ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 5 Γενάρη 2006
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η κόλαση του μετανάστη

Τα στοιχεία των ίδιων των κρατικών υπηρεσιών αναδεικνύουν τη μεθοδευμένη ανασφάλεια και την απανθρωπιά που βιώνουν στη χώρα μας οι οικονομικοί πρόσφυγες

Ανήλικοι αλλοδαποί κρατούμενοι, φυλακισμένοι για μέρες σε κελιά - ποντικότρυπες, ανάκατοι με ενήλικες. Δίχως να έχει ενημερωθεί για την ύπαρξή τους ούτε καν ο αρμόδιος εισαγγελέας. Με ελλιπή τα τηρούμενα στοιχεία τους, ώστε να σβήνονται πιο εύκολα τα ίχνη της όποιας κρατικής ή αστυνομικής αυθαιρεσίας. Με κύριο προσανατολισμό της λεγόμενης διοίκησης την άρον - άρον απέλασή τους, και όχι την προστασία τους. Ή έστω τον ασφαλή επαναπατρισμό τους, με προηγούμενο έλεγχο του αν π.χ. είναι θύματα κυκλωμάτων διακίνησης. Αλλά, μήπως για τους ενήλικες που αναζητούν καταφύγιο στη χώρα μας, τα πράγματα είναι καλύτερα;

Ορισμένα σημεία από την ετήσια Εκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη (ΣτΠ) για το 2004, είναι τουλάχιστον ενδιαφέροντα, για να μην πούμε ανατριχιαστικά. Σημειωτέον εξ αρχής ότι τα στοιχεία του ίδιου του ΣτΠ δείχνουν πως δεν πείθει. Ο αριθμός των αναφορών των πολιτών προς την Αρχή αυτή μειώνεται για δεύτερη συνεχή χρονιά (11.762 το 2002, 10.850 το 2003 και 10.571 το 2004). Η μείωση πιθανότατα αντανακλά τη συρρικνούμενη εμπιστοσύνη προς άλλο ένα «θεσμό», που στήθηκε χωρίς τελικά να φέρνει σημαντικές λύσεις στα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι.

Οπωσδήποτε, όμως, τα στοιχεία του αποτυπώνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλοί συνάνθρωποί μας (π.χ. από την αυθαιρεσία αστυνομικών οργάνων), κύρια μετανάστες και πρόσφυγες. Οι τελευταίοι, πέρα από διάφορα κουτσαβάκια της ΕΛ.ΑΣ., έχουν να αντιμετωπίσουν κι ένα θεσμικό πλαίσιο που επίτηδες τους αφήνει διαρκώς στη «νόμιμη» ανασφάλεια, προκειμένου φοβισμένοι απέναντι στην ανά πάσα στιγμή απέλαση, πειθήνια να αποδέχονται την πιο στυγνή εκμετάλλευσή τους από μεριάς του μεγάλου κεφαλαίου.

Ποιοι είναι οι πραγματικοί «ανάρμοστοι»

«Ο σεβασμός της προσωπικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας από τα αστυνομικά όργανα αποτέλεσε και κατά το 2004 αντικείμενο πλήθους αναφορών προς τον ΣτΠ, ενώ παραμένει ακόμη επίκαιρο το πρόβλημα των συνθηκών αστυνομικής κράτησης γενικά», αναφέρεται στην Εκθεση από τις πρώτες κιόλας παραγράφους. Και παρακάτω: «Η ανάρμοστη συμπεριφορά ή και η υπέρβαση του εύλογου μέτρου κατασταλτικής συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων όταν διενεργούν σωματικές έρευνες, προσαγωγές υπόπτων, ελέγχους της τροχαίας κ.λπ., αποτέλεσε συχνό αντικείμενο αναφορών προς την Αρχή». Σημειώνει δε «το φαινόμενο, οι προσαγόμενοι να παρεμποδίζονται στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η πρόσβαση σε συνήγορο».

Στην υποενότητα για την αστυνομική κράτηση τονίζεται ότι «οι χώροι (που συχνά εξευρίσκονται εκ των ενόντων) ομαδικής κράτησης των προς απέλαση αλλοδαπών, εμφανίζουν εικόνα προσβλητική για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (...) Η ανεπάρκεια και η ελλιπής καθαριότητα των αστυνομικών κρατητηρίων εν γένει αποτελεί επίσης χρόνιο πρόβλημα, που συνεχίζει να απασχολεί την Αρχή».

