ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 4 Δεκέμβρη 2015
Σελ. /24
Μια καθόλου ξεχωριστή βδομάδα

Διανύουμε βδομάδα κινητοποιήσεων, το σινεμά υστερεί, δεν κυκλοφορεί τίποτα καινούργιο και ουσιαστικά αξιόλογο. Προχτές, Τετάρτη 2 Δεκέμβρη, ολοκληρώθηκε, με την καθιερωμένη τελετή λήξης που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει βραβεύσεις των διαγωνιζόμενων ταινιών και τιμητικές βραβεύσεις προσωπικοτήτων, το μακροβιότερο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Αθήνας, που φροντίζει να προμηθεύει κάθε χρόνο στο κοινό ολόφρεσκες αλλά και ήδη κλασικές ταινίες. Το «28ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου» διήρκεσε μια βδομάδα, μετατρέποντας τις αίθουσες «Ααβόρα» και «Ταινιοθήκη» σε ζωτικά σημεία συνάντησης κινηματογραφόφιλων, που έσπευσαν να απολαύσουν τις, παραπάνω από 50, ταινίες από τον ευρωπαϊκό και διεθνή κινηματογράφο. Συνεχίζεται όμως ένα άλλο, μοναδικό στο είδος του, κινηματογραφικό φεστιβάλ. Πρόκειται για το «18ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για Παιδιά και Νέους» και τη «15η Ευρωπαϊκή Συνάντηση Νεανικής Οπτικοακουστικής Δημιουργίας - Camera Zizanio», που ξεκίνησαν τις εργασίες τους στις 28 Νοέμβρη και ολοκληρώνουν το πρόγραμμά τους στις 6 Δεκέμβρη. Εδρα τους ο Πύργος Ηλείας, αλλά η ακτίνα της διοργάνωσης φτάνει έως την Πάτρα, το Μεσολόγγι, το Αίγιο και το Αγρίνιο. Στο διαγωνιστικό πρόγραμμα της φετινής 18ηςδιοργάνωσης προβάλλονται 68 ταινίες πρόσφατης παραγωγής, μεγάλου και μικρού μήκους, μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ και κινουμένων σχεδίων, από 45 χώρες απ' όλο τον κόσμο, σε πρώτη προβολή στην Ελλάδα. Στη 15η διοργάνωση της «Camera Zizanio», προβάλλονται 300 ταινίες μικρού μήκους, νεαρών δημιουργών από την Ελλάδα και άλλες χώρες. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης ειδικά αφιερώματα, κινηματογραφικά εργαστήρια και πλήθος παράλληλων εκδηλώσεων. Η πιο νεανική κινηματογραφική γιορτή της Ελλάδας μεταμορφώνει τον Πύργο, για μια βδομάδα, σε απέραντο κινηματογραφικό εργαστήρι. Τα παιδιά κλείνουν tablets και τηλεόραση και αποδεικνύουν, με ενθουσιώδη συμμετοχή, ότι μία θετική κινηματογραφική εμπειρία μπορεί να είναι και ψυχαγωγική και εκπαιδευτική!

Επίσης, κυκλοφορεί από χτες, για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, η ενδιαφέρουσα τηλεταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καλή σου νύχτα κυρ-Αλέξανδρε» (1981). Πρόκειται για κινηματογραφικό δοκίμιο, για δραματοποιημένη παρουσίαση κάποιων από τα γνωστότερα έργα του Παπαδιαμάντη, αλλά και για ανασύσταση στιγμών του μοναχικού βίου του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα, μέσα από το βλέμμα μιας ομάδας ηθοποιών που φτάνει στο νησί των Βόρειων Σποράδων γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Η ταινία του Σμαραγδή προβάλλεται καθημερινά στους κινηματογράφους «Στούντιο» (στις 17.30 και 20.00) και «Αλκυονίδα» (στις 18.30). Πρωταγωνιστούν άξιοι και αξέχαστοι ηθοποιοί όπως ο Βασίλης Διαμαντόπουλος (στο ρόλο του Παπαδιαμάντη), η Ολγα Τουρνάκη, ο Μίμης Χρυσομάλλης και άλλοι.

