ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Ιούνη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Ο Βασίλης Φυτσιλής γεννήθηκε στη Σέκλιζα της Καρδίτσας, το 1927. Από τους νεαρότερους ΕΠΟΝίτες, ανήκει στη νεότερη γενιά της Αντίστασης 1941-1944. Πριν προλάβει να τελειώσει το Γυμνάσιο, υποχρεώθηκε να ξαναπάρει το «δρόμο του βουνού» και κατατάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό. Πιάστηκε αιχμάλωτος, στο πέρασμα της Νιάλας, τον Απρίλη του 1947. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και έμεινε στη φυλακή και στα ξερονήσια συνολικά δώδεκα χρόνια. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και Α' Αντιπρόεδρος του κεντρικού ΔΣ της ΠΕΑΕΑ. Εργα του: «Το γιοφύρι» - μυθιστόρημα, «Φυλακισμένα Τραγούδια» - ποιήματα, «Φωνές απ' τα σίδερα» - ποιήματα, «Κουβέντες του Κυνηγιού» - διηγήματα, «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα» - ιστορικό/ βιογραφικό, «Ο Τσιριφλίνος» - παιδικό παραμύθι, «Θρήνος και Τραγούδι για το μικρό Καπετάνιο» - ποιητική σύνθεση, «Γιασμίνα» - μυθιστόρημα, «Ο Σιδέρης και το κακό αφεντικό» - παραμύθι, «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη» - μαρτυρία, «Στους δρόμους του αγώνα» - αυτοβιογραφική μαρτυρία (2 τόμοι), «Διακριτικά» - χρονογραφήματα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής»).


Οταν σκοτώθηκε ο Αρης

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ο Γιάννης Καραντουνιάς «έφυγε», πριν λίγες μέρες, για το ταξίδι το μακρινό, που γυρισμό δεν έχει. Μεγάλος πολύ στα χρόνια δεν ήταν, αλλά τον έφαγαν τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες. Αντάρτικο, φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια στο κολασμένο Μακρονήσι, περιπέτειες άσωστες.

Από μικρός είχε δώσει όλη την ψυχή και την καρδιά του στον αγώνα. Αϊτόπουλο, στην Κατοχή, σβέλτος και γοργοπόδαρος σαν το ελάφι, έτρεχε πρόθυμος παντού, σύνδεσμος και αγγελιοφόρος, στα μονοπάτια του Ιταμου και της Νεβρόπολης, αλλά και μέσα στην Καρδίτσα, κάτω απ' τη μύτη των Ιταλών, να μπαινοβγαίνει με τα σημειώματα της Οργάνωσης κρυμμένα μέσα στις σόλες των παπουτσιών του, που τις ξήλωνε και τις ξαναέραβε ο μπαρμπα - Κώστας, ο τσαγκάρης, για τις ανάγκες του αγώνα.

Οταν μπήκαν οι αντάρτες στην Καρδίτσα και τη λευτέρωσαν, το Μάρτη του 1943, (ήταν η πρώτη πόλη που λευτερώνονταν, σε όλη τη σκλαβωμένη Ευρώπη), μπήκε κι αυτός με τους πρώτους μπροστά στη φάλαγγα, μαζί με τον Νικηταρά, το Ζαχαριά, τον Μπουκουβάλα, να παρελάσει και να χαρεί τη λευτεριά. Τους έραινε από γύρω ο λαός με λουλούδια και ροδοπέταλα, κι ο Γιάννης ένιωσε ξαφνικά το μπόι του να μεγαλώνει εκείνη τη μέρα, δυο πιθαμές και παραπάνω... Ομως, τη λευτεριά τους εκείνη, που την απόκτησαν με τόσες θυσίες και με τόσο αίμα, δεν πρόλαβαν να τη χαρούν. Τους την άρπαξαν απ' τα χέρια πειρατές Αγαρηνοί, οι Αγγλοι σκυλοδοντάδες του καταχθόνιου Τσόρτσιλ. Και ξαπόλησαν όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας, Σούρληδες και Βουρλάκηδες και Βόιδαρους, και έβαλαν τους αγωνιστές και όλον το λαό σε μεγάλο διωγμό.

Οταν σκοτώθηκε ο Αρης, ο Γιάννης είχε δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε του χρόνια. Σαν κεραυνός έπεσε στο κεφάλι του η φοβερή είδηση.

Αναζήτησε και πήρε κι αυτός στα χέρια του την εφημερίδα, που έφερνε το πικρό μαντάτο. «Ο ΑΡΗΣ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗΣ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΠΟΛΥΩΡΗ ΣΥΜΠΛΟΚΗ. Ο δοσιλογισμός εκρέμασε στο φανοστάτη το κεφάλι του λαϊκού αγωνιστή». Σαν πυρωμένα καρφιά πετάγονταν απ' το χαρτί εκείνα τα γράμματα που διάβαζε, και καρφώνονταν στα μάτια του. Απίστευτο και παράλογο... Πώς είναι δυνατόν να σκοτώθηκε ο Αρης... Πώς μπορεί να γκρεμίστηκε ο Ολυμπος, το βουνό το αθάνατο, που χάρο δεν περιμένει... Ποιος να τ' ακούσει και ποιος να το πιστέψει. Ο σταυραϊτός που πετούσε πιο ψηλά κι απ' τα σύννεφα, να κείτεται τώρα σκοτωμένος, με τις φτερούγες του ανοιχτές πάνω στο κρύο χώμα...