Ο ΣτΠ υπενθυμίζει ότι μέσα στο 2004 εκπόνησε «Ειδική έκθεση για την πειθαρχική - διοικητική διερεύνηση καταγγελιών εναντίον αστυνομικών οργάνων» (την παρουσίασε πριν μερικούς μήνες ο «Ρ»). Ο ΣτΠ τονίζει ότι έναυσμα για τη σύνταξη της ειδικής αυτής έκθεσης αποτέλεσε ο μεγάλος αριθμός σχετικών αναφορών που δέχτηκε η Αρχή από το 1999 έως και το 2004.

Στην ειδική αυτή έκθεση - κοινοποιήθηκε τόσο στον πρωθυπουργό όσο και στον υπουργό Δημόσιας Τάξης - η Αρχή διαπιστώνει συμπερασματικά: «1) απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αντικειμενικότητα του πειθαρχικού ελέγχου, 2) υπέρμετρη χρήση της άτυπης έρευνας και φειδωλή προσφυγή σε ΕΔΕ, ακόμη και όπου αυτή παρίσταται αναγκαία, 3) αρνητικές επιπτώσεις στην επιβαλλόμενη πληρότητα της έρευνας, λόγω της συμμετοχής σε αυτήν των ιδίων των προϊσταμένων του εμπλεκόμενου αστυνομικού τμήματος, 4) σοβαρές πλημμέλειες στην αποδεικτική διαδικασία, ιδίως ελλιπής αιτιολογία, μη αξιολόγηση ή επιλεκτική ή λογικά αντιφατική αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων και καταχρηστικά διασταλτική ερμηνεία διατάξεων προς όφελος του καθού η έρευνα, 5) δυστοκία στην επιβολή κυρώσεων ανάλογων με τη βαρύτητα του διαπιστωθέντος παραπτώματος».

Η αδικαιολόγητη «δυσκινησία» των Αρχών

Ξεχωριστό κεφάλαιο στην Εκθεση του 2004 αποτελεί η πολυπόθητη για πολλούς ιθαγένεια. «Η διαδικασία για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας παραμένει εξαιρετικά προβληματική», σημειώνει ο ΣτΠ, τονίζοντας παράλληλα ότι «η πλειονότητα των αναφορών της παρούσας ενότητας προέρχεται από μακρόχρονα διαμένοντες στην Ελλάδα αλλοδαπούς που έχουν αποκτήσει ισχυρότατους δεσμούς με τη χώρα (κυρίως σύζυγοι Ελλήνων με τέκνα), καθώς και από Αλβανούς υπηκόους που αναγνωρίζονται ως ομογενείς από τις ελληνικές αρχές ή έχουν ανιόντα Ελληνα υπήκοο».

Παρακάτω, γίνεται λόγος για υπέρμετρες καθυστερήσεις στην ικανοποίηση των αιτημάτων: «Ειδικά οι καθυστερήσεις, οι οποίες οφείλονται στην έλλειψη προθεσμιών, είτε συχνά χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα προκειμένου να μην απορριφθεί ρητώς η αίτηση (ιδίως στην περίπτωση ομογενών Αλβανίας), είτε αποσκοπούν ακριβώς στην πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, το οποίο θεωρούν αναγκαίο οι Αρχές για να πραγματοποιηθεί η πολιτογράφηση».

Ακολούθως διαβάζουμε: «Αν και τα προηγούμενα δύο έτη παρατηρήθηκε στο ΥΠΕΣΔΔΑ απεγκλωβισμός από τυπολατρικές πρακτικές παλαιότερων ετών, αμφίβολης άλλωστε νομιμότητας, το σύνολο της διαδικασίας εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη δυσκινησία των αρχών». Η μεγάλη πλειονότητα των σχετικών αναφορών προέρχεται είτε από Ελληνες της διασποράς (κυρίως από γειτονικές χώρες και τη Μέση Ανατολή), είτε από Αρμένιους εκ Τουρκίας οι οποίοι, οι ίδιοι ή οι ανιόντες τους, είχαν κατοικήσει έως το 1947 στην Ελλάδα και επανήλθαν μετά τις ανατροπές στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Διαρκής προσωρινότητα, πλήρης ανασφάλεια

