ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Γενάρη 2004
Σελ. /32
ΑΓΡΟΤΙΚΑ
ΑΓΡΟΤΕΣ
Είκοσι χρόνια ξεκλήρισμα

Από το 1980 μέχρι το 2000 εξαφανίστηκαν 184.000 αγροτικά νοικοκυριά

ICON

Μέσα στα 23 χρόνια που πέρασαν από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση σήμερα, τα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά, και κατά συνέπεια το εργατικό δυναμικό, απασχολούμενο στη γεωργία, υπέστησαν δραματική μείωση.

Η μείωση αυτή, δεν έγινε ως αποτέλεσμα μιας «εθελούσιας εξόδου» των αγροτών από τη γη τους, αλλά αντίθετα μιας προσχεδιασμένης πολύχρονης πολιτικής, κινούμενης πάντα στα πλαίσια των επιδιωκόμενων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και προς όφελος φυσικά του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών, που εκπροσωπεί η ΕΕ. Μιας πολιτικής που στον αγροτικό τομέα είχε ως κύριο εργαλείο την Κοινή Αγροτική Πολιτική, τους κάθε φορά κοινοτικούς κανονισμούς και τις λεγόμενες Κοινές Οργανώσεις Αγοράς (ΚΟΑ). Μιας πολιτικής που ειδικά από το 1992 και έπειτα, κινείται με ακόμα πιο γοργούς αντιαγροτικούς ρυθμούς. Για να πατήσει «τέρμα τα γκάζια» με την «Ατζέντα 2000», την αναθεώρηση της ΚΑΠ που συμφωνήθηκε τον Ιούνη του 2003 και τις νέες αρνητικές προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για βαμβάκι, καπνό και λάδι. Και φυσικά υπάρχει και συνέχεια αρνητικών ευρω-προτάσεων και αποφάσεων για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα και τους μικρομεσαίους Ελληνες αγρότες.

Ο «Ρ» παρουσιάζει σήμερα, τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ για την 20ετία 1980-2000. Στοιχεία της Eurostat (στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ), που δείχνουν πόσο πολύ μειώθηκαν οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ο αριθμός των αγροτών στην Ελλάδα, αλλά και τη συγκέντρωση της αγροτικής γης στα χέρια των ολίγων. Τα ίδια στοιχεία φανερώνουν πως όλο και περισσότερη αγροτική γη συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων μεγαλοαγροτών - επιχειρηματιών. Φαίνεται επίσης πως επιδιώκεται διά της βίας να δημιουργηθεί το αμερικάνικο μοντέλο γεωργίας, με «φάρμερς», δηλαδή μεγαλοτσιφλικάδες, οι οποίοι θα έχουν στη δούλεψή τους εργάτες γης, που θα είναι οι σημερινοί μικρομεσαίοι και αυριανοί ξεκληρισμένοι και υπερχρεωμένοι στις τράπεζες αγρότες ή οικονομικοί μετανάστες, που θα λαμβάνουν μεροκάματα πείνας, στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς» και του «διεθνούς ανταγωνισμού».

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ - «εκσυγχρονιστικές» και μη - και της ΝΔ, στήριζαν και συνεχίζουν να στηρίζουν την ίδια ευρω-πολιτική μαζικού ξεκληρίσματος της μικρομεσαίας αγροτιάς, έτσι όπως επιτάσσει η πολιτική των Βρυξελλών. Μια πολιτική που δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε ακόμη και από αυτές τις επίσημες υπηρεσίες της, αφού τα νούμερά τους όσο και αν «μαγειρευτούν» δείχνουν και τα μέχρι σήμερα αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, αλλά και το τι έχει να επακολουθήσει με ακόμη πιο έντονους ρυθμούς, τα επόμενα χρόνια. Μια εξέλιξη που αποτελεί την πιο τρανταχτή απόδειξη στο γιατί πρέπει η μικρομεσαία αγροτιά της χώρας να μαυρίσει στις επερχόμενες εκλογές και το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και όσους - με τον έναν ή τον άλλον τρόπο - ευαγγελίζονται τους ευρωμονόδρομους. Ταυτόχρονα να ενισχύσει το ΚΚΕ, το οποίο κατηγορήθηκε και κατηγορείται ως «Κασσάνδρα δεινών» από εκείνους που σήμερα κάνουν ότι δε γνωρίζουν τίποτα για την, επίσημη, «εξόντωση» 184.000 αγροτικών νοικοκυριών, αλλά και εκείνων που θα επακολουθήσουν.


