ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 4 Ιούλη 2013
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΖΕΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ «SOCAR»
Παράλληλο «μπάσιμο» σε ΤΑΡ και ΔΕΣΦΑ

Οι εξελίξεις προσθέτουν κομμάτια στο παζλ των παζαριών που προηγήθηκαν της επιλογής του συγκεκριμένου αγωγού, έναντι του «Nabucco»

Οι Αζέροι ισχυροποιούν την παρουσία τους στην προμήθεια και διακίνηση αερίου στην Ευρώπη, ανοίγοντας νέα πεδία ανταγωνισμών ανάμεσα στα μονοπώλια της Ενέργειας
Οι Αζέροι ισχυροποιούν την παρουσία τους στην προμήθεια και διακίνηση αερίου στην Ευρώπη, ανοίγοντας νέα πεδία ανταγωνισμών ανάμεσα στα μονοπώλια της Ενέργειας
Συνεχίζονται οι επιχειρηματικές διεργασίες με επίκεντρο των αγωγό ΤΑΡ (Trans Adriatic Pipeline), συνδυαστικά με την ιδιωτικοποίηση του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ). Χτες, η διαχειρίστρια εταιρεία του TAP υπέγραψε συμφωνία με τον ΔΕΣΦΑ για τη λειτουργία και συντήρηση του ελληνικού τμήματος του αγωγού. Η συμφωνία προβλέπει επίσης την επιθεώρηση των σημείων διασύνδεσης του ΤΑΡ με το σύστημα αγωγών του ΔΕΣΦΑ, «για την παραπέρα ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού και της τεχνικής συνεργασίας».

Η συμφωνία αποκτά άλλη διάσταση, αν ιδωθεί από τη σκοπιά του ενδιαφέροντος της αζέρικης «Socar» να αποκτήσει τον ΔΕΣΦΑ και την ολοκλήρωση σχεδόν της συμφωνίας για την εξαγορά του. Η «Socar» θέλει να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή, έχοντας παράλληλα συμμετοχή στη μετοχική σύνθεση του ΤΑΡ, αλλά και στο κοίτασμα που θα τροφοδοτεί τον αγωγό με φυσικό αέριο. Με την εξαγορά του ΔΕΣΦΑ και την είσοδό του στο μετοχολόγιο του TAP, οι Αζέροι πατάνε γερά το πόδι τους στο νότιο διάδρομο μεταφοράς αερίου προς την Ευρώπη.

Ο ΔΕΣΦΑ έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να αναλάβει τη συντήρηση του ΤΑΡ στο έδαφος της Αλβανίας, όπως και να συμμετάσχει στη μετοχική σύνθεση του αγωγού. Ταυτόχρονα, στις επενδύσεις του ΔΕΣΦΑ που βρίσκονται σε εξέλιξη, περιλαμβάνεται η προσθήκη της δυνατότητας για αντίστροφη ροή στον αγωγό Βουλγαρίας - Ελλάδας. Ηδη, έξι εταιρείες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για τροφοδοσία της αγοράς των Βαλκανίων, εφόσον λειτουργήσει αυτή η δυνατότητα, που αναμένεται στο τέλος του 2013. Σε πλήρη ανάπτυξη θα μπορούν να διοχετεύονται έως και 3,5 δισ. κυβικά μέτρα αερίου το χρόνο προς τη Βουλγαρία.

Σε εξέλιξη βρίσκονται και τα έργα κατασκευής τρίτης δεξαμενής υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Ρεβυθούσα, επίσης από τον ΔΕΣΦΑ. Η βουλγάρικη αγορά δείχνει να ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους Αζέρους, όπως άφησε να εννοηθεί ο αντιπρόεδρος της «Socar», Ελσάντ Νασίροφ. Μιλώντας στην οικονομική ιστοσελίδα «abc.az», σημείωσε ότι η Βουλγαρία μπορεί να γίνει ο πρώτος αγοραστής αζέρικου φυσικού αερίου μέσω του TAP.

«Ο αγωγός θα διατρέχει την Ελλάδα η οποία συνδέεται με διασυνδετήριο αγωγό με τη Βουλγαρία, αγωγός που μπορεί να λειτουργήσει προς τις δύο κατευθύνσεις. Εάν αυτό αποδειχθεί τεχνικά εφικτό, η Βουλγαρία θα είναι σε θέση να αγοράζει φυσικό αέριο στο πρώτο στάδιο των προμηθειών αζέρικου φυσικού αερίου στην Ευρώπη», είπε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα, η Βουλγαρία σχεδιάζει την αγορά περίπου δύο δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου από το Αζερμπαϊτζάν, σε ετήσια βάση.

Υπενθυμίζεται ότι ο αγωγός ΤΑΡ θα ξεκινά από τα ελληνοτουρκικά σύνορα (Κήποι Εβρου) και θα καταλήγει στην Ιταλία, μέσω Αλβανίας και υποθαλάσσιου αγωγού στην Αδριατική. Η κατασκευή του προβλέπεται να ξεκινήσει το 2014 και θα ολοκληρωθεί το 2018. Ο TAP επελέγη πρόσφατα από την Κοινοπραξία του «Σαχ Ντενίζ» στο Αζερμπαϊτζάν, έναντι του ανταγωνιστή «Nabucco West», για τη μεταφορά του αζέρικου φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.


