ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 5 Γενάρη 2012
Σελ. /28
Σύγχρονο παραμύθι με αισιόδοξο τέλος

Ποδαρικό στο 2012, προχτές Τρίτη με την πρεμιέρα της ελληνικής κωμωδίας του Στράτου Μαρκίδη «ΛΑΡΙΣΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ». Η Πεζούλα και η Βρυσούλα είναι δυο χωριά που φαίνεται να συμβιώνουν όσο πιο «αρμονικά» γίνεται, μέχρι που τη σκυτάλη από το στάδιο του «Καποδίστρια» αναλαμβάνει το μακρύ χέρι της αστικής κρατικής εξουσίας ο «Καλλικράτης» που εκτός των άλλων δεινών φέρνει και καταστροφικές συνενώσεις ... Η ταινία, με πλούσιο καστ πολύ καλών Ελλήνων κωμικών ηθοποιών, αναπαράγει τετριμμένες θεματικές σε εμπορικά επιτυχημένη, τηλεοπτικής συγγένειας, μορφή...

Sequel της ταινίας του 2009 «SHERLOCK HOLMES» η παραγωγής 2011 κι έχουσα σήμερα πρεμιέρα, «SHERLOCK HOLMES 2: ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ». Αμερικανοβρετανική περιπέτεια μυστηρίου αλλά κυρίως δράσης, υπερσύγχρονου, υπέρ - καταιγιστικού τύπου, σε σκηνοθεσία Γκάι Ρίτσι. Με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, στον ομώνυμο ρόλο του θρυλικού, πιο φημισμένου στον κόσμο ομώνυμο ντετέκτιβ και τον Τζουντ Λο στο ρόλο του στενού του φίλου και συνεργάτη, Δόκτορα Γουάτσον. Το δίδυμο των χαρακτήρων βρίσκεται, αυτήν τη φορά, απέναντι σε έναν διανοητικά πανίσχυρο αντίπαλο, τον Καθηγητή Μορίαρτι, έναν απίστευτα εφευρετικό εγκέφαλο του διεθνούς εγκλήματος.

Παράλληλα, βγαίνουν στις αίθουσες δυο αξιόλογες ταινίες. Σε επανέκδοση η «ΑΠΛΗΣΤΙΑ», η μέγιστη, σπάνια βωβή ταινία του Εριχ φον Στρόχαϊμ από το 1925, καθώς επίσης και το τελευταίο φιλμ του Φινλανδού, Ακι Καουρισμάκι, «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΧΑΒΡΗΣ», ένα παιδιάστικα καλοσυνάτο, αισιόδοξο, σύγχρονο «παραμύθι» με θέση!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ


ΑΚΙ ΚΑΟΥΡΙΣΜΑΚΙ
Το λιμάνι της Χάβρης

Ο Αντρέ Βιλμς, ήρωας φετίχ του Καουρισμάκι αφού συνεργάστηκαν αρκετές φορές, υποδυόταν το 1992 στην ταινία «LA VIEDE BOHEME» τον αποτυχημένο ποιητή Μαρσέλ. Ο Βιλμς, Αλσατός, αυτοδίδακτος ηθοποιός του θεάτρου με γοητευτικά βαθιά φωνή πρωτοσυνάντησε τον Φινλανδό πριν 20 χρόνια, όταν έψαχνε πρωταγωνιστή για την ταινία που είχε στα σκαριά. «Εχετε λυπημένα μάτια και μεγάλη μύτη σαν κι εμένα κάτι που σας επιτρέπει να καπνίζετε κάτω από το ντους», σχολίασε ο Φινλανδός και τον προσέλαβε για το ρόλο του Μαρσέλ. Με την επιστροφή του Καουρισμάκι στη Γαλλία ξανασυναντάμε τον Μαρσέλ - γερασμένο κατά 20 χρόνια - που μετακόμισε από το Παρίσι στη Χάβρη και από αποτυχημένος ποιητής κατέληξε αποτυχημένος λούστρος, γιατί τώρα πια οι περισσότεροι φορούν παπούτσια γυμναστικής.

