ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Μάη 1997
Σελ. /48
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
"Πέρα βρέχει" για τις τράπεζες

Οι τράπεζες αναπροσαρμόζουν τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων με αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους

Ανώτερα τραπεζικά στελέχη υποστηρίζουν ότι τα χορηγητικά επιτόκια, και ειδικότερα αυτά των καταναλωτικών δανείων και των πιστωτικών καρτών, βρίσκονται σε "φυσιολογικά" επίπεδα και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τοκογλυφικά. Για να τεκμηριώσουν τη συγκεκριμένη άποψη προβάλλουν σαν επιχειρήματα τα εξής:

  • Το επιτόκιο των δανείων επιβαρύνεται με εισφορές υπέρ του κράτους, δηλαδή τον ΕΦΤΕ, που ισούται με 4% επί των τόκων ή εναλλακτικά το ΦΠΑ επί των τόκων (18%) και την προσαύξηση του επιτοκίου κατά 1% υπέρ της Τράπεζας Ελλάδος. Επιπλέον, η τράπεζα επωμίζεται τα έξοδα τήρησης των λογαριασμών των δανειοδοτούμενων (εργατοώρες, εκτυπωτικά, τηλεφωνικά κτλ). Επιβαρύνεται επίσης με το κόστος των ανείσπρακτων οφειλών, που στη χειρότερη περίπτωση δεν υπερβαίνει το 4% επί του συνόλου των χορηγήσεων. Το κόστος των παραπάνω "μεταφράζεται" σε προσαύξηση του επιτοκίου κατά 2 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (ποσοστό που, πάντως, ποικίλει από τράπεζα σε τράπεζα).
  • Πέραν των επιτοκίων χορηγήσεων, ανάλογες επιβαρύνσεις υπάρχουν και για τα επιτόκια καταθέσεων. Μια κατάθεση με επιτόκιο 9% στην τράπεζα στοιχίζει μια ή και δυο μονάδες παραπάνω. Επομένως, καταλήγουν στο ότι τα επιτόκια καταναλωτικής πίστης δεν είναι (υπερ)τριπλάσια των επιτοκίων καταθέσεων, αλλά κρατούν μια σταθερή σχέση 1 προς 2, που, όπως επισημαίνουν, παρατηρείται και στις υπόλοιπες χώρες. Ετσι, επιτόκια της τάξης του 20-22% τα κρίνουν απόλυτα λογικά...
  • Φαίνεται ίσως "τραβηγμένο", αλλά μεγάλη σημασία δίνουν οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ανάπτυξη προσωπικής σχέσης με τους πελάτες τους, στοιχεία που σε ορισμένες περιπτώσεις αφήνουν σε δεύτερη μοίρα αυτό καθαυτό το κόστος δανεισμού. Εμπειρος τραπεζίτης του ιδιωτικού τομέα υποστηρίζει πάνω σ' αυτό ότι "ο πελάτης ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δυνατότητα έγκαιρης αντικατάστασης της πιστωτικής του κάρτας σε περίπτωση που τη χάσει, παρά για το αν το επιτόκιο χρέωσης είναι μια ή μιάμισι μονάδα παραπάνω σε σχέση με άλλες τράπεζες". Κατά τον ίδιο, η ποιότητα των προϊόντων που προσφέρουν οι τράπεζες αποτελεί ισχυρότατο πεδίο μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Συμπέρασμα

Ασχέτως αντεγκλήσεων και εκατέρωθεν ερμηνειών, γίνεται σαφές ότι οι τράπεζες κερδίζουν σε κάθε περίπτωση που χορηγούν δάνεια και, ταυτόχρονα, από όλες τις μορφές καταθέσεων. Είτε ο πελάτης είναι "μικρός", είτε "μεγάλος", οι τράπεζες από την ιστορία "πάρε καταθέσεις - δώσε δάνεια" αποκομίζουν δισεκατομμύρια. Από τους πελάτες όμως, περισσότερο ευνοημένοι είναι οι "μεγάλοι", που μπορούν μέχρι και να... εκβιάσουν την τράπεζα άμεσα(εδώ λειτουργούν οι "ιδιαίτερες" σχέσεις) ή έμμεσα (επειδή η διπλανή τράπεζα θα τους εξυπηρετήσει με καλύτερους όρους). Οι "μικροί" είναι διπλά χαμένοι, είτε ως καταθέτες (εισπράττουν πενιχρούς τόκους) είτε ως δανειολήπτες (χρεώνονται με πολύ υψηλά επιτόκια).

Μήπως, όμως, αυτή δεν είναι και η ουσία της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος; Αυτό δεν επιδίωκαν οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές της; Την αποδέσμευση, δηλαδή, των τραπεζών από παντός είδους έλεγχο - αν είναι δυνατό - έτσι ώστε να διευκολύνεται η συσσώρευση των υπερκερδών, ασχέτως της ποσότητας και, κυρίως, της ποιότητας των πηγών άντλησής τους; Είναι όμως προφανές, ότι σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει υγιής ανταγωνισμός.

Γιατί, δεν υφίσταται ανταγωνισμός όταν, για παράδειγμα, το επιτόκιο του καταναλωτικού δανείου πέσει μισή μονάδα, τη στιγμή που ο πληθωρισμός υποχωρεί ισόποσα - φαινόμενο που παρατηρείται συχνά - πυκνά σε ορισμένες τράπεζες. Οι τεχνοκράτες γνωρίζουν ότι το πρώτο μπορεί - και πρέπει - να υποχωρεί πάντοτε περισσότερο από το δεύτερο. Αλλά και οι ίδιοι οι τραπεζίτες κατά τα φαινόμενα δεν επιδιώκουν τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού. Αντί να δανειοδοτήσουν π.χ. ένα μικρομεσαίο επιχειρηματία που έχει ανάγκη από κεφάλαια - ενέργεια που ενισχύει και την παραγωγική δραστηριότητα - αποκομίζουν περισσότερα και ευκολότερα κέρδη διοχετεύοντας τα διαθέσιμά τους σε παρασιτικές δραστηριότητες (τα γνωστά "παράγωγα" προϊόντα), δηλαδή σε "αέρα κοπανιστό"...

ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Εδωσαν 537 δισ. δραχμές στον κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα

Το χρεοκοπημένο κράτος δανείζεται εκατοντάδες δισ. δραχμές κάθε χρόνο για να ενισχύσει τις ιδιωτικές επενδύσεις. 400 δισ. δραχμές μοίρασαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στις μεγάλες επιχειρήσεις την εξαετία 1991 - 1996 με τη μορφή επιχορηγήσεων σε ιδιωτικές επενδύσεις

Περισσότερα από μισό τρισεκατομμύριο δραχμές διέθεσαν, υπό μορφή επιχορηγήσεων προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις όλων των κλάδων, οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1991 - 1996, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.

