ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 31 Μάη 2019
Σελ. /24
ΚΟΜΜΑΤΑ ΠΡΑΣΙΝΩΝ
Φιλοπεριβαλλοντική «προβιά» των ευρωπαϊκών μονοπωλίων

Οι Πράσινοι ντύνουν με φιλοπεριβαλλοντική «προβιά» τους σχεδιασμούς των «πράσινων» μονοπωλιακών ομίλων που επενδύουν στον τομέα (φωτ. από τη Σύνοδο του Παρισιού για το Κλίμα)
Οι Πράσινοι ντύνουν με φιλοπεριβαλλοντική «προβιά» τους σχεδιασμούς των «πράσινων» μονοπωλιακών ομίλων που επενδύουν στον τομέα (φωτ. από τη Σύνοδο του Παρισιού για το Κλίμα)
Πολύς λόγος έγινε τη βδομάδα αυτή για τη μεγάλη άνοδο που σημείωσαν τα «πράσινα» κόμματα στις πρόσφατες ευρωεκλογές, καθώς αύξησαν - θεαματικά σε ορισμένες περιπτώσεις - τις ψήφους και τα ποσοστά τους, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση των Πρασίνων της Γερμανίας, που εισέπραξαν μεγάλο κομμάτι από την αποδοκιμασία προς τα κυβερνητικά κόμματα, την CDU και - κυρίως - το σοσιαλδημοκρατικό SPD. Ο διεθνής Τύπος υποδέχτηκε το γεγονός με πανηγυρικά άρθρα, αιτιολογώντας την άνοδο αυτή ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ανησυχίας του κόσμου για την κλιματική αλλαγή και τις συνέπειές της, το οποίο συνέδεσαν και με τις κινητοποιήσεις των μαθητών σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες το προηγούμενο διάστημα με ανάλογα αιτήματα, αλλά και την «υπεύθυνη στάση» που κρατούν οι Πράσινοι για την αντιμετώπιση του προβλήματος, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα πως η ΕΕ και οι κυβερνήσεις στα διάφορα κράτη - μέλη θα πρέπει να «λάβουν το μήνυμα», εντάσσοντας και τέτοια ζητήματα στην «ατζέντα».

Είναι φυσικά γεγονός ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η αναρχία στην παραγωγή, το κυνήγι του μέγιστου κέρδους, οδηγούν σε τεράστια περιβαλλοντική επιβάρυνση, παράλληλα με την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

Ομως αυτό που αποτελεί ακριβώς την αιτία των προβλήματος, τα «πράσινα» κόμματα όχι μόνο δεν το αγγίζουν αλλά το αποσιωπούν, ενώ την ίδια στιγμή παρουσιάζουν ως «λύση» την απάτη της «πράσινης οικονομίας», που ντύνει με «φιλοπεριβαλλοντική» προβιά τους σχεδιασμούς των συγκεκριμένων μονοπωλιακών ομίλων που επενδύουν στον τομέα, παίζοντας παράλληλα στον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό το χαρτί της Συμφωνίας των Παρισίων για το Κλίμα και τους όρους και περιορισμούς που τίθενται στο πλαίσιό της. Στην πραγματικότητα, η πίεση που ασκούν οι Πράσινοι στο πολιτικό πεδίο για την ενίσχυση των πολιτικών που απαντούν στο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής προσβλέπει στην ενίσχυση της λεγόμενης «πράσινης» επιχειρηματικότητας, πεδίο όπου η ΕΕ νιώθει σοβαρή απειλή τόσο από την Κίνα όσο και από τις ΗΠΑ.

Τεράστιες επιπτώσεις για τα λαϊκά στρώματα...

Οι ίδιες οι θέσεις άλλωστε των Ευρωπαίων Πρασίνων, που είναι και θέσεις και άλλων αστικών κομμάτων αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ήδη κατευθύνσεις συνολικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι άκρως αποκαλυπτικές για τον αντιλαϊκό χαρακτήρα αυτών των κομμάτων.

Υποστηρίζουν - για παράδειγμα - ένθερμα το στόχο που θέτει η Συμφωνία των Παρισίων για την υλοποίηση πολιτικών «συγκράτησης της παγκόσμιας υπερθέρμανσης» στον +1,5o C πάνω από τη μέση θερμοκρασία της προβιομηχανικής εποχής, μέσω της επίτευξης μηδενικών εκπομπών ρύπων μέχρι το 2040. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, οι Πράσινοι υποστηρίζουν μεταξύ άλλων την επιβολή υψηλότερης κατώτερης τιμής εκπομπών άνθρακα στο σύστημα εμπορίας ρύπων.

