ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 4 Γενάρη 2004
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ - ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Στη «σκιά» της ιρακινής κρίσης

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας «επένδυσε»στον Ταγίπ Ερντογάν, προβάλλοντάς τον ως εκσυγχρονιστή της Τουρκίας, που θα μπορούσε να μεταβάλει πάγιες απόψεις της Αγκυρας για το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά. Τελικά, η «επένδυση» αποδείχτηκε«φούσκα»

Eurokinissi

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας «επένδυσε»στον Ταγίπ Ερντογάν, προβάλλοντάς τον ως εκσυγχρονιστή της Τουρκίας, που θα μπορούσε να μεταβάλει πάγιες απόψεις της Αγκυρας για το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά. Τελικά, η «επένδυση» αποδείχτηκε«φούσκα»
Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ επισκίασε και επηρέασε τις εξελίξεις του 2003 σε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Ως εκ τούτου, τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, που αποτελούν ένα από τα «θεμελιώδη» προβλήματα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της ΝΑΤΟικής συμμαχίας, δε βρήκαν τα απαραίτητα περιθώρια να κινηθούν με ταχύτητα προς τις προδιαγεγραμμένες κατευθύνσεις.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως το «μεγάλο παιχνίδι» της ανασύνταξης του πολιτικού χάρτη στην ευρύτερη περιοχή, που ξεκίνησαν οι Αμερικανοί με την ωμή τους επέμβαση στο Ιράκ, λειτούργησε επιβραδυντικά για τις εξελίξεις στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν άλλαξε τις βασικές παραμέτρους, οι οποίες καθορίζουν τις εξελίξεις σε αυτά τα δύο ανοιχτά ζητήματα.

Μια απ' αυτές τις παραμέτρους είναι η διάταξη των δυνάμεων στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. Ολόκληρο το 2003, εξαιτίας της ανάληψης της εξουσίας από τους «μετριοπαθείς ισλαμιστές» του Ταγίπ Ερντογάν, αναπτύχθηκε μια αβάσιμη, όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα, φιλολογία για «σκληρό χτύπημα» κατά του στρατιωτικού κατεστημένου που έχει δεκαετίες τώρα στα χέρια του τη μοίρα της Τουρκίας. Η βαθμιαία προσέγγιση, από την κυβέρνηση Ερντογάν, των θέσεων του κατεστημένου για τα μείζονα ζητήματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, διέψευσε προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση, για ουσιαστική αλλαγή πάγιων τουρκικών θέσεων για το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά. Μάλιστα, η απόφαση στις 22 του Δεκέμβρη του τουρκικού δικαστηρίου που καταδικάζει την ηγεσία του κόμματος της Ευημερίας, που το 1997 κυβερνούσε, υπό τον Ερμπακάν, τη χώρα, ήταν το τελειωτικό χτύπημα προς οποιαδήποτε εμφάνιση διαφοροποίησης από το κατεστημένο της σημερινής κυβέρνησης Ερντογάν, η οποία ως ένα βαθμό αποτελεί πολιτικό τέκνο του κόμματος της Ευημερίας. Ετσι, λοιπόν, ανάμεσα στους καταδικασθέντες είναι οι σημερινοί υπουργοί Εξωτερικών Α. Γκιούλ και Εσωτερικών Α. Αξού, των οποίων η περιουσία «δεσμεύτηκε», αφού το 1997 ήταν μέλη της ηγετικής ομάδας του κόμματος της Ευημερίας.

Βέβαια, υπάρχουν και τα «συμφωνηθέντα» στο παρελθόν. Η βασική συμφωνία η οποία καθορίζει την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων βρίσκεται στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Κορυφής της ΕΕ το Δεκέμβρη του 1999 στο Ελσίνκι. Εκεί οι δύο χώρες συμφώνησαν να προχωρήσουν στη διευθέτηση των συνοριακών και άλλων συναφών τους διαφορών μέχρι το Δεκέμβρη του 2004. Τότε αναμένεται μια κρίσιμη εκτίμηση των ευρωπαϊκών προοπτικών της Τουρκίας, η οποία πρέπει να δείξει καλή θέληση στη διευθέτηση των Ελληνοτουρκικών και του Κυπριακού.

