ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Μάρτη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο αθλητής

Ετρεχε μιάμιση ώρα συνέχεια. Ούτε μια στιγμή δε στάθηκε να ανασάνει. Αυγουστιάτικο καταμεσήμερο και το λιοπύρι τον πυρπολούσε. Είχε μουσκέψει ολόκληρος από τον ιδρώτα κι η σκόνη του δρόμου είχε κολλήσει στο πρόσωπό του, στα χέρια, στα ρούχα του. Η άσπρη φορεσιά του είχε γίνει τώρα μαύρη σχεδόν. Με δυσκολία ξεχώριζες και το μπλε νούμερο που ήταν ραμμένο στη φανέλα του. Ηταν ίσως το 33.

Ξαφνικά άρχισε να τον βασανίζει ένας πόνος στο στομάχι και στα ξερά χείλη του φάνηκε λίγος αφρός. Τα πόδια του λύγιζαν. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν σιγά, σιγά. Είχε τρέξει τόση ώρα συνέχεια και οπωσδήποτε είχε ακόμη δρόμο μπροστά του.

Σε μια στιγμή γύρισε και κοίταξε πίσω. Μακριά πολύ είδε άλλους δύο να τρέχουν. Συνέχιζαν και αυτοί τον αγώνα. Οι υπόλοιποι δεν άντεξαν και στα μισά της διαδρομής σταμάτησαν. Τριάντα πέντε είχαν ξεκινήσει όλοι κι όλοι. Πριν μιάμιση ώρα ακριβώς.

Ο πόνος στο στομάχι δυνάμωνε συνέχεια. Τα μάτια του θάμπωναν. Ολα γύρω του στριφογύριζαν. Νόμιζε πως θα σωριαστεί κι αυτός κάτω. Κρατήθηκε όμως. Βόγκηξε μόνο και δάγκωσε τα χείλη του. Δυο σταλαματιές αίμα πετάχτηκαν και σμίξανε με τον ιδρώτα και τη σκόνη στο πιγούνι του.

Εριξε μια ματιά στο ρολόι του. Δώδεκα παρά πέντε. Είχαν περάσει δυο ώρες τώρα από το ξεκίνημα. Τα πόδια του βγάζανε πλέον φωτιές μέσα στα λαστιχένια παπούτσια. Ισως το δεξί να είχε κιόλας πληγωθεί. Κάθε φορά που το πατούσε, τον δάγκωνε ένας πόνος. Πιο δυνατός κι απ' αυτόν που ένιωθε στο στομάχι. Πόσο θα άντεχε ακόμη; Α, όχι, δεν ήθελε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Δεν έπρεπε να χάσει το ηθικό του. Το καταλάβαινε καλά αυτό, αλλά δεν ήταν εύκολο να διώξει την αμφιβολία. Αν υπήρχαν τουλάχιστον μερικοί στην άκρη του δρόμου να τον εμψυχώνουν... Δεν υπήρχε όμως κανένας. Μόνο λίγο πριν είχε συναντήσει δυο, τρεις να κάθονται στον ίσκιο ενός δέντρου. Γύρισαν και τον κοίταξαν με απορία. Ο ένας μάλιστα γέλασε δυνατά, βλέποντάς τον σε τέτοια χάλια.

Γύρισε πάλι πίσω το κεφάλι του. Τώρα είδε μόνον έναν συναθλητή του να τον ακολουθεί. Ο τρίτος; Ισως να είχε εγκαταλείψει τον αγώνα κι αυτός. Ισως όμως και να ήταν πίσω μακριά και δε φαινόταν. Ο άλλος πάντως τον ακολουθούσε. Ιδρωμένος, τσακισμένος, ματωμένος, σίγουρα. Τον ακολουθούσε. Δεν αγωνιζόταν μόνος, λοιπόν. Εσφιξε τις γροθιές του και ρίχτηκε με νέο κουράγιο μπροστά. Τώρα πίστευε πως θα έφτανε στο τέρμα. Το πίστευε απόλυτα. Μπορεί μάλιστα να έφτανε και πρώτος. Αλλά, όχι δεν τον ενδιέφερε αυτό. Ηθελε μόνο να τερματίσει. Να μη μείνει στα μισά. Ας έφτανε ο άλλος, που ήταν πίσω του, πρώτος. Το ίδιο έκανε. Ο δρόμος ήταν ο αντίπαλος και όχι ο συναθλητής του.