Συγκεκριμένα, την περίοδο αυτή ο ιδιωτικός τομέας "προικοδοτήθηκε" επίσημα μέσω των αναπτυξιακών νόμων 1892/90 και 2234/94 με το ποσό των 537 δισεκατομμυρίων δραχμών, τα οποία αποτέλεσαν την κυβερνητική συνδρομή στην ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων. Μάλιστα, τα 384 δισεκατομμύρια, ή το 71,5% των επιχορηγήσεων, δόθηκαν τη διετία 1995 - 1996. Επίσης, άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι από το συνολικό ποσό των 537 δισ. δραχμών, περίπου τα 400 δισ. δραχμές τα μοιράστηκαν μεταξύ τους οι μεγάλες επιχειρήσεις - στην πλειοψηφία τους μονοπωλιακές - οι οποίες αποτελούν και τους μονιμότερους πελάτες των αναπτυξιακών νόμων.

Τα προκλητικά αυτά στοιχεία - στήριξης του κράτους προς το ιδιωτικό κεφάλαιο - έχουν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, καθώς το βασικό επιχείρημα των "εκσυγχρονιστών" του ΠΑΣΟΚ, για την απόρριψη όλων των αιτημάτων που προβάλλουν οι εργαζόμενοι για απλή διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων τους, είναι η στενότητα των δημοσιονομικών και η δεδομένη απόφαση της κυβέρνησης να σταματήσει κάθε πολιτική που μπορεί να περιέχει οικονομικές ενισχύσεις προς κατηγορίες του πληθυσμού. Βέβαια, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξηγήσουν ότι όταν λένε "κατηγορίες του πληθυσμού" εννοούν όλους τους Ελληνες πολίτες, εκτός από τη θεωρούμενη από αυτούς αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης και των διαπλεκομένων συμφερόντων. Ετσι, ενώ τις τελευταίες βδομάδες γίναμε όλοι μάρτυρες των αθλιοτήτων και των βρώμικων μεθόδων που μετέρχονται οι "ευυπόληπτοι πολίτες", όταν μοιράζουν τις μεγάλες δουλιές που τους προσφέρουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, όλοι μας θυμόμαστε τη στάση που κράτησαν όλοι αυτοί, που υπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο, στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των ναυτεργατών, των αγροτών και των εκπαιδευτικών. Ορισμένοι μάλιστα, επιμελέστεροι στη θρασύτατα, όπως ο Τζουμάκας, έφτασαν στο σημείο να εξαπολύσουν μύδρους και ύβρεις εναντίον των αγωνιζομένων, με το φοβερό "επιχείρημα" ότι θέλουν την... επανεθνικοποίηση της γεωργίας, κάτι που εκτός των άλλων αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο...

Στην αντίθετη ακριβώς μεριά, ούτε στιγμή δε σταμάτησαν να "πέφτουν" οι υπουργικές υπογραφές για ενισχύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων δραχμών προς την κρατικοδίαιτη, σε κάθε περίπτωση, "ιδιωτική πρωτοβουλία", μέσω του μηχανισμού των επιχορηγήσεων.

Με δυο λόγια, η όποια... στενότητα επικαλείται η κυβέρνηση για να αρνείται την ικανοποίηση αιτημάτων, αφορά μόνο την εργατική τάξη, την αγροτιά και τους άλλους εργαζόμενους της χώρας, αφού οι σχετικές αιτιάσεις όταν κρίνουν πως χρειάζεται να συνδράμουν τους μεγαλοεπιχειρηματίες... πάνε περίπατο. Απόδειξη ότι τα δισεκατομμύρια των επιχορηγήσεων προς το ιδιωτικό κεφάλαιο προέρχονται από δανεισμό του δημοσίου. Το υπερχρεωμένο δηλαδή δημόσιο δανείζεται για να ενισχύσει ιδιώτες. Στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) του 1996 ύψους 1,2 τρισ. δραχμών (από το ΠΔΕ δίνονται οι επιχορηγήσεις), τα 600 δισ. δραχμές αφορούσαν δανεισμό του κράτους.

Η ανάλυση των στοιχείων

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, την περίοδο 1991 - 1996 εγκρίθηκαν σχέδια επενδύσεων για όλους τους τομείς (πρωτογενής, δευτερογενής, τουρισμός, υπηρεσίες) ύψους 1.354 δισ. δραχμών. Από το ποσό αυτό τα 537 δισ. δραχμές αποτελούν κρατικά κεφάλαια (το 40%) που δίνονται στους ιδιώτες με τη μορφή των επιχορηγήσεων και το υπόλοιπο 60% αποτελεί τη συμμετοχή των ιδιωτών. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, οι επιχορηγήσεις αποτελούν το 55% της συνολικής επένδυσης.

Επειδή μπορούν να ισχυριστούν ότι το καθεστώς στήριξης των ιδιωτικών επενδύσεων προσφέρει ίσες ευκαιρίες σε όλους, η ανάλυση και η επεξεργασία των στοιχείων οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Το 80% ή και περισσότερο των κρατικών κεφαλαίων καταλήγουν στη στήριξη του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου. Ειδικότερα από τα 537 δισ. δραχμές επιχορηγήσεων:

  • Τα 14 δισ. δραχμές ή το 2,5% του συνόλου ενίσχυσαν επενδύσεις στον

πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία).

  • Τα 447 δισ. δραχμές ή το 83% του συνόλου απορροφήθηκαν από το δευτερογενή τομέα (βιομηχανία, βιοτεχνία). Η βιοτεχνία, αλλά και η μεσαία επιχείρηση, αποτελούν κυριολεκτικά το φτωχό συγγενή του θεσμού, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των κεφαλαίων καταλήγουν στη μεγάλη βιομηχανία. Σύμφωνα με στοιχεία των υπηρεσιών του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, τη δεκαετία του 1980, το 90% περίπου των επιχορηγήσεων του τομέα της μεταποίησης κατέληξαν στις επιχειρήσεις με επενδύσεις μεγαλύτερες των 500 εκατ. δραχμών που αποτελούσαν μόλις το 5%, ενώ το υπόλοιπο 10% των επιχορηγήσεων το μοιράστηκε το 95% των επιχειρήσεων με μικρότερες επενδύσεις. Τη δεκαετία του '90 η τάση συγκέντρωσης των επιχορηγήσεων σε ένα μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων συνεχίστηκε, γεγονός που οδήγησε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας να δημιουργήσει ειδικό φορέα, έξω από τον έλεγχο του δημοσίου (το ΕΛΚΕ), για την έγκριση επενδύσεων μεγαλύτερων των 3 δισ. δραχμών. Από την άποψη αυτή οι μεγάλες επιχειρήσεις θα πρέπει να μοιράστηκαν την εξαετία 1991 - 1996 τα 400 από τα 446 δισ. δραχμές που δόθηκαν στο δευτερογενή τομέα.
  • Τα 54 δισ. δραχμές ή το 10% δόθηκαν για ξενοδοχειακές επενδύσεις, ενώ επιχορηγήσεις 22 δισ. δραχμών ή το 4% του συνόλου δόθηκαν για επενδύσεις στον τομέα των υπηρεσιών.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

"Πέρα βρέχει" για τις τράπεζες

Οι τράπεζες αναπροσαρμόζουν τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων με αποκλειστικό γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κέρδους

