ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 31 Ιούλη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Τιτίνας ΔΑΝΕΛΛΗ

Η Τιτίνα (Μαρία - Χριστίνα) Δανέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιταλική Φιλολογία στη Νάπολη και στη Ρώμη της Ιταλίας, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τη Σχολή Διερμηνέων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά («ΕΝΑ» και «ΚΑΙ», επί εποχής Π. Μπακογιάννη), αλλά και σε απογευματινές εφημερίδες στο ελεύθερο και στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες. Από το 1985 εργάζεται αποκλειστικά στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».

Εργα της ίδιας: «Ο Επιτυχημένος» μυθιστόρημα, «Αντιπερισπασμός» μυθιστόρημα, «Αίθουσα Αναμονής» νουβέλα, «Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης» νουβέλα, «Ενα κι ένα κάνουν όσο θες» αστυνομικό μυθιστόρημα σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, «Ερως διατηρητέος έως...» θεατρικό έργο, «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός» το αστυνομικό μυθιστόρημα «Το παιχνίδι του Δικαστή».


Αίθουσα αναμονής

Να βρεθεί σ' αυτό το βρώμικο δωμάτιο με τις σκισμένες πολυθρόνες από βυσσινί βελούδο και χαλί από τις γόπες των τσιγάρων, μόνος απέναντι σ' ένα γκρίζο υπομονετικό κρύο άγαλμα που παρίστανε τον άνθρωπο, ήταν κάτι που ξεπέρναγε τα όρια της φαντασίας του. Δεν έχει νεύρα αυτή η γυναίκα μέσα της; αναρωτήθηκε. Μία ώρα την παρατηρούσε, μία ώρα ολόκληρη και δεν είχε κουνηθεί, δεν είχε καπνίσει, δεν είχε αλλάξει στάση, ακόμα και το βλέμμα της το 'χε αφήσει στα βρώμικα, θολά απ' την ομίχλη, τζάμια, το 'χε καρφώσει σ' ένα φανταστικό τίποτε που θα 'χε η ίδια τοποθετήσει. Μήπως ήταν τυφλή; Μόνο εκείνοι που δε βλέπουν έχουν τέτοια ηρεμία. Δυο ώρες ακόμα πώς θα πέρναγαν; Αισθάνθηκε σα χαμένος μέσα σ' αυτήν την υγρή αίθουσα, που έμοιαζε σα μία έρημος από σκισμένα εισιτήρια, άδεια πακέτα, ψίχουλα από ψωμιά. Ενδειξη πως πριν απ' αυτόν είχαν περάσει άλλοι, ένδειξη πολιτισμού, όπως θα έλεγαν οι αρχαιολόγοι όταν ανακαλύπτουν ένα μέρος που πέρασε ο άνθρωπος. Ωραίος πολιτισμός. Καλά να πάθει. Ηθελε να κάνει τον έξυπνο κι έβαλε στοίχημα πως θα έφτανε πρώτος.

Η θριαμβευτική φιλάρεσκη εικόνα της Αλεξ, καθισμένης στην αναπαυτική πρώτη θέση του αεροπλάνου, τον γέμιζε αγανάκτηση. Θα πίνει σαμπάνια σκέφτηκε και έγλειψε τον ουρανίσκο του. Και εγώ σκάω από δίψα. Σταθμός να σου πετύχει.

- Καπνίζετε;

Είχε πάρει την απόφαση και της μίλησε. Μπορεί να ήταν τυφλή, αλλά μουγκή δε θα 'ταν. Κάτι θα του 'λεγε. Η σιωπή τον τρέλαινε.

- Οχι, ευχαριστώ, είπε η νέα γυναίκα, γυρίζοντας ελαφρά προς το μέρος του. Περίεργο πρόσωπο, μικρό οβάλ, με δύο μήλα που μοιάζαν σαν να χρησίμευαν για να στερεώσουν τα τεράστια μάτια με το ακαθόριστο χρώμα.

- Περιμένετε και σεις το τρένο;

- Ναι.