Συνέχισε, λοιπόν, τον αγώνα. Με την ψυχή στο στόμα. Το λιοπύρι, ο πόνος στο στομάχι και στο δεξί πόδι και η κούραση τον είχαν εξουθενώσει εντελώς. Αρχισε να φοβάται πάλι πως δε θ' αντέξει. Αν ήξερε τουλάχιστον πόσο απείχε από το τέρμα; Θέλοντας να πάρει κουράγιο σκέφτηκε να κοιτάξει για τρίτη φορά πίσω του, να δει το συναθλητή του. Αν όμως δεν τον έβλεπε; Καλύτερα λοιπόν να μην έστρεφε το κεφάλι του. «Ασε - μονολόγησε. Ο,τι κι αν έχει συμβεί, εγώ θα προσπαθήσω να φτάσω». Και κάνοντας αυτή την αισιόδοξη σκέψη άρχισε να φαντάζεται πώς θα είναι στο τέρμα. Θα έχουν δεμένη από τις άκρες δυο στύλων μια άσπρη κορδέλα, σκεφτόταν. Θα την κόψω με το στήθος μου και θα πέσω κάτω μισοπεθαμένος. Τότε το πλήθος που θα είναι συγκεντρωμένο εκεί θα ξεσπάσει σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Μπορεί μάλιστα να με σηκώσει ψηλά στα χέρια του. Ναι θα με σηκώσει. Δε θα είναι μικρό πράγμα αυτό που θα έχω κατορθώσει. Θα είναι και οι ελλανοδίκες εκεί. Θα μου σφίξουν συγκινημένοι το χέρι και θα με βραβεύσουν. Είναι ταγμένοι να βραβεύουν αυτούς που αγωνίζονται και φτάνουν στο τέρμα.

Μπροστά του φάνηκε τώρα μια στροφή. Μετά τη στροφή θα άρχιζε πάλι η ευθεία. Το ήξερε καλά. Ετσι είχε γίνει πολλές φορές από τότε που ξεκίνησε. Πόσο θα τραβούσε άραγε ο ατέλειωτος αυτός δρόμος; Αγνωστο. Αν υπήρχε, σκέφτηκε, μια πινακίδα που να δείχνει πόσο απέχει το τέρμα. Ε, όχι δε γίνεται αυτό. Αν έβλεπες πόση απόσταση έχεις ακόμη να διανύσεις μπορεί και να απογοητευόσουν και να εγκατέλειπες. Κάτι ξέρουν οι αρμόδιοι που δεν έβαλαν τέτοιους δείκτες. Εφτασε τώρα στη στροφή και στο βάθος του δρόμου που είχε ακόμη μπροστά του, είδε μια συστάδα δέντρων. Τα δέντρα φαινόταν σαν να έφραζαν το δρόμο. Λες; Οχι, δεν ήταν δυνατόν. Θα υπήρχε σίγουρα κάποιο πέρασμα. Πλησίασε περισσότερο και είδε όχι μόνο το πέρασμα αλλά και την άσπρη κορδέλα του τέρματος. Επιτέλους! Μια χαρά, μια απέραντη χαρά, τον πλημμύρισε και τον έσπρωξε μπροστά. Φτέρωσαν πάλι τα φλογισμένα πόδια του. Σε δυο λεπτά έκοβε με το στήθος του το νήμα και έπεφτε στο χώμα λιπόθυμος.