Την πληρώνουν τα φτωχομεσαία νοικοκυριά

Αναλυτικά στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ για τους ρυθμούς μείωσης των αγροτών, καθώς και για τη συγκέντρωση της αγροτικής γης

Τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν πως την 20ετία 1980-2000 έπεσε ευρω-σκούπα στους μικρομεσαίους Ελληνες αγρότες και πίσω μένουν, βασικά, μεγαλοαγρότες, που θα γίνονται ολοένα και περισσότεροι.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, το 1980, χρονιά ένταξης της χώρας μας στην ΕΕ, τα αγροτικά νοικοκυριά στην Ελλάδα έφταναν τις 998.900, το 1990 ήταν 850.000, ενώ το 2000 ο αριθμός των αγροτικών νοικοκυριών έπεσε στις 814.000, δηλαδή υπήρξε μείωση κατά 18,52% ή με άλλα λόγια 184.900 αγροτικά νοικοκυριά λιγότερα. Η παραπάνω μείωση είχε ως φυσικό αποτέλεσμα και τη μείωση του εργατικού δυναμικού που απασχολείται στον τομέα της γεωργίας. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της επίσημης στατιστικής υπηρεσίας της ΕΕ, το εργατικό δυναμικό της χώρας μας, περιλαμβανομένου τόσο των δηλωμένων μισθωτών όσο και των εργατικών χεριών που προέρχονται από την ίδια την αγροτική οικογένεια (πατέρας, μάνα και προστατευόμενα μέλη), το 1980 ήταν 1.845.000, φτάνοντας το 1.543.500 το 1990, για να καταλήξουν στο 1.425.600 το 2000. Και τονίζουμε, το δυναμικό «δηλωμένων μισθωτών», γιατί από το 1990 μέχρι και σήμερα υπάρχουν χιλιάδες «παράνομοι» οικονομικοί πρόσφυγες στη χώρα μας, που δουλεύουν ως εργάτες γης, χωρίς να φαίνονται σε κανέναν επίσημο στατιστικό πίνακα, είτε εθνικό είτε κοινοτικό.


Η μείωση που σημειώθηκε στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις αφορά κατά κύριο λόγο τα μικρά και μεσαία αγροτικά νοικοκυριά, δηλαδή τους ιδιοκτήτες μέχρι 200 στρέμματα γης, το μέγιστο. Κι ενώ σε αυτή την κατηγορία τα στοιχεία είναι αρνητικά στη διάρκεια της 20ετίας 1980-2000, το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει για τις εκμεταλλεύσεις άνω των 200 στρεμμάτων. Στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει μια ραγδαία αύξηση των εκμεταλλεύσεων, με έκταση από 200 στρέμματα και πάνω. Συγκεκριμένα, το 1980 οι αγρότες με ιδιοκτησία αγροτικής γης κάτω των 50 στρεμμάτων αριθμούσαν στη χώρα μας τους 788.300, έφτασαν το 1990 τις 645.200, για να μείνουν 10 χρόνια μετά στις 624.400. Πρόκειται δηλαδή για μία μείωση της τάξης του 18,52%, δηλαδή 163.900 λιγότεροι αγρότες με γη κάτω των 50 στρεμμάτων. Ανάλογη πορεία ακολούθησαν και οι εκμεταλλεύσεις από 50 έως 200 στρέμματα. Το 1980 οι συγκεκριμένες εκμεταλλεύσεις αριθμούσαν 196.500, το 1990 183.100, ενώ 10 χρόνια μετά έφτασαν τις 161.400, σημειώνοντας έτσι μείωση κατά 17,87% ή μιλώντας σε απόλυτους αριθμούς μείωση κατά 35.100 εκμεταλλεύσεις.