Πού πάει η υφαλοκρηπίδα;

Οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες που διερευνούν τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήδη έχουν καταλήξει σε, τουλάχιστον, μια συμφωνία: Οτι δε θα λέγεται τίποτε και δε θα διαρρέει τίποτε από πουθενά, ότι καμιά από τις δυο πλευρές δε θα βγάζει τίποτε προς τα έξω.

Μέχρι στιγμής η συμφωνία αυτή έχει τηρηθεί σε απόλυτο σχεδόν βαθμό. Πέραν των χειριστών, δυο από κάθε χώρα, των υπουργών Εξωτερικών και των πρωθυπουργών, ουδείς γνωρίζει τι συζητούν οι δυο επιτροπές, πού έχουν φθάσει, τι έχει προηγηθεί. Και, αισίως, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί περισσότεροι από 15 γύροι συνομιλιών.

Παρ' όλα αυτά φαίνεται πως Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε έναν «καλό δρόμο» όσον αφορά τη διαδικασία. Για την ακρίβεια, οι δυο πλευρές φέρονται να αναζητούν μια «μέση λύση», εν είδει χρυσής τομής, που θα μπορεί να καλύψει και το πάγιο αίτημα της Αγκυρας για διμερή διάλογο εφ' όλης της ύλης των διεκδικήσεών της στο Αιγαίο και της αντιστοίχως πάγιας θέσης της Αθήνας για προσφυγή στη Χάγη μόνο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.

Ενα ζήτημα τριβής είναι η δεσμευτικότητα ή μη για προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Η τουρκική πλευρά υποστηρίζει πως εάν είναι δεσμευτική η Χάγη, εφόσον δεν υπάρξει διμερής κατάληξη, η Ελλάδα δε θα έχει κανένα λόγο να συμφωνήσει στις διμερείς συνομιλίες για οτιδήποτε. Ενα άλλο ζήτημα είναι τι ακριβώς θα αφορούν οι συνομιλίες κι η προσφυγή, εφόσον ακολουθήσει. Για την κυβέρνηση της Ελλάδας η στενότερη δυνατή γκάμα θεμάτων είναι επιθυμητή, ενώ για την τουρκική υπάρχει η λογική του πακέτου. Δηλαδή, όλα τα ζητήματα του Αιγαίου, από την υφαλοκρηπίδα και τα χωρικά ύδατα μέχρι τον εναέριο χώρο και την αποστρατικοποίηση των νησιών.

Ολα αυτά, βέβαια, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ελληνικές εσωτερικές εξελίξεις και το χρονοδιάγραμμα ίσως επηρεαστεί από την ημερομηνία των εκλογών. Ομως, όπως υπογραμμίζουν διπλωματικοί κύκλοι, ανεξάρτητα από το πότε θα γίνουν οι εκλογές και από το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, η επόμενη κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει να επιδεικνύει, τουλάχιστον, την καλή της θέληση και την προσήλωσή της στα συμφωνηθέντα στο Ελσίνκι για «διευθέτηση» συνοριακών διαφορών.

Τουρκία και Ιράκ

Στο σημείο αυτό απαιτείται μια παρένθεση, προκειμένου να σκιαγραφηθούν οι συνέπειες του πολέμου και της κατοχής στο Ιράκ για την Τουρκία, καθώς το ζήτημα αυτό αποτελεί «κλειδί» για τη μελλοντική πορεία της Αγκυρας.

Είναι πολλοί αυτοί που προβάλλουν ότι η ιρακινή περιπέτεια της Τουρκίας και η υποβάθμιση πλέον της «ευρωπαϊκής προοπτικής» στην ατζέντα της τούρκικης ηγεσίας δημιουργούν νέα δεδομένα όχι μόνο για την εσωτερική διαμάχη στην Αγκυρα, αλλά και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Τουρκία έχει μπροστά της το «κουρδικό» πρόβλημα που της οξύνει η ιρακινή κρίση και η ευρωπαϊκή προοπτική φαίνεται να υποβαθμίζεται, θέτοντας ίσως υπό αμφισβήτηση ολόκληρο το υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε από το 1999 η διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Και αυτά ελέω Αμερικανών.

Η Τουρκία, σε όλη τη διάρκεια της ιρακινής κρίσης, απέφυγε συστηματικά να συντονίσει τις ενέργειές της ή ακόμη και τις διαβουλεύσεις με την ΕΕ, όπως θα όφειλε ως υποψήφια προς ένταξη χώρα, που φιλοδοξεί να ξεκινήσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις στο τέλος του 2004.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στη συνάντηση που οργάνωσε η τουρκική κυβέρνηση με τις γειτονικές προς το Ιράκ χώρες στην Κωνσταντινούπολη, απορρίφθηκε διακριτικά το αίτημα της Ελληνικής Προεδρίας και του ίδιου του Γ. Παπανδρέου να παραστεί ως παρατηρητής.