Τέλος, για τους μικρότερους θεατές προβάλλεται μια γαλλική ταινία κινουμένων σχεδίων, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, με τίτλο «Μιουν, Ο Φρουρός του Φεγγαριού» (Mune, le gardien de la lune), (2014), σε σκηνοθεσία των Αλεξάντρ Χεμπογιάν και Μπενουά Φιλιπόν...


ΚΡΙΤΙΚΗ: Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ
Ουζερί Τσιτσάνης

Μια «αδύνατη» ερωτική ιστορία (ανάμεσα σε Εβραία και Χριστιανό) με έντονη αίσθηση και ηλικία αθωότητας γεννιέται στη Θεσσαλονίκη του '42. Τον έρωτα αυτόν θέτει ο Μανουσάκης στο επίκεντρο της αφήγησής του, δίπλα στις διώξεις των Εβραίων, την καθημερινά κλιμακούμενη αντιστασιακή παρουσία και την καθημερινή αποκάλυψη της πραγματικής φύσης του ναζισμού. Σε συχνά σημεία η αναμενόμενη ταινία του Μανουσάκη επιβεβαιώνει τη ρήση της Μαργκερίτ Ντυράς ότι «δεν είναι η τηλεόραση που μιμείται τον κινηματογράφο αλλά ο κινηματογράφος που μιμείται την τηλεόραση»... Προσωπικά δεν γνωρίζω το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη. Ομως, αυτό, δε συνιστά αναγκαιότητα για τον θεατή μιας ταινίας εκτός εάν ο θεατής ενδιαφέρεται για κάποιου είδους «συγκριτική» εργασία ανάμεσα στο πρωτογενές (λογοτεχνικό) και δευτερογενές (φιλμικό) κείμενο. Αλλη τέχνη η λογοτεχνία, άλλη ο κινηματογράφος, με παντελώς διαφορετική γλώσσα, σύνταξη, συμβάσεις, όρους και προϋποθέσεις. Ο κινηματογραφιστής που μεταφέρει ένα λογοτεχνικό έργο στο σινεμά δεν βασίζεται απλά στο «γράμμα» αλλά κυρίως στο «πνεύμα» του έργου. Στην έννοια «πνεύμα» εντάσσονται οι όποιες «διαστάσεις» απορρέουν από το λογοτεχνικό κείμενο, οι όποιες σκέψεις, οραματισμοί, ερωτήματα, διαφωνίες και αμφισβητήσεις γεννιούνται από την ουσιαστική μελέτη του. Το σύνολο αυτών συνθέτει την «άποψη» του δημιουργού για το έργο που πρόκειται να μεταφέρει σε άλλη τέχνη και που θα φέρει τη δική του υπογραφή. Αν όχι μέσω αυτών, μέσω ποιων (άλλων) στοιχείων προσδιορίζεται η παρουσία του «δημιουργού» μιας ταινίας;

