Το ΚΚΕ έχει έγκαιρα και με σαφήνεια τοποθετηθεί, και με τις Θέσεις για το 21ο Συνέδριό του, στη διαδικασία υλοποίησης του οποίου βρισκόμαστε, σχετικά με τον χαρακτήρα του ευρωπαϊκού, αλλά και του παγκόσμιου «Πράσινου New Deal». Πίσω από την προσπάθεια να εμφανιστεί ότι στόχος της πολιτικής αυτής είναι η προστασία του περιβάλλοντος, κρύβεται ο πραγματικός στόχος που δεν είναι άλλος από τη διαμόρφωση όρων ικανοποιητικής κερδοφορίας για νέες επενδύσεις στον τομέα της «πράσινης» Ενέργειας και άλλους κλάδους της οικονομίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο νόμος 4685/2020 του Χατζηδάκη - ο οποίος πλέον από τη θέση του υπουργού Εργασίας έρχεται να σαρώσει και τα εργασιακά δικαιώματα με το νέο κατάπτυστο νομοσχέδιο - φτάνει στο σημείο να περιορίζει ακόμη περισσότερο την προστασία των περιοχών Natura, δίνοντας τη δυνατότητα αλλαγών χρήσης γης για την εγκατάσταση ξενοδοχείων, λατομείων ακόμη και εντός προστατευόμενων περιοχών, ενώ διευκολύνεται η εγκατάσταση έργων ΑΠΕ και επιταχύνεται η αδειοδότηση επενδύσεων στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης». Πρόκειται, βέβαια, για τον ορισμό της υποκρισίας να μιλά η κυβέρνηση, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ για «πράσινη ανάπτυξη», που θα προστατεύσει το περιβάλλον, όταν την ίδια στιγμή καίγονταν πάνω από 90.000 στρέμματα στην Κορινθία...
Για να τρέξουν οι «πράσινες μπίζνες» και να υλοποιηθούν με μεγαλύτερη ταχύτητα τα επενδυτικά σχέδια, ο εν λόγω νόμος κατάργησε την Αδεια Παραγωγής για τις ΑΠΕ και την αντικατέστησε με τη Βεβαίωση Παραγωγού Ηλεκτρικής Ενέργειας, η οποία θα προκύπτει μετά από μια σύντομη και αυτοματοποιημένη διαδικασία ελέγχου της αίτησης, με μείωση στο ελάχιστο των δικαιολογητικών που απαιτούνται. Επιπλέον, δεν απαιτείται πια έκδοση απόφασης της Ολομέλειας της ΡΑΕ για την έγκριση ενός τέτοιου έργου, αφού στόχος ήταν να ολοκληρώνονται οι σχετικές διαδικασίες σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών.
Η κυβέρνηση προχώρησε, όμως, ακόμη περισσότερο, αφού παρέδωσε την ευθύνη των σχετικών ελεγκτικών διαδικασιών σε ιδιωτικές εταιρείες αξιολόγησης, μέσω του θεσμού των «πιστοποιημένων ιδιωτών αξιολογητών», ένα χρόνιο αίτημα των επενδυτών που ήθελαν να «χαλαρώσουν» ακόμη περισσότερο οι όποιοι περιβαλλοντικοί έλεγχοι γίνονταν στα επιχειρηματικά τους σχέδια.
Το υπουργείο δεν έκρυβε ότι επιδίωξή του με την εισαγωγή του «νέου θεσμού» των «Πιστοποιημένων Αξιολογητών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων» ήταν η επιτάχυνση στην περιβαλλοντική αδειοδότηση των μεγάλων έργων ΑΠΕ και όχι μόνο, αλλά και η αφαίρεση έργου από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, οι οποίες πλέον παραμερίζονται σε μεγάλο βαθμό στα ζητήματα ελέγχου, ενώ παραμένουν τραγικά υποστελεχωμένες.
Σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο αδειοδότησης ΑΠΕ, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί από τους νόμους 3468/2006 και τον πρόσφατο 4685/2020, τα έργα ΑΠΕ κατατάσσονται βασικά σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. Στην κατηγορία «Α» εντάσσονται όσα έργα προβλέπεται να προκαλούν πολύ σημαντικές ή σημαντικές επιπτώσεις και απαιτείται η διεξαγωγή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την αδειοδότησή τους και στην κατηγορία «Β», όπου εντάσσονται όσα έργα θεωρούνται πως προκαλούν τοπικές και μη σημαντικές επιπτώσεις κι επομένως δεν απαιτείται εκπόνηση ΜΠΕ. Με τις πρόσφατες τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος 4685 άλλαξαν κατά πολύ τα ανώτατα όρια των έργων που εντάσσονται στην κατηγορία «Β». Ειδικότερα, για τα φωτοβολταϊκά, ενώ το προηγούμενο όριο ήταν τα 2 MW πλέον χαρακτηρίζονται ως μικρά και εντάσσονται στη δεύτερη κατηγορία έργα ισχύος έως 10MW. Αντίστοιχα αύξηση στα όρια υπήρξε και για τις αιολικές εγκαταστάσεις, οι οποίες έως 10 MW εμπίπτουν στη δεύτερη, έναντι των 5 MW προηγουμένως.