Ανώτερα τραπεζικά στελέχη υποστηρίζουν ότι τα χορηγητικά επιτόκια, και ειδικότερα αυτά των καταναλωτικών δανείων και των πιστωτικών καρτών, βρίσκονται σε "φυσιολογικά" επίπεδα και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τοκογλυφικά. Για να τεκμηριώσουν τη συγκεκριμένη άποψη προβάλλουν σαν επιχειρήματα τα εξής:

  • Το επιτόκιο των δανείων επιβαρύνεται με εισφορές υπέρ του κράτους, δηλαδή τον ΕΦΤΕ, που ισούται με 4% επί των τόκων ή εναλλακτικά το ΦΠΑ επί των τόκων (18%) και την προσαύξηση του επιτοκίου κατά 1% υπέρ της Τράπεζας Ελλάδος. Επιπλέον, η τράπεζα επωμίζεται τα έξοδα τήρησης των λογαριασμών των δανειοδοτούμενων (εργατοώρες, εκτυπωτικά, τηλεφωνικά κτλ). Επιβαρύνεται επίσης με το κόστος των ανείσπρακτων οφειλών, που στη χειρότερη περίπτωση δεν υπερβαίνει το 4% επί του συνόλου των χορηγήσεων. Το κόστος των παραπάνω "μεταφράζεται" σε προσαύξηση του επιτοκίου κατά 2 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (ποσοστό που, πάντως, ποικίλει από τράπεζα σε τράπεζα).
  • Πέραν των επιτοκίων χορηγήσεων, ανάλογες επιβαρύνσεις υπάρχουν και για τα επιτόκια καταθέσεων. Μια κατάθεση με επιτόκιο 9% στην τράπεζα στοιχίζει μια ή και δυο μονάδες παραπάνω. Επομένως, καταλήγουν στο ότι τα επιτόκια καταναλωτικής πίστης δεν είναι (υπερ)τριπλάσια των επιτοκίων καταθέσεων, αλλά κρατούν μια σταθερή σχέση 1 προς 2, που, όπως επισημαίνουν, παρατηρείται και στις υπόλοιπες χώρες. Ετσι, επιτόκια της τάξης του 20-22% τα κρίνουν απόλυτα λογικά...
  • Φαίνεται ίσως "τραβηγμένο", αλλά μεγάλη σημασία δίνουν οι διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την ανάπτυξη προσωπικής σχέσης με τους πελάτες τους, στοιχεία που σε ορισμένες περιπτώσεις αφήνουν σε δεύτερη μοίρα αυτό καθαυτό το κόστος δανεισμού. Εμπειρος τραπεζίτης του ιδιωτικού τομέα υποστηρίζει πάνω σ' αυτό ότι "ο πελάτης ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δυνατότητα έγκαιρης αντικατάστασης της πιστωτικής του κάρτας σε περίπτωση που τη χάσει, παρά για το αν το επιτόκιο χρέωσης είναι μια ή μιάμισι μονάδα παραπάνω σε σχέση με άλλες τράπεζες". Κατά τον ίδιο, η ποιότητα των προϊόντων που προσφέρουν οι τράπεζες αποτελεί ισχυρότατο πεδίο μεταξύ τους ανταγωνισμού.
Συμπέρασμα

Ασχέτως αντεγκλήσεων και εκατέρωθεν ερμηνειών, γίνεται σαφές ότι οι τράπεζες κερδίζουν σε κάθε περίπτωση που χορηγούν δάνεια και, ταυτόχρονα, από όλες τις μορφές καταθέσεων. Είτε ο πελάτης είναι "μικρός", είτε "μεγάλος", οι τράπεζες από την ιστορία "πάρε καταθέσεις - δώσε δάνεια" αποκομίζουν δισεκατομμύρια. Από τους πελάτες όμως, περισσότερο ευνοημένοι είναι οι "μεγάλοι", που μπορούν μέχρι και να... εκβιάσουν την τράπεζα άμεσα(εδώ λειτουργούν οι "ιδιαίτερες" σχέσεις) ή έμμεσα (επειδή η διπλανή τράπεζα θα τους εξυπηρετήσει με καλύτερους όρους). Οι "μικροί" είναι διπλά χαμένοι, είτε ως καταθέτες (εισπράττουν πενιχρούς τόκους) είτε ως δανειολήπτες (χρεώνονται με πολύ υψηλά επιτόκια).

Μήπως, όμως, αυτή δεν είναι και η ουσία της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος; Αυτό δεν επιδίωκαν οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές της; Την αποδέσμευση, δηλαδή, των τραπεζών από παντός είδους έλεγχο - αν είναι δυνατό - έτσι ώστε να διευκολύνεται η συσσώρευση των υπερκερδών, ασχέτως της ποσότητας και, κυρίως, της ποιότητας των πηγών άντλησής τους; Είναι όμως προφανές, ότι σε τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει υγιής ανταγωνισμός.

Γιατί, δεν υφίσταται ανταγωνισμός όταν, για παράδειγμα, το επιτόκιο του καταναλωτικού δανείου πέσει μισή μονάδα, τη στιγμή που ο πληθωρισμός υποχωρεί ισόποσα - φαινόμενο που παρατηρείται συχνά - πυκνά σε ορισμένες τράπεζες. Οι τεχνοκράτες γνωρίζουν ότι το πρώτο μπορεί - και πρέπει - να υποχωρεί πάντοτε περισσότερο από το δεύτερο. Αλλά και οι ίδιοι οι τραπεζίτες κατά τα φαινόμενα δεν επιδιώκουν τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού. Αντί να δανειοδοτήσουν π.χ. ένα μικρομεσαίο επιχειρηματία που έχει ανάγκη από κεφάλαια - ενέργεια που ενισχύει και την παραγωγική δραστηριότητα - αποκομίζουν περισσότερα και ευκολότερα κέρδη διοχετεύοντας τα διαθέσιμά τους σε παρασιτικές δραστηριότητες (τα γνωστά "παράγωγα" προϊόντα), δηλαδή σε "αέρα κοπανιστό"...

ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Εδωσαν 537 δισ. δραχμές στον κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα

Το χρεοκοπημένο κράτος δανείζεται εκατοντάδες δισ. δραχμές κάθε χρόνο για να ενισχύσει τις ιδιωτικές επενδύσεις. 400 δισ. δραχμές μοίρασαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στις μεγάλες επιχειρήσεις την εξαετία 1991 - 1996 με τη μορφή επιχορηγήσεων σε ιδιωτικές επενδύσεις

Περισσότερα από μισό τρισεκατομμύριο δραχμές διέθεσαν, υπό μορφή επιχορηγήσεων προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις όλων των κλάδων, οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1991 - 1996, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.

Συγκεκριμένα, την περίοδο αυτή ο ιδιωτικός τομέας "προικοδοτήθηκε" επίσημα μέσω των αναπτυξιακών νόμων 1892/90 και 2234/94 με το ποσό των 537 δισεκατομμυρίων δραχμών, τα οποία αποτέλεσαν την κυβερνητική συνδρομή στην ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων. Μάλιστα, τα 384 δισεκατομμύρια, ή το 71,5% των επιχορηγήσεων, δόθηκαν τη διετία 1995 - 1996. Επίσης, άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι από το συνολικό ποσό των 537 δισ. δραχμών, περίπου τα 400 δισ. δραχμές τα μοιράστηκαν μεταξύ τους οι μεγάλες επιχειρήσεις - στην πλειοψηφία τους μονοπωλιακές - οι οποίες αποτελούν και τους μονιμότερους πελάτες των αναπτυξιακών νόμων.