Συγκέντρωση γης

Αντίθετα με τα παραπάνω, η 20ετία αυτή φάνηκε ιδιαίτερα ευνοϊκή για τις εκμεταλλεύσεις που ξεπερνούν τα 200 στρέμματα γης. Συγκεκριμένα: Οι εκμεταλλεύσεις από 200 έως 500 στρέμματα το 1980 αριθμούσαν τις 12.400, το 1990 τις 18.000 και το 2000 έφτασαν τις 23.900. Πρόκειται δηλαδή για αύξηση της τάξης 92,7% ή 11.500 περισσότερα νοικοκυριά, δηλαδή σχεδόν διπλάσιος αριθμός. Την ίδια πορεία ακολούθησαν και οι εκμεταλλεύσεις από 500 μέχρι 1.000 στρέμματα. Το 1980 αριθμούσαν στη χώρα μας τις 1.400, το 1990 τις 2.900, για να φτάσουν 20 χρόνια μετά τις 3.300, αύξηση κατά 135% και σε απόλυτα νούμερα 1.900 εκμεταλλεύσεις περισσότερες. Τέλος, τριπλασιασμό σημείωσαν οι εκμεταλλεύσεις μεγέθους από 1.000 στρέμματα και πάνω, αφού το 1980 στη χώρα μας αριθμούσαν τις 300, το 1990 έφτασαν τις 1.000, για να φτάσουν 20 χρόνια μετά τις 900. Και η τάση αυτή θα ακολουθήσει αυξητική πορεία μέσα στα επόμενα χρόνια, με βάση τα όσα θα φέρουν οι σχετικές αποφάσεις της νέας ΚΑΠ και οι επικείμενες συμφωνίες του ΠΟΕ. Ως ένα ακόμα εθνικό εργαλείο για να επιτευχθεί η συγκέντρωση γης σε επιχειρηματίες μεγαλοαγρότες ή απευθείας σε εταιρίες που θα δραστηριοποιούνται στον αγροτικό τομέα, είναι και μια εταιρία που ιδρύθηκε επί διακυβέρνησης Σημίτη, με τον διακριτικό τίτλο «ΑΓΡΟΓΗ ΑΕ».


Ο «Ρ» παρουσιάζει σήμερα αναλυτικά τα σχετικά στοιχεία της Eurostat σε πίνακες και ιστογράμματα.


Το παράδειγμα των αγελαδοτρόφων

Εξαφανίστηκαν οι μικροί, γιγαντώθηκαν οι μεγάλοι

Eurokinissi

Ενα κραυγαλέο παράδειγμα, για το τι επέφεραν οι προωθούμενες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα, αποτελεί ο τομέας της αγελαδοτροφίας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, που αφορούν στη δεκαετία 1992 - 2002, προκύπτει ότι ο αριθμός των παραγωγών αγελαδινού γάλακτος μειώθηκε κατά 70%! Δηλαδή, έφυγαν μέσα σε 10 χρόνια από τη μέση 20.500 παραγωγοί και από 32.000, που ήταν το 1992, έγιναν 9.500 στις αρχές του 2003.

Αυτό ξεκίνησε από την αναθεώρηση της ΚΑΠ του 1992 και την καθιέρωση ποσόστωσης στο αγελαδινό γάλα 625.000 τόνων και παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια αυξήθηκε η εθνική ποσόστωση και έγινε 629.000 τόνοι το 1996, 700.000 τόνοι το 2002 και 820.000 από το 2004. Ομως, το σημαντικό είναι πως μέσα στη δεκαετία αυτή εξαφανίστηκαν οι μικροί αγελαδοτρόφοι, χωρίς να εμποδίζεται η αρνητική αυτή εξέλιξη από το γεγονός ότι ο τομέας της γαλακτοβιομηχανίας άνθισε τα δέκα αυτά χρόνια και τα σχετικά κέρδη διευρύνθηκαν θεαματικά. Για το τι συνέβη στον τομέα αυτό υπάρχουν στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος (ΕΛΟΓ), που είναι αρκούντως αποκαλυπτικά. Το γαλακτοκομικό έτος 1993 - 1994, ο αριθμός των γαλακτοπαραγωγών μέχρι 10 τόνους ήταν 15.435, ενώ το γαλακτοκομικό έτος 2002 - 2003 μειώθηκαν σε 2.887! Αντίστοιχα, για 10 - 50 τόνους, ο αριθμός των αγελαδοτρόφων ήταν την περίοδο 1993 - 1994 9.606 και την περίοδο 2002 - 2003 3.847. Από την άλλη, ο αριθμός αυτών που είχαν ποσόστωση από 200 - 500 τόνους αυξήθηκε από 277 σε 683 και ακολούθως από 500 - 1.000 τόνους από 45 σε 134, δηλαδή, διπλασιασμός και τριπλασιασμός, αντίστοιχα. Για την κατηγορία 1.000 τόνοι και πάνω, ο αριθμός αυξήθηκε από 11 σε 48. Εδώ υπήρξε τετραπλασιασμός!