Η τουρκική ηγεσία βρέθηκε διχασμένη στο θέμα του Ιράκ. Το ισλαμικό κυβερνών κόμμα, ΑΚΡ, υιοθέτησε αρχικά αρνητική στάση σε σχέση με την όποια συμμετοχή στην επίθεση στο Ιράκ.

Το στρατιωτικό κατεστημένο είχε διαφορετική θέση και επιδίωξε να σπρώξει την ισλαμική κυβέρνηση κατευθείαν στην «κινούμενη άμμο» της κρίσης του Ιράκ.

Τελικά, θέλοντας και μη, η Αγκυρα, με αφορμή την κρίση στο Ιράκ, στράφηκε υποχρεωτικά προς τις ΗΠΑ, έστω κι αν τις «δυσαρέστησε» αρνούμενη να επιτρέψει την προέλαση των αμερικανικών δυνάμεων από το έδαφός της και υπό την έμμεση αναμόχλευση από τις ΗΠΑ του «κουρδικού ζητήματος».

Αυτό το πολύπλοκο πλέγμα, εφόσον βεβαίως παγιωθεί αυτή η ρευστή κατάσταση στην Τουρκία, υπονομεύει τη στρατηγική επιλογή της Αθήνας για ευρωπαϊκοποίηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Ανώτατη πηγή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών εξέφραζε σοβαρή ανησυχία για τις εξελίξεις στην Τουρκία, καθώς εκτιμούσε ότι θα υπάρξουν συνέπειες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα θα παραμείνει σταθερά προσηλωμένη στην προσέγγιση της Τουρκίας προς την Ευρώπη.

Το Κυπριακό

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ναυάγιο στο οποίο οδηγήθηκαν οι προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, για επίλυση του Κυπριακού, εντός του πλαισίου της ένταξης της Νήσου στην ΕΕ, γκρέμισε το μύθο που έπλασαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, διαδίδοντας ότι «ένταξη στην ΕΕ σημαίνει αυτόματα και λύση».

Οι εξελίξεις τούς διέψευσαν και επιβεβαίωσαν εκείνους οι οποίοι, γνωρίζοντας καλά το Κυπριακό και τη σημασία του για το ακλόνητο διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας, ήταν εξαρχής πεπεισμένοι ότι το έγγραφο Ανάν θα ερχόταν να προστεθεί στο μακρύ κατάλογο των «χαμένων ευκαιριών» της ιστορίας του.

Ο ίδιος ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κ. Ραούφ Ντενκτάς είχε άλλωστε, με μαθηματική ακρίβεια, προδιαγράψει τις εξελίξεις, δηλώνοντας ευθαρσώς προς τον Κόφι Ανάν - όταν ο τελευταίος βρισκόταν στη Λευκωσία για να παραδώσει το τρίτο αναθεωρημένο του έγγραφο -ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αποδεχτεί το σχέδιο κι ότι θα μετέβαινε στο «ραντεβού» της Χάγης απλώς και μόνο για να πει «όχι».

Παρά το ότι η στάση αυτή δεν άφηνε πολλά περιθώρια παρερμηνειών, πολλοί είχαν θεωρήσει τότε ότι επρόκειτο για τη γνωστή μαξιμαλιστή τακτική Ντενκτάς, ο οποίος «ανεβάζει τον πήχη» για να εξασφαλίσει περαιτέρω ανταλλάγματα, πριν υποχωρήσει.

Οι υπέρμαχοι της άποψης αυτής - στους οποίους ανήκαν οι παράγοντες των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και οι κ.κ. Χάνεϊ και Γουέστον - έκαναν βεβαίως, ηθελημένα ή μη, ένα βασικό λάθος στην προσέγγισή τους: υποτιμούσαν όχι τόσο τον παράγοντα «Ντενκτάς» και τα ισχυρά ερείσματά του στο τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο, εναποθέτοντας «ελπίδες» στον παράγοντα «Ερντογάν», αλλά τις αμερικανικές επιδιώξεις.