ΕΡΩΤΗΣΗ - ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Τι υπηρετούν τα σχέδια στην αμυντική βιομηχανία;

-- Πού στοχεύει η «αναδιάρθρωση» της αμυντικής βιομηχανίας από την κυβέρνηση;

Η πολιτική της χώρας στον τομέα της άμυνας και της πολεμικής βιομηχανίας υποτάσσεται στους σχεδιασμούς και στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ, το ΝΑΤΟ, καθώς και τις ανάγκες του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, που δραστηριοποιείται σε αυτόν τον τομέα. Η προσαρμογή και ο σχεδιασμός των Ενόπλων Δυνάμεων και της πολεμικής βιομηχανίας στις παραπάνω ανάγκες και κατευθύνσεις (π.χ. εξοπλισμοί με βάση τις ΝΑΤΟικές ανάγκες), πέραν των συνολικών επιπτώσεων στο σύνολο των πολεμικών βιομηχανιών και της ναυπηγικής βιομηχανίας, είχε και έχει σοβαρές επιπτώσεις και για τα εργοστάσια των «Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων» (ΕΑΣ). H Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι οι αμυντικές της δαπάνες συνιστούσαν την περίοδο 2002-2006 το 6,4% των συνολικών δημόσιων δαπανών, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το μέσο όρο της ΕΕ (άλλη μια απόδειξη ότι οι εξοπλισμοί υπηρετούν το δόγμα του ΝΑΤΟ για επιθετικούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους), καλύπτει ένα πολύ μικρό κομμάτι των δαπανών αυτών από την εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Το 2009 αποτελούσε τον 5ο μεγαλύτερο εισαγωγέα αμυντικών συστημάτων, καλύπτοντας το 4% της συνολικών εισαγωγών αμυντικού υλικού στον κόσμο. Αμερικανοί, Γερμανοί και Γάλλοι, καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος των ελληνικών εισαγωγών, διαθέτοντας το 74% των όπλων που αγόρασε η χώρα την περίοδο 1998 - 2008. Βεβαίως, ολ' αυτά δείχνουν ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων, η αμυντική βιομηχανία, πιο σωστά η πολεμική βιομηχανία, είναι προσαρμοσμένη σ' αυτούς και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα λαϊκά συμφέροντα. Δηλαδή, ο λαός πρέπει να είναι αντίθετος με την ανάπτυξη τέτοιων πολεμικών βιομηχανιών, επειδή είναι αντίθετος με τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Βεβαίως, όσο υπάρχει καπιταλισμός και η ανάγκη οργάνωσης της άμυνας της χώρας σ' αυτό το σύστημα, οι εξοπλισμοί δεν μπορεί να επαφίενται στα ιδιωτικά μονοπώλια, αλλά να είναι υπόθεση κρατικής βιομηχανίας, όπως με τα ΕΑΣ, την ΕΒΟ, την ΕΑΒ κλπ. Γιατί διαφορετικά ο λαός χρυσοπληρώνει πανάκριβο αμυντικό υλικό -αυτό γίνεται τώρα-, συχνά ακατάλληλο για τη γεωγραφία του ελλαδικού χώρου και τις αμυντικές ανάγκες.

Κριτήριο αγοράς αυτού του υλικού, δεν είναι η θωράκιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά οι ανάγκες των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, στους οποίους είναι ενταγμένη η χώρα, για λογαριασμό της ντόπιας αστικής τάξης. Επίσης, οι ανάγκες της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων κατασκευής του αμυντικού υλικού, των εισαγωγέων και μερικών ελληνικών επιχειρήσεων, που δρουν ως υποκατασκευαστές αυτών των ομίλων. Η κατάσταση αυτή καθιστά αμφισβητούμενη ακόμα και τη θεωρητική δυνατότητα αξιοποίησης του εισαγομένου αμυντικού υλικού για τη διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, καθώς η χρήση του είναι ελεγχόμενη από τα μονοπώλια που το κατασκευάζουν. Η συμμετοχή ορισμένων ελληνικών ομίλων ως υποκατασκευαστών, δεν αλλάζει τα παραπάνω, αφού αναλαμβάνουν την παραγωγή ορισμένων τμημάτων, χωρίς συνολική γνώση, δυνατότητα σχεδιασμού ή αυτοτελούς παραγωγής αμυντικού υλικού. Ουσιαστικά, εντάσσονται σε μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους παραγωγής αμυντικού υλικού και η πορεία αλλά και οι απόψεις τους συνταυτίζονται με αυτές των μητρικών εταιρειών. Οι δεσμεύσεις και κατευθύνσεις της ΕΕ επιδεινώνουν αυτήν την κατεύθυνση. Ο περίφημος περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 296 της Συνθήκης της ΕΕ, που προωθεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Αμυνας, σημαίνει ολοκληρωτική απελευθέρωση της κίνησης εμπορευμάτων και στον τομέα αυτό. Μαζί με την απαγόρευση της κατασκευής υλικού για ειρηνικούς σκοπούς (τρένα, αυτοκίνητα, άλλα μέσα παραγωγής κλπ) στα εργοστάσια της αμυντικής βιομηχανίας και σε συνάρτηση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία που προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση που ένα κράτος χρηματοδοτήσει κατασκευαστικά προγράμματα στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, τα εργοστάσια που έχουν απομείνει θα συρρικνωθούν παραπέρα και τελικά θα συγχωνευτούν με μονοπωλιακούς ομίλους αμυντικού υλικού.

