ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Νοέμβρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Ο Βασίλης Φυτσιλής γεννήθηκε στη Σέκλιζα της Καρδίτσας, το 1927. Από τους νεαρότερους ΕΠΟΝίτες, ανήκει στη νεότερη γενιά της Αντίστασης 1941 - 1944. Πριν προλάβει να τελειώσει το Γυμνάσιο, υποχρεώθηκε να ξαναπάρει το «δρόμο του βουνού» και κατατάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό. Πιάστηκε αιχμάλωτος, στο πέρασμα της Νιάλας, τον Απρίλη του 1947. Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και έμεινε στη φυλακή και στα ξερονήσια συνολικά δώδεκα χρόνια. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εργα του: «Το γιοφύρι», μυθιστόρημα, «Φυλακισμένα Τραγούδια», ποιήματα, «Φωνές απ' τα σίδερα», ποιήματα, «Κουβέντες του Κυνηγιού», Διηγήματα, «Βαγγελίτσα Κουσιάντζα», ιστορικό, βιογραφικό, «Ο Τσιριφλίνος», παιδικό παραμύθι, «Θρήνος και Τραγούδι για το μικρό Καπετάνιο», ποιητική σύνθεση, «Γιασμίνα», μυθιστόρημα, «Ο Σιδέρης και το κακό αφεντικό», Παραμύθι, «Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη», μαρτυρία.


Στο τρελάδικο του «Αβέρωφ»

Το τέλος του Γιάννη Σταράκη

Παπαγεωργίου Βασίλης

Ο Γιάννης Σταράκης ήταν ένας απ' τους πολλούς τρελούς, που έβγαζε η «Σχολή της Μακρονήσου».

Σε καταστάσεις σαν εκείνες που πέρασαν οι αγωνιστές εκεί σ' αυτό το φοβερό στρατόπεδο, εκτός απ' τη δοκιμασία που περνάει το σώμα, που ή αντέχει σε όλους τους κύκλους της κόλασης και βγαίνει στο τέλος νικητής ή υποκύπτει και τελειώνουν τα βάσανα, υπάρχει και η δοκιμασία του μυαλού, του πνεύματος. Μια δοκιμασία, που, ανάλογα με το άτομο, μπορεί να είναι - και για πολλούς ήταν - πιο μεγάλη και πιο σκληρή κι απ' αυτήν που περνούσαν τα σώματα.

Πολλά παιδιά, φαντάροι ή πολίτες, δεν μπόρεσαν ν' αντέξουν και να κρατηθούν «με σώας τας φρένας» όπως λέμε, μέσα σε κείνον τον ανήκουστο παραλογισμό, την αποθέωση της θηριωδίας και της παραφροσύνης. Το μυαλό σάλευε κάποια στιγμή. Και περνούσαν σ' έναν άλλο, δικό τους κόσμο, όπου ο νόμος του ρόπαλου και του βούρδουλα δεν είχε καμιά ισχύ. Και η συνέχιση της εφαρμογής του δεν είχε πια κανένα νόημα.

Αντί να υποκύψουν και να πουν το πολυπόθητο για τους βασανιστές «ναι», άρχιζαν ξαφνικά να χορεύουν και να τραγουδάνε, κάτι παράξενα τραγούδια με λόγια ακαταλαβίστικα, να μουντζώνουν τους δήμιους, να τους φτύνουν στα μούτρα και να τους «λούζουν» με τις πιο βαριές βρισιές, που μπορούσε να βρει η γλώσσα, με χαρακτηρισμούς χυδαίους, που ούτε λέγονται ούτε γράφονται.