Εν συντομία να πούμε ότι το εμπόριο ρύπων αποτελεί το «απαύγασμα» της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», την οποία έχει υιοθετήσει η ΕΕ, κάτι που σημαίνει ότι οι καπιταλιστές που έχουν να πληρώνουν μπορούν να ρυπαίνουν κατά το δοκούν, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και μια ακόμα κερδοφόρα «μπίζνα» και ένα άθλιο τζογάρισμα πάνω στον όγκο των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τη βιομηχανία. Εισήχθη στην ΕΕ από το 2003, με την Οδηγία 2003/87/ΕΚ, με στόχο υποτίθεται τον έλεγχο και τη σταδιακή μείωση των εκπομπών, στο πλαίσιο που έθετε το διεθνές Πρωτόκολλο του Κιότο. Η ΕΕ ξεκίνησε από τον Γενάρη του 2005 το λεγόμενο «Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών», στο οποίο εντάχθηκαν - και από τότε συμμετέχουν υποχρεωτικά - περίπου 10.500 μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και ενεργοβόρες - ρυπογόνες βιομηχανίες της Ευρώπης, όπως διυλιστήρια, μονάδες παραγωγής και επεξεργασίας σιδηρούχων μετάλλων, χαλυβουργεία, εγκαταστάσεις παραγωγής τσιμέντου, υαλουργεία, μονάδες παραγωγής κατασκευαστικών υλικών, χαρτοβιομηχανίες κ.λπ. Σταδιακά οι βιομηχανίες άρχισαν να αγοράζουν «δικαιώματα» από τα χρηματιστήρια ρύπων, παράλληλα με εκείνα που τους χορηγούνταν δωρεάν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (σε ένα αναλογικό σύστημα κατανομής στα κράτη - μέλη) μέχρι και το 2020, οπότε η χορήγηση δωρεάν δικαιωμάτων καταργείται για τους περισσότερους κλάδους.

Πάνω σε αυτόν τον μηχανισμό εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου έχει στηθεί μια ολόκληρη φάμπρικα χρηματιστηριακών αγοραπωλησιών, που έχουν οδηγήσει σε μία αύξηση δικαιωμάτων σχεδόν 300% τα τελευταία τρία χρόνια. Από τα 7 περίπου ευρώ το 2017 έχουν εκτοξευθεί σε πάνω από 20 ευρώ, ενώ αυτό το κόστος αντικειμενικά μεταφέρεται στα λαϊκά στρώματα, μέσω των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος, όταν η παραγωγή ηλεκτρισμού στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ορυκτά καύσιμα - όπως ο λιγνίτης στην περίπτωση της Ελλάδας και όχι μόνο. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι επιβολή κατώτατου πλαφόν στο ύψος της τιμής ώστε να διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα - υψηλότερα από τα σημερινά, ήδη πολύ υψηλά - θα οδηγήσει σε περαιτέρω εκτόξευση των τιμών, με τραγικές συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα.

Σε αντίστοιχη λογική κινείται και η επιβολή φόρων στα ορυκτά καύσιμα, κάτι που δεν είχε κανένα πρόβλημα να υιοθετήσει και η κυβέρνηση Μακρόν, πυροδοτώντας ένα τεράστιο κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας. Το μέτρο, κατόπιν των μεγάλων αντιδράσεων που προκάλεσε, άρχισε να αντιμετωπίζεται «κριτικά» από τα διάφορα «πράσινα» κόμματα, που πλέον θέτουν κάποιους όρους «κοινωνικής δικαιοσύνης», όμως σε κάθε περίπτωση και πέρα από τα λόγια, η επιβολή φόρων για τον περιορισμό της ρύπανσης και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αντικειμενικά θα επιβαρύνει τα λαϊκά στρώματα και όχι βεβαίως το μεγάλο κεφάλαιο.

