ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Σεπτέμβρη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τα μνημεία ως σύμβολα

Και πρώτα πρώτα, όταν μιλούμε για Μνημεία, πρέπει να δεχόμαστε, με κάποιον τρόπο, πως η ιστορική λειτουργία ενός «μνημείου» είναι η συμβολική δυνατότητά του να φέρνει στη μνήμη των ανθρώπων ένα συγκεκριμένο Γεγονός ή να μας αποκαλύπτει την ανάπτυξη μιας διαδικασίας, η σημασία της οποίας για τη διαμόρφωση της Ιστορίας και του Πολιτισμού ήταν αποφασιστική. Με τον τρόπο αυτό, αν σκεφτούμε έτσι, δηλαδή, αποφεύγουμε τη λανθασμένη αντίληψη που υποστηρίζει πως ως μνημεία είναι δυνατό να χαρακτηρίζονται μόνο συγκεκριμένες κατασκευές, που εντυπωσιάζουν με το μέγεθος, το υλικό τους ή τη «σοφία» της κατασκευής τους. Κι αυτό σημαίνει πως τόσο ο Παρθενώνας, όσο και μια χούφτα απανθρακωμένο στάρι, που βρέθηκε σε μια ανασκαφή και χρονολογείται στο 5300 π.Χ. είναι δυνατό να χαρακτηριστούν ως μνημεία, το καθένα από αυτά για διαφορετικούς λόγος. Ο Παρθενώνας, γιατί από τη μια πλευρά μάς αποκαλύπτει τις κατασκευαστικές δυνατότητες του 5ου προχριστιανικού αιώνα, και από την άλλη, γιατί συμβολίζει τις αντιλήψεις μιας κοινωνίας για το περιεχόμενο της σχέσης του Ανθρώπου με τη Δημοκρατία, την Ελευθερία και την Ειρήνη. Το απανθρακωμένο στάρι που χρονολογείται στην 6η προχριστιανική χιλιετία μάς αποκαλύπτει το επίπεδο ανάπτυξης και τη σχέση του Ανθρώπου με τη Γη μιας κοινωνίας που έζησε 7.500 χρόνια, πριν από μας.

Μνημείο, επίσης, είναι η στημένη, στην κεντρική πλατεία μιας μικρής κωμόπολης, απέριττη μαρμάρινη κολόνα, στην επιφάνεια της οποίας είναι γραμμένα τα ονόματα των νεκρών του πρόσφατου πολέμου, όσο και η μεγαλοπρεπής κατασκευή του Αγνωστου Στρατιώτη στην πλατεία του Συντάγματος της Αθήνας. Δυστυχώς, ο τρόπος με τον οποίο ασκήθηκε η Αρχαιολογία και η ιστορία της Τέχνης γενικά, και γράφτηκε η Ιστορία επέβαλε άλλες επιλογές. Ετσι, καταλήξαμε σήμερα να θεωρούμε ως βασικό στοιχείο ενός Μνημείου την «εντύπωση» και όχι το συμβολισμό του. Το μέγεθος, με άλλα λόγια, και το πολύτιμο υλικό της κατασκευής του και όχι την αναφορά του στην προσπάθεια του Ανθρώπου να παραγάγει τις αντικειμενικές συνθήκες της ύπαρξής του, να διαμορφώσει την Ιστορία, επομένως και τον Πολιτισμό.

Με βάση μια τέτοια αντίληψη είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως το πανό που κρεμάστηκε στα βραχώδη πρανή της Ακρόπολης και διαδήλωνε την πίστη ενός λαού για την ειρήνη και την αγανάκτησή του ενάντια σ' αυτούς που τη φαλκιδεύουν ούτε την υπόσταση των μνημείων του «ιερού λόφου» κατέστρεφε ούτε την ακεραιότητά τους. Αντίθετα, υποστήριζε με το περιεχόμενό του και το «μνημειακό» του μέγεθος τη συμβολική τους λειτουργία. Εφερνε στη μνήμη των ανθρώπων την ιστορία μιας εποχής και βοηθούσε με τις καταγγελίες του όλους μας να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία ενός μνημείου στη σύγχρονη ζωή μας. Να φέρουμε, επιτέλους, με σοβαρό τρόπο, τη συζήτηση, για να αμφισβητήσουμε, αν χρειάζεται, και χρειάζεται, τους τρόπους με τους οποίος επιβάλλονται σ' αυτή τη ζωή τα σύμβολα και η λειτουργία τους, τα εθνικά ιδεώδη και τα εθνικά «στοιχήματα». Να αμφισβητήσουμε, αν χρειάζεται, και χρειάζεται, τους τρόπους με τους οποίους τοποθετείται η εκπαίδευσή μας απέναντι στην Ιστορία. Να αμφισβητήσουμε, αν χρειάζεται, και χρειάζεται, τους τρόπους, με τους οποίους διαμορφώνονται οι πολιτικές που ασκούνται στο χώρο του πολιτισμού. Δυστυχώς, όμως, τέτοιες αμφισβητήσεις φαίνεται πως ξεχνιούνται κάτω από τα φώτα των πυροτεχνημάτων και των εορταστικών βεγγαλικών. Γι' αυτό και πολύ σοβαρά αναρωτιέμαι: Μήπως τελικά ένα τέτοιο πανό, σαν αυτό που κρεμάστηκε στα βράχια της Ακρόπολης, ήρθε η ώρα να μας σκεπάσει όλους μας, για να θυμηθούμε ό,τι ξεχάσαμε!