Τα αποτελέσματα των εκλογών στο ψευδοκράτος απέδειξαν ότι ο κόσμος είναι μοιρασμένος ανάμεσα σε λύση - ευρωπαϊκή προοπτική και τη διαιώνιση της παρούσας κατάστασης. Απέδειξαν όμως και κάτι ακόμη σημαντικότερο: Οτι τις τύχες του Κυπριακού, όπως και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κρατούν στα χέρια τους αυτοί που ουσιαστικά κυβερνούν την Τουρκία. Και δεν είναι οι «μετριοπαθείς» ή οι «εκσυγχρονιστές» ισλαμιστές του Ερντογάν, αλλά οι στρατηγοί, που τα συμφέροντά τους και αυτά που εκπροσωπούν συντάσσονται με τις επιδιώξεις των ΗΠΑ στο συγκεκριμένο ζήτημα.


Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ

Στην «ατζέντα» της Ουάσιγκτον

Επιστολή Μπους σε Σημίτη για το Κυπριακό

Η αμερικανική διπλωματία με την έλευση του νέου έτους υπενθύμισε στην Αθήνα σημαντικές εκκρεμότητες τις οποίες έχει δεσμευτεί να διευθετήσει. Η υπενθύμιση ήρθε με επιστολή του Προέδρου Μπους προς τον πρωθυπουργό και αφορούσε στο Κυπριακό. Ωστόσο, παρά το προεδρικό ενδιαφέρον, στο Κυπριακό δεν αναμένουν σημαντικές εξελίξεις κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους παράγοντες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Αντίθετα, οι ίδιοι κύκλοι περιμένουν σύντομα την εμφάνιση μιας κοινής ελληνοτουρκικής δήλωσης που θα αποτελέσει την εκκίνηση μιας διαδικασίας για τη σύνταξη συνυποσχετικού παραπομπής του θέματος της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη.

Στην επιστολή του προς τον πρωθυπουργό, ο Τζ. Μπους επαναβεβαιώνει το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για ένταξη της ενιαίας Κύπρου στην ΕΕ και καλεί την Αθήνα να παροτρύνει τη Λευκωσία στην ικανοποίηση των όρων του Κ. Ανάν για την επανέναρξη της διαδικασίας επίλυσης, δηλαδή να οριστικοποιήσει το σχέδιο λύσης και να το θέσει σε δημοψήφισμα. Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός στην απαντητική του επιστολή εξέφρασε την ικανοποίησή του για το αμερικανικό ενδιαφέρον και υποσχέθηκε πως θα πράξει ό,τι είναι δυνατό για επίλυση του Κυπριακού πριν από την 1η του Μάη.

Στην επιστολή, που στάλθηκε στις 26 του Δεκέμβρη, ο Αμερικανός Πρόεδρος τονίζει ότι «αυτή τη στιγμή, έχουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας για να επιτευχθεί επίλυση, ούτως ώστε μια ενωμένη Κύπρος να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση» και προσθέτει ότι «δεν πρέπει να αφήσουμε το παράθυρο αυτό να κλείσει». Ο Αμερικανός Πρόεδρος τονίζει την ανάγκη ότι «μετά τις εκλογές στη Βόρεια Κύπρο, τα μέρη θα πρέπει να επιστρέψουν άμεσα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, υπό τη μεσολάβηση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν» και αναφέρει ότι «ο Γενικός Γραμματέας προσφέρθηκε να επαναδραστηριοποιηθεί στη διαδικασία επίλυσης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι όλα τα μέρη θα δηλώσουν την πολιτική τους βούληση να οριστικοποιήσουν το σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού και να το θέσουν σε δημοψηφίσματα σε συγκεκριμένη ημερομηνία».

Η απάντηση Σημίτη

Στην απαντητική του επιστολή, που φέρει ημερομηνία 2 του Γενάρη, ο Κ. Σημίτης, αφού ευχαριστεί τον Αμερικανό Πρόεδρο για το σταθερό ενδιαφέρον του για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, υπογραμμίζει: «Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος έχει καταστήσει απόλυτα σαφή την ετοιμότητά του να επιστρέψει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων, οποτεδήποτε ο κ. Ανάν το κρίνει σκόπιμο». Ο Κ. Σημίτης επιρρίπτει στη «συνεχιζόμενη αδιαλλαξία του Τουρκοκύπριου ηγέτη και στην απροθυμία του να εμπλακεί σε ουσιαστικές και εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις» και στην «έλλειψη πολιτικής θέλησης από πλευράς της Αγκυρας να ασκήσει την πίεση που απαιτείται, ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα», την ευθύνη για την απώλεια «πολύτιμου χρόνου», και προσθέτει: «Συμμερίζομαι πλήρως την άποψή σας ότι ο επερχόμενος χρόνος αποτελεί ιστορική ευκαιρία για την Κύπρο».

