ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Σεπτέμβρη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ' οδόν με μια φωτογραφική μηχανή

Τρίκερι. Η σκάφη, η πήλινη λεκάνη, το σαπούνι, που καθαρίζει με το νερό της θάλασσας. Πολέμησαν και με τις ψείρες

ΣΥΛ. ΠΟΛ. ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τρίκερι. Η σκάφη, η πήλινη λεκάνη, το σαπούνι, που καθαρίζει με το νερό της θάλασσας. Πολέμησαν και με τις ψείρες
Η ιστορία μιας KODAK

Αν είχε γλώσσα, θα 'λεγε κι αυτή τη δική της ιστορία. Πλούσια κι ηρωική ιστορία. Μα, δεν έχει γλώσσα. Εχει, όμως, μάτι. Και τι μάτι! Τα 'βλεπε όλα και μάλιστα από μακριά. Τα 'δειχνε, ή, καλύτερα, τα κατάγγελνε. Μιλάμε για μια φωτογραφική μηχανή KODAK, απ' αυτές τις παλιές αντίκες, τις τετράγωνες. Κειμήλιο του αντιφασιστικού αγώνα, που γλίτωσε από φωτιά και μπαρούτι για να παραδοθεί στο Αρχείο του Κόμματός μας απ' την «ιδιοκτήτρια», την καλή συμπολίτισσα, την σ. Μαριγούλα Μαστρολέων - Ζέρβα, με σκοπό να πλουτίσει τις προθήκες του αυριανού Μουσείου Αγώνα του ΚΚΕ.

Η KODAK ξεκίνησε το πολυτάραχο ταξίδι της απ' το Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, το Μάρτη του 1948, όταν η ...«ιδιοκτήτριά» της μεταφέρθηκε, μαζί με χιλιάδες αγωνίστριες, στο στρατόπεδο γυναικών της Χίου, θύμα κι αυτή της αντικομμουνιστικής μανίας της κυβέρνησης του φιλελεύθερου Θεμ. Σοφούλη!

Η Μαριγούλα σκέφτηκε τότε ότι η KODAK πρέπει να 'ρθει γρήγορα στα χέρια της για ν' ...απαθανατίσει τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των γυναικών πολιτικών κρατουμένων στο στρατόπεδο της Χίου. Με συνθηματικό τρόπο, δίνει οδηγίες στην αδελφή της για τον τρόπο που θα «ταξιδέψει» η φωτογραφική μηχανή απ' τον Πειραιά στη Χίο, ενώ με τη συνεργασία της καθοδήγησης του στρατοπέδου καταστρώνεται το σχέδιο, για να μην την ανακαλύψουν οι χωροφύλακες που ελέγχουν τα γράμματα και τα δέματα που έστελναν οι συγγενείς των κρατουμένων.

Οι εξόριστες φτάνουν φορτωμένες στο νησάκι παλαιό Τρίκερι

ΣΥΛ. ΠΟΛ. ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Οι εξόριστες φτάνουν φορτωμένες στο νησάκι παλαιό Τρίκερι
Η KODAK τοποθετείται σ' ένα σακούλι, που περιέχει πέντε οκάδες ζάχαρη, για να φτιάξουν οι εξόριστες δήθεν μαρμελάδα που κάνει καλό στη δυσκοιλιότητα! Εδώ, όμως, να δώσουμε το λόγο στην σ. Μαριγούλα:

«Είμαστε μια παρέα από Πειραιώτισσες, η Πολυτίμη Τιμογιαννάκη, Ζωή Αθανασιάδου, Δέσποινα Δελησάββα και η Λεμονιά Γεωργά». Τις φώναξα και τους είπα το Μυστικό, «η μηχανή έρχεται και πρέπει να τη γλιτώσουμε στον έλεγχο».

Το ψιλοκουβεντιάσαμε και αποφασίστηκε: «Θα πάμε όλες μαζί και την ώρα που θα ελέγχει ο χωροφύλακας το δέμα θα του πιάνομε την κουβέντα να του αποσπάμε την προσοχή και εσύ - λέω στη Ζωή - θα δεις πώς θα πάρεις το σακούλι με τη ζάχαρη και θα εξαφανιστείς».