Τα προκλητικά αυτά στοιχεία - στήριξης του κράτους προς το ιδιωτικό κεφάλαιο - έχουν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα, καθώς το βασικό επιχείρημα των "εκσυγχρονιστών" του ΠΑΣΟΚ, για την απόρριψη όλων των αιτημάτων που προβάλλουν οι εργαζόμενοι για απλή διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων τους, είναι η στενότητα των δημοσιονομικών και η δεδομένη απόφαση της κυβέρνησης να σταματήσει κάθε πολιτική που μπορεί να περιέχει οικονομικές ενισχύσεις προς κατηγορίες του πληθυσμού. Βέβαια, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξηγήσουν ότι όταν λένε "κατηγορίες του πληθυσμού" εννοούν όλους τους Ελληνες πολίτες, εκτός από τη θεωρούμενη από αυτούς αφρόκρεμα της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης και των διαπλεκομένων συμφερόντων. Ετσι, ενώ τις τελευταίες βδομάδες γίναμε όλοι μάρτυρες των αθλιοτήτων και των βρώμικων μεθόδων που μετέρχονται οι "ευυπόληπτοι πολίτες", όταν μοιράζουν τις μεγάλες δουλιές που τους προσφέρουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, όλοι μας θυμόμαστε τη στάση που κράτησαν όλοι αυτοί, που υπηρετούν το μεγάλο κεφάλαιο, στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των ναυτεργατών, των αγροτών και των εκπαιδευτικών. Ορισμένοι μάλιστα, επιμελέστεροι στη θρασύτατα, όπως ο Τζουμάκας, έφτασαν στο σημείο να εξαπολύσουν μύδρους και ύβρεις εναντίον των αγωνιζομένων, με το φοβερό "επιχείρημα" ότι θέλουν την... επανεθνικοποίηση της γεωργίας, κάτι που εκτός των άλλων αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο...

Στην αντίθετη ακριβώς μεριά, ούτε στιγμή δε σταμάτησαν να "πέφτουν" οι υπουργικές υπογραφές για ενισχύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων δραχμών προς την κρατικοδίαιτη, σε κάθε περίπτωση, "ιδιωτική πρωτοβουλία", μέσω του μηχανισμού των επιχορηγήσεων.

Με δυο λόγια, η όποια... στενότητα επικαλείται η κυβέρνηση για να αρνείται την ικανοποίηση αιτημάτων, αφορά μόνο την εργατική τάξη, την αγροτιά και τους άλλους εργαζόμενους της χώρας, αφού οι σχετικές αιτιάσεις όταν κρίνουν πως χρειάζεται να συνδράμουν τους μεγαλοεπιχειρηματίες... πάνε περίπατο. Απόδειξη ότι τα δισεκατομμύρια των επιχορηγήσεων προς το ιδιωτικό κεφάλαιο προέρχονται από δανεισμό του δημοσίου. Το υπερχρεωμένο δηλαδή δημόσιο δανείζεται για να ενισχύσει ιδιώτες. Στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) του 1996 ύψους 1,2 τρισ. δραχμών (από το ΠΔΕ δίνονται οι επιχορηγήσεις), τα 600 δισ. δραχμές αφορούσαν δανεισμό του κράτους.

Η ανάλυση των στοιχείων

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, την περίοδο 1991 - 1996 εγκρίθηκαν σχέδια επενδύσεων για όλους τους τομείς (πρωτογενής, δευτερογενής, τουρισμός, υπηρεσίες) ύψους 1.354 δισ. δραχμών. Από το ποσό αυτό τα 537 δισ. δραχμές αποτελούν κρατικά κεφάλαια (το 40%) που δίνονται στους ιδιώτες με τη μορφή των επιχορηγήσεων και το υπόλοιπο 60% αποτελεί τη συμμετοχή των ιδιωτών. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, οι επιχορηγήσεις αποτελούν το 55% της συνολικής επένδυσης.

Επειδή μπορούν να ισχυριστούν ότι το καθεστώς στήριξης των ιδιωτικών επενδύσεων προσφέρει ίσες ευκαιρίες σε όλους, η ανάλυση και η επεξεργασία των στοιχείων οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Το 80% ή και περισσότερο των κρατικών κεφαλαίων καταλήγουν στη στήριξη του μεγάλου ιδιωτικού κεφαλαίου. Ειδικότερα από τα 537 δισ. δραχμές επιχορηγήσεων:

  • Τα 14 δισ. δραχμές ή το 2,5% του συνόλου ενίσχυσαν επενδύσεις στον

πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία).

  • Τα 447 δισ. δραχμές ή το 83% του συνόλου απορροφήθηκαν από το δευτερογενή τομέα (βιομηχανία, βιοτεχνία). Η βιοτεχνία, αλλά και η μεσαία επιχείρηση, αποτελούν κυριολεκτικά το φτωχό συγγενή του θεσμού, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των κεφαλαίων καταλήγουν στη μεγάλη βιομηχανία. Σύμφωνα με στοιχεία των υπηρεσιών του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, τη δεκαετία του 1980, το 90% περίπου των επιχορηγήσεων του τομέα της μεταποίησης κατέληξαν στις επιχειρήσεις με επενδύσεις μεγαλύτερες των 500 εκατ. δραχμών που αποτελούσαν μόλις το 5%, ενώ το υπόλοιπο 10% των επιχορηγήσεων το μοιράστηκε το 95% των επιχειρήσεων με μικρότερες επενδύσεις. Τη δεκαετία του '90 η τάση συγκέντρωσης των επιχορηγήσεων σε ένα μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων συνεχίστηκε, γεγονός που οδήγησε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας να δημιουργήσει ειδικό φορέα, έξω από τον έλεγχο του δημοσίου (το ΕΛΚΕ), για την έγκριση επενδύσεων μεγαλύτερων των 3 δισ. δραχμών. Από την άποψη αυτή οι μεγάλες επιχειρήσεις θα πρέπει να μοιράστηκαν την εξαετία 1991 - 1996 τα 400 από τα 446 δισ. δραχμές που δόθηκαν στο δευτερογενή τομέα.
  • Τα 54 δισ. δραχμές ή το 10% δόθηκαν για ξενοδοχειακές επενδύσεις, ενώ επιχορηγήσεις 22 δισ. δραχμών ή το 4% του συνόλου δόθηκαν για επενδύσεις στον τομέα των υπηρεσιών.

Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

... Κι άλλοι στα σαλόνια

Σε όλες τις τράπεζες υπάρχουν λίγοι μεγάλοι πελάτες που ποτέ δεν περιμένουν στο γκισέ, όπως οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες ή ο "λαός" των παράπλευρων κειμένων. Περνάνε απευθείας στα σαλόνια των κεντρικών καταστημάτων και κάνουν "μπίζνες" με τους διευθυντές του τομέα μεγάλων πελατών (private banking επί το "ελληνικότερο"). Οι πελάτες αυτοί δανείζονται από τις τράπεζες τεράστια ποσά με πολύ χαμηλά επιτόκια της τάξης του 12,5% ή 13%.

