ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 4 Δεκέμβρη 2014
Σελ. /24
Αποδυναμωμένη βδομάδα ...

...η τρέχουσα και μάλλον πενιχρή, αφού, πέραν των δυο συμπαθητικών της ταινιών, δεν έχει να επιδείξει παρά Βίκινγκς, που το σινεμά τελευταία όλο και συχνότερα χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη άγριων περιπετειών, με πλαίσιο τη θάλασσα που ανοίγει και κλείνει τις αφηγήσεις... Εξωγήινη φυλή, κρίθηκαν, πιθανόν λόγω ιστορίας και παράδοσης, η πλέον κατάλληλη για να εκπροσωπήσει στο κινηματογραφικό φαντασιακό τη μάσκα της ετερότητας σε επίπεδο πολύ άμεσο, πολύ «σωματικό», πολύ επιδερμικό. Συνήθως σε τέτοιες ταινίες, για να διασκεδάσεις, αφήνεις το μυαλό σου στο σπίτι. «Η επέλαση των Βίκινγκς» (2014) λοιπόν, ελβετογερμανική και νοτιοαφρικανική συμπαραγωγή, σε σκηνοθεσία Κλαούντιο Φε, βγαίνει απόψε μαζί με το αμερικανικό «Ηλίθιος και πανηλίθιος 2» (2014), μια επιεικώς βλακώδης συνέχεια του πρώτου μέρους που κυκλοφόρησε το 1994. Οι σκηνοθέτες Μπόμπι και Πίτερ Φαρέλι πάλι, με 6 σεναριογράφους παρέα, όλοι με επίπεδο φιλοδοξίας «ζερό» και αστεϊσμούς, ως προς το ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο, πρωκτικού σταδίου.

Πρεμιέρα και για το γερμανικό δράμα «Οι σταθμοί του σταυρού» (2014), με 14 σκηνές να δομούν το φιλμ, όσο η ηλικία της καθολικής πρωταγωνίστριας, που είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της θρησκευτικής κοινότητας απέχοντας από τις προκλήσεις της ζωής και να θυσιάσει τη ζωή της για να σώσει τον άρρωστο αδελφό της. Αργή, αυστηρή, εξουθενωτική και καταστροφική ταινία για το θρησκευτικό φανατισμό... Ανιαρό και βαρετό κήρυγμα, παρά την ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία, την ακίνητη κάμερα, τις καλές ερμηνείες και τη φόρμα της, που συχνά φαντάζει αυτοσκοπός. Η σκηνοθεσία είναι του Ντίτριχ Μπρίγκεμαν.

Πρεμιέρα επίσης έχουν απόψε τόσο η αμερικανική, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, περιπέτεια κινουμένων σχεδίων «Κούμπα: Μια ζέβρα και μισή» (2014), σε σκηνοθεσία Αντονι Σίλβερστον, όσο και η ελληνική κωμωδία «Από έρωτα» (2014), σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αθερίδη.

ΦΟΛΚΕΡ ΣΛΕΝΤΟΡΦ
Η νύχτα πριν πέσει το Παρίσι

JEROME PREBOIS

Ο καταξιωμένος τη δεκαετία του '70 Γερμανός σκηνοθέτης Φόλκερ Σλέντορφ για το «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» (1975) που γύρισε μαζί με την τότε σύζυγό του, επίσης σκηνοθέτη, Μαργκαρέτε φον Τρότα και αργότερα για το «Τενεκεδένιο ταμπούρλο» (1979), γεννήθηκε με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ασχολήθηκε με το εθνικό και διεθνές τραύμα του ναζισμού, θέμα που ακόμη επεξεργάζεται. Τη φορά αυτή, μέσα από μια χαμηλού προϋπολογισμού ταινία, ένα δράμα δωματίου για τη μοιραία για το Παρίσι νύχτα της 24ης προς 25η Αυγούστου 1944. Οι σύμμαχοι βρίσκονται προ των πυλών, αλλά ο Φύρερ έχει ήδη αποφασίσει να ισοπεδώσει τη γαλλική πρωτεύουσα, για να τιμωρήσει την αλαζονεία των Γάλλων που ήδη θεωρούν τη γερμανική κυριαρχία παρελθόν. Νάρκες έχουν τοποθετηθεί σε όλα τα σημαντικά κτίσματα της πρωτεύουσας, όλα θα τιναχθούν στον αέρα μαζί με τα τρία εκατομμύρια των κατοίκων με το που ο Γερμανός διοικητής, στρατηγός φον Χόλτιτζ θα προφέρει την εντολή την αυγή...

