Από τη μία έχουμε τη μεγάλη αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας στον πληθυσμό. Ιδιαίτερα μετά και το τρίχρονο της πανδημίας COVID-19, τα προβλήματα ψυχικής υγείας μεταξύ νέων ηλικίας 15 - 24 ετών διπλασιάστηκαν, το 64% των νέων ηλικίας 18 - 34 ετών αντιμετώπισαν κίνδυνο κατάθλιψης λόγω έλλειψης απασχόλησης και οικονομικών και εκπαιδευτικών προοπτικών, αλλά και λόγω μοναξιάς και κοινωνικής απομόνωσης. Ακόμα και στο σχέδιο της κυβέρνησης αναφέρεται πως «η πανδημία του κορονοϊού COVID-19 ανέδειξε τη χρόνια υποχρηματοδότηση των συστημάτων Υγείας και τις ελλείψεις στις παρεχόμενες υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Παράλληλα, τα προβλήματα ψυχικής υγείας αυξήθηκαν και έγινε εμφανές το σοβαρό ζήτημα που αφορά τη δυνατότητα καθολικής πρόσβασης των πολιτών σε ποιοτικές υπηρεσίες». Διαχρονικά άλλωστε οι ψυχικές παθήσεις αποτελούν την κύρια αιτία πρόκλησης αναπηρίας, ευθυνόμενες για περίπου το 15% της συνολικής αναπηρίας, με την αυτοκτονία να είναι η κύρια αιτία θανάτου μεταξύ των εφήβων και των νέων κάτω των 35 ετών παγκοσμίως.
Από την άλλη, πλάι στην αύξηση του επιπολασμού των ψυχικών διαταραχών τα αστικά επιτελεία τοποθετούν το κόστος για την καπιταλιστική οικονομία. Στην έκθεση του ΠΟΥ το 2022 για την Ψυχική Υγεία αναφέρεται ότι ο λόγος «όφελος - κόστος» της θεραπείας των καταθλιπτικών και των αγχωδών διαταραχών είναι 5 προς 1. Ομολογούν ότι η καλή ψυχική υγεία τούς απασχολεί, γιατί είναι «κλειδί» για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας, αυξάνει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα, μειώνει τον «απουσιασμό» και τον «παρουσιασμό» (παρών στην εργασία αλλά με χαμηλές επιδόσεις). Οπως αναφέρεται: «Το έμμεσο, σχετιζόμενο με την απολεσθείσα παραγωγικότητα οικονομικό κόστος ξεπερνά το άμεσο. Επομένως, από οικονομικής άποψης το πράγμα είναι ξεκάθαρο, η θεραπεία των ψυχικών διαταραχών είναι δαπανηρή αλλά πιο δαπανηρό είναι να αφεθούν αθεράπευτες».
Τα μέτρα αυτά, που παίρνονται σε όλη την ΕΕ, έχουν ως βασικό στόχο την ελαχιστοποίηση των κρατικών δαπανών για την Ψυχική Υγεία και την παράδοση όλο και μεγαλύτερου μέρους των αναγκών των ψυχικά ασθενών στην επιχειρηματική δράση, είτε απευθείας από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις του χώρου είτε από τις ΜΚΟ που ξεκοκαλίζουν προγράμματα, ενώ ταυτόχρονα μετατοπίζεται συστηματικά η ευθύνη στις οικογένειες και στις λεγόμενες «άτυπες» μορφές υπηρεσιών. Αυτό στη χώρα μας γίνεται ήδη από το πρώτο Εθνικό Σχέδιο Δράσης, το λεγόμενο «Ψυχαργώς» του 1997, και συνεχίζεται έκτοτε από όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Πάντα με «καρότο» τις έννοιες της «αποϊδρυματοποίησης», του «σεβασμού των δικαιωμάτων των ασθενών», την «καταπολέμηση του στίγματος» κ.λπ., που κάθε επιστήμονας, ασθενής ή φροντιστής δεν θα μπορούσε να μη «συνηγορήσει».