Η εισροή αναφορών σχετικών με την παραμονή και εργασία των οικονομικών μεταναστών και των προσφύγων, συνεχίστηκε αμείωτη και το 2004. Ο ΣτΠ παραδέχεται ότι «σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στην καθημερινότητά τους και στις βασικές συναλλαγές τους με το ελληνικό κράτος δεν έχουν ακόμη μπει σε τροχιά οριστικής επίλυσης» και υπογραμμίζει ότι συνεχίζεται και θεσμικά η «διατήρηση των αλλοδαπών σε καθεστώς διαρκούς προσωρινότητας και πλήρους ανασφάλειας».

Ακόμα διαβάζουμε ότι «η κατάσταση ως προς τις υπέρμετρες καθυστερήσεις έκδοσης αδειών διαμονής δεν άλλαξε ριζικά το έτος 2004 (...) οι αλλοδαποί ακόμη αδυνατούν να ασκήσουν σειρά βασικών δικαιωμάτων, π.χ. να ταξιδέψουν στην αλλοδαπή, ή να προβούν σε σημαντικό αριθμό συναλλαγών με τη διοίκηση».

Το πρόβλημα εμφανίζεται ιδιαίτερα οξυμένο στην Περιφέρεια Αττικής και ιδίως στη Διεύθυνση Αλλοδαπών Αθηνών. Οτι λείπει τεχνική και οργανωτική υποδομή, όπως και η ικανοποιητική πληροφόρηση των ενδιαφερομένων σχετικά με την τύχη των αιτημάτων τους. Ειδικά η εξέταση των αιτημάτων που αφορούν την αρχική χορήγηση άδειας για άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας παρουσιάζει τις μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Αιτήσεις που είχαν υποβληθεί το 2001 και 2002 δεν είχαν ακόμη διεκπεραιωθεί κατά το χρόνο σύνταξης της Εκθεσης του 2004.

«Επιπλέον, πρόβλημα μείζονος σημασίας αποτελεί η τύχη των αλλοδαπών, των οποίων το αίτημα θα απορριφθεί από τη διοίκηση».

Μεγάλες καθυστερήσεις παρατηρούνται και στη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου για τη συνένωση οικογένειας αλλοδαπού («...συνεπάγονται συχνά την απόρριψη του αιτήματος συνένωσης των τέκνων, λόγω επιγενόμενης ενηλικίωσής τους, ή ακόμη υποχρέωση εκ νέου υποβολής του σχετικού αιτήματος, λόγω επιγενόμενης μεταβολής της οικογενειακής κατάστασης του ενδιαφερόμενου...»).

Κουτοπονηριές και πατέντες

Με αφορμή αναφορές αιτούντων ασύλου, ο ΣτΠ ερεύνησε και κατέληξε ότι «η πρόσβαση στο άσυλο και οι συνθήκες κράτησης των παράνομων αλλοδαπών, μεταξύ των οποίων και οι αιτούντες άσυλο, συνεχίζουν να παραμένουν οι πιο προβληματικοί τομείς του ασύλου.

»Εμπόδια στην πρόσβαση στο σύστημα προστασίας του ασύλου συνεχίζουν να τίθενται όχι μόνο κατά την υποβολή της αρχικής αίτησης, αλλά και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, όταν οι αιτούντες άσυλο εκπίπτουν του καθεστώτος του αιτούντος με διάφορες συνοπτικές διαδικασίες.

»Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνήθης πρακτική επίδοσης ως αγνώστου διαμονής των απορριπτικών αποφάσεων. Η εφαρμογή της εν λόγω πρακτικής δεν αιτιολογείται επαρκώς, καθώς δεν αποδεικνύεται η αποτυχία της επίδοσης με ασφαλέστερους για τον διοικούμενο, τρόπους επίδοσης (ιδιοχείρως ή με θυροκόλληση), οι οποίοι πρέπει να προηγούνται. Η πρακτική αυτή διακυβεύει σοβαρά την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος προσφυγής του αιτούντος άσυλο, και, ως εκ τούτου, την τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας βάσει της Σύμβασης της Γενεύης».