Ετσι κι έγινε. Η μηχανή πέρασε στο στρατόπεδο κι άρχισε το «έργο» της. Τα πράγματα δυσκόλεψαν, όταν οι κρατούμενες μεταφέρθηκαν στο Μακρονήσι. Η μηχανή ήταν ανάγκη να μεταφερθεί για ν' αποκαλύψει το όργιο που συντελέστηκε στο «νέο Παρθενώνα». Οι έλεγχοι, όμως, στις σκηνές απ' τους αλφαμίτες ήταν καθημερινοί και εξονυχιστικοί. Ο κίνδυνος ν' ανακαλυφθεί η μηχανή ήταν πολύ μεγάλος. Η σ. Μαριγούλα μας λέει: «Το σκέφτηκα πολύ. Πήρα ένα σπάγκο που είχα δέμα, μια μαξιλαροθήκη, βάζω μέσα τη Μηχανή και φεύγω. Πήγα και βρήκα μια μεγάλη γυναίκα Μυτιληνιά, Μάηκο τη φωνάζαμε, που φορούσε βράκες. Της είπα τι συμβαίνει και αν θέλει να της κρεμάσω τη Μηχανή μέσα στη βράκα να μη μας την πάρουν: Η απάντησή της «και το ρωτάς μαρή; Τι νόμιζες; Πως η Μάηκο θα σου έλεγε όχι; Αμ καημένη. Αϊντε σύρε να μου τη φορέσεις».

Μπαίνομε μέσα στη σκηνή, δένω το σακούλι με το σπάγκο και της την κρεμάω χαμηλά που φούσκωνε η βράκα και της έδεσα το σπάγκο στη μέση. Οσο της έδενα το σπάγκο, μου έλεγε: «σιγούρεψέ τον καλά μαρή». Οταν τελειώσαμε, άρχισε να περπατάει, λέγοντάς μου «τήρα καλά μη μας πάρουν χαμπάρι οι λεχρίτες». Της λέω. «Και στο χορό να μπεις, δε θα φανεί». «Αϊντε σύρε και μη φοβάσαι, ξέρει η Μάηκο από τέτοια».

Γυναίκες εξόριστες στο Τρίκερι. Αναστηλώνουν τις γκρεμισμένες σκηνές πάλι και πάλι

ΣΥΛ. ΠΟΛ. ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Γυναίκες εξόριστες στο Τρίκερι. Αναστηλώνουν τις γκρεμισμένες σκηνές πάλι και πάλι
Πήγα στη σκηνή μου, με περίμεναν οι άλλες και φύγαμε για το Α2, στο γραφείο του Βασιλόπουλου, ξέραμε τι μας περιμένει. Και αφού πήγαμε και του είπαμε πως δεν έχομε μηχανή, σηκώθηκε, φώναξε: «Και αυτές εγώ τις έβγαλα;» και χτύπαγε με τη βίτσα που συνήθιζε να κρατά στο γραφείο, που ήταν η εφημερίδα ανοιχτή. Φωνάζει τους αλφαμίτες και τους έστειλε να ψάξουν τις σκηνές. Εμάς μας είπαν «δεν έχει από σήμερα ούτε γράμματα, ούτε δέματα».

Μια μέρα, δυο αλφαμίτες συναντιούνται με την Μάηκο και τη ρωτάνε:

- Καλέ θεια, μήπως είδες καμιά να βαστάει καμιά μηχανή να βγάλει φωτογραφίες, να μας βγάλει και μας να στείλουμε στη μανούλα μας;». Τους απαντά η Μάηκο «αχ εγώ είχα μια κατσίκα στο χωριό και έκανε πέντε οκάδες γάλα και πήγαν και μου την πήραν οι λεχρίτες οι προδότες των Γερμανών». Οταν την άκουσαν, την αγριοκοίταξαν και έφυγαν.

Η Μάηκο σε λίγο με φωνάζει και μου λέει:

- Τώρα είναι επικίνδυνο να μας την πάρουν τη μηχανή. Σύγκαψα η καψερή και στον ύπνο μου τη σηκώνω...

Η KODAK συνέχισε τη δύσκολη αποστολή της. Η Μάηκο την παράδωσε στην Μαριγούλα κι αυτή στην υπεύθυνη, για να την προωθήσει στους άντρες της χαράδρας που βασανίζονταν απ' τους αναμορφωτές.

Κι ήρθε ο Σεπτέμβρης του 1948. Μεταγωγή πίσω πάλι στο Τρίκερι. Φορτώναμε τα πράγματά μας στο αρματαγωγό και ακούω και με φώναζαν δύο συνεξόριστές μου, πήγα κοντά και μου λένε: «Πέρασε το αυτοκίνητο που κάνει διανομή τις κουραμάνες και μας πέταξαν αυτές τις τρεις κουραμάνες. Μας φώναζαν δώστε και μία στη Μαριγούλα τη Μαστρολέων, και μας έκανε εντύπωση με τον τρόπο που το φώναζαν».