- Δεν μπορούσα να φανταστώ πως υπάρχει ακόμα κόσμος που ταξιδεύει με τρένο. Οπως δεν πίστευα πως υπάρχουν τέτοιοι σταθμοί. Αξιοθρήνητη κατάσταση. Αμφιβάλλω αν έχει σταθμάρχη.

- Εχει.

- Φαίνεστε σίγουρη. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεστε, έτσι δεν είναι; Ε τότε πρέπει να 'χετε κουράγιο είπε, χωρίς να περιμένει απάντηση.

Την είδε να χαμογελάει, μ' ένα χαμόγελο που δεν κατόρθωνε ν' αλλάξει την αόριστα λυπημένη έκφραση των ανέκφραστων ματιών της.

- Λέτε;

- Δεν ξέρω, μα θα πρέπει. Διαφορετικά, δε θα ξαναπερνάγατε από δω. Νομίζω πως πρέπει να θεωρήσω τον εαυτό μου τυχερό. Βρίσκομαι σε μια αίθουσα αναμονής πλάι σε μια κυρία που έχει κουράγιο και με παρηγορεί, λέγοντάς μου πως, αν μη τι άλλο, υπάρχει σταθμάρχης. Τι άλλο θέλω, είπε ειρωνικά και μετάνιωσε αμέσως γιατί φοβήθηκε πως την είχε πειράξει. Στις μαύρες κόρες των ματιών της, είχε κινηθεί μια γκρίζα σκιά. Ετσι του φάνηκε.

- Το τρένο, νομίζω.

Δεν έκανε λάθος. Η σκιά σαν φάντασμα έκανε ένα πήδημα κι έπειτα κρύφτηκε.

- Αυτό να λέγεται.

- Ε! αυτό μόνο να λέγεται, γιατί δε θα 'ρθει, τουλάχιστον απόψε.

Τον πείραζε; Ασφαλώς και τον πείραζε για να τον τρομάξει.

- Αφού το ξέρατε γιατί ήρθατε, τη ρώτησε νομίζοντας πως το επιχείρημά του ήταν τόσο δυνατό, που θα την ανάγκαζε να παραδεχτεί πως είπε μια ανοησία.

- Θέλετε καφέ; ήταν η απάντηση.

Και χωρίς να περιμένει, έβγαλε από τη μεγάλη τσάντα της ένα ασημένιο θερμός και έβαλε σ' ένα μικρό ποτηράκι. Το πήρε χωρίς να πει τίποτε και περίμενε.

- Είχα ένα γνωστό κάποτε που μου έλεγε... Μα, πιέστε τον καφέ σας. Θα σας τονώσει, μοιάζετε λίγο χλωμός.

Αφησε τις υποψίες του να μεταμορφωθούν σε λόγια και ρώτησε:

- Βλέπετε;

- Ναι, γιατί;

- Τίποτε. Τι λέγατε για τον γνωστό σας;

- Α, ναι, μου έλεγε, πως όταν ήθελε να σκεφτεί, πήγαινε σ' ένα σιδηροδρομικό σταθμό και καθόταν, η ατμόσφαιρα τον βοηθούσε. Καμιά φορά του άρεσε να βλέπει τα τρένα που έρχονταν απ' τον Βορρά φορτωμένα με ζώα. Τα κοίταγε να κατεβαίνουν ανυπόμονα, να τρέχουν, να μουγκρίζουν, να βελάζουν, κουρασμένα, διψασμένα απ' το ταξίδι. Ανυπάκουα. Ναι, αυτή ήταν ακριβώς η λέξη που 'χε χρησιμοποιήσει. Ανυπομονούσαν να φτάσουν για να τα σφάξουν. Δεν το 'ξεραν, γι' αυτό βιάζονταν. Μα, σας κουράζω, σήμερα τον θυμήθηκα. Είχα, ας πούμε, την ανάγκη να σκεφτώ, γι' αυτό και ήρθα.

