ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 5 Μάρτη 2022 - Κυριακή 6 Μάρτη 2022
Σελ. /40
Η ιστορία έκδοσης ενός φύλλου του «Ριζοσπάστη»

Μέρος 2ο

Αντικείμενα από παράνομα τυπογραφεία του ΚΚΕ
Αντικείμενα από παράνομα τυπογραφεία του ΚΚΕ
Δημοσιεύουμε σήμερα το δεύτερο και τελευταίο μέρος του κειμένου που μας έστειλε η Κατίνα Τέντα - Λατίφη, συγγραφέας, αντιστασιακή, μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όπου εξιστορεί γλαφυρά την «ιστορία» έκδοσης ενός φύλλου του «Ριζοσπάστη» στις συνθήκες παρανομίας τη δεκαετία του 1950.

* * *

Κάποια μέρα κατέβηκα στην Αθήνα για τη δουλειά μου, βλέπω μπροστά μου τον Λεωνίδα Τζεφρώνη, παλιό μου συναγωνιστή και φίλο. Πιο πέρα καθόταν και ο Ζάχος. Είχαν έρθει και οι δυο για να μου μιλήσουν για άμεση ανάγκη να βρεθεί ένας χώρος να εκδοθεί ο «Ριζοσπάστης». Μου εξήγησαν για το κενό που υπάρχει μετά τη σύλληψη και σκοτωμό αργότερα του Γεωργίου. Αλλωστε, ήταν το κεντρικό θέμα στα ΜΜΕ. Αυτά μου μιλούσαν, αλλά εγώ δεν είχα καμία δυνατότητα, ήμουν στο ψάξιμο γι' αυτούς που περίμενα και δεν έβρισκα σίγουρα σπίτια. Χωρίσαμε, αλλά το πρόβλημα άρχισε να με απασχολεί και μένα κι ούτε το κατάλαβα πια ότι άρχισα να το συζητάω με την νοικοκυρά την Κασσιανή. Και σε κάποια στιγμή, της το είπα ανοιχτά:

- Να δοκιμάζαμε να βγάλουμε μια εφημερίδα να δούμε πώς θα τα καταφέρουμε;

Τρόμαξε. Τι είναι αυτά που λες, θέλεις να μας σκοτώσουν όλους; Εγώ το είπα λίγο σαν αστείο, λίγο σαν σοβαρό. Αυτή πήρε τη σοβαρή πλευρά, που θα βγάζαμε εφημερίδα με την Πίτσα, με τον Γιαννάκη, γίνονται αυτά; Δεν βλέπεις την αγωνία που περνάμε καθημερινά με σένα;

Πολύγραφος για την εκτύπωση παράνομων εντύπων

Motion Team

Πολύγραφος για την εκτύπωση παράνομων εντύπων
- Ναι, της λέω, αλλά είδες, δεν πάθαμε τίποτε. Φοβόμαστε, αλλά αν πάρεις όλα τα μέτρα προσεχτικά δεν παθαίνεις τίποτε. Θα την κρύβουμε κάτω απ' το κρεβάτι.

Ως τώρα απορώ πώς φθάσαμε να κάνουμε εκεί τυπογραφείο. Οι άνθρωποι, όσο και να μην κατανοούσαν τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν σε όλο το μέγεθός του, ήξεραν ωστόσο - διάβαζαν στις εφημερίδες - τι ακριβώς βαριές τιμωρίες θα είχαν αν μας έπιαναν. Στάθηκαν πραγματικοί ήρωες! Κασσιανή και Αλέκος Πλιάκος από τα Τρίκαλα, Θεσσαλοί και οι δύο, και Γιάννης Πλιάκος, ο γιος τους, σημερινός συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος με σπουδές στο Λονδίνο.

Λίγο λίγο αρχίσαμε με την Κασσιανή να κόβουμε ένα άσπρο σεντόνι σε μικρά κομματάκια. Τόσο μικρά όσο να χωράει στο καθένα ένα τυπογραφικό γράμμα. Πήρα μετά ένα μπλε μολύβι κι έγραψα στο καθένα από ένα γράμμα της αλφαβήτου. Αλλά ποιας αλφαβήτας; Μόνο τα 24; Πρώτα πρώτα έγραψα τα απλά, μετά τα κεφαλαία, τους διφθόγγους, όλα τα φωνήεντα με τους διάφορους τόνους, τις οξείες, τις περισπωμένες με τόνο, με αποστροφή, με διαστολές, με άνω και κάτω τελεία, με θαυμαστικό, με τελεία, με κόμμα, με ερωτηματικό κ.λπ., και στη συνέχεια έγραψα όλα τα νούμερα, τους αριθμούς κ.λπ., χαμός!