Τρίκερι. Για ξύλα και προσανάμματα

ΣΥΛ. ΠΟΛ. ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Τρίκερι. Για ξύλα και προσανάμματα
Οταν τις άκουσα, παραξενεύτηκα και εγώ και τους λέω «δεν έχω κανένα γνωστό στη ΣΦΑ». Λέει η μία, «τις ανοίγουμε μήπως έχουν κανένα σημείωμα;», τίποτα άλλο δεν πέρναγε από το μυαλό μας.

Αρχίσαμε και τις κόβαμε στη μέση και στη δεύτερη κουραμάνα, που ήταν και λίγο πιο φουσκωτή, βρήκαμε μέσα τη φωτογραφική μηχανή.

Η KODAK είχε ολοκληρώσει την ιστορική της διαδρομή. Εκανε το γύρο απ' το Χατζηκυριάκειο, στο στρατόπεδο της Χίου, στο Μακρονήσι, στη «Χαράδρα» στη ΣΦΑ, στο Τρίκερι. Τερμάτισε, στην τιμητική θέση, εκεί που τις αξίζει. Στο ιστορικό Αρχείο του ΚΚΕ.


Δημήτρης ΣΕΡΒΟΣ


Πόθοι και πάθη στο βάλτο

Λιτό, δυνατό, λυρικό, σκληρό, αλλά και τρυφερό, είναι το νέο βιβλίο του Βαγγέλη Κούτα «Η κραυγή του Ηταυρου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Ο Γιάννης, ένας άνδρας 45 ετών, επιστρέφει μετά από τριάντα χρόνια εκεί, κοντά στο βάλτο. Εκεί, στη γη που τον γέννησε, που τον πίκρανε, που τον μόλυνε με το μικρόβιο της φτώχειας. Ο Γιάννης αναπολεί, δε νοσταλγεί όμως. Συγχωρεί και ζητά συγχώρεση από τις αναμνήσεις που τον πλημμυρίζουν. Οσο τα χιλιόμετρα που τον χωρίζουν από τη γενέθλια γη λιγοστεύουν, τόσο αυξάνεται η ταχύτητα με την οποία κινείται, πίσω, στο χρόνο. Με πόνο. Ηπειρος, 1954, σε ένα μικρό χωριό, ξεχασμένο από όλους, οι οικογένειες ζουν χωρίς προσδοκίες. Δεν έχουν σχέδια για το μέλλον, δεν ονειρεύονται. Ψαράδες και Βλάχοι τυροκόμοι. Ανέχεια και δυστυχία και ο Ηταυρος δε σταματά να τραγουδά το ιδιόμορφο τραγούδι του από το Φλεβάρη μέχρι τον Ιούνη. Μέσα στο τέλμα, όμως, φύεται το πάθος και ο πόθος, η ζήλια, η κακεντρέχεια, η ταπείνωση, το μίσος, η βεντέτα. Αλλά και η αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας αφηγείται με ποιητική δεξιοτεχνία μια πολυπρόσωπη ιστορία. Την ιστορία φτωχών ανθρώπων που «βάλτωσαν». Που ήλπισαν, που απελπίστηκαν, που πόθησαν, που αμάρτησαν, που εκδικήθηκαν. Που, τελικά, εξιλεώθηκαν από την ίδια τη ζωή ή από το θάνατο. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι η συμπόνια, ο σεβασμός και το έλεος που δείχνει ο συγγραφέας για τα «πετεινά» του ουρανού: Τους ήρωές του.


Καλά κρασιά...

Μεικτός γάμος και κατά συνέπεια κρεολή η απόγονος είναι; Οχι το ροζέ κρασί δε γίνεται, ή μάλλον δεν επιτρέπεται - βάσει του νόμου - να παραχθεί από την πρόσμειξη λευκών και ερυθρών ποικιλιών. Αυτό το υπέροχο χρώμα του, αυτό το απαλό ροζ οφείλεται στη βραχεία εκχύλιση του χυμού ερυθρών ποικιλιών σταφυλιού. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι έχει ερυθρά κληρονομικότητα, αλλά λευκές συνήθειες... Παραδείγματος χάρη, δεν πίνεται ζεστό. Ιδανική θερμοκρασία θεωρείται αυτή των 12ο C. Το ροζέ έχει ανάγκη δροσιά, όχι όμως και ψυγείο. Η ελληνική παραγωγή κρασιού αποτελείται από 60% λευκά κρασιά, 25% κόκκινα και μόνο 15% ροζέ. Γιατί; Ιδέα δεν έχω, ίσως εμείς οι Ελληνες να έχουμε διαφορετικά γούστα από εκείνα των Γάλλων, των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών. Ομως μια νέα γενιά ροζέ κρασιών κάνει την εμφάνισή της και στα δικά μας μέρη, μια γενιά που επιχειρεί να μας αλλάξει τις συνήθειες και να γίνει μόδα. Εκείνο όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε, είτε πρόκειται για ροζέ είτε για κόκκινο κρασί, είναι να ανοίγουμε το μπουκάλι μια ώρα πριν από το σερβίρισμα για να αεριστεί. Κατά τα άλλα καλά κρασιά...