Νέο «χτύπημα» στην προστασία των δημόσιων εκτάσεων και του περιβάλλοντος ετοιμάζεται να δώσει η κυβέρνηση και με τον νέο «Κλιματικό Νόμο» που έχει στα σκαριά, ο οποίος θα αποτυπώνει την επιδίωξη των επενδυτών για πολλαπλασιασμό των υφιστάμενων εγκαταστάσεων ΑΠΕ σε ολόκληρη τη χώρα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η παράδοση στους επιχειρηματικούς ομίλους του χώρου των ΑΠΕ ορεινών όγκων, δασικών εκτάσεων, αγροτικής γης υψηλής παραγωγικότητας, ακόμη και η επιφάνεια της θάλασσας θα ενταθεί περαιτέρω, παρά τις όποιες κυβερνητικές «δεσμεύσεις» περί προστασίας του περιβάλλοντος και των υποκριτικών εξαγγελιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Πρόσφατα, στη Βουλή συζητήθηκε ο νέος κλιματικός νόμος. Ενας νόμος που αποτελεί πρόταση ενσωμάτωσης στην ελληνική νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου, που συνιστά το νομικό πλαίσιο για την εφαρμογή των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Η υλοποίηση της συγκεκριμένης συμφωνίας θα οδηγήσει σε νέες θυσίες των κοινωνικών αναγκών στον βωμό του κέρδους και σε περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Οι όροι της «πράσινης μετάβασης» της ΕΕ, δηλαδή η ανάπτυξη με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος, η εμπορευματοποίηση της γης, του νερού, των δασών, της υγείας, υπονομεύουν την ισόρροπη σχέση ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας και περιβάλλοντος.
Η επίκληση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να κρύψει το πολλαπλό αρνητικό αποτύπωμα της υλοποίησης της «πράσινης μετάβασης» στο περιβάλλον. Οπως:
Παράλληλα, η υλοποίηση των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας οδηγεί:
Ο Αλ. Τσίπρας περιέγραψε το «όραμά» του για μια «πράσινη επανάσταση που θα τα αλλάξει όλα», με την «ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας», δηλαδή τη χειραγώγησή της στο πρόταγμα του κεφαλαίου για «πράσινες» μπίζνες. Αυτονόητο το γεγονός ότι στην παρέμβασή του άφησε εκτός κάδρου τους πραγματικούς ενόχους της περιβαλλοντικής καταστροφής, στους οποίους βέβαια υποσχέθηκε ένα σωρό κίνητρα και ενισχύσεις, σαν αυτά που ως κυβέρνηση θέσπισε. Και κατέδειξε σαν υπαίτιους τη ΝΔ και κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα, για χάρη των οποίων, όπως είπε, η προστασία της φύσης αντιμετωπίζεται ως τροχοπέδη της ανάπτυξης. Στον αντίποδα, επιχείρησε να εμφανίσει την προστασία του περιβάλλοντος ως επιλογή οικονομικά επωφελέστερη για το εγχώριο κεφάλαιο, λέγοντας πως κλάδοι στους οποίους διατηρεί η χώρα συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η αγροτική οικονομία και ο Τουρισμός, προϋποθέτουν μια τέτοια επιλογή.
Με ανέξοδες και δίχως αντίκρισμα υποσχέσεις όπως ότι «η ελληνική πολιτεία εγγυάται ότι η μετάβαση θα γίνει με κοινωνική δικαιοσύνη, με διασφάλιση πρόσβασης στα βασικά αγαθά, όχι προς όφελος λίγων και χωρίς κανόνες», όταν πρόκειται για μια επιλογή στα μέτρα των αναγκών και των συμφερόντων ενός συστήματος που εγγυάται φτώχεια στον λαό και υποβάθμιση όλων των όρων ζωής του, ο Αλ. Τσίπρας παρουσίασε τις βασικές πρωτοβουλίες που εισηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ:
Θέσπιση κυβερνητικού «συμβουλίου για την πράσινη μετάβαση», αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης με στελέχωση και εξοπλισμό των αρμόδιων υπηρεσιών, προσαρμογές στην Παιδεία, ολοκλήρωση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και του θαλάσσιου σχεδιασμού, εισαγωγή του κλιματικού και περιβαλλοντικού αποτυπώματος σε όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία, εισαγωγή κριτηρίου ανθεκτικότητας για όλες τις χρηματοδοτήσεις, ενεργοποίηση πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Ακόμα, τον παραγωγικό μετασχηματισμό με ισχυρά κίνητρα για την πρόληψη δημιουργίας αποβλήτων, κάτι που πρόλαβε μόλις χτες η κυβέρνηση με το σχέδιο νόμου που έθεσε σε διαβούλευση (ρεπορτάζ σελ. 10), «πρασίνισμα» της τουριστικής βιομηχανίας, προσέλκυση επενδύσεων και παροχή κινήτρων σε κρίσιμους τομείς όπως «ηλεκτροκίνηση, έξυπνα δίκτυα, ευφυής γεωργία, έξυπνες υποδομές, πρασίνισμα εφοδιαστικών αλυσίδων».
Ο Αλ. Τσίπρας μίλησε και για «δίκαιη μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών», υποστηρίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δέχεται «την προοπτική της φτώχειας και της ανεργίας», συνεπακόλουθα του κλεισίματος των λιγνιτικών μονάδων - του οποίου ο ίδιος είναι υπέρμαχος.