Διπλώθηκε στα γόνατα, εκεί πίσω απ' το χαγιάτι τους, πάνω σ' έναν παλιό, σκουριασμένο τσίγκο, και διάβαζε την εφημερίδα. Μέσα στην καρδιά τον τρυπούσαν, σα μαχαίρια, εκείνες οι λέξεις. Ζωγραφίζει με το νου του τη φοβερή εικόνα. Μια «ζωγραφιά» φρικαλέα. Ενα καδρόνι δεμένο σταυρό πάνω στο φανοστάτη. Και στις δυο του άκρες, μακάβρια τάσια, να κρέμονται, δεμένα με σκοινιά, τα δοξασμένα κεφάλια.

«Πώς έγινε, καπετάνιε... Πώς έγινε, παλικάρια μου... Τζαβέλα και Εκτορα, και Πελοπίδα και Θάνο. Εσείς που μετρηθήκατε με τους πανίσχυρους κοσμοκράτορες, και τους τρομάξατε, να φτάσετε τώρα σ' ετούτη εδώ τη θέση. Να σας κυνηγάνε τα ρεμάλια και τα κατακάθια της κοινωνίας, σαν φυγόδικους». Εκλαιγε πνιχτά και μοιρολογούσε, αυτό το δεκαπεντάχρονο αγόρι, σα μάνα που της έφεραν το παιδί της σκοτωμένο, στο ξυλοκρέβατο.

Κόντευε μεσημέρι. Η μάνα του πήγε και τον βρήκε, διπλωμένον εκεί απάνω στο σκουριασμένο τσίγκο, που, πυρωμένος από τον ήλιο του Ιούνη, του έκαιγε τα γόνατα.

«Τι κάνεις εδώ, παιδάκι μου; Ελα», τον παρακάλεσε, «να πας το ψωμί στο χωράφι, που θερίζουν οι άλλοι απ' το πρωί, νηστικοί και διψασμένοι».

Πήγε με μια ανάσα το ψωμί και το νερό στο χωράφι και ξαναγύρισε στο σπίτι, σαν υπνωτισμένος. Με την εφημερίδα στο ένα χέρι, ψάχνει με το άλλο στο χάρτη του τον σχολικό, περπατώντας το δάχτυλο πάνω από βουνά και ποτάμια. Αχελώος... Ελληνικά, Μυρόφυλλο, Τετράκωμο, Μεσούντα... κάνει γύρω τους έναν κύκλο με το μολύβι του: «Εδώ...».

Βαριά καταχνιά πλακώνει το νου και την καρδιά του, καθώς σκύβει πάνω απ' το χάρτη, με τα μάτια θολωμένα, προσπαθώντας να εντοπίσει το σημείο. Νιώθει μουδιασμένο το κεφάλι του, και τα μηλίγγια του να τα σφίγγει από μέσα μια πυρωμένη τανάλια. Ενα «γιατί», επίμονο και βασανιστικό ανεβαίνει ψιθυριστά στη γλώσσα του, χωρίς να περιμένει απάντηση. «Γιατί, καπετάνιε, γιατί...». Θα χαίρονται τώρα και θα πανηγυρίζουν οι ξένοι κυρίαρχοι και τα ντόπια ζαγάρια τους. Θα ευχαριστήθηκαν πολύ, που είδαν επιτέλους κρεμασμένο το κεφάλι σου στο φανοστάτη, στην πλατεία των Τρικάλων. Και θα ανάσαναν με ανακούφιση, γιατί ήσουν ο εφιάλτης που τους έκοβε τον ύπνο. Μοναχά τ' όνομά σου να άκουγαν, και έτρεμαν, όπως έτρεμαν κάποτε οι Ρωμαίοι, όταν άκουγαν τη λέξη, Αννίβας. Νομίζουν τώρα πως σε εξόντωσαν. Μα εσύ θα μένεις πάντα ο ήλιος ο αβασίλευτος. Και σαν παλιά, δοξασμένη σημαία, που την τρύπησαν πολλές φορές τα βόλια του εχθρού, μα ποτέ δεν έπεσε στα χέρια τους, τ' όνομά σου θ' ανεμίζει πάντα στο πιο ψηλό κοντάρι του αγώνα μας.