- Δηλαδή δε θα φύγετε;

Μια κίτρινη λάμψη γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο και φώτισε τα δυο άγνωστα πρόσωπα για λίγα δευτερόλεπτα. Ο κεραυνός έπεσε τόσο κοντά που ο θόρυβος σκέπασε το «Δεν έχω αποφασίσει» που 'χε προφέρει.

Χοντρές σταγόνες σαν πέτρες άρχισαν να κτυπούν τα λερωμένα τζάμια. Ενας παράξενος φόβος τον κυρίεψε, ένας φόβος πως του έλεγε την αλήθεια, πως δεν υπήρχε τρένο, πως θα 'μενε ακόμα ώρες πολλές, ίσως ως τα ξημερώματα, σ' αυτό το υγρό δωμάτιο. Επρεπε να δώσει ένα χαστούκι στον εαυτό του για να δει μην τάχα ονειρευόταν, μην όλα αυτά ήταν ένα κακόγουστο αστείο της φαντασίας ενός κοιμισμένου. Μα ξαφνικά έβαλε τα γέλια.

- Είστε απίθανη, είπε, και τόσο πειστική, κόντεψα να σας πιστέψω. Γιατί θελήσατε να με τρομάξετε;

Το βλέμμα της ξανάπεσε στο τίποτε και παρέμεινε ασάλευτη. Είχε ξαναγίνει το κρύο τυφλό ήρεμο άγαλμα. Εκείνος συνέχισε λίγο ακόμα να γελά, λες και με το γέλιο του προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως κόντευε η ώρα και το τρένο θα 'ρχόταν για να τον πάρει απ' τον παράλογο χώρο και θα τον πήγαινε στην πρωτεύουσα, απ' όπου θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο. Ενιωθε κουρασμένος. Δεν ήθελε τίποτε περισσότερο απ' το να φτάσει το γρηγορότερο σπίτι του και να πληρώσει το στοίχημα. Αλλωστε, και να το 'χε κερδίσει, το αποτέλεσμα θα 'ταν το ίδιο. Την Αλεξ θα την παντρευόταν.

Εγειρε το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια. Τι όμορφη που ήταν! Τη φαντάστηκε με το λευκό νυφικό της. Μα, αντί γι' αυτό, φορούσε μια άσπρη ματωμένη ποδιά. Κι αυτό το μεγάλο πριόνι τι γύρευε στα χέρια της; Τι έκανε πίσω απ' τον πάγκο; Και τα μαλλιά της; Τα πάντα καλοχτενισμένα, τραβηγμένα προς τα πίσω, πώς ήταν έτσι ανακατωμένα, πεσμένα μπροστά στα μάτια της που πέταγαν γαλάζιες σπίθες; Ο ίδιος πού ήταν; Δεν καταλάβαινε. Ξαφνικά, είδε τον εαυτό του γυμνό πάνω στον πάγκο. Επειτα την Αλεξ να σκύβει πάνω του και να του πριονίζει τα γόνατα. «Αργησες». «Ναι, αλλά ήρθα κι είμαι χαρούμενος». «Το ξέρω», είπε εκείνη και συνέχιζε με τέχνη να τον κόβει μεγάλα κομμάτια. «Είμαι χαρούμενος. Ανυπομονούσα να σε δω». «Μη μιλάς, ήρθε η ώρα του κεφαλιού, θα το κρατήσω για τον εαυτό μου. Το μυαλό είναι το καλύτερο μέρος». «Αλεξ, είσαι χασάπης;». «Ναι». «Δεν το 'ξερα». «Δεν έχει σημασία, ούτε εγώ ήξερα πως είσαι ζώον. Σώπα».

«Το τρένο των δέκα ταξιδεύει με καθυστέρηση επτά ωρών, λόγω των καιρικών συνθηκών».

Η φωνή του αόρατου άντρα τον έκανε να πεταχτεί. Πού βρισκόταν; Πού αλλού, στην πιο απίθανη αίθουσα αναμονής του πιο απίθανου σταθμού. Χασμουρήθηκε. Τι εφιάλτης! Ευτυχώς η άγνωστη γυναίκα καθόταν πάντα εκεί, την είχε ανάγκη. Αναψε ένα τσιγάρο.