* * *

Ηρθε μετά η σειρά των τυπογραφικών στοιχείων. Αυτά θα τα έπαιρνα απ' τον Αλέκο Λογαρά, ήταν ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας που όλοι ήταν φυλακή.

Το σπίτι τους ένα άσπρο παλιό σπιτάκι στην πλαγιά που είναι τώρα το ξενοδοχείο, που τότε ήταν μια πλαγιά χωρίς κτίσματα, κάποιο σπιτάκι πότε εδώ, πότε εκεί.

Θα με συνόδευε σ' αυτό ο Τζεφρώνης. Εκεί μου δίναν πότε δύο, πότε τρία πακέτα σαν μασούρια τα στοιχεία τα τυπογραφικά. Πρέπει να πω ότι στη Σχολή στην Μπριάζα της Ρουμανίας, που ετοίμαζε στελέχη για παράνομη δουλειά στην Ελλάδα, σχολή που αργότερα ονομάστηκε «Μπελογιάννης», μας δίδασκαν την τυπογραφική διαδικασία. Ετσι ήξερα να στοιχειοθετώ τα γράμματα.

Το κακό ήταν ότι δεν μου τα έδεναν γερά και μια φορά που θυμούμαι, φορούσα μια δαντελένια μπλούζα άσπρη, χωρίς μανίκια και κρατούσα κάτω απ' τη μασχάλη μου δυο τέτοια μασούρια δεμένα σε μια εφημερίδα με σπάγκο που λάσκαρε και ένιωθα να διαλύεται το πακέτο, έτοιμο να διαλυθεί. Φοβήθηκα πως θα με έπιαναν μέσα στο λεωφορείο που με πήγαινε στο σπίτι της Ρόδου, και κατέβηκα γρήγορα για να σώσω την κατάσταση. Γιατί τα στοιχεία σκορπούσαν σαν την άμμο.

Για να κουβαλήσω τα στοιχεία πήγα 2 - 3 φορές. Την τελευταία φορά που πήγαμε με τον Τζεφρώνη, φτάσαμε σε μια απόσταση απ' το σπίτι και δεν είδαμε το σημάδι στο παράθυρο. Σταθήκαμε και το κοιτούσαμε από μακριά κι ευτυχώς δεν πήγαμε, μέσα ήταν η Ασφάλεια, η οποία είχε συλλάβει τον Αλέκο με όλα τα στοιχεία που έπαιρνε από γνωστό του. Απ' ό,τι μάθαμε το παιδί δεν μας πρόδωσε, του πρότειναν να μαρτυρήσει και να το στείλουν στην Αμερική, αλλά δεν πήγε. Εμένα δεν με γνώριζε, τον Τζεφρώνη όμως τον ήξερε.

Μετά την εξασφάλιση των στοιχείων μάς έλειψε το κυριότερο: Η βάση πάνω στην οποία θα περνούσε ο κύλινδρος με τη μελάνη. Καταρχάς έβαλα σε κάθε σακουλάκι του σεντονιού το αντίστοιχο γράμμα. Γέμισε το σεντόνι, έγινε ασήκωτο. Αυτό μου 'φαγε πολύ χρόνο με όλες τις προφυλάξεις, το σπρώξαμε με την Κασσιανή πάνω απ' το κρεβάτι. Ο άντρας της δεν νομίζω ότι βοηθούσε, είχε απομακρυνθεί απ' αυτή την απίστευτη επικίνδυνη τρέλα, όπως έλεγε.

Ο Ζάχος με τον Τζεφρώνη μού έκλεισαν ένα βραδινό ραντεβού στο μέρος του Ν. Ψυχικού, στο σημείο της Αγίας Βαρβάρας, κάπου εκεί που είναι τώρα η Εθνική Τράπεζα. Ηταν τότε χωράφι όλη η γύρω περιοχή.

Τη βάση - μου είπαν ζύγιζε 70-80 οκάδες - τη σήκωσαν μέσα σ' ένα τσουβάλι οι δυο τους. Δεν έπρεπε όμως κανένας τους να μάθει, ούτε καν να υποψιαστεί, προς ποια κατεύθυνση θα την πήγαινα εγώ.

