ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Σεπτέμβρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Του Θανάση Κ. ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Τέλειωσε το 6ο Δημοτικό Σχολειό στις φτωχογειτονιές της Ράχης και το 1ο, εξατάξιο τότε, Γυμνάσιο Αρρένων Καλαμάτας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και στη συνέχεια εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Συμμετείχε ενεργά στο Πανεπιστημιακό Συνδικαλιστικό Κίνημα, υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της «Δημοσιοϋπαλληλικής Ενότητας» στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (AEI) και χρημάτισε γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας των ΑΕΙ. Είναι μέλος της ΚΟΒ Ν. Κόσμου του ΚΚΕ.

Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Ποιήματα και κριτικές αναφορές στο έργο του, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Εχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του:

«Φυλάξου σύντροφε - Προχωράμε», «Ο Θερσίτης στους αιώνες - Χρώματα», «Οι Ερωτες του Οδυσσέα».

Υπάρχει αρκετό ανέκδοτο έργο του, όπως διηγήματα, ποιήματα και το υπό έκδοση βιβλίο «Δυτικά του Νέδοντα». Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.


Θα πρόφταιναν τον ήλιο

Γρηγοριάδης Κώστας

(Κατοχή, τρόμος, πείνα, θάνατος. - Στη φτωχογειτονιά της δυτικής συνοικίας μένουν ο Κώστας, η γυναίκα του η Μαργιώ και το δεκάχρονο αγόρι τους, ο Θάνος.

- Το παιδί βρίσκεται στο κρεβάτι τρία χρόνια περίπου από βαριά αρρώστια στα οστά των ποδιών του. - Φίλος της οικογένειας είναι ο δάσκαλος, μέλος της Οργάνωσης. - Με τη βοήθεια της Οργάνωσης και του δάσκαλου, παρακολουθεί το άρρωστο παιδί ένας Ιταλός χειρουργός γιατρός, που 'ναι αντίθετος στο φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας. - Ο ξένος γιατρός διάγνωσε ότι ο Νάσος θα γίνει καλά με φάρμακο που δεν έχει φτάσει ακόμη στην Ελλάδα. - Οι καταχτητές γίνονται πιο σκληροί. - Χάνονται τα ίχνη του δάσκαλου και του Ιταλού γιατρού. - Γίνονται γενικές συλλήψεις. - Ο Κώστας στέλνεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου. - Εκεί γνωρίζει έναν κομμουνιστή από το διπλανό κελί των μελλοθάνατων που γίνεται καθοδηγητής του Κώστα. - Ο Κώστας γλίτωσε από το στρατόπεδο και ξαναγύρισε στην επαρχιακή πόλη. - Ερχεται σε επαφή με την Οργάνωση και με αγωνία, νύχτες περιμένει, περιμένει...).

***

Μεσάνυχτα. Βαθύ σκοτάδι. Η πόλη κοιμόταν. Η δυτική συνοικία έκανε πως κοιμόταν. Είχε το 'να μάτι μισάνοιχτο. Οταν σουρούπωνε, η τελευταία περίπολος των ναζί καταχτητών γυρόφερνε βιαστικά και φοβισμένα τις ανηφόρες της δυτικής συνοικίας και επέστρεφε γρήγορα στη βάση της. Μόνο μέρα έκανε την εμφάνισή της στις φτωχογειτονιές. Μέγας φόβος είχε κυριεύσει τους καταχτητές που γίνονταν σκληροί, βάρβαροι, με βασανιστήρια και εκτελέσεις. Ο άνεμος είχε φέρει γρήγορα τη μεγάλη είδηση πως οι χιτλερικοί επιδρομείς είχαν πάθει συντριβή από τον κόκκινο στρατό σ' όλες τις γραμμές του Ανατολικού Μετώπου.

Από μια σχισμή του μελανού σύγνεφου της νύχτας, ένα τολμηρό αστέρι κρυφοκοίταξε. Σα να πέρασαν σκιές κολασμένων. Ακούστηκαν τα βήματά τους. Στάθηκαν κάτω από τις χαμηλές πυκνόφυλλες μουριές. Το συνωμοτικό σκοτάδι βοηθούσε πολλές φορές. Ανοιξαν αθόρυβα την ξύλινη αυλόπορτα και πέρασαν στο μέσα της αυλής. Χτύπησαν συνθηματικά τρεις φορές.

- Ηρθαν, είπε και πετάχτηκε όρθιος ο Κώστας. Πολλές νύχτες πρόσμενε αυτό το χτύπημα στη στενή σιδερένια «μυστική» πόρτα της αυλής, που 'ταν κρυμμένη στο φουντωτό αγιόκλημα. Δε γνώριζε πότε θα 'ρχονταν και ποιοι θα ήσαν. Η καρδιά του Κώστα χτυπούσε δυνατά. Τράβηξε το σύρτη και άνοιξε την πόρτα.

Μέσα από το χαμηλωμένο, αδύναμο φως της γυάλινης λάμπας του πετρελαίου, μόλις διέκρινε τη γελαστή μορφή του δάσκαλου.