Κι ας μην κοιμούνται ήσυχοι οι άθλιοι κεφαλοκυνηγοί. Απ' τον δικό σου θάνατο θα ξεπηδήσουν χιλιάδες μικροί Βελουχιώτες. Και θα γίνουν όλοι μια γροθιά. Ενα σφυρί ατσαλένιο, που θα τσακίσει κομματάκια κομματάκια τα χέρια τους τα βέβηλα. Μια φωτιά θα γίνουν. Μια μεγάλη φωτιά με χίλιες γλώσσες. Αστροπελέκι φοβερό, που θα πέσει απάνω στ' άνομα κεφάλια τους και θα τα κάψει. Αυτοί θα διαφεντέψουν τώρα τις Θερμοπύλες, που έμειναν αφύλακτες. Και θα είμαι κι εγώ μαζί τους. Στην πρώτη γραμμή, ως το θάνατο. Υπόσχεση βαριά σου δίνω, Καπετάνιε. Και το λόγο μου εγώ θα τον κρατήσω. Μπέσα για μπέσα. Ορκίζομαι!

Και τον όρκο του τον κράτησε ο Γιάννης. Με τους πρώτους κίνησε πάλι, κοντά στον Νικηταρά και τον Αγραφιώτη, για το δεύτερο αντάρτικο, το Δημοκρατικό Στρατό.

Στην αρχή του έδωσαν μια αραβίδα, πιο μακριά κι από το μπόι του. Υστερα τον έκαναν ομαδάρχη. Και του έδωσαν όπλο αυτόματο. Μια «τουρτούρα» επαναληπτική, που κελαηδούσε στη μάχη, και θέριζε αλύπητα τους «Μπουραντάδες».

Τρία χρόνια τους πολέμησαν παλικαρίσια τους υποτακτικούς του Τρούμαν και του Βαν Φλιτ. Εκείνοι με τανκς και με αεροπλάνα κι ετούτοι με τα λιανοντούφεκα. Πολλές φορές τους τσάκισαν τη μύτη, στον Κλέφτη, στο Βίτσι, στη Μουργκάνα, στο Καρπενήσι με τον καπετάν Γιώτη και τον Διαμαντή. Ομως, ο αγώνας τους εκείνος ήταν τρομερά άνισος και δεν έφερε αποτέλεσμα.

Στη ράχη του Κασιδιάρη τον βρήκαν ύστερα οι άλλοι - το χειμώνα του '49 - ξεπαγιασμένον, μισοθαμμένον μέσα στο χιόνι. Ξεκομμένος απ' τους συντρόφους του, μετά το χαλασμό του Δημοκρατικού Στρατού, προσπάθησε μόνος του να βγει προς την Αλβανία, αλλά δεν τα κατάφερε. Υστερα, καταδίκες, εφτά φορές εις θάνατον, μπουντρούμια, Γιούρες και Μακρονήσια, μαζί με χιλιάδες άλλα παλικάρια, ταλαιπωρίες και βασανιστήρια, δώδεκα χρόνια. Του Χριστού τα πάθη ήταν παιχνιδάκι μπροστά στους κύκλους της Κόλασης που πέρασαν εκείνοι οι αγωνιστές.

Τελευταία, είχε καταπέσει πολύ. Βαρούσε η καρδιά του, ντάκα ντούκα, σαν τα λαγγόνια του αλόγου που έτρεξε χιλιάδες χιλιόμετρα. Τον έβαλαν οι γιατροί στα μηχανήματα, να τον κρατήσουν λίγο παραπάνω στη ζωή αλλά τι να σου κάνουν και οι γιατροί και τα μηχανήματα. Ο γερο-πλάτανος κούφιασε όλος από μέσα, και ένα πρωί, ξημερώματα, έγειρε ήσυχα ήσυχα στο πλάι, και ξάπλωσε απαλά στο χώμα, να ξεκουραστεί.

Απίθωσαν οι σύντροφοί του το κιβούρι στη μέση της πλατείας του χωριού τους, κάτω απ' τα πλατάνια, και τον αποχαιρέτησαν, με λόγια της καρδιάς και της παλικαροσύνης: Αντίο, σύντροφε. Κι εμείς όλοι, που μένουμε πίσω, θα τον κρατήσουμε τον όρκο μας. Αγώνα, μέχρι το θάνατο. Μπέσα για μπέσα!

Δεν άφησε να του κάνουν θρησκευτική κηδεία. «Δε θέλω παπάδες και ψαλμουδιές πάνω απ' το κεφάλι μου», άφησε εντολή στο γιο του, τον Αντρέα. «Να γράψετε μόνο απάνω στην πλάκα μου δυο λέξεις: "Γιάννης Καραντουνιάς. Μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας". Και τα χέρια μου να μη μου τα δέσετε μ' εκείνη τη χαζή κορδέλα, τη μελιτζανιά. Να τους βάλετε ανάμεσα, να την κρατάνε, να την πάρω μαζί μου, παντοτινό μου σύντροφο, την εφημερίδα μας, το Ριζοσπάστη».

(Από την ανέκδοτη Συλλογή

«Πληγές του Εμφύλιου»)


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