Οσο πιο δυνατά τους χτυπούσαν οι Αλφαμίτες με μαστίγια και με ρόπαλα, τόσο πιο πολύ αυτοί εξαγριώνονταν και συνέχιζαν να τους βομβαρδίζουν με καταιγισμό «ύβρεων» και χαρακτηρισμών. Ωσπου οι «αναμορφωτές» εγκατέλειπαν την προσπάθεια να τους φέρουν «στον ίσιο δρόμο», και, όσους επιζούσαν, τους έκλειναν στο «ειδικό σύρμα», στο πειθαρχείο της Χαράδρας, ώσπου να «τελειώσουν», ή, στην καλύτερη περίπτωση, τους έστελναν πίσω στις φυλακές, σε ειδικά παραρτήματα, που έμειναν στην ιστορία με την ονομασία «Τρελάδικα».

Σ' ένα τέτοιο, λοιπόν, Τρελάδικο, παράρτημα των φυλακών Αβέρωφ, είχαν φέρει και τον Γιάννη.

ΣΤις 25 Μαρτίου (κάποιου από κείνα τα πέτρινα χρόνια), έκαναν εκεί μέσα σ' αυτό το Τρελάδικο και μια ωραία γιορτή. Θα γιόρταζαν, λέει, όλοι μαζί, προσωπικό και κρατούμενοι, την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας.

Στόλισαν ωραία γύρω - γύρω το προαύλιο της φυλακής με πολλές ελληνικές σημαίες και με κορδέλες μπλε και άσπρες - τα εθνικά μας χρώματα.

Είχε έρθει και ένας «επίσημος» απ' το υπουργείο της Δικαιοσύνης. Τους έκανε, λέει, την τιμή να έρθει να συνεορτάσει μαζί τους και να «βγάλει λόγο» για την εθνική μας επέτειο.

(Το συνήθιζαν τότε αυτό πολλοί επίσημοι. Να πηγαίνουν, δηλαδή, στις φυλακές και να «συνεορτάζουν» με τους φυλακισμένους. Πήγε κάποτε στη Μακρόνησο, σε μια τέτοια γιορτή, και η ίδια η βασίλισσα Φρειδερίκη. Και οι φαντάροι, απ' την πολλή αγάπη τάχα που της είχαν - πιο πολύ να κάνουν ντουβά ήθελαν -, τη σήκωσαν στα χέρια και φώναζαν «ζήτω η βασίλισσά μας, η μάνα μας!». Σήκωσαν, όμως, πολύ και τα φουστάνια της, και φαίνονταν από κάτω το βρακί της. Και η Γερμανίδα, μισόγλωσση και μισοελληνομαθής, φώναζε συνέχεια «νάιν, νάιν... Νο καλό αυτό...». Να της σηκώνουν, δηλαδή, τα φουστάνια και να φαίνεται το βρακί της, ολόκληρη βασίλισσα...).

Εβγαλαν, λοιπόν, απ' τα κελιά και μερικούς «τρόφιμους» (όσοι θεωρούνταν «ακίνδυνοι» και δεν υπήρχε φόβος να κάνουν καμιά φασαρία και να τους χαλάσουν τη γιορτή), και τους έφεραν κι αυτούς να παρακολουθήσουν την τελετή και ν' ακούσουν την «ομιλία» του επίσημου.

Μαζί με τους άλλους, έβγαλαν στο προαύλιο, ως ακίνδυνο, και τον Γιάννη.

Οταν τον έφεραν απ' το Μακρονήσι, ήταν σε κακό χάλι. Πάθαινε συχνά κρίσεις. Κυλιόταν και χτυπιόταν μέσα στο κελί ή κάτω στα χαλίκια (αν τον έπιανε η κρίση στο προαύλιο). Είχε πόνους φοβερούς, και έχωνε τα δάχτυλά του μέσα στις τρύπες των αυτιών, για να βγάλει, λέει, δυο χοντρά σιδεροσκούληκα, που είχαν μπει στο κεφάλι του και το τρυπούσαν από μέσα, όπως τρυπάνε το κορμί του δέντρου...