Η ιστορία που αφηγείται ο Μανουσάκης - με τα ηνία της αφηγηματικής του στρατηγικής να τα έχει αναλάβει πλήρως το μοντάζ - είναι σοβαρή και ενδιαφέρουσα, ενέχει στοιχεία επικαιρότητας και οικουμενικότητας και είναι κρίμα να αποδίδεται με βάση κλισέ και στερεότυπα που γεννούν μόνο αδυναμίες. Ενδεικτικά αναφέρεται η στάνταρντ εικόνα των ένστολων SS, ειδικά όταν εμφανίζονται συνοδεία των «επί χρήμασι» γυναικών. Η υπερβολή στη συμπεριφορά, η υπέρβαση του μέτρου δεν οδηγούν παρά στην καρικατούρα. Οι σκηνές μέσα στο ουζερί, στο στέκι της αντίστασης, θυμίζουν κάπου την κωμωδία καταστάσεων του BBC «Allo Allo» (1982 - 1992), μια παρωδία της συμμαχικής αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής... Το φιλμικό κείμενο ισχνό και μονοδιάστατο, χωρίς βάθος και εσωτερικότητα, χωρίς πρωτοτυπία και αυθεντικότητα. Λυπηρό. Κάτι αντίστοιχο αφορά και στη γενική χρήση του λόγου. Παράδειγμα η κατάχρηση της ισπανικής γλώσσας, η εκφορά κακόφωνη, ο λόγος ξύλινος, βγαίνει με κόπο, παράλογη η χρήση του στα ντουέτα. Το ίδιο ισχύει και για τη γερμανική, όπως και για την ελληνική. Μάλλον μαθητές και δάσκαλοι ορθοφωνίας σήμερα δεν ενδιαφέρονται και τόσο για το θέμα.

Από την ταινία ξεπηδούν ιστορικού χαρακτήρα κενά που ζητούν σαφείς απαντήσεις. Θα ήθελα πολύ να πληροφορηθώ γιατί οι Εβραίοι που βλέπουμε σε χώρους εκτός συναγωγής δεν τυγχάνουν της παραμικρής συμπαράστασης ή αλληλεγγύης από τους γείτονες και συντοπίτες τους. Μήπως αυτοί φοβούνται τους Γερμανούς; Οι λόγοι είναι θρησκευτικοί; Ταξικοί; Επίσης, σε ό,τι αφορά την αντίσταση, δομικό στοιχείο της ιστορίας, που παρουσιάζεται ως ρεμπέτ ασκέρι. Γιατί δεν βλέπουμε ποιοι την έστησαν; Ποιοι καθοδηγούν; Ποιες οι σχέσεις αντίστασης και Εβραίων; Εκείνος ο μοναδικός νεαρός Εβραίος που θέλει να αντισταθεί, που θέλει να φύγει απ' την πόλη προτού είναι αργά, πού καταλήγει; Τι κάνει; Δεν μπορεί η είσοδος / έξοδος ενός χαρακτήρα στην ιστορία να μη προετοιμάζεται, δεν μπορεί οι χαρακτήρες, ως γενική παρατήρηση, να μην είναι αναπτυγμένοι δραματουργικά... Οσο για τον Τσιτσάνη που χαρίζει το όνομά του στον τίτλο, είναι τόσο άχρωμος και άοσμος που καταλήγει σχεδόν διακοσμητικός. Το «Ουζερί Τσιτσάνης» δεν «ρέει». Σκαλώνει σε σημεία... ωστόσο σε κάποια σημεία παρουσιάζει ενδιαφέρον, ιδιαίτερα όταν το θρίλερ με τη σουσπάνς του, μπαίνει στο παιχνίδι...

Με τους: Ανδρέα Κωνσταντίνου, Χάρη Φραγκούλη, Χριστίνα Χειλά - Φαμέλη, Γιάννη Στάνκογλου, κ.ά. Παραγωγή: Ελλάδα (2015)

ΤΟΝΤ ΧΕΪΝΣ
Κάρολ

© 2015 THE WEINSTEIN COMPANY.

