ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 5 Γενάρη 2002
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κερδοσκοπική φρενίτιδα φέρνει το ευρώ

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης, να παρουσιάσει την εισαγωγή του ευρώ σαν... εθνική, υπερταξική υπόθεση που θα αποβεί επωφελής για όλους, και για τους επιχειρηματίες και για τους εργαζόμενους, η πεζή πραγματικότητα είναι πολύ πιο διαφορετική από τις αστραφτερές φιέστες που στήνουν από κοινού κυβέρνηση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του κατεστημένου και η αστική τάξη. Οι πληροφορίες που έρχονται από την αγορά, δύο μόλις ημέρες μετά την... επίσημη πρώτη του νέου νομίσματος, είναι ότι οι εργαζόμενοι - καταναλωτές, έχουν πέσει θύματα μιας νέας αισχρής κερδοσκοπικής επίθεσης. Σε δεκάδες και εκατοντάδες εμπορεύματα και υπηρεσίες, με πρόσχημα τη στογγυλοποίηση επιβάλλονται ανατιμήσεις που φτάνουν το 20% και 30%, σε σχέση με τις τιμές που ίσχυαν στο παρελθόν.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι τιμές του σερβιριζόμενου καφέ έχουν απογειωθεί, το ίδιο γίνεται και σε εστιατόρια, στις τιμές των σούπερ μάρκετ κλπ. Πλήρη εικόνα της νέας κερδοσκοπικής φρενίτιδας, δεν μπορούμε να έχουμε πριν την παρέλευση του πρώτου μήνα του νέου χρόνου. Κοντολογίς οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια νέα επίθεση ακρίβειας από την πλευρά του εμποροβιομηχανικού κυκλώματος που ελέγχει τις τιμές στην αγορά, ενώ το βιοτικό τους επίπεδο πιέζεται καθοδικά.

Από την πλευρά της η κυβέρνηση επιδίδεται σε ευχολόγια και σε... εκκλήσεις αυτοσυγκράτησης προς τους επιχειρηματίες. Αυτό που, όμως, τη νοιάζει περισσότερο είναι όχι η κερδοσκοπική επίθεση αυτή καθ' εαυτή, αλλά να μην αμαυρωθεί το ευρώ στη συνείδηση των λαϊκων στρωμάτων. Στις κατ' ιδίαν συζητήσεις βέβαια οι κυβερνητικοί παράγοντες ομολογούν ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τα νέα κύματα των κερδοσκοπικών επιθέσεων, με το επιχείρημα ότι σε μια ελεύθερη οικονομία, σε μια ελεύθερη αγορά οι τιμές καθορίζονται από τους παράγοντες της, καθότι οποιαδήποτε κυβερνητική παρέμβαση στον καθορισμό των τιμών, στρεβλώνει τον υγιή ανταγωνισμό... Με τέτοιες «μπούρδες» επιχειρούν να υπερασπιστούν ιδεολογικά τους μεγάλους επιχειρηματίες και εμπόρους που έχουν στήσει χορό κερδοσκοπίας σε βάρος των εκατομμυρίων εργαζόμενων.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η περιβόητη διαδικασία ονομαστικής «σύγκλισης» της ελληνικής οικονομίας προς τους στόχους της ΟΝΕ, συνοδεύτηκε με άγριες κερδοσκοπικές επιθέσεις των εμποροβιομηχάνων, οι οποίες έχουν επισημανθεί και από τα επίσημα κείμενα του υπουργείου Οικονομίας και της Τράπεζας της Ελλάδας.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