- Μήπως σας έμεινε λίγος καφές; Δεν ξέρω τι μ' έπιασε, νομίζω πως κοιμήθηκα λίγα λεπτά.

- Κοιμάστε τρία τέταρτα, είπε εκείνη προσφέροντάς του το ίδιο ποτήρι με τον καφέ.

- Με χρονομετρούσατε;

- Οχι ακριβώς, φωνάζατε όμως.

- Τι έλεγα;

- Κάτι για ζώα, δεν κατάλαβα.

- Φαίνεται πως θα 'χα επηρεαστεί από τις διηγήσεις σας. Και τώρα τι γίνεται; Πώς περνάνε αυτές οι επτά ώρες;

- Ανάλογα με τι διαθέτετε.

- Τι εννοείτε;

- Εννοώ πως για να γεμίσεις το χρόνο σου χρειάζεται φαντασία.

- Χαρίστε μου λίγη απ' τη δική σας, δε θα σας λείψει, νομίζω πως σας περισσεύει. Πέστε μου κάτι απ' τη ζωή σας.

- Ηταν πολύ πληκτική και θα σας κούραζε, όπως κούρασε και μένα. Γιατί δε μου λέτε εσείς κάτι, κάτι απίθανο ίσως;

- Το μόνο απίθανο, εκτός φυσικά του ότι βρίσκομαι εδώ, είναι ένα όνειρο που είδα προ ολίγου. Να σας το διηγηθώ;

- Μην μοιράζεστε τα όνειρά σας με κανέναν. Είναι το μόνο που μας ανήκει.

- Μα, ήταν άσχημο, ακατανόητο, επέμενε.

- Το ίδιο κάνει.

- Πιστεύετε στα όνειρα;

- Δε δίνω εξηγήσεις. Σκέπτομαι μόνο πως αν δεν υπήρχαν αυτά, θα πεθαίναμε απ' την πραγματικότητα.

- Προτιμώ την πραγματικότητα και όπως βλέπετε είμαι ζωντανός.

- Ζωντανός, επανέλαβε, είστε σίγουρος;

- Εσείς τι λέτε;

- Δεν ξέρω.

- Εγώ όμως ξέρω πως παριστάνετε την παράλογη. Θέλετε ένα τσιγάρο; Φοβάμαι πως δεν έχω τίποτε άλλο να σας προσφέρω.

- Ευχαριστώ, δεν καπνίζω. Αλλά κάνετε λάθος. Αν μου προσφέρετε κάτι, και τι ακριβώς είναι αυτό, εγώ θα κρίνω. Μόνον εκείνος που παίρνει μπορεί να εκτιμήσει. Ενας γνωστός μου κάποτε μου χάρισε ένα κεχριμπάρι. Νόμιζε πως μου 'δινε κεχριμπάρι, αλλά ήταν αχάτης.

- Πολλούς γνωστούς έχετε. Ας είναι, με διασκεδάζει η ασυναρτησία σας.

- Και μένα η ομοιότης σας.

- Με ποιον; έκανε έκπληκτος.

Μια απότομη νοσταλγία κυρίευσε το πρόσωπό της. Το χρώμα των ματιών της έγινε σχεδόν χρυσό σαν μέλι. Εχυσε λίγο και κόλλησε πάνω του. Γλυκάθηκε.

- Με τον ήρωα ενός μυθιστορήματος.

- Θέλετε να μου πείτε την ιστορία;

- Πάει πολύς καιρός που το διάβασα.

Αισθανόταν το μέλι να χύνεται συνεχώς, αισθανόταν πως την είχε ανάγκη, ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί.

- Αν σας παρακαλούσα να το θυμηθείτε;

- Δεν το 'χω ξεχάσει. Μα να, δεν ξέρω αν θα σας αρέσει.