Το βάρος ήταν μεγάλο και δυσκολεύονταν να μου τη φορτώσουν στον ώμο μου. Οταν το κατάφεραν, τα πόδια μου χώθηκαν μέσα στο χώμα, που ήταν φρεσκοσκαμμένο και υγρό. Δεν μπορούσα να τα σηκώσω, ήταν βουλιαγμένα και θαρρείς κολλημένα. Θυμούμαι τον Τζεφρώνη που έσκυψε και μου σήκωσε το ένα πόδι, έτσι για να πάρω μπρος και ο Ζάχος με κρατούσε από τη μέση. Η βάση ήταν σιδερομολυβένια, αρκετά τετράγωνη, μάλλον ορθογώνια και την είχαν σε τσουβάλι. Ανησυχούσαν αν θα την αντέξω.

Και τώρα που το γράφω δεν πιστεύω πως τη σήκωσα. Η απόσταση δε, από εκεί ως το σπίτι, που ήταν αρκετά μεγάλη, χωράφια, θάμνοι, καλαμιές και σκίνα. Το πιο επικίνδυνο ήταν ότι έπρεπε υποχρεωτικά να περάσω από ένα στενό μονοπάτι, με θάμνους κι από τις δυο πλευρές, όπου εκεί έστηναν ενέδρα οι φασίστες και τα αδέλφια της Πίτσας, και είχαν μάλιστα κάποιον σηκώσει. Αν τη γλίτωνα τη γλίτωνα, αλλιώς καιγόμασταν όλοι.

Ούτε θυμούμαι πώς έφτασα στο σπίτι της οδού Ρόδων και εκεί δεν μπορούσα να ανέβω τα 3 - 4 σκαλοπάτια.

Οταν μπήκα στο δωμάτιο η Κασσιανή έκανε τον σταυρό της και ο Αλέκος με ρωτούσε «ποια μάνα με γέννησε».

Εκεί όμως προκλήθηκε άλλο πρόβλημα. Δεν μπορούσαν να μου την κατεβάσουν απ' τον ώμο τη βάση. Δεν είχαν την απαιτούμενη δύναμη και φοβούνταν μήπως τους πέσει και σπάσουν οι πλάκες. Σιγά σιγά πλησίασα το κρεβάτι όπου θα την κρύβαμε και σιγά σιγά την έριξα.

* * *

Πριν αρχίσω τη στοιχειοθέτηση, με ειδοποίησαν να κατέβω επί της Πανεπιστήμιου, στο πεζοδρόμιο μπροστά στη Βιβλιοθήκη, με μια τσάντα δερμάτινη του χεριού και να έχω ανοιχτό το φερμουάρ της. Ηταν θυμούμαι μια ωραία Κυριακή, κι εκεί που καθόμουν και μασούσα επίτηδες τσίχλα, δεν κατάλαβα καθόλου πώς βρέθηκε στην τσάντα μου ένα στενόμακρο δεματάκι τυλιγμένο με άσπρο χαρτί. Με πολύ διακριτικότητα ξετύλιξα μια γωνία του χαρτιού και είδα τον μολυβένιο τίτλο «Ριζοσπάστης».

Εφυγα με το λεωφορείο για το σπίτι. Τα είχα όλα τώρα. Κι αμέσως άρχισα τη στοιχειοθέτηση. Απ' ό,τι θυμούμαι το κύριο άρθρο το είχε γράψει ο Ζάχος, δεν θυμούμαι το περιεχόμενό του όλο, αλλά αναφερόταν και στη Συμφωνία της Βάρκιζας. Αυτό το ξέρω γιατί κάπου είχα διαφορετική γνώμη και του την είπα. Είχε και άλλα αρθράκια και εργατικές ειδήσεις. Μελετήσαμε με την Κασσιανή ποιες στιγμές της μέρας θα μπορούσα να τυπώνω.

Κι όταν άρχισα τη στοιχειοθέτηση, άρχισε το δράμα. Π.χ. για τη φράση «Συμφωνία της Βάρκιζας που έγινε...», τραβούσα το σεντόνι κι έψαχνα το σακουλάκι με το γράμμα -Σ- κεφαλαίο, μετά το σακουλάκι με το -υ-, μετά εκείνο το γράμμα με -μ-, μετά με το -φ-, μετά με το -ω- και ούτω καθεξής. Εψαχνα το σακουλάκι, έπαιρνα το γράμμα, έσπρωχνα μετά το σεντόνι κάτω απ' το κρεβάτι κι αυτό πάλι για τη συνέχιση.

Η στοιχειοθέτηση όλου του «Ριζοσπάστη» κράτησε πολύ καιρό. Οταν τελικά την τελείωσα, άρχισα να τυπώνω με τον κύλινδρο. Αυτό ήταν πιο εύκολο, αλλά άφηνε ένα θόρυβο, σφιτ - σφιτ, κι αυτό μας τρόμαξε, γιατί το παράθυρο με την Πίτσα δεν έκλεινε ποτέ. Πρόσεχα πάρα πολύ, και η Κασσιανή έκανε τον παρατηρητή, γιατί είχαμε και τον διάολο τον Γιαννάκη που τα πρόσεχε όλα! Ηρθε μια μέρα ο θείος του απ' τα Τρίκαλα κι εγώ, για να μη με δει ξάπλα, την πέρασα στην ταράτσα Αύγουστο μήνα.