Οταν άνοιξε τα μάτια του δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που σωριάστηκε κάτω. Κοίταξε γύρω του. Ανοιξε περισσότερο τα μάτια του και ξανακοίταξε. Κανένας! Ερημιά. Απόρησε. Επειτα θυμήθηκε ότι δεν είχε δει ψυχή εδώ στο τέρμα, όταν πλησίαζε. «Είναι δυνατόν;» ψιθύρισε μουδιασμένος. «Πώς μπορεί να μη συγκεντρώθηκε το πλήθος για να δει τον τερματισμό και να χειροκροτήσει; Και οι ελλανοδίκες πού είναι. Αυτοί τουλάχιστον έπρεπε να βρίσκονται εδώ. Είναι ταγμένοι να βρίσκονται στο τέρμα και να βραβεύουν τους αγωνιστές. Να τους δικαιώνουν για τον κόπο, το σθένος, το αποτέλεσμά τους. Εχουν υποχρέωση».

Ετσι αναλογιζόταν, όταν από μακριά ακούστηκαν φωνές ανθρώπων. Ηταν φωνές και γέλια μαζί. Πρέπει να ήταν πολλοί αυτοί που θορυβούσαν. Αρχισε να αφουγκράζεται. Η οχλαγωγία σταματούσε για λίγο και ξανάρχιζε. Πέρασαν πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Ο σαματάς συνεχιζόταν. Σηκώθηκε τότε από το χώμα όπου ήταν πεσμένος και αργοπατώντας βάδισε προς τα 'κει που γινόταν το πανδαιμόνιο. Εκατό, διακόσια μέτρα. Στα τριακόσια αντίκρισε έναν όμιλο από παρδαλοντυμένους που σχημάτιζαν κύκλο. Κάθε τόσο χαχάνιζαν δυνατά, χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν. Τι έβλεπαν; Πλησίασε προς το μέρος τους αλλά δεν μπόρεσε να δει με τι διασκέδαζαν. Λίγο, λίγο όμως τρύπωσε ανάμεσα στους παρδαλοντυμένους και βγήκε μπροστά. Ενας σαλτιμπάγκος. Να τι έβλεπαν! Παρδαλοντυμένος κι αυτός σαν τους θεατές του. Εκανε γκριμάτσες, έκανε τούμπες, χοροπηδούσε. Εδινε παράσταση και το πλήθος τον θαύμαζε. Ανάμεσα στο πλήθος και οι ελλανοδίκες. Τους γνώρισε από τις κονκάρδες που είχαν καρφιτσωμένες στο πέτο τους. Φορούσαν κι αυτοί παρδαλά και χαχάνιζαν και χειροκροτούσαν.

Κοιτούσε σαν απολιθωμένος μια το σαλτιμπάγκο, μια το πλήθος και μια τους ελλανοδίκες. Κοιτούσε μόνο. Δε σκεφτόταν τίποτε. Τα είχε χαμένα. Ξαφνικά ένα γεροντάκι με μυτερό γένι και πονηρά μάτια γύρισε και τον κοίταξε με περιέργεια. Στεκόταν δίπλα του ακριβώς. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε. Κοίταξε κι αυτός τώρα το γεροντάκι. Σκέφτηκε μια στιγμή. Λες κι ήθελε να θυμηθεί ή να καταλάβει ποιος είναι. Επειτα απάντησε: «Είμαι ένας από τους αθλητές που περιμένατε να φτάσουν στο τέρμα». Το παρδαλοντυμένο πλήθος εξακολουθούσε να ουρλιάζει γύρω. «Κάνεις λάθος - είπε το γεροντάκι. Ξέραμε βέβαια πως τρέχατε σήμερα, αλλά δε σας περιμέναμε. Ούτε καν σκεφτήκαμε τέτοιο πράμα. Μόνο το σαλτιμπάγκο περιμέναμε για να έρθει να δώσει παράσταση. Να, κοίταξέ τον τώρα πώς κάνει αυτήν την τούμπα!»

Ο αθλητής κοίταξε. Οχι όμως το σαλτιμπάγκο. Κοίταξε τη σκόνη του δρόμου που κουβαλούσε πάνω του και τα ματωμένα πόδια του. Μια βαθιά απογοήτευση τον είχε κυριεύσει. Κάθισε αμίλητος κάμποση ώρα. Επειτα γύρισε πάλι προς το γεροντάκι και του ψιθύρισε: «Και οι ελλανοδίκες; Γιατί δεν περίμεναν τουλάχιστον αυτοί. Δεν είχαν υποχρέωση να βρίσκονται στο τέρμα για να βραβεύσουν όσους αθλητές έφταναν εκεί;».