Του
Γ.Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


«Σύντροφε Μάνο, Κρητικόπουλο, Ερωτόκριτέ μας, άξιε γιε της Ρωμιοσύνης/ Ερωτας είσαι και ομορφιά και λεβεντιά και αγάπη/ στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη/ μες τη φωνή σου ακέριος ο λαός βρίσκει την πιο σωστή φωνή του/ μες τη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί κι ένα λιοντάρι δένουν τη φιλία του κόσμου. Σύντροφε Μάνο, εσένανε σου πρέπουν αψηλόκορμοι ύμνοι σαν τον πάππο σου τον Ψηλορείτη, λόγια τρανά για την αντρειά σου και την τέχνη σου, καθώς αυτά στις ραψωδίες του Ομήρου, όμως εγώ φτωχές ακούω τις λέξεις μου μπροστά στην ελατόφυτη καρδιά σου, κι έτσι, μονάχα δέκα στίχους σου αφιέρωσα κι ένα μεγάλο "Γεια σου ωρέ Λεβεντο-Μάνο", ένα μεγάλο "Γεια σου" που αναβλύζει απ' τις καρδιές κι από τα στόματα όλων των συντρόφων» (Γιάννης Ρίτσος 14 IV 81).


ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
«Αξιος γιος της Ρωμιοσύνης»

Μάνος Κατράκης - Θόδωρος Αγγελόπουλος, στα γυρίσματα της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα»
Μάνος Κατράκης - Θόδωρος Αγγελόπουλος, στα γυρίσματα της ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα»
Είκοσι χρόνια συμπληρώθηκαν (2 Σεπτεμβρίου), φέτος από την πικρή απώλεια του μεγάλου ηθοποιού, του αλησμόνητου, ακριβού συντρόφου μας, Μάνου Κατράκη. Το υπόδειγμα του γενναίου αγωνιστή, του σταθερού, ασυμβίβαστου και συνειδητού κομμουνιστή και μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη, δε σβήνει από τη μνήμη μας. Της ανήκει! Δίδαξε και «ποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική σκηνή, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, στον Αϊ - Στράτη, στην Ικαρία.

Η παλικαριά του Μάνου Κατράκη, η αγάπη και ο μόχθος για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη, η δύναμή του, η εργατικότητά του, η σεμνότητά του η αταλάντευτη πολιτική του στάση, είναι μερικά από τα επίγεια χαρίσματά του, που θα κατοικούν πάντα στη μνήμη μας, διατηρώντας ανεξίτηλη την εικόνα, που ούτε ο θάνατος μπορεί να αλλοιώσει.

Είκοσι χρόνια, λοιπόν, από τη μέρα, που ο «Ερωτόκριτός μας», ο «άξιος γιος της Ρωμιοσύνης» - έτσι όπως ο Γιάννης Ρίτσος τον «τραγούδησε» - εγκατέλειψε την ύλη του και πορεύτηκε στο πάνθεον εκείνων, οι οποίοι στο πέρασμά τους από τη ζωή δημιούργησαν ιστορία και έργο. Είκοσι χρόνια, το ψηλορείτικο ανάστημά του δεν «κυκλοφορεί» ανάμεσά μας και η ολύμπια φωνή του δεν αντηχεί στις συγκεντρώσεις μας, όμως το φωτεινό παράδειγμα αταλάντευτης πίστης και συντροφικότητας θα λάμπει για πάντα. Αλλωστε, η παρακαταθήκη του, πνευματική, καλλιτεχνική και πολιτική, δε χάνεται στο χρόνο, όταν έχει ευλογηθεί, από εκτίμηση, σεβασμό και αγάπη.