  • μεγάλο κύμα ανατιμήσεων στην αγορά, σημειώθηκε το Μάρτη του 1998, αμέσως μετά την υποτίμηση της δραχμής κατά 15%, στις 353 δραχμές ανά ευρώ. Οπως επισημαίνει και το σχετικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας, οι επιχειρηματίες, με πρόσχημα την υποτίμηση της δραχμής, προχώρησαν σε σημαντικές ανατιμήσεις εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Μια όμως βδομάδα μετά την υποτίμηση της δραχμής, και μετά την αθρόα εισαγωγή συναλλάγματος που κατευθύνθηκε στις υποτιμημένες μετοχές και τα κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα το εθνικό νόμισμα να ανακάμψει στις 330 δραχμές ανά ευρώ. Οι επιχειρήσεις όμως «ξέχασαν» να αναπροσαρμοστούν στα νέα νομισματικά δεδομένα και διατήρησαν τις αυξημένες τιμές που είχαν επιβάλλει αμέσως μετά την κατά 15% υποτίμηση της δραχμής. Το Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας σημειώνει ότι την περίοδο Μάρτη - Δεκέμβρη του 1998, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων που παράγουν εμπορεύματα για την εσωτερική αγορά.
  • Κατά το 1999 το σύνολο του μηχανισμού της κυβέρνησης ρίχνει το βάρος στην επίτευξη του δυσκολότερου κριτηρίου της ΟΝΕ, αυτό του πληθωρισμού. Η κατάσταση είναι ελεγχόμενη ως προς τον τομέα των μισθών, ενώ για τον έλεγχο των τιμών η κυβέρνηση προχωρεί στις λεγόμενες «συμφωνίες κυριών» αφήνοντας έτσι στην καλή θέληση των επιχειρηματιών τη συγκράτησή τους. Ηταν όμως και πάλι η Τράπεζα της Ελλάδας που παραθέτει πίνακες με τις τιμές πληθώρας εμπορευμάτων και υπηρεσιών, όπου προκύπτουν σημαντικές ανατιμήσεις, πέραν των όσων είχαν συμφωνηθεί.
  • Την προηγούμενη μόλις Δευτέρα το υπουργείο Οικονομίας με την εξαμηνιαία έκθεσή του επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις που παράγουν εμπορεύματα για την εσωτερική αγορά, με πρόσχημα την πετρελαϊκή κρίση, επέβαλαν το 2001 μεσοσταθμικές αυξήσεις στις τιμές χονδρικής 5%, έναντι 3,3% το 2000, παρά το γεγονός ότι οι τιμές πετρελαίου είχαν αυξηθεί το 2000 κατά 88%, ενώ αντίθετα το δεκάμηνο Γενάρη - Οκτώβρη μειώθηκαν κατά 5,5%.

ΑΓΟΡΑ
Χιονοστιβάδα ανεξέλεγκτων ανατιμήσεων

Ακόμα και οι τράπεζες παρανομούν, ζητώντας προμήθεια απ' όσους ανταλλάσσουν νομίσματα των χωρών της ευρωζώνης

Πληθαίνουν οι καταγγελίες από κάθε γωνιά της Ελλάδας για το κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων που έφερε το ευρώ, αποδεικνύοντας λίγες μέρες μετά την εισαγωγή του στις καθημερινές συναλλαγές ότι τα προβλήματα που κομίζει το ενιαίο νόμισμα δεν είναι μόνο εκείνα που συνδέονται με την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών συνολικής αμφισβήτησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αλλά προβλήματα καθημερινού... ροκανίσματος των πενιχρών εργατικών εισοδημάτων.

Καταγγελίες για τις ανατιμήσεις δέχεται και το τηλεφωνικό κέντρο, το γνωστό πια 198, που έχει εγκαταστήσει το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για να δίνει στους ενδιαφερόμενους πληροφορίες σχετικά με το ευρώ.

Οι πολλαπλές ανατιμήσεις και μόνο αποδείχνουν ότι η όλη κυβερνητική και άλλη διαφημιστική προπαγάνδα εξιδανίκευσης του νέου νομίσματος, στηρίζεται στο ψέμα και στην απόκρυψη των πραγματικών δεδομένων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα κρούσματα κερδοσκοπίας αφορούν τα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης.