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣτΠ παραδέχεται και το γεγονός ότι «η διαμεσολάβηση της Αρχής ευτυχεί μόνον περιστασιακά, καθώς το πρόβλημα των αιτούντων άσυλο εμφανίζει σταθερά τάση επιδείνωσης».

Βέβαια, πέρα από τις κουτοπονηριές έχουμε κι άλλες πατέντες. Π.χ. στην υποενότητα για τους «παρανόμως» διαμένοντες αλλοδαπούς διαβάζουμε πως όταν οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές διαπιστώνουν, για τους όποιους λόγους, το ανέφικτο της απέλασης ορισμένων αλλοδαπών, «τους εφοδιάζουν με ένα υπηρεσιακό σημείωμα που τους τάσσει ορισμένη προθεσμία για να αναχωρήσουν από τη χώρα. Ενώ ο αλλοδαπός δεν μπορεί να αναχωρήσει στη χώρα προέλευσής του και, ως εκ τούτου, παραμένει στη χώρα παράνομα και χωρίς να απολαύει ούτε των βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων, συλλαμβάνεται, πολλές φορές εκ νέου και κρατείται προσωρινώς, ώστε να εκδοθεί σε βάρος του νέα απόφαση διοικητικής απέλασης, η οποία και πάλι δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί, αφού εξακολουθούν να ισχύουν οι ίδιοι λόγοι, οι οποίοι καθιστούν ανέφικτη την εκτέλεσή της».

Σε κάθε περίπτωση, απομένει ένας φτωχοδιάβολος ξεκρέμαστος, με το διαρκή φόβο της σύλληψης και της κράτησης, φακελωμένος στα κατάστιχα της Αστυνομίας, προς εκδίωξη.

Η αβασάνιστη επίκληση δημόσιου κινδύνου

Η διασφάλιση της λεγόμενης δημόσιας τάξης και ασφάλειας, συνιστά βασική μέριμνα του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου για τη μετανάστευση. Η απουσία «κινδύνου» για τα δύο αυτά «έννομα αγαθά» αποτελεί βασικό όρο για την είσοδο και διαμονή αλλοδαπών στην Ελλάδα.

Τι αναφέρει η ίδια η Εκθεση επ' αυτού; «Το τι αποτελεί όμως κίνδυνο για τα εν λόγω αγαθά είναι βέβαια εξαιρετικά ασαφές και η εξουσία προσδιορισμού των αξιολογικών αυτών εννοιών, το πώς δηλαδή ερμηνεύονται και εφαρμόζονται κατά περίπτωση από τις αστυνομικές αρχές, είναι ευαίσθητος δείκτης της επιφυλακτικότητας ολόκληρης της διοίκησης».

Ακολούθως αποσαφηνίζει: «Από τη διερεύνηση αναφορών σχετικά με την επίκληση και εφαρμογή από τις αστυνομικές αρχές της έννοιας της δημόσιας τάξης στις υποθέσεις αλλοδαπών, έχουν πράγματι προκύψει ενδείξεις καταχρηστικής της επίκλησης». Παρατηρούνται κυρίως στις εξής περιπτώσεις:

α) Εκδοση αποφάσεων διοικητικής απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας χωρίς να αναφέρεται σε τι ακριβώς συνίσταται ο κίνδυνος που προκαλείται από την παρουσία στην Ελλάδα τού υπό απέλαση αλλοδαπού. Σε άλλες περιπτώσεις, η απόφαση απέλασης επικαλείται πράξεις, για τις οποίες διώκεται μεν ο αλλοδαπός, υφίσταται όμως εκκρεμής διαδικασία ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων.

β) Επανεγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών (ΕΚΑΝΑ) για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, παρά την ακύρωση των διοικητικών αποφάσεων απέλασης από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ή την ύπαρξη δικαστικών αποφάσεων ή προσωρινών διαταγών δικαστηρίου για την αναστολή εκτέλεσης διοικητικής απέλασης. Ετσι, οι ίδιες πράξεις αξιολογούνται από τα μεν δικαστήρια και τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας ως ανεπαρκείς, από τις δε αστυνομικές αρχές ως επαρκείς, ώστε να δικαιολογήσουν την καταχώριση στον ΕΚΑΝΑ και άρα την απέλαση των εμπλεκόμενων αλλοδαπών.