Ζωές ολόκληρες πέρναγαν από μπροστά της σαν λάμψεις από εκατομμύρια άστρα και τη φώτιζαν. Τα χοντρά της βλέφαρα δημιουργούσαν παράξενα σχήματα πάνω στα εξογκωμένα μήλα.

- Σας ακούω.

- Φοβάμαι ν' ακούσω τη φωνή μου να το λέει, φοβάμαι μήπως χαλάσω τις αναμνήσεις που μου άφησε. Ας είναι, θα δοκιμάσω.

******

Ηταν ένας άντρας μ' ένα όνομα, μ' ένα χαρακτήρα, με μια ηλικία που ζούσε σ' ένα από κείνα τα εξωτικά νησιά, Ταϊτή, Χαβάη, δεν είμαι σίγουρη. Μια μέρα σ' ένα από τα πολλά ταξίδια του στο εξωτερικό γνώρισε μια γυναίκα που μπορούσε να 'χει όλα τα ονόματα, όλους τους χαρακτήρες κι όλες τις ηλικίες. Είπαν μια κουβέντα, μια από εκείνες τις τυχαίες κουβέντες που γίνονται μοιραίες. «Από πού είστε;», τον ρώτησε εκείνη και στο άκουσμα του νησιού είπε με κάποια θλίψη: «Είστε τυχερός, εγώ ζω στο πιο κρύο μέρος». Εμειναν έτσι ο ένας απέναντι στον άλλον πέντε ώρες. Ολο το μυστικό της γοητείας βρισκόταν στην απομόνωσή τους. Αγνοούσαν τους άλλους δέκα επιβάτες, αγνοούσαν τη μυρωδιά απ' το καμένο πετρέλαιο, αγνοούσαν τα κύματα... Μα, έχω την εντύπωση πως δε με παρακολουθείτε.

- Αντίθετα, μόνο που δεν κατάλαβα πού βρισκόταν.

- Εχετε δίκιο, είμαι τόσο αφηρημένη. Σ' ένα καΐκι. Σκεφτήκατε ποτέ γιατί σ' ένα ταξίδι οι άνθρωποι συνδέονται περισσότερο;

- Αν είναι αληθινά εκείνα που λέγατε πριν από λίγο, φαντάζομαι πως επειδή το ταξίδι αγγίζει το όνειρο.

Τα έχασε που έπιανε τον εαυτό του να μιλά σαν και εκείνη.

- Ναι είναι κι αυτό, αλλά νομίζω πως το σπουδαιότερο είναι ο χρόνος. Εχεις διαφορετική αίσθηση του χρόνου, όταν είσαι έξω από τις συνήθειές σου.

- Εμένα πάντως αυτές οι ώρες μου φαίνονται ατελείωτες. Μετάνιωσε αμέσως. Δεν ήταν ευγενικό, αλλά το 'χε πια πει.

- Ακριβώς γι' αυτό θα μείνετε πάντα με την εντύπωση πως με γνωρίζατε χρόνια. Η ένταση, βλέπετε, της ακινησίας...

- Μα ξεχάσαμε την ιστορία, είπε εκείνος για ν' αλλάξει θέμα.

- Ε, να, είναι απλό. Αυτοί οι δυο άνθρωποι έζησαν ένα υπέροχο όνειρο. Μέσα σ' αυτές τις λίγες ώρες, ένιωσαν όλα τα συναισθήματα, δοκίμασαν όλες τις συγκινήσεις. Επειτα χώρισαν.

- Κι έτσι τέλειωσε;