Πολλές φορές, νόμιζε ότι ο ίδιος δεν είναι άνθρωπος, αλλά ένα μικρό σπυράκι στάρι ή καλαμπόκι. Είχε εφιάλτες και έτρεμε, μην έρθει ξαφνικά καμιά κότα ή κανένα κοράκι και τον φάει... Κοίταζε όλη την ώρα ψηλά ένα κομμάτι ουρανό (όσο φαινόταν μέσα από κείνο το πηγάδι της «αυλής», όπου τον είχαν κλεισμένον) και έβλεπε σμήνη από κοράκια και γύπες με τεράστιες φτερούγες και με νύχια κοφτερά να έρχονται καταπάνω του, κι άρχιζε να φωνάζει γεμάτος αγωνία:

«Ξουτ!.. Ξουτ!.. Μακριά, καταραμένα... Μακριά από μένα, μαύρα κοράκια!.. Αλφαμίτες Γερμανοί!..».

Με τον καιρό, ηρέμησε κάπως. Του είχαν κάνει «ηλεκτροσόκ». Τον βάλανε σ' ένα μηχάνημα ηλεκτρικό, να τον χτυπάει το ρεύμα με πολλά «βολτ», για να συνέλθει. Αυτός αντιστεκόταν. Τον κρατούσαν τέσσερις, για να μπορέσουν να του κάνουν αυτήν τη «θεραπεία». Μούγκριζε και ξεσπούσε σε άγρια ουρλιαχτά, και τους «έλουζε» με ό,τι βρισιά μπορείς να φανταστείς. Τον χτυπούσαν οι δεσμοφύλακες, κι αυτός αγρίευε ακόμα πιο πολύ.

«Βαράτε, βρε φασίστες!.. Βαράτε, βρε Γερμανοί!.. Κωλόπαιδα της Φρειδερίκης της πουτάνας, βαράτε!..».

Τώρα είχε ηρεμήσει κάπως. Ολες τις ώρες, εκεί στο προαύλιο που τους έβγαζαν, τις περνούσε αμίλητος, καθισμένος απάνω σ' ένα τσιμεντένιο πεζούλι, εκεί δίπλα στη «βούτα» που τους είχαν για «ουρητήριο» και σ' ένα παλιό σιδερένιο βαρέλι, που το χρησιμοποιούσαν για σκουπιδοντενεκέ.

Διπλωμένος στα δυο, εκεί απάνω σ' αυτό το τσιμεντένιο πεζούλι, καθόταν ώρες ολόκληρες, συζητώντας ψιθυριστά με τον εαυτό του, ποιος ξέρει τι θέματα και τι προβλήματα άλυτα, που τον απασχολούσαν...

Ενα κουβαράκι ανθρώπινο, τριάντα, τριάντα πέντε το πολύ κιλά είχε απομείνει, από έναν λεβέντη που κάποτε, σύμφωνα με το μπόι του και το χοντροκόκαλο σκαρί του, θα έπρεπε να ήταν το λιγότερο εβδομήντα.

Τώρα, έμεινε ένα σπαγκάκι... Ενα κορδονάκι όρθιο, που τα σκισμένα ρουχαλάκια του κρέμονταν απάνω στο κορμί, όπως κρέμονται τα κουρέλια στον ξύλινο σκελετό ενός σκιάχτρου...

Η βαθιά μαυροκόκκινη τρύπα που έμεινε απ' το ένα μάτι του, που του το έβγαλαν οι «διαφωτιστές», εκεί στη Χαράδρα του Μακρονησιού, αγνάντευε αδιάφορα πέρα απ' τα ντουβάρια της φυλακής κι απ' τη μικρότητα του κόσμου ετούτου, του βασανιστή... Και τ' άλλο, το γερό, με μεγάλη περιέργεια και ανησυχία έψαχνε, όλο έψαχνε γύρω - γύρω τα ντουβάρια και τις γωνιές της μουχλιασμένης μάντρας, μήπως υπάρχει κρυμμένο κάτι το σπουδαίο, και του ξεφύγει απ' την προσοχή του...