Αποκαλύπτονται κι εδώ περίτρανα τα αποτελέσματα της υλοποίησης της ευρωπολιτικής μείωσης του αριθμού των αγροτών από τις ελληνικές κυβερνήσεις και της συγκέντρωσης της παραγωγής στα χέρια λίγων μεγάλων παραγωγών και βιομηχανιών. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, από μονάδες μεγάλων παραγωγών και από τις λεγόμενες παραγωγικές μονάδες των ιδιωτικών γαλακτοβιομηχανιών. Γιατί το 1992 η εθνική ποσόστωση αγελαδινού γάλακτος μπορεί να ήταν 625.000 τόνοι και το 2003 να αυξήθηκε στους 700.000 τόνους, αλλά δεν αυξήθηκε και ο αριθμός των παραγωγών. Αντιθέτως, υπήρξε δραματική μείωση και οι εγκαταλείποντες εξαναγκάστηκαν να πουλήσουν τις ποσοστώσεις τους κακήν κακώς, στα μεγάλα «καρδάρια». Το ίδιο φαίνεται πως θα συνεχίσει να συμβαίνει σε βάρος των μικρομεσαίων αγελαδοτρόφων και μετά την αύξηση του πλαφόν από 1/4/2004 κατά 120.000 τόνους. Από την άλλη, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα παραμένει ελλειμματική σε αγελαδινό γάλα, αφού υπολογίζεται ότι οι ανάγκες της χώρας ξεπερνούν τους 1.200.000 τόνους!


Κώστας ΔΕΤΣΙΚΑΣ, Φώτης ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ


ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Ο ΑΪ - ΒΑΣΙΛΗΣ

@@@@@@*στο προσεισμικό ΛΗΞΟΥΡΙ

  • Με την κιθάρα του Παλούκη @@@@@@

ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟΣ περίπατος στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς, παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πάνω από εξήντα χρόνια, τότε, που το πασίγνωστο Μαρκάτο στεκόταν όρθιο στην καρδιά της μικρής πολιτείας. Ο μεγάλος εκείνος σεισμός του 1953 δεν είχε ακόμη γκρεμίσει τη Χωροπούλα του Λασκαράτου.

ΗΤΑΝ τα χρόνια, που οι ξωμάχοι του νησιού δούλευαν ολοχρονίς τη μαύρη σταφίδα, τη «μαυρομάτα», και πάνω της κρεμούσαν όλες της φαμελιάς τις ελπίδες και που τις περισσότερες χρονιές έμεναν χρεωμένοι στην Τράπεζα και τους εμπόρους.

ΗΤΑΝ η εποχή, που μια ή και δυο φορές τη βδομάδα καρτερούσανε στο πόρτο μας το ολλαντέζικο καράβι με την κόκκινη τσιμινιέρα για να φορτώσει τα βαρέλια με τη σταφίδα μας. Πολλές φορές, τα ξένα φορτηγά μάς εφοδίαζαν με μπακαλάο, με ρέγκες και αξέχαστο σολομό, που τον καρτερούσαμε για τη σκορδαλιά (την αλιάδα), που τη δούλευαν τελετουργικά μ' αξιοσύνη οι μανάδες μας.

ΜΑΣ έρχονταν, τότε, οι Μοραΐτες ζωέμποροι με το κεμέρι τους γιομάτο λεφτά, τις ξακουστές «χήνες», τα χιλιάρικα, κι έκαναν γερό νταραβέρι, αγοράζοντας τα πιο καλά άλογά μας και τα φόρτωναν για τη Γλαρέντζα. Ταξίδια δύσκολα, όλα με τα πανιά, με άγριες θάλασσες και θαλασσοπνιγμούς και, φυσικά, ζημιές.

ΗΤΑΝ τα χρόνια, που στη Χωροπούλα (το Ληξούρι) ζούσε ο γέρο Στελιανός, με ένα καλάθι γιομάτο λιανόψαρα, που μάζευε στα ξεψαρίσματα που έκαναν οι γαΐτες, γυρόφερνε τη μικρή πολιτεία και πουλούσε το λιανόψαρο για τις γάτες. Συχνά δεχόταν πειράγματα, αλλά αυτός, αδιάφορος, έτρεχε στα καντούνια για να πουλήσει το ψάρι και να την «αράξει» έπειτα στην ταβέρνα, όπου, συντροφιά με τους ψαράδες και τη θηνιάτικη μαυροδάφνη, περνούσε τα βράδια του.

