ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Απρίλη 2015
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΟΡΩΣΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Μια παλιά ιστορία με γνώμονα το κεφάλαιο

Διαχρονικά οι αστικές κυβερνήσεις της χώρας μας αναζητούσαν διαύλους επικοινωνίας και επικερδούς συνεργασίας ανάμεσα στα μονοπώλια Ελλάδας - Ρωσίας (φωτ. από συνάντηση της ελληνικής κυβέρνησης με τη ρωσική, στη Μόσχα το 2004)

Eurokinissi

Διαχρονικά οι αστικές κυβερνήσεις της χώρας μας αναζητούσαν διαύλους επικοινωνίας και επικερδούς συνεργασίας ανάμεσα στα μονοπώλια Ελλάδας - Ρωσίας (φωτ. από συνάντηση της ελληνικής κυβέρνησης με τη ρωσική, στη Μόσχα το 2004)
Στη Μόσχα μεταβαίνει, Τετάρτη και Πέμπτη, ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, σε μια «επίσκεψη εργασίας». Σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις, οι συνομιλίες του με τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλ. Πούτιν, και τον πρωθυπουργό, Ντ. Μεντβέντεφ, «θα περιλαμβάνουν θέματα διμερούς ενδιαφέροντος, όπως, μεταξύ άλλων, ζητήματα εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας, επενδύσεων, ενέργειας, τουρισμού και μορφωτικής - πολιτιστικής συνεργασίας (...) Συγχρόνως, οι ηγέτες των δύο χωρών θα συζητήσουν θέματα που αφορούν τις σχέσεις ΕΕ - Ρωσίας, καθώς και τις τρέχουσες εξελίξεις σε περιφερειακά και διεθνή ζητήματα».

Σημειωτέον, του ταξιδιού Τσίπρα έχουν προηγηθεί το τελευταίο διάστημα επισκέψεις στη ρωσική πρωτεύουσα σειράς κυβερνητικών στελεχών (Ν. Κοτζιάς, Π. Λαφαζάνης, Κ. Ησυχος, Ελενα Κουντουρά).

Η προσπάθεια αναβάθμισης των ελληνορωσικών σχέσεων δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς ντόπια μονοπώλια πάντα αναζητούσαν διαύλους επικοινωνίας και επικερδούς συνεργασίας με αντίστοιχα ρωσικά. Υπάρχουν ήδη σημαντικά ντόπια κεφάλαια σε διασύνδεση με αντίστοιχα ρωσικά, τουριστικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις, που ανησυχούν για μείωση του όγκου συναλλαγών τους με τη Ρωσία λόγω των κυρώσεων που της επιβάλλει η ΕΕ για το Ουκρανικό.

Ο στόχος να προστατευτούν και να προωθηθούν παραπέρα τα τέτοια συμφέροντα υπηρετήθηκε διαχρονικά από όλες τις αστικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως αποχρώσεων, και δεν αποτελεί τελικά κάποια ...καινοφανή πρωτοβουλία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, της περιλάλητης «πολυδιάστατης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής της». Το αντίθετο μάλιστα: Σπεύδει η ίδια να προσαρμοστεί τάχιστα και σε αυτό το προαπαιτούμενο της ντόπιας αστικής τάξης, να της δείξει ότι μπορεί να το υπηρετήσει.

Ταυτόχρονα, αξιοποιώντας αυτά τα δεδομένα η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ επιδιώκει να διεκδικήσει ενεργό ρόλο «γέφυρας» μεταξύ του ευρωατλαντικού άξονα (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ) του οποίου η Ελλάδα - σύμφωνα και με τη συγκυβέρνηση - αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα, και της Ρωσίας.

