. Για μας παχιά η σοδειά της συμφοράς τους.

(Από το βιβλίο «Συνοικισμός Χαροκόπου»)


Του
Βασίλη ΛΙΟΓΚΑΡΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