Είναι ακόμα σκοτάδι, όταν εμφανίζεται στη σουίτα του στρατηγού στο ξενοδοχείο «Meurice», ως από μηχανής θεός, ο Σουηδός Πρόξενος Ράουλ Νόρντλινγκ, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Παρίσι - όπως λέει ο ίδιος - για να τον μεταπείσει. Τον Ράουλ αυτόν μάλλον σκίασε ένας άλλος Ράουλ (ο Βάλενμπεργκ, που βοήθησε πολλούς Εβραίους από το πόστο του, στη Βουδαπέστη). Κι ενώ στη Γαλλία τίμησαν τον Νόρντλινγκ, δίνοντας το όνομά του σε δρόμους και πλατείες, στη Σουηδία έμεινε παντελώς άγνωστος. Μάλιστα, μετά την απελευθέρωση του Παρισιού, εκλήθη στη Στοκχόλμη από τον Βασιλιά Γουσταύο τον 5ο και τον σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό Περ Αλμπιν Χάνσον που τον επέπληξαν γιατί παρέβη τη σουηδική ουδετερότητα... Τον Σουηδό βιομήχανο και διπλωμάτη Ράουλ Νόρντλινγκ (1881-1962) υποδύεται στη θεαματική ταινία του Ρενέ Κλεμάν πάνω στο ίδιο θέμα αλλά με τίτλο «Το Παρίσι καίγεται;» (1965), ο Ορσον Γουέλς.

Βάση της κινηματογραφικής διασκευής συνιστά το θεατρικό έργο του Cyril Gely με τίτλο «Διπλωματία». Ο περιορισμός σε χώρο και χρόνο μπορεί να παραπέμπει στο θεατρικό χαρακτήρα του πρωτότυπου, η ταινία όμως δε γίνεται ποτέ θεατρική. Ο σκηνοθέτης αποδίδει την ένταση και τα διλήμματα των τελευταίων, πριν την καταστροφή, ωρών, προσπαθώντας να κρατήσει τον θεατή σε αγωνία και με κλασική και ώριμη σκηνοθεσία, υπαινίσσεται ότι προσπαθεί να αγγίξει, με άκρως ξεδοντιασμένο, αλλά πολύ καθωσπρέπει, σικάτο τρόπο, το θέμα της ευθύνης του ναζισμού, συλλογικής και ατομικής, εστιάζοντας, υπό τους ήχους της 7ης του Μπετόβεν, στην αμιγώς βερμπαλιστική πράξη, στο εσωτερικό ενός δωματίου με εκπληκτικά χρώματα και σκηνογραφικές λεπτομέρειες, στους δύο άνδρες που διαμόρφωσαν την Ιστορία. Το μόνο που μπορεί να κρατήσει τα μάτια του θεατή ανοικτά σε αυτήν την χλιαρή ταινία είναι οι ερμηνείες του Αρεστρουπ πρωτίστως και του Ντισολιέ δευτερευόντως...

Με τους: Αντρέ Ντισολιέ, Νιλς Αρεστρουπ, κ.ά.

Παραγωγή: ΓΑΛΛΙΑ, ΓΕΡΜΑΝΙΑ (2014)

ΠΕΤΡΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ
Electra

Γιατί η ταινία τιτλοφορείται «Electra» και όχι Μαρία ή Αννα; Αν δεν υπήρχαν συνοδευτικά της ταινίας κείμενα, τίνι τρόπω ο θεατής θα συνέδεε αυτό που βλέπει στην οθόνη με την ιστορία της «Ηλέκτρας»; Φυσικά και αντιλαμβάνεται κανείς ότι το κοκκινομάλλικο κοριτσάκι είναι η νεαρή κοκκινομάλλα πρωταγωνίστρια, η κόρη της γυναίκας και του άνδρα που εμφανίζονται - επί το πλείστον - μαζί, αλλά πέραν τούτου, τι; Οι ταινίες είναι «κατασκευές» που υπάρχουν σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, με προ-καθορισμένες προθέσεις. Η «Electra» είναι συμβατή με τα παραπάνω και αντανακλά - γενικά και αόριστα - τις διαθέσεις και τις αγωνίες της εποχής στην οποία εγγράφεται. Οι περιγραφικές, ωστόσο, μετακινήσεις σε χώρο και χρόνο (εποχές κυρίως) δεν συνεπάγονται και εσωτερικές μετακινήσεις. Το ζητούμενο του σκηνοθέτη για μια «πιο ελεύθερη γραφή» ως αποδέσμευση από τις «συμβάσεις του συμβατικού παραγωγικού μοντέλου» και εξερεύνηση της γλώσσας της εικόνας δεν μπορεί να κινείται ανεξάρτητα από την έννοια της αφήγησης, δεδομένου ότι ο κινηματογράφος κάνει χρήση των θεμελιωδών αρχών της αφηγηματικής αναπαράστασης - μοναδικό χαρακτηριστικό του μέσου - καθώς και διαφόρων μοντέλων αφήγησης ιστοριών, στη βάση των οποίων κατασκευάζονται οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις.