Ο θείος του ξάπλωσε στο ντιβάνι του σαλονιού.

- Φύγε από εκεί, του λέει ο μικρός, αυτού κοιμάται η Πίτσα.

- Ποια Πίτσα βρε χαζό, η Πίτσα κοιμάται στο σπίτι της.

- Οχι, αυτή! Η άλλη, η δική μας η Πίτσα.

Μ' έσωζε το όνομα.

Αλλη μια μέρα η Κασσιανή είχε πάει στον φούρνο και από συνήθεια, για να μη δώσει υποψίες, είχε αφήσει την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή.

Είχα τραβήξει τη βάση και τύπωνα όταν είδα στην πόρτα του σπιτιού μπότες αξιωματικού χωροφυλακής. Η απόσταση 5 μέτρα. Σπρώχνω προσεχτικά με το πόδι τη βάση κάτω απ' το κρεβάτι και πήγα μπροστά του. Είχα παγώσει. Δυο βήματα να έκανε, θα την έβλεπε.

- Καλημέρα σας! Μας κατήγγειλαν έναν κόκορα που ξυπνάει τη γειτόνισσά σας και ή θα τον δώσετε ή θα τον σφάξετε. Εκεί επάνω έφτασε λαχανιασμένη η Κασσιανή και ανέλαβε τη συνέχιση. Κι αυτός όλο γύριζε και δεν έλεγε να φύγει.

Αυτό μας αναστάτωσε. Ολόκληρος αξιωματικός να 'ρθει για τον κόκορα; Τον πήραν και τον πήγαν στον στάβλο. Από εκείνη τη μέρα μάτι δεν κλείσαμε. Η Κασσιανή στα παράθυρα κι εγώ στον κύλινδρο. Το ζευγάρι έτρεμε, αλλά είχε μπει τώρα στον χορό και ήθελε δεν ήθελε, χόρευε. Εγώ όλο τους καθησύχαζα.

* * *

Είχαμε προγραμματίσει να βγάλουμε 100 φύλλα. Δεν μιλώ για την κούρασή μου, το θέμα ήταν ότι έπρεπε να βιαστούμε! Ετσι μια μέρα ήρθε εντελώς ξαφνικά ο Ζάχος, έμαθε απ' την Μαρία τη συγγένισσά του ότι είμαι στην Κασσιανή και εμφανίστηκε για να με βοηθήσει. Ετσι δουλέψαμε και οι δυο. Εγώ είχα βγάλει κάπου 50 φύλλα και μαζί φτάσαμε και 70 νομίζω, ίσως και περισσότερα ή λιγότερα, γιατί το σφιτ - σφιτ το είχε ήδη αντιληφθεί και η Πίτσα. Κι αυτό μαζί με τον αξιωματικό μάς έκανε να σταματήσουμε.

Πήραμε τα φύλλα, τα μοιραστήκαμε με τον Τζεφρώνη και τον Ζάχο οι τρεις μας κι εγώ πάλι στο σημείο της Πανεπιστημίου παρέδωσα τα δικά μου σε μια κοπέλα με το ψευδώνυμο Γεωργία. Ποτέ δεν έμαθα γι' αυτήν. Πριν πεθάνει ο Τζεφρώνης τον ρώτησα, αλλά δεν την θυμόταν.

Τη βάση την έδωσε ο Αλέκος - δεν ξέρω με ποια δικαιολογία - στον βοηθό του, του στάβλου, ένα τεράστιο παλικάρι, και την έθαψε κάπου εκεί που ήταν ο στάβλος! Οταν μετά τη μεταπολίτευση ο στάβλος έκλεισε και χτίστηκε εκεί ένα κέντρο με πισίνα, την έψαξαν αλλά δεν την βρήκαν.

Τα στοιχεία τα πήρε ο Τζεφρώνης. Εγώ σε λίγο καιρό ειδοποιήθηκα και έφυγα για τη Ρουμανία μαζί με τον Ζάχο, σύμφωνα με τους κομματικούς κανόνες.

Αυτή είναι η ιστορία της έκδοσης ενός φύλλου του «Ριζοσπάστη» στην πιο κρίσιμη περίοδο, μετά τον χαμό του Γεωργίου.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