ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 31 Δεκέμβρη 2008
Σελ. /28
Ο σοσιαλισμός για τον οποίο αγωνιζόμαστε

Το Σοσιαλιστικό Σύστημα που γνωρίσαμε, που δημιουργήθηκε από τη συγκλονιστική λαϊκή δύναμη που απελευθέρωσε, σε παγκόσμια κλίμακα, η Οκτωβριανή Επανάσταση, απέδειξε ότι ο Σοσιαλισμός δεν είναι ουτοπία. Απέδειξε, την ιδεολογική υπεροχή του Μαρξισμού - Λενινισμού. Επιβεβαιώθηκε ο αναντικατάστατος ρόλος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στην επαναστατική διαδικασία ανατροπής του καπιταλισμού και δημιουργίας της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Ομως πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Η νίκη του καπιταλισμού είναι η οδυνηρή πραγματικότητα. Και η ανατροπή έγινε δυνατή, παρά τις συνεχείς πολιτικές και οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού. Μεγάλες οικονομικές κρίσεις, μέχρι τις μέρες μας, παγκόσμιοι «καπιταλιστικοί» πόλεμοι, κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος και προ παντός η δημιουργία του Σοσιαλιστικού Συστήματος και η μεγάλη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος σε όλο τον κόσμο. Γιατί λοιπόν οι ανατροπές, αντί για την ανάπτυξη σε έκταση και βάθος του Σοσιαλιστικού Συστήματος; Σίγουρα πρέπει να απαντήσουμε.

Ομως, είμαστε σε θέση να απαντήσουμε ικανοποιητικά; Γνωρίζουμε τα ιστορικά γεγονότα με πληρότητα; Εχουμε συζητήσει αρκετά; Στις χώρες που οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός υπάρχουν διχογνωμίες, ανεπάρκειες ή και αδυναμία να αναλύσουν τα γεγονότα. Η σχετική πληροφόρηση στη χώρα μας, για τα γεγονότα από το 1917 και έπειτα, καθώς και σχετικά με τις θυελλώδεις συζητήσεις και προβληματισμούς, στις ίδιες τις χώρες του Σοσιαλισμού, είναι ανεπαρκέστατη.

Το Κόμμα έκανε μια αξιόλογη προσπάθεια το 1995. Αλλά επανήλθε μετά από 14 χρόνια, με αποτέλεσμα, ίσως, η συζήτηση για το Σοσιαλισμό να κυριαρχήσει στο συνέδριο και να αποπροσανατολίσει. Ηδη η μεγάλη πλειοψηφία των επιστολών για το διάλογο, αφορά το 2ο θέμα. Ενα Σώμα σαν την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 θα ήταν ίσως πιο κατάλληλο αν μάλιστα όλα αυτά τα χρόνια γινόταν ένας εκτεταμένος δημόσιος διάλογος. Διάλογος όχι μόνο για τις αιτίες των ανατροπών, αλλά για όλα τα σοβαρά ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, διαχρονικά και για όλες τις σοσιαλιστικές χώρες. Αυτός ο διάλογος μπορεί να γίνει και τώρα, να πάρει μόνιμη μορφή, ίσως μέσα από ένα έντυπο πολιτικού προβληματισμού.

Τα συμπεράσματα που περιέχονται στις Θέσεις βασίζονται κυρίως στην εμπειρία της ΕΣΣΔ. Επομένως, είναι πρόωρο να βγουν τελικά συμπεράσματα. Θα πρέπει να συζητηθεί οπωσδήποτε η εμπειρία και των άλλων Σοσιαλιστικών χωρών της Ευρώπης, όπως της Κίνας, Βιετνάμ κλπ. Επίσης, πρέπει να συζητηθεί η περίπτωση του ΣΟΑ καθώς και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Σημαντική θέση στις εκτιμήσεις έχει το 20ό Συνέδριο. Εκ των πραγμάτων, η συζήτηση οδηγεί στον Στάλιν και δυστυχώς, μερικές φορές, τη θέση των επιχειρημάτων παίρνουν οι χαρακτηρισμοί. Ομως έχουμε ανάγκη από προτάσεις, όχι από αφορισμούς. Οποιος διαφωνεί, δε σημαίνει ότι αποδέχεται τις αστικές απόψεις. Δε χρειάζεται να κάνουμε τον Στάλιν άγιο, ούτε δαίμονα. Κατ' αρχήν πρέπει να τον γνωρίσουμε. Πότε έγινε πολιτική συζήτηση για την, πράγματι σημαντική, περίοδο του Στάλιν; Γιατί τον θυμηθήκαμε σήμερα; Ποιες είναι οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου; Τι ακριβώς πρέπει να απορρίψουμε; Γιατί το ΚΚΣΕ και οι Σοβιετικοί πολίτες αποδέχτηκαν τις κατευθύνσεις του 20ού Συνεδρίου; Πόσοι γνωρίζουν την έκθεση που έγινε «κεκλεισμένων των θυρών» για το θέμα της προσωπολατρίας; Γιατί την αποδέχτηκαν τα μέλη του ΚΚΣΕ που είχαν ζήσει και διαπαιδαγωγηθεί με τον Στάλιν; Λύθηκαν τα προβλήματα ή απλώς χρησιμοποιήθηκαν οι «καταγγελίες», για να διαμορφωθούν νέες ισορροπίες στα ηγετικά κλιμάκια;