...για νέα «πράσινα» πεδία κερδοφορίας

Κοινή θέση των Πρασίνων, με τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις σε κάθε χώρα, είναι ότι τα κονδύλια που θα εξοικονομηθούν από τις παραπάνω πολιτικές παρεμβάσεις θα πρέπει να διοχετευτούν σε επενδύσεις για την ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, συστημάτων αποθήκευσης Ενέργειας ή την ηλεκτροκίνηση. Από αυτό γίνεται καθαρό ότι τα εν λόγω κόμματα υποστηρίζουν ξεκάθαρα τη συνέχιση του σημερινού καθεστώτος παροχής κρατικών επιδοτήσεων και λοιπών διευκολύνσεων σε μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στους παραπάνω τομείς, μέσω χρημάτων που θα έχουν προέλθει από την υπερφορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων και με στόχο το άνοιγμα νέων πεδίων κερδοφορίας στο κεφάλαιο.

Η ελληνική εμπειρία είναι και εδώ ενδεικτική για το πού στοχεύουν αυτού του τύπου οι πολιτικές και οι κατευθύνσεις της ΕΕ τις οποίες υλοποιούν διαδοχικά οι αστικές κυβερνήσεις, και ποιοι τις πληρώνουν στο τέλος, αφού ακριβώς αυτό το επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στη χώρα μας - ως κομμάτι της συνολικότερης πορείας «απελευθέρωσης» του κλάδου - οδηγώντας στην επιβολή του τέλους ΕΤΜΕΑΡ στα τιμολόγια ηλεκτρικού και στην παροχή πολλών δισ. ευρώ κάθε χρόνο στους επιχειρηματίες του χώρου. Και βέβαια, ακριβώς επειδή η αξιοποίηση των ΑΠΕ δεν γίνεται στο πλαίσιο ενός ενεργειακού σχεδιασμού που έχει στο επίκεντρό του τις λαϊκές ανάγκες, εδώ θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει την καταστροφή των ορεινών όγκων, όπου πλέον φυτρώνουν ανεμογεννήτριες σαν τα μανιτάρια σε όλη την επικράτεια, ενώ γη υψηλής παραγωγικότητας κινδυνεύει, που αντί να χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων, καλύπτεται από φωτοβολταϊκά πάνελ. Ετσι, ο μόνος που έχει ωφεληθεί μέχρι σήμερα είναι οι όμιλοι παραγωγής ηλεκτρισμού μέσω ΑΠΕ, που είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται χρόνο με το χρόνο.

Περιβαλλοντικό προσωπείο στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό

Αξίζει να επανέλθουμε στη Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή, την οποία οι Πράσινοι υποστηρίζουν με ιδιαίτερη θέρμη, όπως και η ΕΕ συνολικά, ανεξάρτητα από το ποια «απόχρωση» έχει η κάθε αστική κυβέρνηση κράτους - μέλους. Αρχικά η Συμφωνία είχε ισχυρή υποστήριξη και από τις ΗΠΑ, στη συνέχεια όμως αποχώρησαν με πρωτοβουλία του Προέδρου Τραμπ, επικαλούμενες κινδύνους που αφορούν την απώλεια θέσεων εργασίας ή ακόμη και αμφισβητώντας την ίδια την ύπαρξη του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Αντίστροφη πορεία ακολούθησε η Κίνα, που ενώ αρχικά αντιδρούσε στην επιβολή υψηλών δεσμευτικών στόχων για τη μείωση των εκπομπών ρύπων, αφού τα δικά της μονοπώλια είχαν κερδίσει έδαφος σε επίπεδο νέων τεχνολογιών και γενικότερων παραγωγικών δυνατοτήτων, μετατράπηκε σε ένθερμο υποστηρικτή της.

Οι Πράσινοι ζητούν πιο σθεναρή στάση της ΕΕ σε παγκόσμιο επίπεδο για την υλοποίηση της Συμφωνίας σε μια περίοδο όπου διεξάγεται ανηλεής ανταγωνισμός και σε επίπεδο ΠΟΕ μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνας αλλά και άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, για την κυριαρχία στις νέες τεχνολογίες ηλεκτροκίνησης, παραγωγής και χρήσης «καθαρών» καυσίμων πλοίων, για την είσοδο κινεζικών εταιρειών παραγωγής μπαταριών στην ευρωπαϊκή αγορά, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Με λίγα λόγια, οι Πράσινοι πίσω από ένα φιλοπεριβαλλοντικό προσωπείο εξωραΐζουν μια πολιτική που στο εσωτερικό της ΕΕ ήδη προκαλεί τεράστιο κόστος στα λαϊκά στρώματα, ενώ στο εξωτερικό - ως προέκταση των ίδιων συμφερόντων των μονοπωλίων - οξύνει περαιτέρω τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.


Φ. Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