Σε συνέχεια, λοιπόν, των προηγούμενων σχεδίων δράσης, το Εθνικό Σχέδιο 2021 - 2030, που κατατέθηκε την προηγούμενη βδομάδα, δεν θα μπορούσε να διαφοροποιείται στη βασική λογική. Και είναι απορίας άξιο πόσο ωφελημένοι μπορούν να βγουν ασθενείς και εργαζόμενοι του χώρου από αυτό, όταν ακόμα και οι 311 νέες δομές (τόσες εξαγγέλλονται) είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες για την κάλυψη του πληθυσμού (ακόμα και από πριν την εκδήλωση της πανδημίας) και κυρίως δεν θα προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες, αλλά θα αντικαταστήσουν δομές που λειτουργούσαν στο πλαίσιο του δημόσιου συστήματος και οι οποίες, λόγω της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ασθενών. Αντί λοιπόν για χρηματοδότηση και στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών με όλο το αναγκαίο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη χρηματοδότηση των δομών που προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία της χρηματοδότησης θα κατευθυνθεί σε ιδιώτες, ΝΠΙΔ - ΜΚΟ κ.λπ., ενώ θα συνδεθεί με την κοστολόγηση των υπηρεσιών και το φόρτωμά τους στα ήδη τσακισμένα ασφαλιστικά ταμεία. Και, φυσικά, το Εθνικό Σχέδιο έχει και ημερομηνία λήξης, 18 μήνες, χωρίς να εξασφαλίζεται πουθενά η συνέχεια των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα έγινε με το Κέντρο Ανοιας Ηρακλείου, που μέχρι τώρα λειτουργούσε μέσω ΕΣΠΑ και με τη λήξη του προγράμματος θα κλείσει για να δημιουργηθεί ένα άλλο αντίστοιχο, με τους ασθενείς να γίνονται μπαλάκι από τη μία υπηρεσία - ΜΚΟ στην άλλη.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ηπείρου, όπου από τις 7 υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας που προβλέπεται να αναπτυχθούν στην περιοχή, μόνο η μία αφορά το δημόσιο σύστημα (Παιδοψυχιατρικό Τμήμα ΠΓΝΙ) και όλες οι υπόλοιπες μέσω ιδιωτών ή συμπράξεων. Οι δε φορείς που ενδιαφέρονται να χρηματοδοτηθούν πρέπει να βρουν δωρεάν στέγη και έμπειρο προσωπικό για να αξιολογηθούν θετικά, αφού αυτά δεν περιλαμβάνονται στη χρηματοδότηση. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η διοίκηση του Νοσοκομείου συμφώνησε στη «συν-λειτουργία» της δημόσιας Μονάδας Εγκαιρης Παρέμβασης στην Ψύχωση με μία ΜΚΟ, στην οποία το ΠΓΝΙ δέχτηκε να παραχωρήσει δωρεάν στέγη για 10 χρόνια, ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει χρηματοδότηση (500.000 ευρώ για 18 μήνες!) από το πρόγραμμα του υπουργείου. Η ΜΚΟ αξίωσε επίσης την παραχώρηση και του προσωπικού που είναι έμπειρο στον συγκεκριμένο τομέα. Η δημόσια μονάδα δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το πρόγραμμα, γιατί κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται για τις συγκεκριμένες δημόσιες μονάδες. Η όποια «συν-λειτουργία» αντικειμενικά θα οδηγήσει στην περαιτέρω λειτουργία της δημόσιας μονάδας με όρους ιδιωτικοοικονομικούς. Είναι ενδεικτικό ότι έχουν ήδη κοστολογηθεί οι ψυχιατρικές πράξεις για τις ΜΚΟ, πράγμα αναγκαίο και για την είσοδο των ιδιωτικών ασφαλιστικών.
Στο Εθνικό Σχέδιο ξεχωρίζει ακόμα η πρόταση για τη δημιουργία διακριτών ψυχιατροδικαστικών τμημάτων μέσης ασφάλειας για τους ασθενείς που σύμφωνα με τον Ν. 4619/2019 έχουν τελέσει αξιόποινες πράξεις, τα οποία τμήματα «θα μπορούν να επικουρήσουν και τα τμήματα οξέων στις περιπτώσεις που απαιτείται η νοσηλεία ιδιαίτερα διαταραγμένων και βίαιων ασθενών, οι οποίοι νοσηλεύονται στις πρώτες ημέρες της εισαγωγής τους στα ψυχιατρικά τμήματα των νοσοκομείων».Πρόκειται για μια άκρως αντιεπιστημονική και αντιδραστική λογική. Οι διαταραχές συμπεριφοράς όπως η επιθετικότητα είναι εκδηλώσεις στα πλαίσια ψυχικών διαταραχών, και συνεπώς η θεραπεία της ασθένειας μπορεί να τις μειώσει σημαντικά ή ακόμα και να τις εξαλείψει. Από τη στιγμή που αρχίζει και για όσο συνεχίζεται η θεραπεία, οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να θεωρούνται «επικίνδυνοι», όπως για παράδειγμα μπορεί να κρίθηκαν ότι ήταν τη στιγμή που διέπραξαν την αξιόποινη πράξη, ή στην οξεία φάση της νόσου τους, κατά την άφιξή τους στο νοσοκομείο. Το διάστημα που απαιτείται για να ρυθμιστεί η ψυχική νόσος εξατομικεύεται ανάλογα με τη βαρύτητα, την πρόγνωση της διαταραχής και μια σειρά άλλων παραγόντων. Αυτό που προέχει είναι να εξασφαλίζεται ότι όλοι οι ασθενείς θα έχουν απρόσκοπτα πρόσβαση σε φάρμακα και θεραπείες για όσο διάστημα απαιτείται, εντός ή εκτός του νοσοκομείου. Η θεραπεία τους θα πρέπει να γίνεται με διαδικασίες που ισχύουν για όλους τους ψυχιατρικά ασθενείς, με σεβασμό στις ανάγκες και στα δικαιώματά τους.