Η προώθηση της ιδιωτικοποίησης των «Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων», που σχεδιάζει η κυβέρνηση, κινείται στην ίδια κατεύθυνση. Γίνεται για τη δημιουργία νέων επενδυτικών πεδίων τοποθέτησης υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων των μονοπωλιακών ομίλων. Θα συνοδευτεί από επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων των εργαζόμενων, κύματα απολύσεων, σημαντική αύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών και υλικών προς το ελληνικό κράτος, που μετακυλίεται στις πλάτες των εργαζόμενων. Για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της Πολεμικής Αεροπορίας ως έναν ακόμα πελάτη από την ΕΑΒ, είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία συντήρησης μιας σειράς πτητικών μέσων.

Στις σημερινές συνθήκες, και για το μεσοπρόθεσμο μέλλον, έως ότου ο πόλεμος εξαφανιστεί ανεπίστρεπτα από τον πλανήτη, έως δηλαδή την πλήρη κυριαρχία του κομμουνιστικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, η κατοχύρωση και υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, η διασφάλιση της εδαφικής της κυριαρχίας, αποτελούν βασικές προτεραιότητες της πρότασης εξουσίας που καταθέτει το ΚΚΕ στο λαό. Προϋποθέτει όμως ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και εργατικό έλεγχο. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, ο ενιαίος φορέας αμυντικής βιομηχανίας θα είναι σε θέση να σχεδιάζει και να παράγει τον κατάλληλο αμυντικό εξοπλισμό, μηχανολογικό υλικό για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών σε καιρό ειρήνης, να συνάπτει αμοιβαία επωφελείς για τους λαούς διακρατικές συνεργασίες, να βασίζεται στην επιστημονική και τεχνική έρευνα, στα πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα. Στα πλαίσια αυτά, η παραγωγή σύγχρονου αμυντικού υλικού δε θα βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την παραγωγή εμπορευμάτων και μέσων παραγωγής για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Αντίθετα, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία θα βασίζεται στα τεχνικά, τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα της κοινωνικής παραγωγής συνολικά.


«STANDARD & POOR'S»
Υποβάθμισε τρεις ευρωπαϊκές τράπεζες

Φωτιά στα τόπια των ανταγωνισμών ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ βάζει η απόφαση του αμερικανικού καπιταλιστικού οίκου αξιολόγησης «Standard & Poor's» να υποβαθμίσει το αξιόχρεο τριών μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, της γερμανικής Deutsche Bank, της βρετανικής Barclays και της ελβετικής Credit Suisse Group. Οι τρεις τραπεζικοί κολοσσοί υποβαθμίζονται στην κατηγορία «Α» από «Α+», λόγω των νέων τραπεζικών κανόνων και των «αβέβαιων συνθηκών της αγοράς». Ο οίκος επιβεβαίωσε επίσης το αξιόχρεο της ελβετικής τράπεζας UBS στη βαθμίδα «Α».

Στην ανακοίνωσή του, ο «S&P» σημειώνει μεταξύ άλλων: «Θεωρούμε ότι οι κάτοχοι χρέους αυτών των τραπεζών αντιμετωπίζουν αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο, λόγω των αυστηρότερων ρυθμίσεων στο τραπεζικό σύστημα, των εύθραυστων διεθνών αγορών, της στασιμότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών και των αυξημένων κινδύνων δικαστικών διενέξεων εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης (...) Ενας μεγάλος αριθμός πρωτοβουλιών σε παγκόσμιο επίπεδο για τη ρύθμιση των τραπεζών δημιουργεί προκλήσεις για τις συναλλαγές στις αγορές κεφαλαίων».

Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, η Deutsche Bank και η Barclays «θα πρέπει να αντεπεξέλθουν με αυστηρότερες απαιτήσεις όσον αφορά το ύψος των κεφαλαίων και της ρευστότητάς τους». Είχαν προηγηθεί δηλώσεις στελεχών της Fed που επέκριναν τη γερμανική τράπεζα για το χαμηλό δείκτη κεφαλαιοποίησης, καθώς και δημοσιεύματα που φέρουν τις ΗΠΑ να αυστηροποιούν τους κανόνες για τη λειτουργία των ευρωπαϊκών τραπεζών στο έδαφός τους, «φωτογραφίζοντας» την Deutsche Bank.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