Και ενώ η πόλη ζει στους ρυθμούς των Ολυμπιακών Αγώνων, εξαφανίζονται μυστηριωδώς οι λαμπαδηδρόμοι, κινδυνεύουν μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, κυκλοφορούν παντού φήμες για συνωμοσίες, απειλούνται πολιτικές αναταραχές και πολεμικές συγκρούσεις, συγχέονται οι στόχοι με τους υπόπτους και το ενδεχόμενο ενός πολλαπλού σαμποτάζ σπέρνει τον πανικό και την ανασφάλεια. Ο Μάνουελ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ο δημιουργός του ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, με το καυστικό, σκωπτικό, αλλά και ανατρεπτικό του χιούμορ, δεν αφήνει τίποτε όρθιο στο βιβλίο του «Σαμποτάζ στους Ολυμπιακούς αγώνες» (εκδόσεις Μεταίχμιο»). Και βάζει το «δικό» του άνθρωπο να κάνει τις έρευνες, για να ανακαλύψει, επιτέλους, τι συνέβη ή τι δε συνέβη στους Ολυμπιακούς Αγώνες, προσφέρει στον αναγνώστη απολαυστικές, ενίοτε σπαρταριστικές, στιγμές. Για τους φίλους του αστυνομικού, χιουμοριστικού μυθιστορήματος, θα είναι μια απόλαυση εκ του ασφαλούς, αφού οι δικοί μας Ολυμπιακοί Αγώνες τέλειωσαν.


Μια γεύση ανικανοποίητου, μια γεύση από ένα καλοκαίρι που δεν έζησα, έχω σήμερα. Πικρή γεύση. Πάει, δηλαδή πέρασε, αυτό ήταν; Οχι, δε γίνεται, να παραταθεί πρέπει, με κάθε τρόπο. Ανομο και έννομο. Ανομη, άραγε, να 'ναι η φαντασία; Πάμε ένα ταξίδι μακρινό; Πάμε σε μέρη, που μονάχα σε καρτ ποστάλ ή στον κινηματογράφο βλέπουμε; Πού χρόνος, πού χρήματα; Δε θέλω απαισιοδοξίες. Θα βρούμε τρόπο να φτάσουμε ως εκεί. Λέω να κάνω μια κρέμα Μάνγκο και να μεταφερθώ άκοπα και ανέξοδα σε κάποιο από αυτά τα νησιά. Στη μέση του πουθενά, με τα πράσινα κρυσταλλένια νερά και με τους κοκκοφοίνικες και τα μάνγκο στη στεριά. Πάμε;

Το εισιτήριό μας κοστίζει: Χίλια γραμμάρια από φρέσκο χυμό από ώριμο μάνγκο, διακόσια γραμμάρια ζάχαρη άχνη, ένα χυμό λεμόνι, επτά φύλλα ζελατίνας, πεντακόσια γραμμάρια κρέμα γάλακτος χτυπημένη και τρία ασπράδια αυγών. Θα λιώσουμε τα φύλλα στο ζεστό νερό, αφού προηγουμένως τα έχουμε μαλακώσει σε κρύο. Ρίχνουμε λίγο από το χυμό των μάνγκο, ανακατεύουμε γρήγορα και αδειάζουμε το μείγμα ζελατίνης μέσα στον υπόλοιπο χυμό, μαζί με εκατόν πενήντα γραμμάρια από τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε, ανακατεύουμε και ρίχνουμε το χυμό από το λεμόνι. Αφήνουμε να πήξει, χωρίς να παγώσει, και ρίχνουμε την κρέμα γάλακτος. Στο τέλος, χτυπάμε μαρέγκα τα ασπράδια μαζί με την υπόλοιπη ζάχαρη και ανακατεύουμε με το μάνγκο. Σερβίρουμε σε ατομικές φόρμες ή σε μια μεγάλη και το αφήνουμε στο ψυγείο για 2 ώρες τουλάχιστον. Το ξεφορμάρουμε με τη βοήθεια ζεστού νερού και σερβίρουμε με μαύρα σταφύλια. Με την πρώτη κιόλας κουταλιά, ζαλίστηκα από την ευωδιά, από την όμορφη γεύση και από τον τροπικό ήλιο.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