- Ετσι θα 'πρεπε να τελειώσει, γιατί θα συνεχιζόταν, μα δυστυχώς είχε συνέχεια. Εκείνος που σ' όλη του τη ζωή αισθανόταν σαν ένας σχοινοβάτης, η θύμησή της τον έκανε να χάνει την ισορροπία του. Η μορφή της έμπαινε μπροστά στον ήλιο και δεν τον άφηνε να περάσει. Η σκιά της ήταν καυτή και τον έκαιγε, τον βάραινε, τον τρόμαζε κι έτσι αποφάσισε ν' απαλλαγεί απ' αυτήν. Εψαξε και βρήκε τη διεύθυνσή της στη μικρή υγρή πληκτική πόλη που έμενε. Της έγραψε ένα ευγενικό δόλιο γράμμα. Την προσκαλούσε να πάει να τον βρει στο ηλιόλουστο νησί του. Την προσκαλούσε να κάνουν αναπαράσταση του ονείρου, για να το σκοτώσουν. Εκείνη αρνήθηκε. Γιατί σ' εκείνον τον ατέλειωτο χειμώνα μόνο η ανάμνηση του καϊκιού τη ζέσταινε. Οι άδειες υγρές θλιβερές μέρες, εκείνη η ακατανόητη επανάληψη τους χτες με το αύριο, της φαίνονταν λιγότερο άδειες, λιγότερο όμοιες, γιατί την ώρα που έμενε μόνη της κι έπεφτε στο κρεβάτι είχε κάτι να σκεφτεί και αισθανόταν λιγότερο μόνη. Αντεχε το κρύο γιατί φανταζόταν πως κάποτε θα πέρναγε έστω και περαστική από ζεστά μέρη σαν κι εκείνο. Διαβάζοντας το γράμμα του, αναλογίστηκε με θλίψη. «Να πάω τουρίστρια στον Παράδεισο, μ' έναν άνθρωπο που η ίδια κατασκεύασα; Οχι δεν πάω, γιατί δεν αντέχω το γυρισμό. Θα κρατήσω την ελπίδα μου. Μου ανήκει».

Στην άρνησή της εκείνος θύμωσε και του έγινε αφόρητα επιθυμητή. «Θα σε ξεφτίσω», είπε μέσα του και πήρε βιαστικά το πρώτο αεροπλάνο που θα τον έφερνε κοντά της «Θα σε ξεφτίσω για να ησυχάσω». Ηξερε πως θα του αρκούσε ένα λεπτό, ένα μονάχα λεπτό για να βρει την αρχή της κλωστής που θα τραβούσε. Ανυπομονούσε.

- Κι εκείνη τι έκανε, ρώτησε, αρχίζοντας να υποψιάζεται πως δεν το 'χε ποτέ της διαβάσει. Δεν έμοιαζε με μυθιστόρημα, αλλά με παραμύθι. Ενα παραμύθι για μεγάλους. Να το 'χε φτιάξει η ίδια αναρωτήθηκε ή μήπως το 'χε ζήσει;

- Πήγε να τον υποδεχτεί στο αεροδρόμιο. Φιληθήκανε. Αντάλλαξαν δώρα. Αυτός της χάρισε ένα διαμαντένιο σταυρό κι αυτή του πρόσφερε την αρχή του νήματος. Βλέπετε, είναι δύσκολο με λίγες φράσεις να σας εξηγήσω δύο τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο ένας πάσχιζε να κρύψει τη σκέψη του και τον εαυτό του από όλους, ενώ η άλλη έκανε απεγνωσμένες τραγικές προσπάθειες για να γίνει αντιληπτή. Κι έτσι συνέβη αυτό που δυστυχώς γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή το αντίθετο. Αυτή τον κατάλαβε, αυτός όμως όχι, γι' αυτό και τράβαγε με μανία το νήμα μεθυσμένος από τη νίκη του. «Ξήλωσέ με, έλεγε μέσα της με θλίψη, ξήλωσέ με αφού σ' ευχαριστεί. Πρόσεξε μόνο μην μπλεχτείς στις κλωστές μου, είναι εκατομμύρια. Καλέ μου φίλε, διατήρησε τ' όνειρό μου, κατέστρεψες το δικό σου. Φυλάξου απ' τα ερείπιά του. Σ' ώρα που δε θα περιμένεις, μπορεί να πέσουν και να σε θάψουν μέσα τους».

Σταμάτησε απότομα να μιλά κι ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο. Είχε λαχανιάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να 'χε κουραστεί να μιλά.

- Μεγάλος ηλίθιος, είπε για να πει κάτι.