Επιχειρηματικά σχέδια ήδη από το 1993

Θυμίζουμε, επιχειρώντας μια πρόχειρη αναδρομή σε αντίστοιχες κινήσεις προηγούμενων κυβερνήσεων, τον πολυδιαφημισμένο πετρελαϊκό αγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολης. Διαμορφώθηκε ως ιδέα ήδη από το 1993 στα επιτελεία του Κ. Μητσοτάκη και ακολούθως του Α. Παπανδρέου. Η υπογραφή μνημονίου συνεργασίας έγινε μετά από 12 χρόνια, το 2005, μεταξύ του Ρώσου Προέδρου, Βλ. Πούτιν, του Βούλγαρου ομολόγου του, Γκ. Παρβάνοφ, και του τότε Ελληνα πρωθυπουργού, Κ. Καραμανλή. Η τελική συμφωνία κατασκευής υπογράφτηκε στην Αθήνα το Μάρτη του 2007. Ο αγωγός αναμενόταν να ολοκληρωθεί μέχρι το 2010, αλλά μπήκε στον ...πάγο μετά από έντονες πιέσεις, όπως όλα, δείχνουν των ΗΠΑ.

Ενα ακόμη ρωσικό σχέδιο για μεταφορά ρωσικών υδρογονανθράκων στην Ευρώπη, ο αγωγός «South Stream», επίσης δουλεύτηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα, το Μάη του 2009, ΔΕΣΦΑ και GAZPROM να υπογράψουν στο Σότσι της Ρωσίας τη συμφωνία για την κοινή εταιρεία κατασκευής και εκμετάλλευσης του αγωγού στο ελληνικό τμήμα του.

Γενάρη του 2014, ο τότε Ελληνας πρωθυπουργός, Αντ. Σαμαράς, έσπευσε να συναντηθεί με τον Πούτιν στις Βρυξέλλες. Στις επίσημες δηλώσεις τους, ο Σαμαράς ζήτησε από τον Πούτιν χαμηλότερες τιμές στο φυσικό αέριο από τη Ρωσία, εκφράζοντας βασικά το αίτημα ντόπιων ενεργοβόρων μονοπωλίων για φτηνότερο ενεργειακό ανεφοδιασμό τους. Επίσης, ο Σαμαράς προσδιόρισε ότι οι Ρώσοι ενδιαφέρονται για την ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ και των λιμανιών, ειδικά αυτού της Θεσσαλονίκης. Πλασάροντας δε προς πώληση το «προϊόν» του ΟΣΕ, επέμεινε ότι θα υπάρχει αντικείμενο ώστε να γίνει απόσβεση της αρχικής ρωσικής επένδυσης. Είπε, συγκεκριμένα, ότι ένα σύγχρονο σιδηροδρομικό δίκτυο θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη ζήτηση στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα για ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Ο δε Πούτιν είπε απευθυνόμενος στον Ελληνα πρωθυπουργό πως «υπάρχουν επενδυτικά σχέδια και με μεγάλη ευχαρίστηση θα συζητήσουμε κάθε θέμα που έχετε στην ατζέντα».

Αρα, κινήσεις προς τη Μόσχα γίνονταν πάντα. Απλώς, αναλόγως της περιόδου και των αναγκών του ντόπιου κεφαλαίου η έντασή τους είχε διαφοροποιήσεις. Στην παρούσα φάση, και καθότι η κυβέρνηση ψάχνει να βρει κεφάλαια και διεξόδους για τις ανάγκες της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας, στο ΥΠΕΞ έχουν βάλει π.χ. στο μικροσκόπιο μια σειρά από παλαιότερα πρωτόκολλα συνεργασίας που έχουν ήδη υπογραφεί με τη Μόσχα, από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά στην πράξη δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, προκειμένου να βρουν τρόπους να τα βάλουν μπρος. Εστησαν, δε, και «συντονιστικό όργανο» για τις τέτοιες σχέσεις με τη Ρωσία.

Για την παραπέρα σύσφιξη των διμερών σχέσεων ποντάρουν πολλά και στο γεγονός ότι το 2016 (συμπίπτει με την επέτειο 1.000 ετών Ορθοδοξίας και ρωσικού μοναχισμού στο Αγιον Ορος) έχει ανακηρυχτεί «Ετος Ελλάδας» στη Ρωσία και «Ετος Ρωσίας» στην Ελλάδα. Εξ ου και προγραμματίζουν μια σειρά από επαφές κι εκδηλώσεις ποικίλου περιεχομένου σε όλα τα επίπεδα.