Πρόκειται για ένα ακόμα Εθνικό Σχέδιο που προφασιζόμενο την «αποϊδρυματοποίηση» φέρνει την ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση των ελάχιστων εναπομεινασών κλινών στις δημόσιες μονάδες, χωρίς την απαραίτητη ανάπτυξη των απαραίτητων δημόσιων υπηρεσιών στην κοινότητα σε επίπεδο πρόληψης, πρωτοβάθμιας και νοσοκομειακής φροντίδας, καθώς και αποκατάστασης (κοινωνικής, επαγγελματικής κ.λπ.). Το τμήμα της κοινοτικής φροντίδας εναποτίθεται είτε σε δομές της Τοπικής Διοίκησης, όπως τα ΚΗΦΗ και το «Βοήθεια στο Σπίτι», που είναι ήδη επιβαρυμένες με μεγάλο όγκο καθηκόντων και τρομερά υποστελεχωμένες, είτε σε ένα άναρχο σχέδιο δομών που θα αναπτύξουν διάφορες ΜΚΟ, ΑμΚΕ και ιδιώτες ανάλογα με το τι θα εκτιμήσουν ως συμφέρον και όχι ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού. Πρόκειται για νομοθέτημα που αναπαράγει την αναχρονιστική και αντιεπιστημονική αντίληψη του «επικίνδυνου» ψυχικά ασθενούς ο οποίος χρειάζεται νοσηλεία σε κλινικές μέσης ασφαλείας, αναπαράγοντας έτσι και τις συνθήκες στιγματισμού των ασθενών και καταπάτησης των δικαιωμάτων τους. Οποία ειρωνεία, μιας και αυτά φέρεται να αντιπαλεύει στην εισαγωγή του Σχεδίου! Ως εκ τούτου, απορρίπτεται.
Η θέση του ΚΚΕ βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με αυτήν την αντίληψη. Συνεχίζουμε τον αγώνα για ουσιαστική πρόληψη των ψυχικών διαταραχών, διεκδικώντας τη βελτίωση των κοινωνικών παραγόντων (εργασία, εισόδημα, κατοικία κ.λπ.) που επιβαρύνουν την ψυχική υγεία του λαού. Θεωρούμε ότι πρωταρχικό ρόλο στις υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας θα πρέπει να διαδραματίζει το Κέντρο Ψυχικής Υγείας (ΚΨΥ), τμήμα του ενιαίου Κέντρου Υγείας, που επιτελεί την πρόληψη και τη φροντίδα της κοινότητας και διασυνδέεται με τους χώρους ευθύνης του σε κάθε επίπεδο (σχολεία, ξενώνες, προστατευόμενα διαμερίσματα, οικοτροφεία, δημόσια ψυχιατρική κλινική ή νοσοκομείο). Από τις δημόσιες υπηρεσίες του ΚΨΥ καλύπτονται όλες οι ηλικιακές ομάδες και οι κατηγορίες ασθενειών όλου του πληθυσμού. Τα κριτήρια επιλογής μεταξύ διαφορετικών δομών ένταξης του ασθενούς είναι μόνο επιστημονικά. Οι παροχές ολόπλευρης φροντίδας της ψυχικής υγείας βασίζονται στην επιστημονική γνώση και στον σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό και αξιοποιούνται για όλους, χωρίς εξαιρέσεις και προϋποθέσεις. Η διαρκής και υπεύθυνη διασύνδεση όλων των υπηρεσιών εξασφαλίζει τη θεραπευτική συνέχεια και την αποτελεσματική θεραπεία και αποκατάσταση.
Στη θέση του ΚΚΕ το κράτος έχει την αποκλειστική ευθύνη για τη λειτουργία όλων των απαραίτητων δομών σε πανελλαδικό επίπεδο, πρωτοβάθμιων, δευτεροβάθμιων, δομών αποκατάστασης κ.λπ., ώστε να λειτουργούν με όλα τα σύγχρονα μέσα και πλήρως στελεχωμένες με όλο το απαραίτητο προσωπικό. Το κράτος φροντίζει για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ασθενών, την επαγγελματική τους αποκατάσταση, τη στήριξη των φροντιστών και τη συνεχόμενη εκπαίδευση και επιμόρφωση όλων των εργαζομένων στην Ψυχική Υγεία. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ένα κράτος όπου στο επίκεντρο βρίσκεται ο ασθενής και οι ανάγκες του, και όχι το αστικό κράτος, ένα κράτος εχθρικό, που μετράει την ασθένεια με οικονομικά κέρδη και ζημιές.