Οι υπεύθυνοι του 198 ανέφεραν στο «Ρ» ορισμένες από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις καταγγελιών που έχουν δεχτεί και οι οποίες αφορούν ανατιμήσεις σε:

  • φούρνους (ακόμη και στο ψωμί)
  • εστιατόρια
  • μαγαζιά πώλησης πρόχειρου φαγητού
  • κινηματογράφους
  • πάρκινγκ (της Αθήνας και Θεσσαλονίκης)
  • Video Club
  • κρεοπωλεία
  • ψητοπωλεία
  • πρατήρια βενζίνης.

Καταγγελία επίσης έγινε και για αύξηση της τιμής μιας τοπικής εφημερίδας της Κρήτης.

Πρωτοπαραβάτες οι τράπεζες

Το άκρον άωτον της αισχοκέρδειας και της εκμετάλλευσης σημειώνεται στις τράπεζες, όπου υποτίθεται πως οι υπολογισμοί των συναλλαγών σε ευρώ έχει ξεκινήσει πριν ένα ολόκληρο χρόνο. Οπως καταγγέλλεται από δεκάδες συναλλασσόμενους με τις τράπεζες, σχεδόν όλες χρεώνουν παράνομα προμήθειες για ανταλλαγές νομισμάτων των άλλων κρατών της ευρωζώνης (γερμανικά μάρκα, γαλλικά φράγκα κλπ.) σε ευρώ. Το υπουργείο Οικονομικών όμως και οι αρμόδιοι του τηλεφωνικού κέντρου, μη έχοντας τρόπο να παρέμβουν στις ρυθμίσεις των τραπεζιτών -ακόμα κι όταν αυτές είναι καταφανώς παράνομες - προτρέπουν τους κατόχους των νομισμάτων αυτών να πηγαίνουν στην Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία δε θα χρεώνει προμήθειες για την απόσυρση των νομισμάτων αυτών μέχρι και τις 31 Μάρτη του 2002, δηλαδή ένα μήνα μετά την οριστική απόσυρση της δραχμής.

Καταγγελίες υπάρχουν και για πολλές τράπεζες, οι οποίες προκειμένου να κάνουν ανταλλαγή δραχμών σε ευρώ απαιτούν πρώτα το άνοιγμα λογαριασμού. Παράπονα επίσης διατυπώνονται για το γεγονός ότι κάποιες τράπεζες δίνουν ένα μέγιστο όριο ανταλλαγής δραχμών σε ευρώ σε όσους δεν είναι πελάτες τους. Σε πολλές περιπτώσεις ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανταλλάξει στο γκισέ 500.000 δρχ. το πολύ. Ο λόγος που προβάλλουν οι τραπεζίτες είναι τα μέτρα για την αποτροπή ξεπλύματος «βρώμικου χρήματος», ο οποίος όμως δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτός.


Συνάντηση Δρυ - εκπροσώπων αγροτών

Συνάντηση με τον υπουργό Γεωργίας θα έχουν στις 18 Γενάρη στην Αθήνα εκπρόσωποι των αγροτικών οργανώσεων και συντονιστικών επιτροπών από όλη χώρα, που συμμετείχαν στην πανελλαδική σύσκεψη των Φαρσάλων στις 28/12/2001. Η αντιπροσωπεία θα θέσει στον Γ. Δρυ τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο ψήφισμα της πανελλαδικής αγροτικής σύσκεψης του Παλαμά Καρδίτσας και θα ζητήσει συγκεκριμένες απαντήσεις επ' αυτών. Παράλληλα αγρότες και κτηνοτρόφοι όλης της χώρας με συσκέψεις και περιοδείες, προετοιμάζονται για τη νέα πανελλαδική κινητοποίηση, η οποία θα ξεκινήσει στις 28 Γενάρη, στην περίπτωση που ο υπουργός Γεωργίας και η κυβέρνηση δε δώσουν συγκεκριμένες και πειστικές απαντήσεις, που θα ικανοποιούν τα αιτήματά τους.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