Κάνουμε τη «γέφυρα»...

Πέρα, λοιπόν, και από το όποιο άμεσο οικονομικό όφελος υπάρξει για τα ντόπια μονοπώλια, η συγκυβέρνηση επιχειρεί ταυτόχρονα να αναδειχτεί σε προνομιακό συνομιλητή της Ρωσίας, μεταξύ των άλλων χωρών της ΕΕ. Κίνηση που απ' ό,τι φαίνεται έχει την έγκριση των ΗΠΑ, με βάση άλλωστε και τις πρόσφατες δηλώσεις της βοηθού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόρια Νούλαντ, για τις σχέσεις Αθήνας - Μόσχας: «Μια σχέση ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Ρωσία ήταν πολύ χρήσιμη στο παρελθόν σε ό,τι αφορά τη μετάδοση σαφών μηνυμάτων. Και θα ήθελα να συνεχιστεί».

Σε αυτή την κατεύθυνση ο Τσίπρας, κι αφού προηγουμένως (17 Μάρτη) είχε συναντηθεί με την Νούλαντ στο Μέγαρο Μαξίμου (συνάντηση για το περιεχόμενο της οποίας τηρήθηκε από ΣΥΡΙΖΑ σιγή ασυρμάτου), δήλωνε την Τρίτη στο ρωσικό πρακτορείο TASS: «Οι σχέσεις Ελλάδας - Ρωσίας υπάρχει η δυνατότητα να αναβαθμιστούν σε ένα νέο επίπεδο και η Ελλάδα να καταστεί μια "γέφυρα" μεταξύ Δύσης και Ρωσίας».

Ταυτόχρονα, έθεσε και ζητήματα που ενδιαφέρουν ντόπια μονοπώλια: «Πρέπει να δούμε, πώς οι λαοί και οι χώρες μας μπορούν πραγματικά να συνεργαστούν σε πολλούς τομείς στην οικονομία, στην ενέργεια, στο εμπόριο, στην αγροτική παραγωγή». Υπέδειξε, μάλιστα, τους τομείς Ενέργειας και Τουρισμού ως προσφορότερους για τις «μπίζνες» επιχειρηματικών ομίλων των δύο χωρών.

...αλλά δεν σπάμε τον άξονα

Τα ανοίγματα Τσίπρα δεν αναιρούν, φυσικά, το γεγονός ότι και η κυβέρνησή του ψήφισε στο πλαίσιο της ΕΕ τις κυρώσεις της ενάντια στη Μόσχα με αφορμή το Ουκρανικό.

Επιπλέον, και οι δηλώσεις του υπουργού Αμυνας και προέδρου των συγκυβερνώντων ΑΝΕΛ, Π. Καμμένου, πρόσφατα στις ΗΠΑ όπου βρέθηκε, αναδεικνύουν πως οι τέτοιες κινήσεις της κυβέρνησης γίνονται σε στενά οριοθετημένο πλαίσιο και δεν αναιρούν τη βασική στρατηγική επιλογή της ντόπιας αστικής τάξης για στοίχισή της στον ευρωατλαντικό άξονα.

Συγκεκριμένα, ο Καμμένος αφού αποκάλυψε ότι στη δική του συνάντηση με την Νούλαντ, στην Αθήνα, της πρότεινε «συνεργασία (...) μία GtoG (government to government agreement) με τις ΗΠΑ, ώστε να υπάρχει συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου (...) με ποσοστό 70-30», ότι η Νούλαντ αντιπρότεινε «μία "G to company agreement", δηλαδή συνεργασία με εταιρείες», ότι ο ίδιος θεωρεί πως «οποιαδήποτε συνεργασία είναι αυτή και με οποιονδήποτε τρόπο, νομίζω ότι θα είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών και προς το συμφέρον της ασφάλειας της ευρύτερης περιοχής» και ότι «θα επιδιώξουμενα εμπλακούν στην εξόρυξη και αμερικανικές εταιρείες», πρόσθεσε:

«Πρέπει οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ να γίνουν ακόμη πιο στενές. Και επειδή ακούγονται διάφορα και γράφονται διάφορα, μη φοβάστε, η Ελλάδα δεν αλλάζει κατεύθυνση. Και βεβαίως η Ελλάδα έχει και άλλους συμμάχους, αλλά οι προτεραιότητες είναι αυτές, οι οποίες επιλέχθηκαν εδώ και πάρα πολλά χρόνια».