ΝΥΣΤΑΓΜΕΝΗ η πολιτεία μας κοίταζε την πρωτεύουσα, το Αργοστόλι, που κι αυτή ζούσε τις στερνές ώρες του παλιού χρόνου κι ετοιμαζόταν για την Πρωτοχρονιά. Τα φανάρια του πόρτου μας αναμμένα, όσο κι αν τα δυνατά κύματα τις χειμωνιάτικες βραδιές δυσκόλευαν τους δυο φαροφύλακες να τα πλησιάσουν. Παρόλο που κι οι δυο είχαν τα χρονάκια τους, τους βλέπαμε να σκαρφαλώνουν σαν αίλουροι ανάμεσα στα βράχια του πόρτου και ν' ανάβουν τα δυο φανάρια που σηματοδοτούσαν την μπούκα του πόρτου μας.

ΟΙ ΓΙΟΡΤΙΝΕΣ προετοιμασίες στην αγορά μ' όλα τα χρειαζούμενα έχουν σχεδόν τελειώσει, το απαραίτητο βοδινό για την καθιερωμένη σούπα με τη μανέστρα. Μαζί μ' όλα αυτά και τα απαραίτητα γλυκά, τα παστέλια, τα μαντολάτα, τα αμυγδαλωτά μαζί με άλλα παραδοσιακά, που τα ετοιμάζουν στα σπίτια τους οι νοικοκυρές.

ΣΤΗΝ πλατεία του Πετρίτση, ο καθιερωμένος τόπος για το χειμερινό περίπατο, ο καθηγητής των μαθηματικών εξακολουθούσε, μ' όλο που η υγρασία περόνιαζε τα κόκαλα, να κόβει βόλτες. Ηταν ο κέρβερος του Γυμνασίου και τα μαθητούδια δεν ήθελαν να 'χουν τέτοιες ώρες συναπαντήματα μαζί του.

Προχωρημένο το βράδυ κι οι ταβέρνες γιομάτες δουλευτάδες του κάμπου και της θάλασσας έπιναν το κρασάκι τους, τη θηνιάτικη μαυροδάφνη, που τη συντρόφευε το χταπόδι στα κάρβουνα, αλλά και κανένα αφτί μπακαλιάρο κι αυτός πάνω στη θράκα. Κάθε παρέα με τα τραγούδια της, αριέτες που τραγουδούν οι κανταδόροι στα καντούνια, αλλά και στις ταβέρνες. Αυτήν την ώρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, άναβαν τα τραγούδια, έμπαινε στα μαγαζιά με την παρέα του και την κιθάρα του ο Παλούκης, καθιερωμένος χρόνια και χρόνια στην πολιτεία, για να μας πει τα κάλαντα του Αϊ - Βασίλη. Η συντροφιά του, καλλίφωνη και πρόσχαρη, δεχόταν τα δώρα και τα κεράσματα κι αφού τέλειωνε με τα μαγαζιά, που δεν ξεχνούσε κανένα, προχωρούσε σε μια ολονύχτια εξόρμηση στα καντούνια της πόλης, στεκόταν σε κάθε σπιτικό και όλοι άκουγαν τον Αϊ - Βασίλη. Μόνο στα σπίτια που είχαν πένθος η χορωδία δε σταματούσε. Προχωρημένα τα χαράματα, ο Παλούκης είχε τελειώσει τη διαδρομή του. Την άλλη μέρα, η συντροφιά θα γύριζε πάλι στα σπίτια για να ευχηθεί «διά ζώσης» τα χρόνια πολλά και για να πάρει το «μποναμά» τους, όπως γινόταν κάθε χρόνο.

Η ΜΙΚΡΗ μας πολιτεία, με πέντε χιλιάδες ανθρώπους, τον καρτερούσε να φτάσει στην ώρα και με την κιθάρα του. Ο Παλούκης, με τη χορωδία του, με την κιθάρα του, χαρούμενος, άνοιγε την καινούρια μας χρονιά στο προσεισμικό Ληξούρι.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