Ο Μαρσέλ όταν δεν περιμένει για πελάτες έξω από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και στα πεζοδρόμια κεντρικών δρόμων, κάθεται στο μπαρ της γειτονιάς μπροστά σε ένα ποτήρι κρασί, μ' ένα τσιγάρο στο χέρι ανάμεσα στους καλοκάγαθους μοναχικούς θαμώνες. `Η βρίσκεται στο σπίτι του, με τη λιγομίλητη σύζυγό του Αρλετί, με τα λυπημένα μάτια (στο ρόλο η Κάτι Ούτινεν μέλος και αυτή της «οικογένειας» Καουρισμάκι) που τον φροντίζει σαν φύλακας άγγελος. Η Αρλετί με καρκίνο μεταφέρεται στο νοσοκομείο, ενώ ο Μαρσέλ πέφτει τυχαία πάνω σ' ένα «καταζητούμενο» μικρό ορφανό αγόρι από την Αφρική - παράνομο μετανάστη χωρίς χαρτιά με προορισμό το Λονδίνο, που το 'σκασε από το αστυνομικό μπλόκο στο κοντέινερ, στο λιμάνι. Ο Μαρσέλ γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τρόπος να βοηθήσει την άρρωστη γυναίκα του. Αποφασίζει όμως να βοηθήσει, πάση θυσία, το αγόρι να περάσει τη Μάγχη. «Θαύματα γίνονται συχνά, αλλά όχι στη δική μου γειτονιά», λέει. Στην εργατική του γειτονιά, με τους φτωχούς εργαζόμενους, από κει ξεπηδά η ελπίδα για ανθρωπιά και αλληλεγγύη. Ο Καουρισμάκι που κατά καιρούς έχει σταθεί κριτικά στην Αμερική, μποϊκοτάροντας και την φιέστα των Οσκαρ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον πόλεμο στο Ιράκ, επιτίθεται αυτήν την φορά στην απάνθρωπη πολιτική της «πολιτισμένης» Ευρωένωσης, εν προκειμένω σε ό,τι έχει να κάνει με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ο Φινλανδός μεταδίδει - καίτοι με γερή δόση γενικεύσεων και υπεραπλουστεύσεων - ένα πολύ σημαντικό για τις μέρες μας μήνυμα. Αναπτύσσει, μέσα από την ξεκάθαρη θεματική του, επιχειρηματολογία για το πόσο βάρος έχει τώρα, τώρα χωρίς αργοπορία, η συλλογική οργάνωση σε συνδυασμό με το να είναι κάποιος (κι αν δεν είναι, πρέπει να γίνει) αυτό που λέμε «καλός άνθρωπος». Να θωρακίζεται, καθένας χωριστά και όλοι μαζί, με κοινωνικό σθένος και τόλμη και θάρρος επιδεικνύοντας ανυπακοή όποτε χρειαστεί, σε Αρχές του κράτους που στηρίζουν το άδικο. Και ο Μαρσέλ Μαρξ (η στάση του τιμά το επίθετό του) κρίνει ότι τώρα χρειάζεται! Την ορθότητα της εκτίμησής του επιβεβαιώνει η απόλυτη γελοιότητα: Ολόκληρος ο αστυνομικός και ο σιδηρόφρακτος κατασταλτικός μηχανισμός της πόλης έχει ξαμοληθεί στη σύλληψη και απέλαση του ανήλικου.


Από την πρώτη ματιά, αναγνωρίσιμη η ταινία του Καουρισμάκι. Με επιδέξια αφήγηση που προχωρά έξυπνα και μέσα από τίτλους εφημερίδων, τηλεοπτικά δελτία ακόμα και ταμπλό βιβάν, χωρίς μεγάλες χειρονομίες και υπερβολές. Χωρίς - ευτυχώς! - να ξεπέφτει σε γλυκερούς συναισθηματισμούς . Με συνέπεια στους επιλεγμένα χαμηλούς, αργούς τόνους, με τον συνήθη μινιμαλισμό, τις εξευγενισμένες ερμηνείες και τον πολιτισμένο λόγο. Με το φάντασμα του «ποιητικού ρεαλισμού» του γαλλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του '30, να πλανάται πάνω από το φιλμ ... Με την ατμόσφαιρα της ταινίας να χρωματίζεται από τη σμαραγδένια σκηνογραφία, τη διαχρονικότητα των κοστουμιών και εκείνες τις διάσπαρτες πινελιές σε βαθύ, ζεστό, κόκκινο!... Ολα αυτά τα στοιχεία από κοινού συνθέτουν το οπτικό σύμπαν του Καουρισμάκι από όπου αναδύονται τα μικρά του, ουμανιστικά μαργαριτάρια, έτσι απλά και γενναιόδωρα.... Με ίντριγκα θρίλερ τύπου γάτας/ποντικού να εκτυλίσσεται ανάμεσα στις δυνάμεις της εξουσίας και της αντίστασης, τον αστυνομικό επιθεωρητή με την μαύρη καμπαρντίνα και τον Μαρσέλ Μαρξ που ηγείται της δράσης για τη διάσωση του μικρού Αφρικανού. Την επιχείρηση συνδράμει η γειτονιά, με όλη τους την καρδιά κάνουν ό,τι πρέπει οι φτωχοί μικρομαγαζάτορες με τα χαρακωμένα πρόσωπα. Φιγούρες και συμπεριφορές, απομεινάρια παρελθουσών εποχών, τότε που οι λέξεις αλληλεγγύη και συλλογικότητα δε χλευάζονταν ως ντεμοντέ. Νοσταλγικές ανοησίες ίσως; Καθόλου! Ο Καουρισμάκι οριοθετεί την υπόθεση εργασίας σε ένα διαχρονικό πλαίσιο με χαρακτήρες «στένσιλ» τους οποίους «ρίχνει» στη σημερινή, απάνθρωπα ωμή πραγματικότητα. Με τα δεδομένα αυτά, ως υλικά και προϋποθέσεις, ο Φινλανδός διαμορφώνει ένα σύγχρονο παραμύθι στο οποίο συνυπάρχουν με σαφή περιγράμματα το καλό και το κακό, το ωραίο και το άσχημο. Και είμαστε όλοι εμείς, αυτοί, που με τη συνείδηση και τη στάση τους θα αποφασίσουν για το ποια πλευρά θα νικήσει. Ο Καουρισμάκι επιλέγει πλευρά και κλείνει αισιόδοξα λέγοντας «έζησαν αυτοί καλά ...». Είθε να το κάνουμε κι εμείς...

