ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 4 Γενάρη 2019
Σελ. /20
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Μερική απασχόληση ή εργασιακή εξουθένωση είναι οι «επιλογές» των γυναικών

Ετσι, το 70% των μητέρων με ανήλικα παιδιά εργάζονται κατά μέσο όρο μόλις 20 ώρες τη βδομάδα

Κινητοποίηση γονιών στο Βερολίνο τον περασμένο Μάη για τις ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
Κινητοποίηση γονιών στο Βερολίνο τον περασμένο Μάη για τις ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
«Burn out» (εργασιακή εξουθένωση) ή «B-job» (ημιαπασχόληση με μισθό πείνας): Ολο και περισσότερες γυναίκες εργαζόμενες αντιμετωπίζουν αυτό το δίλημμα στη Γερμανία. Σύμφωνα με τον γερμανικό Τύπο και τα επίσημα στοιχεία, το εργασιακό «τοπίο» για την πλειοψηφία των νέων εργαζομένων έχει διαμορφωθεί ως εξής: Εξοντωτικά ωράρια από τη μία και υψηλά ποσοστά μερικής και ελαστικής απασχόλησης από την άλλη, κυρίως για τις γυναίκες με παιδιά.

Το πρόβλημα του «συνδυασμού της επαγγελματικής και της οικογενειακής ζωής» εξελίσσεται σε ένα από τα πιο σοβαρά για τα νέα ζευγάρια, αλλά και για τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τους τα παιδιά τους. Τα ποσοστά «ευέλικτης», προσωρινής και μερικής απασχόλησης έχουν εκτιναχτεί τις τελευταίες δεκαετίες από την εφαρμογή των αντίστοιχων πολιτικών μέτρων (βλέπε «Ατζέντα 2010» του Γκ. Σρέντερ), ρίχνοντας το εργασιακό «κόστος» για τους επιχειρηματικούς ομίλους. Συνήθως, τα πρώτα θύματα αυτών των εργασιακών σχέσεων είναι οι γυναίκες με παιδιά. Ετσι, στη Γερμανία το 70% των μητέρων με ανήλικα παιδιά εργάζονται με μερική απασχόληση, δηλαδή κατά μέσο όρο μόλις 20 ώρες τη βδομάδα («B-jobs»). Οι μεγάλες ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, αλλά και τα υψηλά τροφεία για ολοήμερη φροντίδα και σίτιση, κρατούν τις μητέρες στο σπίτι ή το πολύ - πολύ σε λίγες ώρες εργασία τη βδομάδα. Στη Γερμανία σήμερα και οι δύο γονείς συχνά εργάζονται, αλλά τα 2/3 του οικογενειακού εισοδήματος προέρχονται από τους άνδρες. Σχεδόν οι μισές γυναίκες εργαζόμενες είναι «εγκλωβισμένες» σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, κάποιες φορές ακόμη και λιγότερες από 20 ώρες τη βδομάδα. Ως συνέπεια, οι γυναίκες συνταξιούχοι λαμβάνουν περίπου το μισό της μέσης σύνταξης.

Από την άλλη, σε άλλους κλάδους τα ωράρια είναι εξαντλητικά, με τους εργαζόμενους να αναγκάζονται να δουλέψουν ακόμη και περισσότερες από 48 ή 60 ώρες τη βδομάδα! Οπως προκύπτει από την έκθεση «Ασφάλεια και Υγεία στο χώρο εργασίας» του Δεκέμβρη, του Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία (BAUA), ο αριθμός των εργαζομένων με ψυχικές ασθένειες και διαταραχές συμπεριφοράς έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Ψυχικές ασθένειες, όπως η εργασιακή εξουθένωση ή η κατάθλιψη, είναι η δεύτερη συχνότερη αιτία αναρρωτικής άδειας, μετά τις μυοσκελετικές παθήσεις. Ως αιτίες για την αύξηση των ψυχικών επαγγελματικών ασθενειών αναφέρονται η εντατικοποίηση της εργασίας, οι πολλές ώρες δουλειάς (48 και 60 ώρες τη βδομάδα), η δουλειά σε βάρδιες, τα «ευέλικτα» έως και απρόβλεπτα ωράρια.

Ταυτόχρονα οι γυναίκες συμβάλλουν στην καπιταλιστική ανάπτυξη

Η συζήτηση που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία, για την ένταξη περισσότερων γυναικών στην παραγωγή και ιδιαίτερα σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, πηγάζει από τις ανησυχίες μεγάλων επιχειρηματικών και εργοδοτικών ενώσεων για την έλλειψη εργαζομένων και για τις κενές θέσεις που δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να καλύψουν. Πηγάζει ακόμη από το «δημογραφικό πρόβλημα» της χώρας, τη γήρανση του πληθυσμού, την κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ.

Μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ δείχνει ότι η επαγγελματική «ανέλιξη» των γυναικών, και ιδιαίτερα των μητέρων, έχει θετικό αντίκτυπο στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα εξετάστηκαν οι περιπτώσεις των σκανδιναβικών χωρών, όπου τα γυναικεία ποσοστά (μερικής και πλήρους) απασχόλησης αγγίζουν ακόμη και το 80%. Επισημαίνεται ότι η συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή έχει σημαντικό οικονομικό αποτέλεσμα και ευθύνεται για το 20% της ανάπτυξης κατά τα τελευταία 40-50 χρόνια.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, που διαπιστώνονται όλα τα παραπάνω, υπάρχουν και οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ένταση της εκμετάλλευσης και η αύξηση της κερδοφορίας των ομίλων επιτάσσουν όλο και πιο «ευέλικτη» στις επιχειρηματικές ανάγκες και φτηνή εργατική δύναμη, αποκλείεται οποιαδήποτε σκέψη για δημόσιο, σύγχρονο και δωρεάν δίκτυο βρεφονηπιακών σταθμών που να καλύπτει όλες τις ανάγκες.