Παινεύοντας, εξάλλου, τους Αμερικανούς για τη στήριξή τους στην ελληνική αστική τάξη, υπογράμμισε: «Πραγματικοί μας σύμμαχοι είναι εκείνοι που έχουν αποδείξει τη φιλία τους. Και τι εννοώ; Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ ήταν αυτές που με το Σχέδιο Μάρσαλ (...) κατάφεραν να κτίσουν τη νέα Ελλάδα. Αν υπάρχει εμπορική ναυτιλία είναι γιατί οι ΗΠΑ μάς έδωσαν τα "Λίμπερτι"».

Πρόσθεσε με νόημα ότι οι ΗΠΑ «στήριξαν την Ελλάδα για να αναπτυχθεί και να προχωρήσει στο δυτικό ελεύθερο κόσμο. Και η Ελλάδα απέδειξε ότι είναι ένας εξαιρετικός σύμμαχος στο ΝΑΤΟ».

Αντιφάσεις, αντιθέσεις και στη μέση ο λαός

Αυτή η αντίφαση στις κινήσεις της κυβέρνησης, να επιχειρεί εν μέσω διασταυρούμενων πυρών και οξυμένων ενδοαστικών αντιθέσεων (για τη διείσδυση ευρωατλαντικών μονοπωλίων στις πρ. Σοβιετικές Δημοκρατίες, τη διοχέτευση ή όχι επιπλέον ρωσικού καυσίμου στις ευρωενωσιακές αγορές κ.λπ.) να παίξει με όλα τα κέντρα που ανταγωνίζονται σκληρά, είναι προφανώς άκρως επικίνδυνη.

Σε κάθε περίπτωση, ό,τι κι αν λένε, όπως κι αν το παρουσιάζουν, όσα κέντρα κι αν πασχίζουν να καλοπιάσουν, όλες οι προηγούμενες και η τωρινή κυβέρνηση, όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις καλούν το λαό να παραταχθεί κάτω από τη σημαία των συμφερόντων του ελληνικού κεφαλαίου που έχει στρατηγική επιλογή το ευρωατλαντικό πλαίσιο παίζοντας και με αναδυόμενες καπιταλιστικές χώρες που αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Τα «εθνικά» συμφέροντα, όπως τα εννοεί η αστική τάξη, δεν έχουν καμιά σχέση με το λαϊκό συμφέρον. Και αυτό γιατί δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα μεταξύ του λαού και των εκμεταλλευτών του, όποια σημαία κι αν αυτοί υψώνουν. Από τις συναλλαγές με το ρωσικό κεφάλαιο ευνοούνται οι ελληνικοί επιχειρηματικοί όμιλοι στον τουρισμό, στις εξαγωγές, στην ενέργεια και όχι βεβαίως οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους κλάδους.

Η πολιτική αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη δυνατότητα που μπορεί να έχει μια εργατική - λαϊκή εξουσία στην Ελλάδα, να επιδιώξει σχέσεις αμοιβαίου οφέλους, έξω από δεσμεύσεις ιμπεριαλιστικών ενώσεων και οργανισμών, με διάφορα κράτη του κόσμου αξιοποιώντας και τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Αυτό θα αποτελεί πραγματικά εξωτερική πολιτική με κριτήριο τα λαϊκά συμφέροντα, την υπεράσπιση της κυριαρχίας της χώρας και του λαού. Δηλαδή, εξωτερική πολιτική που δεν θα ασκείται με κριτήριο τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων, τα οποία όπως γράψαμε πριν από μερικές μέρες, διοργανώνουν και σεμινάρια εκπαίδευσης των διπλωματικών στελεχών για να προωθούν άμεσα τα συμφέροντά τους.


Θ. Μπ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