Η Χάβρη βέβαια δεν είναι απλά μια πόλη transit για πρόσφυγες ή - κατά τον Βιετναμέζο συνάδελφο του Μαρσέλ που ζει με «νομίμως» πλαστά χαρτιά - η πόλη όπου κυκλοφορούν περισσότερα πιστοποιητικά γέννησης από όσα ψάρια στη θάλασσα. Κινηματογραφικά, έχει θέση βασιλεύουσας σε ταινίες που σημάδεψαν την τέχνη του σινεμά. «ΑΤΑΛΑΝΤΗ» του Ζαν Βιγκό «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ» του Μαρσέλ Καρνέ, «ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΝΤ ΝΕΦ» του Λεό Καράξ.

Το αισιόδοξο κοινωνικό παραμύθι του Καουρισμάκι με το ζεστό του χιούμορ, την αλάνθαστη αισθητική του οπτική, την παιδιάστικης απλότητας ουμανιστική προσέγγιση, την ευγένεια και την καλοσύνη του συμβάλλει στο να γίνει ο κόσμος λίγο καλύτερος και λίγο ευμορφότερος.

Παίζουν: Αντρέ Βιλμς, Κάτι Ούτινεν, Ζαν-Πιέρ Νταρουσάν, Μπλοντίν Μιγκέλ, Πιέρ Εταίξ, Ζαν-Πιέρ Λεό, Εβλίν Ντιντί, κ.ά.

Παραγωγή: Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία (2010).


ΕΡΙΧ ΦΟΝ ΣΤΡΟΧΑΪΜ
Απληστία

Είναι δύσκολο να φτιάξει κανείς μια πλήρη εικόνα που να ανταποκρίνεται στο μέγεθος και τη μοναδικότητα της βωβής ταινίας, «σταθμού» στην ιστορία του κινηματογράφου μέσα από τη σημερινή, ακρωτηριασμένη κόπια των 140 λεπτών και μόνο. Η αρχική εκδοχή, του «πιο ειλικρινούς μου έργου», όπως αποκαλούσε την ταινία ο σκηνοθέτης της Εριχ φον Στρόχαϊμ, πλησίαζε τις 10 ώρες. Οι πιέσεις του παραγωγού οδήγησαν σε μια δεύτερη, εξάωρη εκδοχή, που θα προβαλλόταν σε δύο μέρη. Ωστόσο, ούτε αυτή η βερσιόν έτυχε της αποδοχής του παραγωγού, με αποτέλεσμα να μειωθεί ακόμα περισσότερο η διάρκειά της και να φθάσει στις τέσσερις ώρες - προβλεπόταν, και έτσι, προβολή σε δύο μέρη. Ανικανοποίητοι οι παραγωγοί απαίτησαν επιτακτικά ακόμα μεγαλύτερη μείωση του χρόνου. Τότε, ο φον Στρόχαιμ παραιτήθηκε, ενώ η τελική εκδοχή της ταινίας - διάρκειας περίπου δυόμισι ωρών - ανατέθηκε στην June Mathis. Οταν ο δημιουργός της είδε την χιλιοκουτσουρεμένη του ταινία στην επίσημη προβολή της τον Ιανουάριο του 1925, έγραψε με οικτρή απογοήτευση: «Δείχνουν μόνο το σκελετό του νεκρού παιδιού μου, είναι σαν να βλέπω ένα πτώμα σε φέρετρο».