γ) Αρνητική εισήγηση για την έκδοση ή ανανέωση άδειας παραμονής ή εισήγηση ανάκλησής της για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας με επίκληση περιστατικών, τα οποία αδυνατούν καταφανώς να στοιχειοθετήσουν στο πρόσωπο του ελεγχόμενου αλλοδαπού κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. «Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση αλλοδαπού, συζύγου Ελληνίδας, για τον οποίο η αρμόδια αστυνομική αρχή γνωμοδότησε αρνητικά ενόψει της ανανέωσης της άδειας διαμονής του από την Περιφέρεια, ενώ στο παρελθόν οι ίδιες αστυνομικές αρχές, έχοντας υπ' όψιν τα ίδια δεδομένα, είχαν επανειλημμένα προβεί στην ανανέωση της εν λόγω άδειας».

Ο ΣτΠ επισημαίνει: «Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών ανωτέρω εκδηλώσεων της στάσης των αρμόδιων αστυνομικών αρχών συνιστά η αβασάνιστη πολλές φορές επίκληση των λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας, προκειμένου να αιτιολογηθούν ενέργειες με ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις σε βάρος αλλοδαπών (...) Τέλος, η αστυνομική δράση στο συγκεκριμένο ζήτημα εμφανίζεται συχνά να μη λαμβάνει υπ' όψιν τις ιδιαίτερες συνθήκες, οι οποίες συντρέχουν στο πρόσωπο του κατά περίπτωση ελεγχόμενου αλλοδαπού. Η επί πολλά έτη διαμονή στην Ελλάδα, η δημιουργία οικογένειας με Ελληνα πολίτη, η εν γένει ικανοποιητική ενσωμάτωση του αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία, σε σχέση με τη βαρύτητα των διαπραχθέντων ή διερευνούμενων αδικημάτων και, βέβαια, η αθώωση από τη Δικαιοσύνη, οφείλουν να λαμβάνονται υπ' όψιν κατά τη διαμόρφωση γνώμης σχετικά με το εάν ο συγκεκριμένος αλλοδαπός συνιστά ή όχι κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Σε αντίθετη περίπτωση, η επίκληση της έννοιας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας καθίσταται ευάλωτη στην κριτική περί καταχρηστικότητας και αποδυναμώνεται, ενώ η αστυνομική δράση εμφανίζεται ως ανεξέλεγκτη».

«Συμπερασματικά», γράφει η Εκθεση, «θα ήταν δύσκολο να μιλήσει κανείς για προστασία ή καταστρατήγηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην περίπτωση των αλλοδαπών πολιτών της χώρας, εφόσον ακόμη και αυτή η νομιμότητα της παρουσίας τους επί ελληνικού εδάφους, φαίνεται να τίθεται συχνά υπό αίρεση, βάσει υποκειμενικών και διαφορετικών κάθε φορά κριτηρίων».


Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ


Οι «ανύπαρκτοι» ανήλικοι

Οι ερευνητές του ΣτΠ κατά τη διερεύνηση καταγγελιών προχωρούν και σε αυτοψίες, προκειμένου να διαμορφώσουν ιδία αντίληψη. Ορισμένες απ' αυτές τις επιτόπιες έρευνες είναι ενδεικτικές του τι περνούν. Ακόμα και πώς εξαφανίζονται ή δε δηλώνονται ποτέ ανθρώπινες υπάρξεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τύχη που τους επιφυλάσσει η ελληνική κρατική μηχανή.

Π.χ. σε συνέχεια αναφοράς 24 αιτούντων ασύλου αλλοδαπών, τελούντων υπό διοικητική κράτηση, μεταξύ των οποίων και έξι ανήλικοι, πραγματοποιήθηκε, τον Οκτώβρη 2004, αυτοψία στα Αστυνομικά Τμήματα Ν. Ιωνίας Βόλου και Αλμυρού, προκειμένου να διαπιστωθούν οι συνθήκες κράτησης των ενδιαφερομένων και η πρόσβασή τους στη διαδικασία ασύλου.