Μάνος Κατράκης - Λίντα Αλμα
Μάνος Κατράκης - Λίντα Αλμα
Δεν ξεχνάμε, όμως, και την σύντροφο της ζωής του, την Λίντα Αλμα. Πέντε χρόνια, επίσης, συμπληρώθηκαν (2 Αυγούστου 1999), που η μεγάλη κυρία του χορού και ακριβή σύντροφος του Μάνου Κατράκη, η διακεκριμένη και γοητευτική χορεύτρια Λίντα Αλμα, τον ακολούθησε, μετά από δεκαπέντε χρόνια σκληρής μοναξιάς, εξαιτίας της απουσίας του πολυαγαπημένου της Μάνου.

Παθιασμένος εργάτης της Τέχνης

Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε το 1908 στα Χανιά (Καστέλι Κισσάμου) Κρήτης. Πρωτοεμφανίστηκε το 1928 στο Θίασο των Νέων, λίγο αργότερα έπαιξε Ερωτόκριτο στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, από το οποίο εκδιώχθηκε το 1940 εξαιτίας της ιδεολογίας του. Από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει μια δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας.

Μέλος του ΕΑΜ Εθνικού Θεάτρου κατά την Κατοχή διώχτηκε και εξορίστηκε (1947-1952) κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Το 1952 επανήλθε στη σκηνή με ποιητικά απογευματινά, με συμμετοχή του στις «Δελφικές Γιορτές» του Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης) και με το θίασό του με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκράντε, Ατμόπλοιο Τζόαν Ντάβερς, Βαθιές είναι οι ρίζες, Ολα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά κ.ά.).

Το 1955 ίδρυσε το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Αρεως, το οποίο εγκαινίασε με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Δ. Κορομηλά. Στο ίδιο θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε έως το 1967 με έργα κυρίως ελληνικού ρεπερτορίου και αγωνιστικής πνοής («Ο μονοσάνδαλος του Τσέκουρα», «Το κορίτσι με το κορδελάκι» και «Η Αντιγόνη της Κατοχής» του Περγιάλη, «Ο Πατούχας» του Κονδυλάκη και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη, όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Χριστόφορος Κολόμβος», «Ο Καπετάν Μιχάλης»), αλλά και κλασικό ρεπερτόριο («Ιούλιος Καίσαρ» του Σαίξπηρ, «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγκα κ.ά.).

Ο Μάνος Κατράκης με συντρόφους του στην εξορία
Ο Μάνος Κατράκης με συντρόφους του στην εξορία
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου, Μ. Μερκούρη), ενώ συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.

Το 1973 ο Μάνος Κατράκης προσλήφθηκε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον «Οθέλλο» και τον «Δον Κιχώτη», και στην Επίδαυρο στον «Οιδίποδα τύραννο» (1973) και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1974). Το 1977 επανιδρύθηκε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και ο Κατράκης έπαιξε έργα Αρμπούζωφ «Φθινοπωρινή ιστορία» με την Ελλη Λαμπέτη, Γκόρκι «Οι Τελευταίοι» και Λέοναρντ το περίφημο «Ντα», που αποτέλεσε το κύκνειο σχεδόν άσμα του, αφού, παιζόμενο επί δύο συνεχή χρόνια, θεωρήθηκε η κωδικοποίηση της υποκριτικής του.

Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους. Με το μεγαλόπρεπο ανάστημά του και τη βαριά κρυστάλλινη φωνή του, απέδειξε τις υποκριτικές του ικανότητες, κυρίως σε ρόλους τραγικούς, όπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη», ενώ πρωταγωνίστησε σε πολύ σημαντικούς ρόλους σπουδαίων έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου και σημάδεψε με το παίξιμό του μερικά από τα αρχαία κλασικά δράματα («Ιούλιος Καίσαρας», «Εμπορος της Βενετίας», «Οθέλλος», «Πέερ Γκυντ», «Δον Κιχώτης», «Βασιλεύς Ληρ», «Αντιγόνη», «Μήδεια», «Οιδίπους Τύραννος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Πέρσαι»).