Οταν δεν καθόταν διπλωμένος σε κείνο το πεζούλι, έκανε συνέχεια βόλτες πέρα - δώθε, στο στενό προαύλιο. Το ένα πόδι του, που το έσπασαν οι Αλφαμίτες εκεί στο σύρμα της Χαράδρας, είχε «πιάσει» στραβά, και το έσερνε με τα δάχτυλα γυμνά πάνω στα κρύα χαλίκια.

Τον έβλεπα απ' το παραθυράκι, απ' τα κελιά του «Κεντρικού» (όπου μας είχαν φέρει απ' το Μακρονήσι, μετά τη διάλυση του «κλωβού» των ανηλίκων), να κόβει τις βόλτες του με τις ώρες, να «συζητάει» συνέχεια με τον εαυτό του ψιθυριστά, και να κλοτσάει, όλο να κλοτσάει με το κουτσό ποδάρι του, μ' έναν τρόπο παράξενο και αστείο, τα χαλίκια της αυλής.

Οι δεσμοφύλακες ήξεραν το φόβο που είχε παλιότερα για τις κότες και τα κοράκια και τον πείραζαν με ερωτήσεις ανόητες. Ηθελαν να «σπάσουν πλάκα»...

«Δε μου λες, Γιάννη... Οι κότες τι τρώνε;».

«Σταράκι, σταράκι...», απαντούσε, επαναλαμβάνοντας τη λέξη.

«Και σένα πώς σε λένε στο επίθετο;».

«Σταράκη, Σταράκη...».

«Τότε, πώς δε σε 'φαγαν ακόμα οι κότες;..». Και γελούσαν, οι αχρείοι, χορταστικά.

«Δε με τρώνε εμένα.., δε με τρώνε», απαντούσε ήρεμα ο Γιάννης, κι ένα πικρό αδιόρατο χαμόγελο μισοχάραζε στα χείλια του. Επαιρνε σέρνοντας το κουτσό ποδάρι του και έφευγε πέρα, γυρίζοντάς τους την πλάτη. Δεν ήθελε, ούτε να τους βλέπει, ούτε να τους ακούει.

Τον έβγαλαν, λοιπόν, εκείνη τη μέρα στο προαύλιο και τον Γιάννη, να παρακολουθήσει την ωραία γιορτή, για την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας.

Στεκόταν πίσω - πίσω και άκουγε αυτόν τον «επίσημο» που έβγαζε λόγο.

«Η πατρίς μας!.. Η αιωνία Ελλάς!.. Συντρίψασα τον κομμουνιστοσυμμοριτισμόν και απηλλαγμένη πλέον από το μίασμα και από τον θανάσιμον κίνδυνον που διέτρεξε, βαδίζει τώρα πλησίστιος, με αναπεπταμένας τας σημαίας της, εις την οδόν των πεπρωμένων της, την οδόν της δόξης και του μεγαλείου!..».

Αφοσιωμένοι οι δεσμοφύλακες στο ωραίο τελετουργικό και συνεπαρμένοι από την ευγλωττία και το εθνικόν κήρυγμα του ρήτορος που εκφωνούσε τον «πανηγυρικό», δεν είδαν τον Γιάννη που τους ξέφυγε απ' τη συνάθροιση και σβαρνώντας το κουτσό ποδάρι του ανέβηκε και στάθηκε όρθιος στο τσιμεντένιο πεζούλι, στη θέση που συνήθιζε να κάθεται κάθε μέρα.

Ανοιξε σταυρό τα χέρια του και κοιτάζοντας προς το τραπεζάκι με το χρωματιστό τραπεζομάντιλο και τα λουλούδια, όπου στέκονταν οι «επίσημοι», άρχισε να βγάζει το δικό του λόγο.

«Εεϊι!.. Εσείς εκεί κάτω!.. Σταθείτε όλοι, και ακούστε με!», φώναξε με δυνατή φωνή. «Θα σας βγάλω σήμερα και γω έναν λόγο, για την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας... Εγώ, ο ανεπίσημος, ο Γιάννης ο Σταράκης. Που με φέρανε απ' το νησί των Παρθενώνων, με το σκεπτικό "ανεπίδεκτος εθνικής αναμορφώσεως"...