- Δάσκαλε εσύ; αναφώνησε με τρεμάμενη φωνή ο Κώστας και τον έσφιξε σταυρωτά στην αγκαλιά του.

Ξαφνικά έμεινε σαν απολιθωμένος. Δεν πίστευε στα μάτια του. Περνούσε τη «μυστική» πόρτα και ο Ιταλός γιατρός. Ακολούθησε ένα νέο ψηλό γεροδεμένο παλικάρι με μαύρο μπερέ και σταυρωτά τα φισεκλίκια στο φαρδύ του στέρνο. Ο Κώστας, αφού ξεπέρασε την αμηχανία της στιγμής, πήρε τη γυάλινη λάμπα στα χέρια του, δυνάμωσε το φως και τους οδήγησε στην κρύπτη. Ανοιξε την καταπακτή και κατέβηκαν ένας - ένας από την ξύλινη σκάλα στο κατώγι. Ο δάσκαλος κοντοστάθηκε.

- Θα 'ρθω σε λίγο, είπε και τράβηξε προς το δωμάτιο του μικρού Νάσου.

- Δάσκαλε, σε περίμενα πολλές νύχτες να 'ρθεις, ακούστηκε σιγανή η φωνή του Νάσου. Ο δάσκαλος πλησίασε και μέσ' στο ημίφως διέκρινε τα μεγάλα φωτεινά ξάγρυπνα μάτια του παιδιού.

- Το «σοφό παιδί» το 'ριξε στη φιλοσοφία και δεν κοιμάται; Θα το μαλώσω, είπε και αγκάλιασε το Νάσο.

- Ημουν σίγουρος που θα 'σουν κι εσύ στη μυστική αποστολή που θα φύγετε μαζί με τον πατέρα μου για το βουνό, του 'πε κοφτά και με σοβαρό ύφος ο μικρός Νάσος.

Ο δάσκαλος έχασε το χρώμα του. Πάγωσε. Προσπάθησε να κρύψει την αμηχανία του και ρώτησε μ' ένα χαμόγελο το μικρό Νάσο.

- Και πού τα γνωρίζεις όλα αυτά εσύ, σοφό τερατάκι;

Το παιδί διαβάζοντας όλη την αγωνία στο πρόσωπο του δάσκαλου του απάντησε:

- Από τότε που γύρισε ο πατέρας μου από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου είναι συνέχεια ανήσυχος. Τον τελευταίο καιρό η ανησυχία του αυτή μεγάλωσε. Μια μέρα άκουσα που έλεγε στη μάνα μου «αργούν να 'ρθουν» και εκείνη του 'πε: «Γνωρίζεις καλά ότι όλα αυτά τα κανονίζει η Οργάνωση». Μετά δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι κάτι σοβαρό γινόταν.

- Αυτά με τη «μυστική αποστολή» και το «βουνό» πώς τα σκέφτηκες; του 'πε ήρεμα και χαμηλόφωνα ο δάσκαλος. Το παιδί απάντησε αμέσως χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια.

- Ο πατέρας μου το 'χε βάλει στο μυαλό του να βγει στο βουνό και να γίνει περήφανος αντάρτης, πολύ πιο μπροστά από τις γενικές συλλήψεις. Πολλές φορές θυμάμαι που έλεγε: «Είναι ντροπή μας να μένουμε στα σπίτια μας και οι άλλοι να δίνουν τα ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας». Για λίγο σταμάτησε. Πήρε βαθιά αναπνοή και συνέχισε:

- Προχτές η μάνα μου είπε ότι θα 'ρθει ο Νικόλας με τη σούστα να μας πάει στο χωριό και ο πατέρας θα μείνει για κάτι δουλιές.

Τη στιγμή εκείνη ήρθε η κυρα - Μαργιώ και ειδοποίησε το δάσκαλο που τον περίμεναν. Ο δάσκαλος βγήκε σκεφτικός από το δωμάτιο. Το παιδί είχε την ωριμότητα ενός μεγάλου και συνετού ανθρώπου. Είχε υψηλή πνευματική συγκρότηση. Επρεπε να μάθει όλη την αλήθεια. Εξάλλου τα είχε ήδη καταλάβει. Τα ένιωθε όλα.

*

Στο κατώγι η σύσκεψη τέλειωσε γρήγορα. Ολοι κοιτούσαν το ρολόι. Ωρα τρεις και μισή. Τρεις και σαράντα πέντε θα ξεκινούσαν. Ολα μετρημένα στη λεπτομέρεια του χρόνου. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα.

Βαθύ σκοτάδι και θάνατος πολύς μέσα στη νύχτα. Στις τέσσερες και τέταρτο θα 'χουν περάσει τα επικίνδυνα καρτέρια στα βόρεια της πόλης. Αμέσως μετά θα σκαρφαλώσουν τους λόφους. Οι σύνδεσμοι σε εγρήγορση, θα προφτάσουν.

Η ώρα, τα λεπτά, παίζουν με τη ζωή και το θάνατο, θα νικήσουν το χρόνο. Μόλις στρίψουν στο απέναντι βουνό - εγγόνι του Ταΰγετου - θα βγαίνει ο ήλιος, θα προφτάσουν.