Πρόκειται κυρίως για μεγάλες επιχειρήσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλοϊδιώτες που έχουν "ιδιαίτερη" σχέση με την τράπεζα. Τα ποσά που χορηγούνται με τέτοια χαμηλά επιτόκια, σε σχέση με το σύνολο των τραπεζικών χορηγήσεων, ποικίλουν από τράπεζα σε τράπεζα, ωστόσο στις "συνήθεις" τράπεζες με εκτεταμένο δίκτυο καταστημάτων και μεγάλο αριθμό πελατών κυμαίνεται γύρω στο 30% - 50%. Η χρηματοδότηση μεγάλων πελατών, πάντως, αποφέρει στα τραπεζικά ιδρύματα χαμηλότερη ποσοστιαία απόδοση από την αντίστοιχη ενός μικρού καταναλωτή - πελάτη.

Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ότι οι δεκάδες τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας χάνουν όταν χορηγούν δάνεια με τα παραπάνω χαμηλά επιτόκια. Αντίθετα, τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν με κατηγορηματικό τρόπο ότι το κέρδος είναι διπλό.

  • Αποκτούν πελάτες "υψηλού επιπέδου" με εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο να δημιουργηθούν επ' αυτών επισφαλείς απαιτήσεις. Σε αντιδιαστολή με τις λοιπές κατηγορίες χορηγήσεων, ο ανταγωνισμός εδώ μεταξύ των τραπεζών είναι έντονος, αφού όλες επιδιώκουν να έχουν τους "καλούς" και φερέγγυους πελάτες, πόσο μάλλον όταν στις περισσότερες των περιπτώσεων τους "δένουν" για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  • Ακριβώς γι' αυτό "τους τα παίρνουν" απ' αλλού. Εμβάσματα, ασφάλιση πιστώσεων και προμήθειες διαφόρων ειδών, είναι μερικοί μόνο από τους τρόπους που "μαζεύουν" έσοδα από τους ίδιους μεγαλοπελάτες και επιχειρήσεις - κολοσσούς.

Συμπερασματικά, η τράπεζα βγαίνει και εδώ ωφελημένη και μάλιστα χωρίς ουσιαστικά να διατρέχει κίνδυνο να μην εισπράξει τα χρήματά της. Οι δανειοδοτήσεις αυτές, πάντως, συνεπάγονται κόστος που πηγάζει από το χαμηλό χορηγητικό επιτόκιο. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για τα επιτόκια καταθέσεων, καθώς για τα τεράστια ποσά που δανείζουν στην τράπεζα οι μεγαλοϊδιώτες εισπράττουν αναλογικά πολύ περισσότερα - επιβαρύνοντας την τράπεζα αντίστοιχα - σε σχέση με τους τόκους που εισπράττουν οι μικροκαταθέτες.

Αλλοι στα γκισέ...

Διαφορετική είναι η κατάσταση στο δανεισμό των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίστανται και μεταξύ τους (σημαντικές) διαφορές, όπως εξηγείται παρακάτω. Στον τομέα της "επιχειρηματικής πίστης", τα λειτουργικά έξοδα σαν ποσοστό επί του επιτοκίου δανεισμού "πέφτουν" γύρω στο 2%, ενώ οι επισφάλειες επιβαρύνουν μόλις με 1% το κόστος δανειοδότησης. Αθροίζοντας το - σταθερό - κόστος χρήματος για τις τράπεζες, τα επιτόκια για δάνεια κίνησης κεφαλαίων διαμορφώνονται στο 15%. Δηλαδή, πλέον της κυβερνητικής εισφοράς 1% στην καλύτερη των περιπτώσεων αρχίζουν από 16%.

Πόσες είναι όμως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δανείζονται με αυτό το επιτόκιο;

"Καμιά ή ελάχιστες", απαντούν τραπεζικά στελέχη. Οι τράπεζες αξιολογούν - για να μην πούμε περνάνε από κόσκινο - τη φερεγγυότητα του πελάτη και, ανάλογα με αυτή, το κόστος του δανείου μπορεί να ανέβει μέχρι και 4 εκατοστιαίες μονάδες, δηλαδή να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 20%!

Μάλιστα, τελευταία - όπως εξηγούν - οι τράπεζες διαφοροποιούν τα προϊόντα τους ανάλογα με τον πελάτη. Ετσι δημιουργήθηκε, και τείνει να παγιωθεί, το αποκαλούμενο "βασικό επιτόκιο" ως γνήσιο τέκνο της απελευθέρωσης της αγοράς στον τραπεζικό τομέα. Αυτό το στοιχείο εξηγεί γιατί οι κεφαλαιακά ισχυρότερες επιχειρήσεις μπορούν να "αρπάξουν" κεφάλαια με σημαντικά χαμηλότερο κόστος σε σχέση με άλλες που βρίσκονται σε δυσχερέστερη χρηματοοικονομική θέση. Και όχι μόνο!

Οι τράπεζες μπορούν ακόμα και να αρνηθούν να δώσουν δάνειο σε έναν μικρομεσαίο επιχειρηματία, όχι επειδή δεν πληρεί τις προϋποθέσεις δανειοδότησης, αλλά γιατί προτιμούν να εξαντλήσουν τα περιθώρια χορήγησης δανείων σε περισσότερο φερέγγυους (βλέπε μεγάλους) πελάτες. Αλλά και αν του δώσουν δάνειο - με επιτόκιο αρκετά ψηλότερο του "βασικού" - τον έχουν "από κοντά"...

Τη "νύφη" την πληρώνουν οι μικροί πελάτες

Με μέσο επιτόκιο χορηγήσεων 17%, άλλοι δανείζονται χρήματα με 12% και άλλοι με... 24%

Οι μικροί δανειολήπτες βρίσκονται στη δυσχερέστερη θέση από τις υπόλοιπες κατηγορίες πελατών, για τις οποίες υπάρχουν ξεχωριστές αναφορές σε άλλα κείμενα. Είναι αυτοί που πληρώνουν "τη νύφη" της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος. Αυτοί, που περνούν την πόρτα μιας τράπεζας και δεν ξέρουν αν ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ θα εγκρίνει τα δικαιολογητικά τους για να πάρουν δάνειο ένα εκατομμύριο δραχμές. Αυτοί, που θα τους λούσει κρύος ιδρώτας όταν σκεφτούν ότι αυτό το μήνα θα στερηθούν βασικά αγαθά για να ξεπληρώσουν το "καταναλωτικό" που πήραν, επειδή "έπεσαν τα επιτόκια" - όπως διαφημίζουν (στην κυριολεξία) κάθε τόσο οι γνωστές απογευματινές εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Αιτία είναι τα γνωστά σε όλους, λίγο - πολύ, επιτόκια δανεισμού της τάξης του 19% - 26%.

