ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 4 Νοέμβρη 2017
Σελ. /24
Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
  • ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ: «Μερίσματα» για το κεφάλαιο στο έδαφος των αντεργατικών ανατροπών
  • ΕΛΛΑΔΑ - ΑΛΒΑΝΙΑ: Συναντήσεις και συνεννοήσεις με φόντο τα επιχειρηματικά σχέδια
  • ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Τα κέρδη για το κεφάλαιο εξασφαλίζονται με νέες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις
  • ΑΦΡΙΚΗ: «Τριβές» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Γαλλία από τα σχέδια για τη συγκρότηση νέας «αντιτρομοκρατικής» δύναμης από πέντε αφρικανικές χώρες της περιοχής του Σαχέλ (G5), με φόντο τον ανταγωνισμό στην υποσαχάρια Αφρική

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ - ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΟΜΙΛΟΙ
«Μερίσματα» για το κεφάλαιο στο έδαφος των αντεργατικών ανατροπών

«Χωρίς τη μερική απασχόληση και τη μείωση του κατώτατου μισθού, καθώς και τη μεγαλύτερη ευελιξία στον καθορισμό των μισθών σε επιχειρησιακό επίπεδο, η ανεργία θα ήταν σήμερα σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα από το υψηλό 27% του 2013, ενώ η ύφεση θα συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς».

Το παραπάνω επισημαίνει, για μια ακόμη φορά, ο ΣΕΒ στο «εβδομαδιαίο δελτίο», δείχνοντας το έδαφος πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχτούν η αναζωογόνηση των επιχειρηματικών ομίλων και η προσέλκυση ικανής μάζας νέων κερδοφόρων επενδύσεων, που βέβαια αποτελούν αναγκαίο όρο και προϋπόθεση για την επίτευξη ρυθμών καπιταλιστικής ανάκαμψης. Μάλιστα, οι εγχώριοι βιομήχανοι, κάνοντας λόγο για «μέρισμα παραγωγικότητας χωρίς να υπονομευτεί η ανάπτυξη», εστιάζουν, μεταξύ άλλων, στους παρακάτω άξονες:

-- «Οι αποφάσεις για αύξηση των μισθών πρέπει να συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας», δηλαδή με την αύξηση του βαθμού της εκμετάλλευσης, και μάλιστα «στους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων» προϊόντων.

-- «Κριτήριο για το κατά πόσο να αυξηθούν οι μισθοί δεν μπορεί να είναι μόνο η εξέλιξη της εγχώριας παραγωγικότητας (...) αλλά και τι δίνουν ή δεν δίνουν οι ανταγωνίστριες χώρες»...

-- «Η άσκηση της πολιτικής μισθών, και το πλαίσιο διαμόρφωσης αυτών, στα χρόνια πριν την εκδήλωση της κρίσης συνέβαλε ουσιαστικά στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας», ενώ «επιπλέον, λειτούργησε προστατευτικά προς το μέρος της οικονομίας το οποίο δεν εκτίθεται στο διεθνή ανταγωνισμό και δεν παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, φέρνοντας τους κλάδους που προσπαθούσαν να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικοί σε συγκριτικά δυσμενή θέση».

-- «Σημασία έχει όχι μόνο το απόλυτο ύψος των μισθών και του γενικότερου κόστους της εργασίας, αλλά και η ισορροπία τους με τη μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο ΣΕΒ, δίνοντας έμφαση και στην προώθηση άλλων διαρθρωτικών παρεμβάσεων, με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, όπως αυτές που προωθούνται στο πλαίσιο και του τρέχοντος μνημονίου.

«Συμπληρώνοντας» τον ΣΕΒ, η πλευρά του ΙΟΒΕ, στην πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση, τονίζει: «Δομικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην ελληνική οικονομία από την αρχή της κρίσης, ιδίως στην αγορά εργασίας, έχουν επίσης θετική επίδραση, έστω και με καθυστέρηση. Επίσης, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ο πολιτικός κίνδυνος είναι σχετικά χαμηλότερος, δεδομένου πως δεν υπάρχει πολιτικός φορέας που να διεκδικεί αξιόπιστα να κυβερνήσει με σκοπό την ανατροπή του προγράμματος και την απομάκρυνση από την Ευρωζώνη...».

Σε κάθε περίπτωση, τα τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου διαβλέπουν δυνατότητες «ανάπτυξης» στο έδαφος της αντιλαϊκής πολιτικής και των αναδιαρθρώσεων, και μάλιστα στη διαρκή κούρσα της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων και των επιχειρηματικών ομίλων με τις άλλες «ανταγωνίστριες χώρες», όπως λέει ο ΣΕΒ, και μάλιστα με κριτήριο το γενικό επίπεδο των μισθών στους «διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους».

Το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο 2018 - 2021»

Σε αυτήν τη στρατηγική εντάσσεται και το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο 2018 - 2021» που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ, θέτοντας τους άξονες αυτής της πολιτικής, στους οποίους, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται:

-- Η «συνέχιση των δομικών μεταρρυθμίσεων» στην ελληνική οικονομία με στόχο «την εξάλειψη των στρεβλώσεων και την αύξηση της παραγωγικότητας και του ανταγωνισμού». Πρόκειται για την ατελείωτη αλυσίδα των αντεργατικών μέτρων, που διαμορφώνουν το πλαίσιο για την ένταση της εκμετάλλευσης στο νέο κύκλο καπιταλιστικής κερδοφορίας.