Διαπιστώθηκε η «πλήρης ανεπάρκεια του χώρου των κρατητηρίων του AT Ν. Ιωνίας, για το συνήθη αριθμό παρανόμων εισερχομένων μεταναστών που καλείται να φιλοξενήσει το εν λόγω Τμήμα, καθώς και η ελλιπής υλικοτεχνική υποδομή, με συνέπεια να παραβιάζονται θεμελιώδεις κανόνες υγιεινής και διατροφής, όπως άλλωστε έχει διαπιστωθεί και σε προηγούμενες αυτοψίες της Αρχής σε χώρους κράτησης παράνομων μεταναστών.

»Προβληματική ήταν επίσης και η τηλεφωνική επικοινωνία των κρατουμένων με τους συγγενείς και συνηγόρους τους, λόγω έλλειψης χρημάτων (...) Οσον αφορά ειδικότερα τους ανηλίκους, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτοί, αφού παρέμειναν κρατούμενοι επί 12ήμερο στο AT Ν. Ιωνίας σε κοινό χώρο με όλους τους υπόλοιπους ενήλικες μετανάστες, μετήχθησαν στο AT Αλμυρού μία ημέρα πριν από τη διενέργεια της αυτοψίας, και εκρατούντο πλέον χωριστά από τους υπόλοιπους ενήλικες της ομάδας. Ωστόσο, διαπιστώθηκε σοβαρή απόκλιση από τα προβλεπόμενα στο ΠΔ 61/1999 για τους ανήλικους αιτούντες ασύλου, καθώς δεν είχε ειδοποιηθεί ακόμη ο εισαγγελέας για την άφιξή τους και, ως εκ τούτου, δεν είχε ενεργοποιηθεί η διάταξη περί καθορισμού επιτρόπου».

Σημειώστε ότι το 2004, μετά από σχετικές καταγγελίες έγιναν και αυτοψίες ειδικά σε χώρους κράτησης ασυνόδευτων ανήλικων αλλοδαπών. Το κεντρικό συμπέρασμα;

«Μείζονα προβλήματα ανακύπτουν στην περίπτωση των ασυνόδευτων ανήλικων αλλοδαπών που συλλαμβάνονται ως παραβάτες του νόμου 2910/2001 περί μετανάστευσης. Ειδικότερα, η απουσία ιδιαίτερης διαδικασίας ταυτοποίησης αλλά και προστασίας τους ως ασυνόδευτων ανηλίκων ή/και θυμάτων διακίνησης και εκμετάλλευσης. Κατά τις αυτοψίες διαπιστώθηκε επίσης η έλλειψη κατάλληλων ειδικών υποδομών φιλοξενίας και κράτησης. Η διοίκηση φαίνεται να μεριμνά κυρίως για την απέλαση των ανήλικων μη νόμιμα ευρισκόμενων στη χώρα, και λιγότερο για την προστασία των δικαιωμάτων και τον ασφαλή επαναπατρισμό τους».

Αλλο ένα κατατοπιστικό παράδειγμα: Τον Ιούλη 2004 διενεργήθηκε αυτοψία στους χώρους κράτησης στην Αμυγδαλέζα Αττικής σε συνέχεια αναφοράς για την κράτηση εκεί ανήλικων αλλοδαπών. «Κατά την αυτοψία επισημάνθηκαν προβλήματα ιατρικής φροντίδας των κρατουμένων, υγιεινής και καθαριότητας των κελιών, καταγραφής και τήρησης αρχείων για τους κρατούμενους. Επίσης, παρατηρήθηκαν προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής, συγκεκριμένα: τα κελιά είχαν ιδιαίτερα μικρό μέγεθος σε σχέση με τον εξυπηρετούμενο αριθμό κρατουμένων (...) Και σε αυτήν την περίπτωση διαπιστώθηκε αδυναμία επικοινωνίας σε γλώσσα κατανοητή από ορισμένους κρατούμενους ανηλίκους.

»Επίσης, κατόπιν αναζήτησης στα αρχεία εισαγωγών - μεταγωγών του χώρου κράτησης, διαπιστώθηκε ότι εντός του 2004 είχε κρατηθεί στην Αμυγδαλέζα ένας αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων, ηλικίας 11 - 14 ετών, οι οποίοι απελάθηκαν στις χώρες προέλευσής τους χωρίς να έχουν προηγηθεί ενέργειες για την ενδεχόμενη ταυτοποίησή τους ως θυμάτων διακίνησης, την περαιτέρω προστασία και τον ασφαλή επαναπατρισμό τους».

Πολλά ζητάτε...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