Κι όμως, το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων, δηλαδή ο μέσος όρος του συνόλου των ποσών των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες, βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα και συγκεκριμένα γύρω στο 17%. Τουλάχιστον αυτό εξάγεται με βάση τους παράγοντες που οι τράπεζες λαμβάνουν υπόψη για τη διαμόρφωση του επιτοκίου χορηγήσεων. Δηλαδή, το εκάστοτε ύψος του επιτοκίου των καταθέσεων προθεσμίας, το (υποχρεωτικό) ποσοστό επί του συνόλου των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών που δεσμεύονται στην Τράπεζα της Ελλάδας και το λειτουργικό κόστος των τραπεζών - που στις κρατικές είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ιδιωτικών. Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα, πώς είναι δυνατό τα επιτόκια "καταναλωτικής πίστης" να βρίσκονται γύρω στο 22%;Κατ' αρχήν, το χρήμα κοστίζει σήμερα στις τράπεζες περίπου 12%. Σ' αυτό οι τραπεζίτες προσθέτουν ένα 6% που αντιπροσωπεύει τη "ζημιά" που υπόκεινται από τους μη ενήμερους πελάτες. Αναγκαία διευκρίνιση για τη χρήση εισαγωγικών στη λέξη "ζημιά", είναι ότι αυτή δεν υφίσταται κυριολεκτικά, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η τράπεζα εισπράττει "βρέξει - χιονίσει" τα χρήματα των πελατών που είναι κάτοχοι πιστωτικής κάρτας ή λήπτες καταναλωτικού δανείου. Η "ζημιά" έγκειται στα επιπλέον έξοδα που συνεπάγεται για την τράπεζα η εκπρόθεσμη είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών (τηλεφωνικά, κλητήρων, δικαστικά κτλ).

Επιπλέον, τα προγράμματα καταναλωτικής πίστης συνήθως απαιτούν σημαντικά ποσά για διαφήμιση, που σύμφωνα με αρμόδια τραπεζικά στελέχη επιβαρύνουν το επιτόκιο δανεισμού με ένα ποσοστό της τάξης του 5%. Υπάρχει, φυσικά, και το κόστος λειτουργίας του όλου τμήματος της τράπεζας (ανθρώπινο δυναμικό, πάγιες εγκαταστάσεις, εξοπλισμός κτλ), που αντιπροσωπεύει τουλάχιστο 3% του επιτοκίου. Αφού υπολογιστούν όλα αυτά, ο πελάτης θα κληθεί να πληρώσει στο τέλος 26%, από το οποίο στην τράπεζα "μένει" σαν καθαρό όφελος το 2%. Ποσοστό που ωστόσο, αφήνει τεράστια κέρδη στις τράπεζες, αν αναλογιστεί κανείς τα δισεκατομμύρια που χορηγούνται σε προϊόντα καταναλωτικής πίστης.Επιτόκια τέτοιου ύψους είναι συνηθισμένα στις πιστωτικές κάρτες, που αποτελούν και την πιο ακριβή μορφή τραπεζικού δανεισμού. Τα καταναλωτικά δάνεια στοιχίζουν πάντοτε λιγότερο, αφού δεν έχουν σημαντικές επισφάλειες, ενώ και τα έξοδα διαφήμισης είναι συνήθως μικρότερα. Οι υπόλοιποι προσδιοριστικοί παράγοντες του κόστους παραμένουν αμετάβλητοι (κόστος χρήματος, λειτουργικά έξοδα και κέρδος).

ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Αλήθειες και ψέματα

Πίσω από τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις ή διαφημίσεις και τα παράπονα των τραπεζών για το υψηλό κόστος λειτουργίας, κρύβονται θαμμένες αλήθειες που εξυπηρετούν τους "μεγάλους" και "χαρατσώνουν" τους "μικρούς" πελάτες των τραπεζών

Τη στιγμή που σύσσωμος ο εμπορικός κόσμος και οι ενώσεις των καταναλωτών διαμαρτύρονται για τα τοκογλυφικά επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών, οι κυβερνώντες επιχειρούν, με δηλώσεις τους, να πείσουν την κοινή γνώμη ότι ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα τάχα λειτουργεί και ότι, εξαιτίας του, το κόστος του χρήματος μειώνεται για τις χιλιάδες των καταναλωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Κοντά σ' αυτούς έρχεται η αγωνιώδης προσπάθεια των τραπεζιτών να αποκαταστήσουν το κύρος τους, διοχετεύοντας στον Τύπο σειρά δικαιολογιών και απολογητικών σχολίων για τη διαφορά των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων. Πόση, όμως, αλήθεια μπορεί να κρύβουν αυτοί οι ισχυρισμοί;

Από τα επίσημα επιτόκια των τραπεζών εύκολα διαπιστώνει ο απλός καταναλωτής ότι, ενώ θα εισπράξει μετά από ένα χρόνο μόλις 7.650 δρχ. για κάθε 100.000 δρχ. κατάθεση, για το ίδιο ποσό που θα δανειστεί θα κληθεί να δώσει πίσω στην τράπεζα γύρω στις 20.000 - 22.000 δρχ. τόκο, δηλαδή τριπλάσιο αυτού που τη δανείζει. Αν είναι επιχειρηματίας, θα δανειστεί 1.000.000 δρχ. πληρώνοντας περίπου 160.000 δρχ. το χρόνο, δηλαδή υπερδιπλάσιο του ποσού που θα εισέπραττε, αν ήταν απλός καταθέτης.

Φυσικά, θα ήταν απλοϊκό - και εν προκειμένω άστοχο - το συμπέρασμα ότι οι τράπεζες λειτουργούν με περιθώρια κέρδους της τάξης του 200% ή 300%. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι "ευαγή ιδρύματα", όπως παρατηρούσε πρόσφατα επώνυμος τραπεζίτης. Αυτό σημαίνει ότι έχουν κέρδος, και μάλιστα σημαντικό. Κι όχι μόνο αυτό. Οι τράπεζες υπάρχουν, αναπτύσσονται και διευρύνουν τις δραστηριότητές τους, αποκομμένες από οποιαδήποτε κοινωνική λογική, με μοναδικό στόχο την εξασφάλιση ακριβώς όλο και μεγαλύτερων κερδών. Και το πετυχαίνουν αυτό σχεδόν όλες οι τράπεζες - κρατικές και ιδιωτικές - λειτουργώντας μάλιστα σε συνθήκες που χωρίς δυσκολία μπορούν να χαρακτηριστούν μονοπωλιακές. Γιατί μην ξεχνάμε ότι - όπως έχει αποδειχτεί επανειλημμένως - αρκεί μια "κίνηση" κάποιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες για να ακολουθήσουν σχεδόν αυτόματα σε ανάλογες κινήσεις όλες οι υπόλοιπες μικρότερες, κρατικές ή ιδιωτικές. Επιχειρούμε παρακάτω να δώσουμε την αληθινή διάσταση του θέματος.