Η αντικατάσταση του σεναρίου από τον αυτοσχεδιασμό των ηθοποιών και η συγγραφή του «από την κάμερα» οδηγεί σε μια θρυμματισμένη αφηγηματική στρατηγική που παραπέμπει εν μέρει στο αμερικάνικο underground σινεμά της δεκαετίας του '70, αλλά και σε κολάζ αριστουργηματικών φωτογραφικών συνθέσεων, άξιες δημοσίευσης στο National Geographic. Σχήματα, χρώματα, θερμά, ψυχρά, φως και σκιές και μια εξαίσια ηχητική μπάντα. Οι ταινίες όμως αφηγούνται ιστορίες χρησιμοποιώντας συστήματα σημείων που καταλαβαίνουμε γιατί ξέρουμε να τα διαβάζουμε. Και αυτά είναι πάμπολλα... Και ο κινηματογράφος σαν πιο σύνθετη και με διαφορετική κοινωνική λειτουργία τέχνη σε σχέση με την προγραμματική μουσική ή τη μη-παραστατική ζωγραφική, ζητά «νοηματοδότηση» μέσα από λογική κατανόηση...

Με τους: Σοφία Κόκκαλη, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, κ.ά.

Παραγωγή: ΕΛΛΑΔΑ (2014)

ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ
Jimmy's Hall

PR image

Η τελευταία ταινία του 78χρονου, στρατευμένου Αγγλου σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, καίτοι με σφραγίδα «λοουτσιανής» αυθεντικότητας, αποπνέει αίσθηση «ξαναϊδωμένου», ενώ, σε κάποια σημεία, φαντάζει επιδεικτική και σκονισμένη καρικατούρα του σινεμά του σκηνοθέτη. Ανάμεικτος ο «ισολογισμός» γι' αυτήν τη ρομαντική, όχι στο ύψος προηγούμενων, αλλά εν τέλει υγιή ταινία, που αντλεί τη δύναμή της από την απλότητά της. Ομορφη, με εκπληκτικές εικόνες της ιρλανδικής φύσης, έξυπνη και καθόλου ελιτίστικη, συγκινητική και όχι μελό, κλασική, με ζυγισμένη δόση ρομαντισμού και ξεχείλισμα κοινωνικής αδικίας... Η τελευταία ταινία του Λόουτς - ο ίδιος άφησε να πλανάται η φήμη για πιθανή του συνταξιοδότηση μετά από αυτή - δε μοιάζει «αποχαιρετισμός στα όπλα». Αντίθετα, ίσως με τις προγενέστερες «Γη κι Ελευθερία» (1995) και «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» (2006) συστήνει κάποιο είδος τριλογίας. Το «Jimmy's Hall» ωστόσο δε διαθέτει το λυρικό ιδεαλισμό του πρώτου, ούτε την ανατρεπτική στεγνότητα του δεύτερου.

Ο Λόουτς χρησιμοποιεί μια πολιτικού χαρακτήρα ιστορία σε λαμπρή αναπαράσταση, βγαλμένη από την, εγκλωβισμένη ανάμεσα στον ΙΡΑ και την πανίσχυρη Καθολική Εκκλησία, Ιρλανδία του 1932 και πριν, για να μιλήσει αποτελεσματικότερα για τη σημερινή κατάσταση. Το σενάριο του Πολ Λάβερτι με τους διδακτικούς διαλόγους καταγγέλλει τον πατερναλισμό της Εκκλησίας, τη βλακεία του «ποιμνίου» και την πραγματική εξουσία, εκείνη των πλούσιων γαιοκτημόνων την ταυτισμένη με το νόμο, αλλά και τους κάθε λογής γλοιώδεις υποτακτικούς που κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Δίπλα στη φιγούρα του κληρικού, εκείνη του πεισματάρη επαναστάτη Τζίμι Γκράλτον, που εξαναγκάστηκε δέκα χρόνια πριν να φύγει στην Αμερική και τώρα επέστρεψε με μπόλικες γκρίζες τρίχες, είναι χαρακτήρας χωρίς καθόλου «λίπος». Στο ρόλο υπόδειγμα «λοουτσιανού» ηρωισμού, ο ωραίος και χαρισματικός Μπάρι Γουόρντ, η αποκάλυψη της ταινίας που δεν είναι το πορτρέτο ενός πρωταγωνιστή, αλλά η παρατήρηση από απόσταση διακριτική και η φιλμική αποτύπωση με χάρη, ζεστασιά και τρυφερότητα, πλήθος ωραίων δευτερευόντων ρόλων, που πλαισιώνουν το «σπίτι του πολιτισμού», τη «φωλιά κομμουνιστών που πάση θυσία πρέπει να ξεριζωθεί», κατά τον κεφαλαιοκράτη και τα τσιράκια του.

Παρά την αστάθεια στη βαρύτητα, η ταινία συγκινεί, ενώ γοητεύει η κορυφαία σεκάνς του χορού - ειδικότητα του Λόουτς το φιλμάρισμα σκηνών πλήθους - που νομίζεις ότι ο χρόνος σταμάτησε πάνω στα ζευγάρια και την ορχήστρα...

Με τους: Μπάρι Γουόρντ, Σιμόν Κίρμπι, Αντριου Σκοτ κ.ά.

Παραγωγή: ΙΡΛΑΝΔΙΑ, Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ (2014).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