Η υφαλοκρηπίδα

Σύμφωνα με «διαρροές» από κυβερνητικούς κύκλους, την περασμένη Παρασκευή, Ελλάδα και Τουρκία έχουν καταλήξει σε συμφωνία για την έναρξη της διαδικασίας για την κατάρτιση του συνυποσχετικού που θα κατατεθεί στο Δικαστήριο της Χάγης για την υφαλοκρηπίδα. Μάλιστα, κυβερνητικοί παράγοντες παρουσίαζαν το θέμα «απαλλαγμένο» από τις πολύπλοκες και χρονοβόρες τεχνικές του λεπτομέρειες, υποστηρίζοντας ότι οι δύο πλευρές είναι έτοιμες να υπογράψουν το συνυποσχετικό. Οι ίδιες πηγές συμπλήρωναν επίσης ότι παρά τα όσα λέγονται, τα Ελληνοτουρκικά θα βρεθούν στο επίκεντρο των εξελίξεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2004 και όχι το Κυπριακό.

Για το Κυπριακό, όπως σημειώνουν οι ίδιοι διπλωματικοί κύκλοι, δεν πρέπει να αναμένονται εξελίξεις καθώς η Αγκυρα έχει αποφασίσει να κρατήσει το Κυπριακό ανοιχτό και να το παζαρέψει σκληρά με την εξασφάλιση συγκεκριμένης ημερομηνίας έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξής της στην ΕΕ. Η κορύφωση αυτού του παζαριού θα εξελιχθεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2004, πλησιάζοντας στη χειμερινή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ.

Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Το κεφάλαιο «θέλει» εκλογές

Το εμποροβιομηχανικό μεγάλο κεφάλαιο έχει συνηθίσει να εξυπηρετείται από την εκάστοτε κατεστημένη πολιτική εξουσία. Να της υπαγορεύει αποφάσεις, διευκολύνσεις, χρηματοδοτήσεις, κίνητρα, σε μια σχέση διαπλοκής.

Πρόσφατα, μάλιστα, προχώρησε σε ευθείες πολιτικές παρεμβάσεις. Ετσι, τόσο ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών όσο και το Εμποροβιομηχανικό Επιμελητήριο διά των προέδρων τους ζήτησαν επίσπευση των εκλογών «για να μη σέρνεται αυτό το δυσμενές κλίμα της αγοράς που έχει επιπτώσεις στην παραγωγική δραστηριότητα».

Φάνηκε η κυβέρνηση να ξαφνιάζεται για τη δημόσια παρέμβαση: - Μα εμείς που τα δίναμε όλα για να σας εξυπηρετήσουμε. Μα εμείς... - Ναι μάλιστα, εσείς, που στο όνομα της πολιτικής εξουσίας, επιτρέπετε την ασυδοσία του κεφαλαίου και την εκμεταλλευτική του διάθεση. Του κεφαλαίου που πιστεύει ότι μπορεί να προσδιορίζει τις πολιτικές εξελίξεις. Και δεν ενδιαφέρεται τόσο, αν θα είναι το ΠΑΣΟΚ, ή, η ΝΔ στην εξουσία, όσο ποιοι θα το εξυπηρετήσουν καλύτερα.

Είναι χαρακτηριστικό το κύριο άρθρο στο υπ' αριθ. 610 δελτίο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών με τον... κομψό τίτλο: Η απελευθέρωση του δυναμικού των επιχειρήσεων, προϋπόθεση για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

«Για την Ελλάδα - αναφέρει το άρθρο - στη γενική ευρωπαϊκή υστέρηση θα πρέπει να προστεθεί και η υστέρηση έναντι των Ευρωπαίων εταίρων... Στη χώρα μας υπάρχουν μεν οι παραγωγικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να δώσουν αποφασιστική ώθηση στην ανταγωνιστικότητα, εμποδίζονται όμως από ένα περιβάλλον που δεν ευνοεί την πλήρη κινητοποίηση των δυνάμεων αυτών...».


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