... Κι άλλοι στα σαλόνια

Σε όλες τις τράπεζες υπάρχουν λίγοι μεγάλοι πελάτες που ποτέ δεν περιμένουν στο γκισέ, όπως οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες ή ο "λαός" των παράπλευρων κειμένων. Περνάνε απευθείας στα σαλόνια των κεντρικών καταστημάτων και κάνουν "μπίζνες" με τους διευθυντές του τομέα μεγάλων πελατών (private banking επί το "ελληνικότερο"). Οι πελάτες αυτοί δανείζονται από τις τράπεζες τεράστια ποσά με πολύ χαμηλά επιτόκια της τάξης του 12,5% ή 13%.

Πρόκειται κυρίως για μεγάλες επιχειρήσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μεγαλοϊδιώτες που έχουν "ιδιαίτερη" σχέση με την τράπεζα. Τα ποσά που χορηγούνται με τέτοια χαμηλά επιτόκια, σε σχέση με το σύνολο των τραπεζικών χορηγήσεων, ποικίλουν από τράπεζα σε τράπεζα, ωστόσο στις "συνήθεις" τράπεζες με εκτεταμένο δίκτυο καταστημάτων και μεγάλο αριθμό πελατών κυμαίνεται γύρω στο 30% - 50%. Η χρηματοδότηση μεγάλων πελατών, πάντως, αποφέρει στα τραπεζικά ιδρύματα χαμηλότερη ποσοστιαία απόδοση από την αντίστοιχη ενός μικρού καταναλωτή - πελάτη.

Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ότι οι δεκάδες τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας χάνουν όταν χορηγούν δάνεια με τα παραπάνω χαμηλά επιτόκια. Αντίθετα, τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν με κατηγορηματικό τρόπο ότι το κέρδος είναι διπλό.

  • Αποκτούν πελάτες "υψηλού επιπέδου" με εξαιρετικά χαμηλό κίνδυνο να δημιουργηθούν επ' αυτών επισφαλείς απαιτήσεις. Σε αντιδιαστολή με τις λοιπές κατηγορίες χορηγήσεων, ο ανταγωνισμός εδώ μεταξύ των τραπεζών είναι έντονος, αφού όλες επιδιώκουν να έχουν τους "καλούς" και φερέγγυους πελάτες, πόσο μάλλον όταν στις περισσότερες των περιπτώσεων τους "δένουν" για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  • Ακριβώς γι' αυτό "τους τα παίρνουν" απ' αλλού. Εμβάσματα, ασφάλιση πιστώσεων και προμήθειες διαφόρων ειδών, είναι μερικοί μόνο από τους τρόπους που "μαζεύουν" έσοδα από τους ίδιους μεγαλοπελάτες και επιχειρήσεις - κολοσσούς.

Συμπερασματικά, η τράπεζα βγαίνει και εδώ ωφελημένη και μάλιστα χωρίς ουσιαστικά να διατρέχει κίνδυνο να μην εισπράξει τα χρήματά της. Οι δανειοδοτήσεις αυτές, πάντως, συνεπάγονται κόστος που πηγάζει από το χαμηλό χορηγητικό επιτόκιο. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και για τα επιτόκια καταθέσεων, καθώς για τα τεράστια ποσά που δανείζουν στην τράπεζα οι μεγαλοϊδιώτες εισπράττουν αναλογικά πολύ περισσότερα - επιβαρύνοντας την τράπεζα αντίστοιχα - σε σχέση με τους τόκους που εισπράττουν οι μικροκαταθέτες.

Αλλοι στα γκισέ...

Διαφορετική είναι η κατάσταση στο δανεισμό των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίστανται και μεταξύ τους (σημαντικές) διαφορές, όπως εξηγείται παρακάτω. Στον τομέα της "επιχειρηματικής πίστης", τα λειτουργικά έξοδα σαν ποσοστό επί του επιτοκίου δανεισμού "πέφτουν" γύρω στο 2%, ενώ οι επισφάλειες επιβαρύνουν μόλις με 1% το κόστος δανειοδότησης. Αθροίζοντας το - σταθερό - κόστος χρήματος για τις τράπεζες, τα επιτόκια για δάνεια κίνησης κεφαλαίων διαμορφώνονται στο 15%. Δηλαδή, πλέον της κυβερνητικής εισφοράς 1% στην καλύτερη των περιπτώσεων αρχίζουν από 16%.

Πόσες είναι όμως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δανείζονται με αυτό το επιτόκιο;

"Καμιά ή ελάχιστες", απαντούν τραπεζικά στελέχη. Οι τράπεζες αξιολογούν - για να μην πούμε περνάνε από κόσκινο - τη φερεγγυότητα του πελάτη και, ανάλογα με αυτή, το κόστος του δανείου μπορεί να ανέβει μέχρι και 4 εκατοστιαίες μονάδες, δηλαδή να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 20%!

Μάλιστα, τελευταία - όπως εξηγούν - οι τράπεζες διαφοροποιούν τα προϊόντα τους ανάλογα με τον πελάτη. Ετσι δημιουργήθηκε, και τείνει να παγιωθεί, το αποκαλούμενο "βασικό επιτόκιο" ως γνήσιο τέκνο της απελευθέρωσης της αγοράς στον τραπεζικό τομέα. Αυτό το στοιχείο εξηγεί γιατί οι κεφαλαιακά ισχυρότερες επιχειρήσεις μπορούν να "αρπάξουν" κεφάλαια με σημαντικά χαμηλότερο κόστος σε σχέση με άλλες που βρίσκονται σε δυσχερέστερη χρηματοοικονομική θέση. Και όχι μόνο!

Οι τράπεζες μπορούν ακόμα και να αρνηθούν να δώσουν δάνειο σε έναν μικρομεσαίο επιχειρηματία, όχι επειδή δεν πληρεί τις προϋποθέσεις δανειοδότησης, αλλά γιατί προτιμούν να εξαντλήσουν τα περιθώρια χορήγησης δανείων σε περισσότερο φερέγγυους (βλέπε μεγάλους) πελάτες. Αλλά και αν του δώσουν δάνειο - με επιτόκιο αρκετά ψηλότερο του "βασικού" - τον έχουν "από κοντά"...

Τη "νύφη" την πληρώνουν οι μικροί πελάτες

Με μέσο επιτόκιο χορηγήσεων 17%, άλλοι δανείζονται χρήματα με 12% και άλλοι με... 24%

Οι μικροί δανειολήπτες βρίσκονται στη δυσχερέστερη θέση από τις υπόλοιπες κατηγορίες πελατών, για τις οποίες υπάρχουν ξεχωριστές αναφορές σε άλλα κείμενα. Είναι αυτοί που πληρώνουν "τη νύφη" της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος. Αυτοί, που περνούν την πόρτα μιας τράπεζας και δεν ξέρουν αν ο υπάλληλος πίσω από το γκισέ θα εγκρίνει τα δικαιολογητικά τους για να πάρουν δάνειο ένα εκατομμύριο δραχμές. Αυτοί, που θα τους λούσει κρύος ιδρώτας όταν σκεφτούν ότι αυτό το μήνα θα στερηθούν βασικά αγαθά για να ξεπληρώσουν το "καταναλωτικό" που πήραν, επειδή "έπεσαν τα επιτόκια" - όπως διαφημίζουν (στην κυριολεξία) κάθε τόσο οι γνωστές απογευματινές εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Αιτία είναι τα γνωστά σε όλους, λίγο - πολύ, επιτόκια δανεισμού της τάξης του 19% - 26%.