Το γεροντάκι γέλασε δυνατά. «Ω, μα δεν ξέρεις; Δεν ξέρεις πως αρέσει και σ' αυτούς ο σαλτιμπάγκος; Κοίταξε τι αστείος που είναι; Νόμιζες, στ' αλήθεια, ότι θα έχαναν τέτοιο θέαμα, για χάρη των αθλητών; Κι έπειτα για στάσου. Πιστεύεις ότι οι ελλανοδίκες βραβεύουν όποιον αγωνίζεται, όποιον φτάνει στο τέρμα; χα! Γελιέσαι οικτρά καημένε μου, γελιέσαι...».

Ο δρομέας άκουγε το γεροντάκι χωρίς να μιλάει. Ενας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό του και τον έπνιγε. Το πλήθος ούρλιαζε πιο πολύ τώρα. Ο σαλτιμπάγκος είχε τελειώσει την παράστασή του και υποκλινόταν. Είχε σκύψει μέχρι το χώμα. Οι παρδαλοντυμένοι είχαν πλέον ξεφρενιάσει. Ετρεξαν όλοι επάνω του, τον άρπαξαν και τον σήκωσαν στους ώμους τους. Ενας από τους ελλανοδίκες του πρόσφερε μάλιστα κι ένα αστραφτερό κύπελλο. Αυτό που ήταν να δοθεί ως έπαθλο στο νικητή του δρόμου.

Ο αθλητής δεν άντεξε άλλο. Τρεκλίζοντας όρμησε μπροστά για ν' αρπάξει το κύπελλο. Ηταν δικό του, δικό του! Πώς μπορούσαν να το δίνουν σε κάποιον που δεν είχε τρέξει, που δεν είχε αγωνιστεί; Πώς ήταν δυνατόν να το δίνουν σ' ένα φαιδρό σαλτιμπάγκο; Βρώμικος και ματωμένος μπερδεύτηκε στο πλήθος κραυγάζοντας με απελπισία: «Σε μένα ανήκει, σε μένα! Εγώ έτρεξα, εγώ τσακίστηκα, εγώ έφτασα στο τέρμα. Είναι δικό μου το κύπελλο και μου το κλέβετε!».

Καμιά δεκαριά άτομα έπεσαν πάνω του και άρχισαν να τον σπρώχνουν και να καγχάζουν «Αγωνίστηκε, λέει, και πρέπει να του δώσουμε το έπαθλο! Είναι τρελός στα σίγουρα!» Προσπάθησε να αντισταθεί. Αδικα. Επεσαν περισσότεροι πάνω του. Οργίστηκαν και τον έσπρωχναν πιο δυνατά. Κι οι καγχασμοί έπεφταν βροχή. Σαν σφαίρες. Σε λίγο τον είχαν πετάξει κάτω, δίπλα σε μια γούβα με λασπόνερα. Επειτα το πλήθος, σηκώνοντας ψηλά το σαλτιμπάγκο, άρχισε να περνάει δίπλα του με ουρλιαχτά. Κι ο σαλτιμπάγκος θρονιασμένος στους ώμους των θαυμαστών του και κρατώντας το κύπελλο, τον κοίταξε από ψηλά και γελούσε θριαμβευτικά...


Του Τάσου ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ


Του Τάσου ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ

Ο Τάσος Αυγερινός γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία του Βόλου. Σε ηλικία 18 χρόνων «μετανάστευσε» από την επαρχία στην Αθήνα για να σπουδάσει και να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Στα 38 χρόνια, που κλείνει εφέτος στο επάγγελμα, εργάστηκε σε πολλές ημερήσιες εφημερίδες ως ρεπόρτερ, επιμελητής κειμένων και σχολιαστής. Από το 1974 είναι συνεχώς στη σύνταξη του «Ρ».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