»Θέλω και γω να βγάλω έναν λόγο για σένα, πατρίδα μου γλυκιά... Για σένα, φόνισσα μητριά, που σέρνεσαι με την κοιλιά σαν τη σκύλα την ψωριάρα και γλείφεις τις μπότες του αφέντη σου, που είναι βαμμένες κόκκινες απ' το αίμα το δικό μου...

»Σε χαιρετώ, λοιπόν, εγκάρδια! Σε φτύνω στο ψηλό σου το πηλήκιο! Στα κίτρινα σιρίτια σου και στα χρυσά σου τα αστέρια! Και μάθε τώρα, από μένα τον ανεπίσημο, το Γιάννη τον Σταράκη, πως τα ψωμιά σου τα 'φαγες! Και πως σε λίγες μέρες.., τι λέω;.., σε λίγες ώρες...».

Ολοι μαζί οι συγκεντρωμένοι γύρισαν με μιας τα κεφάλια τους, να ιδούν. Ο ομιλητής σταμάτησε. Χάλασε όλη η γιορτή και η πανηγυρική ατμόσφαιρα.

Ορμησαν απάνω του οι δεσμοφύλακες και τον τραβούσαν απ' τα ποδάρια να τον κατεβάσουν απ' το τσιμεντένιο πεζούλι. Μα, αυτός τους έκανε καλά όλους! Τους κλοτσούσε και τους έσπρωχνε πέρα.

«Πέρα!.. Μακριά από μένα, ψοφίμια του κερατά! Οξω, Αλφαμίτες Γερμανοί! Χιτλερόπουλα της πουτάνας της Φρειδερίκης! Μακριά!..».

Τα χέρια του είχαν γίνει ξαφνικά τανάλιες σιδερένιες. Τους τίναζε και τους πετούσε πέρα, σα να ήταν παιχνιδάκια ψεύτικα.

Το ένα μάτι του, το χυμένο, τους «κοίταζε» αόριστα με την άδεια κούπα του. Και τ' άλλο, το γερό, τους κάρφωνε κατάματα, οργισμένο και άφοβο.

«Πέρα, είπα! Θρασίμια! Αποβράσματα και κατακάθια του κερατά!.. Εγώ ακόμα δεν τον τελείωσα το λόγο μου για την επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας... Δεν είπα τίποτα ακόμα, ούτε για το σύρμα της Χαράδρας, ούτε για το κρέμασμα, ούτε για τον χαλασμένο μπακαλιάρο και τις παστές σαρδέλες, που μου τρυπήσαν το στομάχι. Δε σας είπα ακόμα, ούτε για το σπασμένο ποδάρι μου, ούτε για το βγαλμένο μάτι μου, ούτε για τη γάτα, που κολυμπούσαμε μαζί στη θάλασσα, δεμένοι κι οι δυο μέσα στο ίδιο τσουβάλι...».

Τον έσυραν, τελικά, σβαρνώντας, απ' το τσιμεντένιο πεζούλι, τον έριξαν κάτω στα χαλίκια, κ' έπεσαν απάνω του να τον πατάνε, όλοι μαζί, με τις χοντρές αρβύλες τους.

Υστερα από τρεις μέρες, τον έβγαλαν απ' το πειθαρχείο και ειδοποίησαν τους δικούς μας, να πάνε να τον πάρουν. Να τον πάνε, λέει, στο «Αναρρωτήριο»...

Ηταν όλο το κορμί του μελανιασμένο και πρησμένο, τούμπανο.

Ζούσε ακόμα. Κοντανάσανε, μ' ένα βαρύ μονότονο ροχαλητό. Ο «ρόγχος», που προδίκαζε τη συνέχεια. Το τέλος το λυτρωτικό, που ήταν πια πολύ κοντά...


Του
Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