Κι όμως, το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων, δηλαδή ο μέσος όρος του συνόλου των ποσών των δανείων που χορηγούν οι τράπεζες, βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα και συγκεκριμένα γύρω στο 17%. Τουλάχιστον αυτό εξάγεται με βάση τους παράγοντες που οι τράπεζες λαμβάνουν υπόψη για τη διαμόρφωση του επιτοκίου χορηγήσεων. Δηλαδή, το εκάστοτε ύψος του επιτοκίου των καταθέσεων προθεσμίας, το (υποχρεωτικό) ποσοστό επί του συνόλου των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών που δεσμεύονται στην Τράπεζα της Ελλάδας και το λειτουργικό κόστος των τραπεζών - που στις κρατικές είναι αρκετά μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ιδιωτικών. Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα, πώς είναι δυνατό τα επιτόκια "καταναλωτικής πίστης" να βρίσκονται γύρω στο 22%;Κατ' αρχήν, το χρήμα κοστίζει σήμερα στις τράπεζες περίπου 12%. Σ' αυτό οι τραπεζίτες προσθέτουν ένα 6% που αντιπροσωπεύει τη "ζημιά" που υπόκεινται από τους μη ενήμερους πελάτες. Αναγκαία διευκρίνιση για τη χρήση εισαγωγικών στη λέξη "ζημιά", είναι ότι αυτή δεν υφίσταται κυριολεκτικά, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η τράπεζα εισπράττει "βρέξει - χιονίσει" τα χρήματα των πελατών που είναι κάτοχοι πιστωτικής κάρτας ή λήπτες καταναλωτικού δανείου. Η "ζημιά" έγκειται στα επιπλέον έξοδα που συνεπάγεται για την τράπεζα η εκπρόθεσμη είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών (τηλεφωνικά, κλητήρων, δικαστικά κτλ).

Επιπλέον, τα προγράμματα καταναλωτικής πίστης συνήθως απαιτούν σημαντικά ποσά για διαφήμιση, που σύμφωνα με αρμόδια τραπεζικά στελέχη επιβαρύνουν το επιτόκιο δανεισμού με ένα ποσοστό της τάξης του 5%. Υπάρχει, φυσικά, και το κόστος λειτουργίας του όλου τμήματος της τράπεζας (ανθρώπινο δυναμικό, πάγιες εγκαταστάσεις, εξοπλισμός κτλ), που αντιπροσωπεύει τουλάχιστο 3% του επιτοκίου. Αφού υπολογιστούν όλα αυτά, ο πελάτης θα κληθεί να πληρώσει στο τέλος 26%, από το οποίο στην τράπεζα "μένει" σαν καθαρό όφελος το 2%. Ποσοστό που ωστόσο, αφήνει τεράστια κέρδη στις τράπεζες, αν αναλογιστεί κανείς τα δισεκατομμύρια που χορηγούνται σε προϊόντα καταναλωτικής πίστης.Επιτόκια τέτοιου ύψους είναι συνηθισμένα στις πιστωτικές κάρτες, που αποτελούν και την πιο ακριβή μορφή τραπεζικού δανεισμού. Τα καταναλωτικά δάνεια στοιχίζουν πάντοτε λιγότερο, αφού δεν έχουν σημαντικές επισφάλειες, ενώ και τα έξοδα διαφήμισης είναι συνήθως μικρότερα. Οι υπόλοιποι προσδιοριστικοί παράγοντες του κόστους παραμένουν αμετάβλητοι (κόστος χρήματος, λειτουργικά έξοδα και κέρδος).

ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Αλήθειες και ψέματα

Πίσω από τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις ή διαφημίσεις και τα παράπονα των τραπεζών για το υψηλό κόστος λειτουργίας, κρύβονται θαμμένες αλήθειες που εξυπηρετούν τους "μεγάλους" και "χαρατσώνουν" τους "μικρούς" πελάτες των τραπεζών

Τη στιγμή που σύσσωμος ο εμπορικός κόσμος και οι ενώσεις των καταναλωτών διαμαρτύρονται για τα τοκογλυφικά επιτόκια χορηγήσεων των τραπεζών, οι κυβερνώντες επιχειρούν, με δηλώσεις τους, να πείσουν την κοινή γνώμη ότι ο ανταγωνισμός στον τραπεζικό τομέα τάχα λειτουργεί και ότι, εξαιτίας του, το κόστος του χρήματος μειώνεται για τις χιλιάδες των καταναλωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Κοντά σ' αυτούς έρχεται η αγωνιώδης προσπάθεια των τραπεζιτών να αποκαταστήσουν το κύρος τους, διοχετεύοντας στον Τύπο σειρά δικαιολογιών και απολογητικών σχολίων για τη διαφορά των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων. Πόση, όμως, αλήθεια μπορεί να κρύβουν αυτοί οι ισχυρισμοί;

Από τα επίσημα επιτόκια των τραπεζών εύκολα διαπιστώνει ο απλός καταναλωτής ότι, ενώ θα εισπράξει μετά από ένα χρόνο μόλις 7.650 δρχ. για κάθε 100.000 δρχ. κατάθεση, για το ίδιο ποσό που θα δανειστεί θα κληθεί να δώσει πίσω στην τράπεζα γύρω στις 20.000 - 22.000 δρχ. τόκο, δηλαδή τριπλάσιο αυτού που τη δανείζει. Αν είναι επιχειρηματίας, θα δανειστεί 1.000.000 δρχ. πληρώνοντας περίπου 160.000 δρχ. το χρόνο, δηλαδή υπερδιπλάσιο του ποσού που θα εισέπραττε, αν ήταν απλός καταθέτης.

Φυσικά, θα ήταν απλοϊκό - και εν προκειμένω άστοχο - το συμπέρασμα ότι οι τράπεζες λειτουργούν με περιθώρια κέρδους της τάξης του 200% ή 300%. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι "ευαγή ιδρύματα", όπως παρατηρούσε πρόσφατα επώνυμος τραπεζίτης. Αυτό σημαίνει ότι έχουν κέρδος, και μάλιστα σημαντικό. Κι όχι μόνο αυτό. Οι τράπεζες υπάρχουν, αναπτύσσονται και διευρύνουν τις δραστηριότητές τους, αποκομμένες από οποιαδήποτε κοινωνική λογική, με μοναδικό στόχο την εξασφάλιση ακριβώς όλο και μεγαλύτερων κερδών. Και το πετυχαίνουν αυτό σχεδόν όλες οι τράπεζες - κρατικές και ιδιωτικές - λειτουργώντας μάλιστα σε συνθήκες που χωρίς δυσκολία μπορούν να χαρακτηριστούν μονοπωλιακές. Γιατί μην ξεχνάμε ότι - όπως έχει αποδειχτεί επανειλημμένως - αρκεί μια "κίνηση" κάποιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες για να ακολουθήσουν σχεδόν αυτόματα σε ανάλογες κινήσεις όλες οι υπόλοιπες μικρότερες, κρατικές ή ιδιωτικές. Επιχειρούμε παρακάτω να δώσουμε την αληθινή διάσταση του θέματος.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