Η ηθοποιός Κέιτ Μπλάνσετ στο ρόλο της Κάρολ, της κοσμικής μεγαλοαστής συζύγου, ξεχειλίζει από κομψότητα και η Ρούνεϊ Μάρα, στο ρόλο της Τερέζ, της νεαρής, «μαζεμένης» πωλήτριας σε πολυκατάστημα του Μανχάταν, κλονίζεται συθέμελα από τη γοητεία της εγκλωβισμένης σ' έναν καθόλου ευτυχή γάμο Κάρολ, όταν τα βλέμματά τους συναντώνται πάνω από τον πάγκο παιχνιδιών και παγιώνουν την αρχή ενός ταραχώδους έρωτα. Στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '50 κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία και στην ταινία δεν αναφέρεται καν η λέξη... Η «Κάρολ», κατά κάποιον τρόπο, αναπαράγει ένα θέμα που ποικιλοτρόπως «αξιοποιεί» η κινηματογραφική βιομηχανία τελευταία, για οικονομικούς και άλλους λόγους. Η ταινία στέλνει τους συνειρμούς στο «Brokeback Mountain» (2005) - η πρώτη όμως δεν έχει την παραμικρή ομοιότητα με τους καουμπόηδες της δεύτερης. Η «Κάρολ» είναι ένα μεγάλο και κομψό χολιγουντιανό προϊόν πάνω στη θεματική της απαγορευμένης έλξης σε μια εποχή κι ένα περιβάλλον μη ανεκτικότητας. Το βιβλίο, στο οποίο βασίστηκε η κινηματογραφική διασκευή του ευαίσθητου, αντικομφορμιστή σκηνοθέτη Τοντ Χέινς, έχει τίτλο «The Price of Salt» και είναι γραμμένο - βασισμένο εν μέρει σε προσωπικές εμπειρίες - από την συγγραφέα των σοφιστικέ διαπλοκών Πατρίσια Χάισμιθ, που η ίδια το υπέγραψε με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν. Η ταινία, όπως και να το κάνουμε, δεν συγκλονίζει παρότι ως σύνολο είναι υπερβολικά καλογυαλισμένη, παρότι η φωτογραφία, αναμενόμενο εξάλλου, είναι τέλεια, παρότι τα κοστούμια είναι νατουραλιστικά άψογα και τα γεμάτα καπνό περιβάλλοντα όπου ρέει το «Dry Martini» είναι αλάνθαστης αναπαράστασης. Ενοχλεί κάπου το ότι και η μικρότερη λεπτομέρεια είναι τόσο προβλέψιμη... Πώς αλλιώς όμως θα μπορούσε να ήταν μια χολιγουντιανή παραγωγή φτιαγμένη για να πουλήσει παντού;

Η «Κάρολ» δεν είναι ταινία των μεγάλων συναισθημάτων. Ισως η «ανεπάρκεια» αυτή να οφείλεται στη διακοσμητική, σνομπ εικόνα της Κέιτ Μπλάνσετ, που στερεί από τον μυθοπλαστικό χαρακτήρα που υποδύεται, το να είναι ουσιαστικά αισθησιακός. Η ταινία δεν διαθέτει στοιχεία μελοδράματος, στερείται εκείνο το «ξεχείλισμα», την εξέγερση, τη δέσμευση, τα δάκρυα οργής ή χαράς... Το δράμα είναι διακριτικό, η σχέση εξελίσσεται με δειλά βηματάκια, προσεκτική και η περιγραφή του αναπάντεχου έρωτα, της αβεβαιότητας και του φόβου που προκαλεί, της κάθε επαφής που δημιουργεί ρίγη, της κάθε νέας συνάντησης που μετατρέπεται σε φορτισμένο παιχνίδι... Τα ανθρώπινα όντα που κινούνται τριγύρω δεν διεισδύουν ποτέ στη «φυσαλίδα» των άλλων, δεν ξεπερνούν ποτέ το όριο ασφαλείας. Η ταινία μπορεί να γοητεύσει με το τακτ των προθέσεών της, με τη λαμπερή της σκηνοθεσία και τις ερμηνείες, ωστόσο τα πάντα παραμένουν ψυχρά και κλινικά, τίποτα δεν φθάνει στην υπέρβαση, τα πάντα παγώνουν στο μη λεχθέν και τη σκέψη.

Με τους: Κέιτ Μπλάνσετ, Ρούνι Μάρα, Κάιλ Τσάντλερ, Σάρα Πόλσον, κ.ά.

Παραγωγή: «Carol», ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία (2015)



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