-- Η παγίωση της βελτίωσης των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, «ώστε βαθμιαία να επιστρέψει η δυνατότητα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας μέσω των διεθνών αγορών». Πρόκειται για τη «σταθερή» απόδοση των ματωμένων πλεονασμάτων που προέρχονται από το ψαλίδι στην κάλυψη στοιχειωδών αναγκών των εργατικών - λαϊκών οικογενειών.

-- Διασφάλιση της «σταθερότητας» στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, προκειμένου «να ομαλοποιηθούν οι προσδοκίες για την ελληνική οικονομία».

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι για το 2019, την ίδια ώρα που θα ξεκινάει ο νέος κύκλος κατακρεούργησης των συντάξεων, θα απογειωθούν και τα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), κατά 500 εκατ. ευρώ, χώρια βέβαια τις ενισχύσεις από τα επενδυτικά προγράμματα της ΕΕ, όπως προβλέπεται στο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» της συγκυβέρνησης. Και σε αυτό το επίπεδο προκύπτει ανάγλυφα το ταξικό πρόσημο της πολιτικής που εφαρμόζεται, με στόχο την ανάκαμψη του κεφαλαίου.

Παράλληλα, οι προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα «οικονομία και ανάπτυξη» είναι βγαλμένες από τα κιτάπια του εγχώριου κεφαλαίου.

Μεταξύ άλλων, η έμφαση δίνεται στους παρακάτω άξονες:

Αναμόρφωση του νόμου για τις «στρατηγικές επενδύσεις», με στόχο, όπως επισημαίνουν, την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων και μεγάλων εγχώριων επενδύσεων και «κατεύθυνση» τα ακόμα περισσότερα προνόμια και διευκολύνσεις για τους επιχειρηματικούς ομίλους.

Ολοκλήρωση της «Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής», δηλαδή του νέου «παραγωγικού προτύπου» που ορέγονται ο ΣΕΒ και άλλα τμήματα του κεφαλαίου.

Υλοποίηση «στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης και δράσης σε κρίσιμους βιομηχανικούς κλάδους με σημαντική συμβολή στο ΑΕΠ» και, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «με πιλότο τον κλάδο της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας».

Μεταρρύθμιση για την απλούστευση των επιμέρους διαδικασιών αδειοδότησης των επενδύσεων.

Λειτουργία Φόρουμ Αγροδιατροφής - Βιομηχανίας - Τουρισμού, που «θα συνδέει τον τουρισμό με τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποιητική βιομηχανία».

Χρηματοδότηση από πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες για την παροχή ρευστότητας σε ελληνικές επιχειρήσεις.

Ταυτόχρονα, το ελληνικό «Δημοσιονομικό Συμβούλιο», στην έκθεσή του για το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο, έδωσε σαφή προαναγγελία για την πορεία της αντιλαϊκής κλιμάκωσης, με έμφαση στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, τονίζοντας: «Σημαντικότερη πηγή ανησυχίας αποτελούν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) και ειδικά το σκέλος που αφορά στη χρηματοδότηση του ΕΦΚΑ. Ειδικά για τις δαπάνες που αφορούν σε χρηματοδότηση των ΟΚΑ, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και δεν δικαιολογείται κανένας απολύτως εφησυχασμός»

Η «Λευκή Βίβλος» των ευρωπαϊκών μονοπωλίων

Βέβαια, η στρατηγική του εγχώριου κεφαλαίου, της κυβέρνησης και της αστικής διαχείρισης - ανεξάρτητα από «προσαρμογές» για επάνοδο σε ρυθμούς «κανονικότητας» - είναι απόλυτα ενταγμένη στις κυρίαρχες επιλογές του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ΕΕ, ανεξάρτητα επίσης από την ενδοκαπιταλιστική διαπάλη και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών - μελών και των τμημάτων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αρχική έκθεση των «5 Προέδρων» σχετικά με τις διεργασίες για την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), που βέβαια παραμένει στο αντιλαϊκό τραπέζι, μεταξύ άλλων, εστιάζει:

-- Στη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού ελέγχου, ο οποίος, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές, θα έχει αρμοδιότητα την αποτροπή των αποκλίσεων στην ανταγωνιστικότητα των μισθών ανάμεσα στα κράτη της Ευρωζώνης.

--Τα «συμβούλια ανταγωνιστικότητας» (κρατικά και σε επίπεδο ΕΕ) θα αξιολογούν το βαθμό στον οποίο η εξέλιξη των μισθών συμβαδίζει με την παραγωγικότητα.

-- Η σύνδεση μισθών - παραγωγικότητας θα γίνεται τόσο με τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, όσο και με τους «κυριότερους συγκρίσιμους εμπορικούς εταίρους» της ΕΕ.

--Τα «πρότυπα για τις αγορές εργασίας» θα πρέπει να συνδυάζουν την ασφάλεια με την ευελιξία, όπως με «ευέλικτες και αξιόπιστες συμβάσεις εργασίας», έτσι ώστε να αποφευχθεί μια αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων, να προχωρήσουν οι πολιτικές της «διά βίου μάθησης» και τα σύγχρονα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης με διευκόλυνση της φορολόγησης της εργασίας (μείωση ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες).

Τα παραπάνω σημαίνουν συμπίεση του μισθολογικού κόστους, σε συνδυασμό με το βαθμό της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, περικοπές στα συστήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης, προσαρμογή των όποιων «συμβάσεων εργασίας» στις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου κ.ο.κ., ακριβώς στη ρότα της πολιτικής που κλιμακώνει σήμερα η κυβέρνηση, σε συνέχεια και σε αρμονία με αυτή των προκατόχων της.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