Μόλις 1 στα 3 παιδιά σε βρεφονηπιακό σταθμό

Μια βασική αιτία είναι οι ελάχιστες θέσεις στους βρεφονηπιακούς σταθμούς των κρατιδίων, ιδιαίτερα για τα παιδιά κάτω των 3 ετών. Μόλις το 33,6% των παιδιών αυτής της ηλικίας (789.600 παιδιά) βρίσκονται σε βρεφονηπιακό σταθμό, παρά τις διακηρυγμένες προσπάθειες της γερμανικής κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» να χτιστούν βρεφονηπιακοί σταθμοί και να δημιουργηθούν νέες θέσεις. Τα χαμηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στη Βαυαρία (27,5%) και στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία, που είναι το μεγαλύτερο κρατίδιο της χώρας (27,2%). Υπολογίζεται ότι συνολικά στη χώρα λείπουν τουλάχιστον 273.000 θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για παιδιά έως 3 ετών.

Πρόσφατα η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι μέχρι το 2022 θα διατεθούν στα 16 κρατίδια 5,5 δισ. ευρώ για βρεφονηπιακούς σταθμούς. Τα κρατίδια μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα κατά βούληση. Ορισμένα κρατίδια έχουν ανακοινώσει ότι με αυτά τα κονδύλια σκοπεύουν να καλύψουν άλλες «τρύπες», όπως και να μειωθούν τα «τσουχτερά» τροφεία που φτάνουν ακόμη και εκατοντάδες ευρώ το μήνα, ανάλογα με τις ώρες που παραμένει το παιδί στο σταθμό, ενώ πληρώνεται επιπλέον η σίτιση.

Το βέβαιο είναι ότι αυτά τα ψίχουλα - σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες - που δίνει η κυβέρνηση για «επέκταση και βελτίωση» των βρεφονηπιακών σταθμών δεν επαρκούν για τη δημιουργία νέων δομών, τη στελέχωση των υπαρχουσών και των νέων με επαρκές προσωπικό, για τη δωρεάν φροντίδα των παιδιών.

Περισσότερη ευελιξία ζητούν συνδικάτα και κυβέρνηση

Αντί για πλήρη εργασία με δικαιώματα, άδειες, ανθρώπινο ωράριο (ιδιαίτερα για τις μητέρες εργαζόμενες) και αξιοπρεπή μισθό, ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός, που ελέγχεται βασικά από τη σοσιαλδημοκρατία, προτάσσει την ανάγκη για περισσότερη «ευελιξία».

Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» των Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) - Σοσιαλδημοκρατών (SPD), που προωθεί νέα «ευέλικτα» μοντέλα που θα «κουμπώνουν» καλύτερα στις ανάγκες των γερμανικών ομίλων. Ετσι η συγκυβέρνηση εξετάζει το «δικαίωμα» των εργαζομένων, μετά από κάποια χρόνια μερικής απασχόλησης, να ζητήσουν εργασία πλήρους απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για εργατικό δικαίωμα, καθώς η όποια μεταβολή της σύμβασης σε πλήρες ωράριο θα συμβαδίζει με τις ανάγκες της επιχείρησης.

Οπως έχει τονίσει η πρόεδρος του SPD, Αντρεα Νάλες, στην ψηφιακή εποχή είναι «δικαίωμα» των εργαζομένων να «αυτοπροσδιορίζουν» τον χρόνο εργασίας τους. Η κρισιμότητα του «αυτοπροσδιορισμού του εργάσιμου χρόνου» και της «συναινετικής ευελιξίας» κατά την ψηφιοποίηση αναφέρεται συχνά και από την καγκελάριο, Αγκελα Μέρκελ, ενώ προβλέπεται στην κυβερνητική συμφωνία του σημερινού «μεγάλου συνασπισμού».

«Πρότυπο» θεωρείται η ΣΣΕ που υπέγραψε το 2017 το συνδικάτο μετάλλου «IG Metall» με εκατομμύρια μέλη. Ανάμεσα σε άλλα προβλέπει ότι ορισμένοι εργαζόμενοι που έχουν μικρά παιδιά, αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας ή φροντίζουν ηλικιωμένο, από το 2019 θα έχουν από 6 μήνες έως και για 2 χρόνια ...δικαίωμα σε μειωμένο ωράριο έως και 28 ώρες τη βδομάδα (από 35), εννοείται με αντίστοιχη μείωση αποδοχών. Η φροντίδα των παιδιών, των αρρώστων και των ηλικιωμένων θεωρείται δεδομένο ότι πρέπει να φορτώνεται στις πλάτες της οικογένειας, για να εξοικονομεί το καπιταλιστικό κράτος δαπάνες για το κεφάλαιο. Επιπλέον οι εργαζόμενοι που υποκαθιστούν τις δομές Υγείας και Πρόνοιας ή αντιμετωπίζουν οι ίδιοι πρόβλημα υγείας, θα έχουν και μειωμένο μισθό! Στην πραγματικότητα το «δικαίωμα στην ευελιξία» θα προσαρμόζεται αποκλειστικά στις ανάγκες της επιχείρησης.


Ε. Μ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