Δεν υπάρχει μεγαλύτερης φήμης «χαμένο» φιλμ, από την «ΑΠΛΗΣΤΙΑ». Η δεκάωρη εκδοχή, όπως την οραματίστηκε ο φον Στρόχαϊμ και που ελάχιστοι είδαν στις 12 Γενάρη του 1924, ανήκει πια στο θρύλο και λόγω της πληθώρας των βερσιόν που είδαν το φως, είναι ρευστή η εικόνα για το ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο που καθένας αποδίδει στην έννοια του «μη κομμένου» φιλμ. Γίνεται ωστόσο κατανοητό - από όσα γράφτηκαν κατά καιρούς για το πρωτογενές υλικό καθώς και τις μετέπειτα βερσιόν - ότι η ταινία αυτή συνιστά κεντρική έννοια στον τομέα της κινηματογραφίας. Η ταινία, ή μάλλον ο θρύλος που την περιβάλλει και ο απόηχός του, έχει ταυτιστεί με τον φον Στρόχαϊμ και την ιδιαιτερότητά του ως δημιουργού.


Το σενάριο βασίζεται στο μυθιστόρημα «Μακ Τιγκ: Μια ιστορία του Σαν Φρανσίσκο» («Mc Teague: A Story of San Francisco») που έγραψε ο Αμερικανός - γιος εκατομμυριούχου - Φρανκ Νόρις (Frank Norris) το 1899 σε κύκλο μαθημάτων δημιουργικής γραφής στο Χάρβαρντ (Harvard). Το μυθιστόρημα είναι καλό, αλλά η ταινία είναι πολύ καλύτερη, δεδομένου ότι ο φον Στρόχαϊμ φόρτισε το λογοτεχνικό υλικό με μια ιδιαίτερα σημαντική εμπειρία ζωής. Ο Εριχ Οσβαλντ Στρόχαϊμ, γιος Βιεννέζου εμπόρου εβραϊκής καταγωγής, μετανάστευσε το 1909 - 24 ετών - στην Αμερική, πρόσθεσε το διακριτικό ευγενείας «φον» στο όνομά του και μέχρι το θάνατό του το 1957, στο Παρίσι, όλος ο κόσμος ήταν πεισμένος για την αριστοκρατική του καταγωγή. Η φτώχεια και η φυσική κακοποίηση στην «ΑΠΛΗΣΤΙΑ» π.χ. λέγεται ότι μπορεί να ανιχνευτεί στα πρώτα χρόνια του σκηνοθέτη στην Αμερική και τον πρώτο, επώδυνο γάμο του.

Η ιστορία αρχίζει στο Σαν Φρανσίσκο, στις αρχές του 20ού αιώνα και η ταινία αφηγείται το πώς δυο κολλητοί φίλοι φθάνουν στο σημείο της αλληλοεξόντωσης για τα λεφτά. Ο Μακ Μακ Τιγκ - νυν οδοντίατρος και πρώην ανθρακωρύχος - γνωρίζει την Τρίνα που αρχικά εμφανίζεται να έχει μια σχέση με το φίλο του, Μάρκους Σούλερ. Ο Μακ ερωτεύεται την Τρίνα και τελικά την παντρεύεται. Εκείνη κερδίζει στο λαχείο 5.000 δολάρια. Εκτοτε αλλάζουν τα πάντα. Με το που κάνει την εμφάνισή του το χρήμα, γίνεται αυτό ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας, η οποία πράγματι συνιστά την πιο αρνητική απεικόνιση του τι μπορεί να κάνει το χρήμα, ως βασικός μοχλός κίνησης, σε «μικροαστούς» (οι ρόλοι της ταινίας είναι από τους πιο χαρακτηριστικούς στον κινηματογράφο). Ο φον Στρόχαϊμ αφηγείται τα παραπάνω γεγονότα στο πρώτο αποκλειστικά μισάωρο της ταινίας. Στη συνέχεια, με το που εμφανίζεται το χρήμα, επικεντρώνεται στη διαφθορά και τη σήψη των ανθρώπινων σχέσεων. Ερμαια της απληστίας οι τρεις κεντρικοί ήρωες... Η απληστία είναι ορμέμφυτο του ανθρώπου; Είναι αποτέλεσμα κοινωνικών επιταγών; 'Η συνδυασμός και των δυο; Ο φον Στρόχαϊμ αφήνει την απάντηση στο θεατή. Οι τρεις τους, συνδεδεμένοι από νεαρή ηλικία με δεσμούς φιλίας και έρωτα, μεταμορφώνονται σε αποκτηνωμένους μεσήλικες που αλληλοεξοντώνονται σταδιακά. «Η κυριολεκτική εξόντωση έρχεται απλά σαν φυσική εξέλιξη», γράφει ο Ζορζ Σαντούλ το 1949 στην «Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου».