Ηρθε η ώρα για αναχώρηση. Ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα και προχώρησαν αργά προς το δωμάτιο του μικρού Νάσου. Το άρρωστο παιδί ανασηκώθηκε στο μαξιλάρι του και κοίταξε με θαυμασμό, αλλά και αμηχανία τους περήφανους αντάρτες. Είδε τον αντάρτη πατέρα του ψηλό, να φτάνει το μπόι του ίσαμε το ταβάνι. Είδε το δάσκαλο πιο σοφό, με το γλυκό χαμόγελο και την πίστη για λευτεριά ριζωμένη στην καρδιά του. Είδε το ξένο γιατρό αποφασισμένο να φέρει το φάρμακο για να του γιάνει τα πόδια. Είδε το γοργοπόδαρο νεαρό αντάρτη με τα μακριά καστανά μαλλιά και το μαύρο μπερέ και θέλησε να του μοιάσει. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν την μπουμπουκιασμένη άνοιξη. Ενας ένας χαιρέτησαν το μικρό Νάσο. Με προφύλαξη ξετρύπωσαν από τη «μυστική» πόρτα και χάθηκαν στο πυκνό σκοτάδι. Το παιδί είχε ακόμα μπροστά του ζωντανή την εικόνα με τον πατέρα του ανάμεσα στους άλλους τιμημένους αντάρτες. Η μεγάλη κόπωση γρήγορα του χαμήλωσε τα ματόφυλλα και το γλυκό όνειρο συνεχίστηκε: Είδε τάχα πως οι κορυφές των γύρω λόφων και των μακρινών βουνών φωτίστηκαν με μύρια χρώματα. Ανοιξαν οι τέσσερες πύλες του ορίζοντα και χιλιάδες περιστέρια γέμισαν το γαλάζιο ουρανό. Εκατοντάδες καβαλαραίοι αντάρτες κάλπαζαν με τ' ατρόμητα άλογά τους στις πλαγιές των λόφων. Μελωδικοί ήχοι χάιδευαν τ' αυτιά του μικρού Νάσου, σαν να τον νανούριζαν ψαλμωδίες αγγέλων. Ησαν από τα τραγούδια των αρματωμένων παρτιζάνων. Εξαφνα στην πιο ψηλή κορυφή του βουνού, μέσ' από πορφυρές νεφέλες, ξεπετάχτηκαν τρία κάτασπρα φτερωτά άλογα. Καβαλάρηδες ήσαν ο πατέρας του μικρού Νάσου, ο δάσκαλος και ο γιατρός. Σταμάτησαν μπρος στο παιδί και του 'δωσαν το φάρμακο που περίμενε. Το παιδί πήρε το φάρμακο κι αμέσως σηκώθηκε όρθιο απ' το αναπηρικό καρότσι. Αρχισε να τρέχει. Ακολούθησε τα τρία φτερωτά άλογα. Ετρεχε, έτρεχε, έτρεχε και τραγουδούσε...

Η κυρα - Μαργιώ, που 'χε πέσει σε βαθύ συλλογισμό, σηκώθηκε από τον ξύλινο καναπέ και με αργά βήματα πλησίασε το κρεβάτι του Νάσου. Είδε το σοφό λαβωμένο παιδί της που έλαμπε από ευτυχία μέσα στα όνειρά του. Ανασήκωσε τα κλινοσκεπάσματα στην πλάτη του παιδιού και το χάιδεψε με όλη την τρυφερότητα και τη στοργή της μάνας. Επειτα τραβήχτηκε στο μέσα δωμάτιο και ξάπλωσε λίγο να ξαποστάσει. Το πρωί θα περνούσε ο Νικόλας με τη σούστα και θα 'φευγαν με το Νάσο για το χωριό.

Ο Κώστας με τους άλλους ανέβηκαν στους λόφους στην ώρα τους. Δεν υπήρχε πια κίνδυνος. Σ' ένα ύψωμα σταμάτησε για λίγο κι αγνάντεψε κάτω μακριά την κοιμισμένη πόλη. Πολλά αστέρια έσχισαν στη μέση το μελανό σύγνεφο και φώτιζαν λεύτερα τον ουρανό. Η μουντή θάλασσα άρχισε σιγά σιγά να φωσφορίζει στη λάμψη των άστρων. Το βλέμμα του στράφηκε στη δυτική συνοικία με τις φτωχογειτονιές, τα χαμηλά σπίτια με τα κεραμίδια και τα στενά χωμάτινα δρομάκια.

Στο πάνω μέρος που τέλειωνε ο ανηφορικός δρόμος, βρισκόταν το σπίτι του με την αυλή. Εκεί η Μαργιώ και ο μικρός Νάσος θα τον περίμεναν να γυρίσει νικητής. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε την ανηφόρα με τους συντρόφους του.

Θ' ανέβαιναν ψηλά στο απέναντι βουνό. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Θα πρόφταιναν τον ήλιο. Μοσχοβολούσε η φύση. Ολα έδειχναν πως η λευτεριά δε θ' αργούσε. Εμπαινε άνοιξη του 1943.


Του
Θανάση Κ. ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