Μάνος Κατράκης - Παντελής Ζερβός από τον «Δον Κιχώτη»
Μάνος Κατράκης - Παντελής Ζερβός από τον «Δον Κιχώτη»
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες Κινηματογράφου από «Το λάβαρο του '21» (1928) έως το «Το Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984). Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στον «Μαρίνο Κοντάρα» του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961), στην «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο «Ενας Ντελικανής» του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Συγκλονιστικότερη όλων, όμως, υπήρξε η ερμηνεία του στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

«Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής»

Πιστεύοντας, όμως, πάντα πως η Τέχνη δεν υπάρχει από προσωπική ανάγκη για έκφραση, αλλά είναι ένα σπουδαίο κοινωνικό λειτούργημα, που εξυπηρετεί την ανάπτυξη της κοινωνίας μας, έστρεψε την τέχνη του και τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση υψηλών στόχων, σκοπών και προοπτικών.

«Η έντιμη και σωστή θεώρηση της Τέχνης» - είχε πει σε μια τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε το ΚΚΕ για εκείνον το 1981- «οδηγούν τον καλλιτέχνη στο σωστό δρόμο. Ετσι, το έργο του γίνεται δεκτό από όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από πολιτικές ή όποιες άλλες διαφορές».

Στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και στα τραγικά χρόνια του Εμφυλίου, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της Αντίστασης. Απολύεται από το Εθνικό για τις ιδέες του, συλλαμβάνεται, του ζητούν να υπογράψει δήλωση, αρνείται και εξορίζεται στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ - Στράτη, μέχρι το 1952.

Χαρακτηριστικό είναι ένα επεισόδιο που έχουν διηγηθεί, τόσο ο Γιάννης Ρίτσος, όσο και η Ρούλα Κουκούλου, όταν οι Αλφαμίτες τον βασάνιζαν: «Γονάτισε Κατράκη» - του έλεγαν - «αλλιώς θα πεθάνεις». «Οχι, ρε παιδιά, τέτοια χάρη δε σας την κάνω». «Τι παριστάνεις, ρε;» - συνέχιζαν - «Τον Μαρίνο Κονταράτο;» (τον ήρωα της ομώνυμης ταινίας που είχε ενσαρκώσει τον ατρόμητο ήρωα). Κι ο Κατράκης αποκρίθηκε «όχι ρε παιδιά, δεν παριστάνω τον Μαρίνο Κονταράτο, απλά τον άνθρωπο».

Αλλά και αργότερα, ήταν πάντα από τους πρώτους, σε όλους τους λαϊκούς αγώνες και πάντα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του. Σε εποχές γενικού ξεπουλήματος, ο Μάνος Κατράκης, είτε με το λόγο του «Προμηθέα», είτε με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση, στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του ΚΚΕ, τίποτε άλλο δεν επιζητούσε από το να υπηρετήσει τον άνθρωπο.

«Η ζωή άρχισε από τότε που μπήκα στο Κόμμα μου», είχε πει ο ίδιος. «Διάλεξα να είμαι κομμουνιστής. Αισθάνομαι υπερηφάνεια για το κόμμα, για τις εκατοντάδες χιλιάδες τους συντρόφους, που αποτελούν τον κορμό του μεγάλου δέντρου του μέλλοντος. Από αυτό αντλούμε όλη τη δύναμη για την τελική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του λαού μας. Από τη ζωοδότρα πηγή αυτού του λαού παίρνουμε εμείς οι καλλιτέχνες το υλικό, που το κάνουμε λόγο, εικόνα, ποίηση, μουσική, θέατρο και ό,τι άλλο βοηθά στην καλυτέρευση του νου και της ψυχής».

Και όπως κάθε μεγάλος αγωνιστής, για τους αγώνες του δε μιλούσε πολύ - όπως είχε πει στο «Ρ» η Λίντα Αλμα. «Τα περισσότερα τα έμαθα από τους φίλους του, από τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο. Εμαθα λεπτομέρειες της εξορίας και των αγώνων του. Ηταν πολύ σεμνός άνθρωπος. Η σεμνότητά του αυτή φαντάζομαι ότι τον εμπόδισε να πραγματοποιήσει πολλά πράγματα που ήθελε. Περισσότερο, βέβαια, αγάπησα το ήθος, την αξία του και ασφαλώς το ταλέντο του. Είχα γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο κι όμως αυτός ο άνθρωπος με εντυπωσίασε».

Την εντυπωσίασε πράγματι τόσο πολύ, από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισε, που εγκατέλειψε ουσιαστικά μια καριέρα, που είχε αρχίσει να διαγράφεται λαμπρή στο εξωτερικό.


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