Οι αναφορές στο χρονικό ταλαιπωρίας της ταινίας είναι πάμπολλες, πολύ λίγες όμως είναι οι διασταυρωμένες πληροφορίες, περιγραφές και εκτιμήσεις που αφορούν το κατεστραμμένο πρωτογενές υλικό, υλικό που αποτέφρωσε ένας επιστάτης της MGM, θεωρώντας τις στοιβαγμένες στην αποθήκη μπομπίνες, άχρηστες.

Μια από τις σημαντικότερες ζημιές που προκλήθηκαν από τη συνολική, τραγική μείωση της ταινίας από 10 ώρες σε 140 λεπτά, άπτεται της ροής της τελικής κόπιας που σε άπειρα σημεία μοιάζει βεβιασμένη, με τη δραματουργική ανάπτυξη να υπόκειται σε βιαστικές, συνοπτικές διαδικασίες και με εξέλιξη που να κόβεται απότομα, έξω από ένα λογικό και οργανικό πλαίσιο εξέλιξης στην ιστορία αυτών των τριών χαρακτήρων που προέρχονται από την εργατική τάξη, τους οποίους ο φον Στρόχαϊμ αντιμετωπίζει συγκυριακά και με συμπάθεια, αλλά και σαν τρομαχτικά τέρατα... Η φιγούρα του Μάρκους παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας σχετικά χοντροειδής, χωρίς εξελικτική συμπεριφορά, σε αντίθεση με τους χαρακτήρες της Τρίνα και του Μακ, που παρά τους δραματουργικούς περιορισμούς, αποτελούν δυο από τους πιο σύνθετους και πολύπλευρους χαρακτήρες του κινηματογράφου. Το ότι ιδιαίτερα οι δυο ηθοποιοί καταφέρνουν να ερμηνεύουν τους ρόλους με ρεαλισμό - αν όχι νατουραλισμό - και ταύτιση, με τρόπο που νομίζει κανείς ότι, και εκτός κάδρου συνεχίζουν τη ζωή που «κάνουν» εντός κάδρου, οφείλεται στη διδασκαλία υποκριτικής του, επηρεασμένου από τις θεωρίες του Στανισλάφκσι, φον Στρόχαϊμ.

Εν κατακλείδι, σε ό,τι αφορά τις... ζημιές αναφέρουμε ενδεικτικά ολόκληρα - σημαντικά - κομμάτια που λείπουν. Π.χ. το κομμάτι της Τσιγγάνας Μαρίας, που δουλεύει στο οδοντιατρείο του Μακ και πείθει την Τρίνα να αγοράσει το «αμαρτωλό» λαχείο και τη σχέση της με τον παλιατζή Ζερκόφ (Zerkow). Ζοφερή σχέση - που αποδίδεται κυρίως μέσα από εξπρεσιονιστικά στοιχεία - βασισμένη στην αμοιβαία απληστία - εμμονή της Μαρίας στην φαντασίωση για κρυμμένο χρυσό από τους γονείς της κάπου στην Κεντρική Αμερική - και την αμοιβαία δυσπιστία - ο παλιατζής που θέλει να βάλει χέρι στο χρυσό που δεν υπάρχει, κόβει το λαιμό της Μαρίας και μετά αυτοκτονεί. Αυτό το ζευγάρι παραπέμπει στις πιο χυδαίες ανθρώπινες παρορμήσεις, ενώ ένα άλλο ζευγάρι, γείτονες του Μακ, ο Ολντ Γκράνις (Old Grannis) και η Μις Μπέικερ (Miss Baker) παραπέμπουν με τη συμπεριφορά τους σε ανώτερα ανθρώπινα ένστικτα. Ο Μακ και η Τρίνα ορίζονται κάπου στο ενδιάμεσο...

Παίζουν: Γκίμπσον Γκόουλαντ, Ζασού Πιτς, Τζιν Χέρσχολτ, Ντέιλ Φούλερ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1925).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