Το κάθε ανάγλυφο έργο έχει μια αυτόνομη παρουσία στο χώρο και συγχρόνως όλα μαζί συγκροτούν ένα ενιαίο έργο, το «αναγλυφικό σύνολο», όπως σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης η Γιούλη Χρονοπούλου «...που αντί να το παρατηρείς απ' έξω, αντί να περιστρέφεσαι γύρω του, το κοιτάζεις από μέσα, εγγράφεσαι σ' αυτό, κατά μια έννοια εισχωρείς στον εσώτερο κόσμο του...». Για τη μορφή του ανάγλυφου αναρωτιέται: «... Γιατί, άραγε, βλέπουμε τόσο σπάνια ανάγλυφα σήμερα; Γιατί αυτή η ηχηρή απουσία και μάλιστα σε μια χώρα με τόσο ισχυρή την παρουσία του στην καλλιτεχνική παράδοση; Είναι φαντάζομαι η δυσκολία, ο μόχθος που απαιτείται, που κάνει τους γλύπτες να μην αποτολμούν να αναμετρηθούν μαζί του; Είναι ίσως και η έλλειψη κατάλληλου χώρου "υποδοχής" στο δημόσιο ή στο ιδιωτικό πεδίο; Είναι ενδεχομένως η μόδα, που δυναστεύει την καλλιτεχνική έκφραση; Σε κάθε περίπτωση η συνεισφορά του Γεωργιλάκη στην αναβίωση του ανάγλυφου είναι σημαντική».
«Μ' ενδιαφέρει η μελέτη της φύσης και ειδικά του ανθρώπινου σώματος», σημειώνει. «Αισθάνομαι μέρος αυτής της αδιάκοπης ροής που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα διαπερνά την ιστορία της γλυπτικής (...) Σήμερα, που πολλοί αναρωτιούνται για την αξία της μελέτης της φύσης, τη σημασία του σχεδίου, για την ύπαρξη ή όχι της γλυπτικής, σκέπτομαι πως αυτά κανείς δεν μπορεί να τα πει, ούτε να τα επιβάλει, σε κανένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι μία ιδιαίτερη και μοναδική περίπτωση. Ο καθένας μελετώντας θα καταλάβει ή μάλλον θα αισθανθεί τις μεταθέσεις που θα γίνουν βαθιά μέσα του και θα τον φέρουν στη δική του θέση ισορροπίας - ταλάντωσης, όπως και με τη στάση του κούρου, την πόζα του μοντέλου... Ο κάθε καλλιτέχνης έχει τον δικό του ιδιαίτερο δρόμο, που συνήθως δεν ταυτίζεται με τη θέση των πολλών. Εξάλλου η τέχνη δεν είχε ποτέ σχέση με τη μόδα».
«Κατέχει την τεχνική, κατέχει και την τέχνη, έχει την ψυχή, έχει το στοχασμό» λέει χαρακτηριστικά η Γ. Χρονοπούλου, αναφερόμενη στον εικαστικό δημιουργό. «Μιλά στο θεατή, μιλά στον άνθρωπο (...). Ταυτόχρονα έχοντας στο νου του τον αποδέκτη του έργου του δεν είναι σκοτεινός, ερμητικός, δεν επιζητεί την ασάφεια. Αντίθετα, επιδιώκει την επικοινωνία, την ανάγκη της καταληπτότητας (...) Δεν επιλέγει το κάλλος, αλλά τη συμπυκνωμένη ενέργεια (...) Στις συχνές άσαρκες μορφές του διακρίνονται οι γραμμές της ζωής, η ενέργεια που κινεί το έργο».