- Αντίθετα αξιολύπητα λογικός.

- Και στο τέλος τι έγινε;

- Δεν ξέρω, το παράτησα. Τέτοιες ιστορίες δεν πρέπει να 'χουν τέλος. Αλήθεια, πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε κι όλο το μέλι απ' τα μάτια της τραβήχτηκε μονομιάς.

- Με τι ευκολία πηδάτε από τη μια συζήτηση στην άλλη. Βάζω στοίχημα πως ο ήρωας ήταν κι αυτός κάποιος γνωστός σας. Το ζήσατε, δεν είναι; Πριν από λίγο, σας θεωρούσα απρόσιτη κι όμως έμαθα κάτι απ' τη ζωή σας, ίσως το σπουδαιότερο.

- Αγαπητέ μου, όταν διάβαζα την Αννα Καρένινα, ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών κι όμως είχα την εντύπωση πως εγκατέλειπα τον άντρα μου. Ενα ωραίο βιβλίο πρέπει κανείς να το ζει, αλλιώτικα δεν αξίζει.

- Το βιβλίο;

- Οχι ο αναγνώστης, έκανε κουρασμένα.

Ξαφνικά έμοιαζε μεγάλη. Πόσο να 'ταν, άραγε; Δεν τόλμησε να τη ρωτήσει.

- Πέστε μου τον τίτλο για να το αγοράσω. Μου κίνησε την περιέργεια. Θέλω να μάθω το τέλος. Πρέπει να 'χει κάποιο τέλος. Μη ξεχνάτε γιατί αρχίσατε να μου το διηγείστε. Σας διασκέδαζε η ομοιότης μου με τον ήρωα. Ετσι δεν είναι; Λοιπόν, με αφορά κατά κάποιον τρόπο.

- Τι θέλετε ακόμα; Δε σας φτάνει που κι οι δύο έχετε μανία να βάζετε τέλος;

- Εγώ έχω κι άλλη, να βάζω τίτλους.

- Γιατί; Τους ανθρώπινους, τα συναισθήματά τους, τις επιθυμίες τους και τις ιστορίες τους, τους τοποθετείτε σε ντοσιέ με χρονολογία και με όνομα για να τους έχετε «έτοιμους» και να τους ανοίξετε όταν χρειαστείτε να τους θυμηθείτε;

- Σχεδόν, έκανε γελώντας.

- Ε! ωραία λοιπόν, λεγόταν «Χωρίς Τέλος».

- Τίνος;

- Της Αγάπης Αγνώστου.

- Συμβολικό όνομα. Δε σας πιστεύω.

- Καλά κάνετε, είπε και σηκώθηκε.

Κοίταζε το ρολόι του. Ηταν δύο. Με την κουβέντα, είχαν περάσει τέσσερις ώρες. Τις υπόλοιπες τι θα έκανε αναρωτήθηκε, καθώς την έβλεπε να προχωρά προς την έξοδο. Να κοιμόταν; Οχι δεν ήθελε να κοιμηθεί. Η άγνωστη τον διασκέδαζε. Τον διασκέδαζε; Αλλο ήταν το ρήμα αλλά η λογική του τον αρνιόταν, μέχρι τη στιγμή που την είδε να φτάνει μπροστά στην πόρτα. Μεμιάς σηκώθηκε και με μεγάλες δρασκελιές την έφτασε. Το χέρι του ακούμπησε πάνω στο δικό της που έσφιγγε το χερούλι.

- Πού πάτε;

Γύρισε το κεφάλι της απέναντι απ' το δικό του. Και πάλι εκείνο το μέλι χύθηκε σαν παχύ δάκρυ. Εσκυψε και το σκούπισε με τα χείλια του. Τα νεύρα του έκαναν μερικές συσπάσεις. Επειτα... Δεν υπήρχε έπειτα, η λογική δεν είχε λογική, το παρόν δεν είχε παρελθόν, οι έννοιες καμιά έννοια...


Της
Τιτίνας ΔΑΝΕΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