Ο οπορτουνισμός δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Φορείς των όποιων απόψεων, είναι τα μέλη του κόμματος, γι' αυτό και έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος εκλογής, λειτουργίας και ελέγχου στα κομματικά, κρατικά και συνδικαλιστικά όργανα. Οι ανεπάρκειες αφήνουν περιθώρια για υιοθέτηση οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Τι πρέπει να κάνουμε ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε έγκαιρα τις παρεκκλίσεις, δεξιές και «αριστερές» και όχι μετά από 40 ή 50 χρόνια; (με την ευκαιρία πότε θα εκτιμήσουμε τη στάση του ΑΚΕΛ στο θέμα της ΕΕ και ειδικά του δημοψηφίσματος για την Ευρωσυνθήκη;).

Η εποχή μετά τον Λένιν είναι βεβαίως καθοριστική για την εδραίωση του Σοσιαλισμού. Πρέπει όμως να διακρίνουμε τα θετικά από τα αρνητικά, να αξιοποιήσουμε τα διδάγματα του παρελθόντος, κοιτώντας το μέλλον. Οταν ο ίδιος ο Μαρξ αρνιόταν «να δώσει συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος», γιατί εμείς θα πρέπει να περιοριστούμε σε «μοντέλα» και «περιόδους»;

Οι Θέσεις αναφέρονται στη διάλυση της Γ΄ Διεθνούς. Ποιος τη διέλυσε και με ποια αιτιολογία; Το ότι σε καμία χώρα της Δ. Ευρώπης δεν αξιοποιήθηκαν οι, ευνοϊκές για την επανάσταση, συνθήκες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου πού οφείλεται; Σε πρόσφατη ΚΟΜΕΠ υπάρχει εισήγηση του Ζντάνωφ σε ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΣΕ το 1937. Εκεί επισημαίνονται πολλά προβλήματα, κομματικά (μη τήρηση του καταστατικού, διορισμοί αντί εκλογών, οργανωτική χαλαρότητα, γραφειοκρατία, καριερισμός, κατάπνιξη κριτικής...) και κρατικά (τυπική εκλογή, μη συμμετοχή στα Σοβιέτ, οικογενειοκρατία, μειωμένος λαϊκός έλεγχος...). Φυσικά, υπήρχαν προβλήματα, δεν είναι αυτό το θέμα. Πιστεύει όμως κανείς ότι πρόλαβαν να λυθούν στους λίγους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι τον πόλεμο; Αντίθετα, επιβαρύνθηκαν και μεταφέρθηκαν στη μεταπολεμική εποχή.

Ο ρόλος του Κόμματος, η συγχώνευση Κόμματος και κράτους, η μείωση του ρόλου των συνδικάτων, η μείωση του ρόλου των σοβιέτ, ο περιθωριακός ρόλος των εργαζομένων στη διοίκηση (και όχι απλώς στον έλεγχο) των επιχειρήσεων, ο σχεδιασμός - προγραμματισμός, οι στρεβλώσεις στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, το αγροτικό ζήτημα, το πρόβλημα των εθνοτήτων, είναι μερικά από τα προβλήματα που είχαν τη βάση τους στην προπολεμική εποχή και η διαχρονική τους εξέλιξη και η αδυναμία επίλυσης, οδήγησε στις ανατροπές και όχι οι εμπορευματικές σχέσεις.

Γιατί δε λύθηκαν βασικά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα; Υπήρξε πραγματική εξουσία των εργαζομένων, ή ήταν τυπική; Η εξουσία της εργατικής τάξης ταυτίζεται με την εξουσία του κόμματος; Τα Σοβιέτ ήταν πράγματι όργανα λαϊκής εξουσίας; Γιατί δεν αντέδρασαν στις ανατροπές, το Κόμμα, τα Σοβιέτ, τα Συνδικάτα, ο Σοβιετικός λαός; Γιατί οι ανατροπές επεκτάθηκαν και στις άλλες χώρες; Γιατί σήμερα υπάρχει αυτή η αποκαρδιωτική πολιτική κατάσταση; Γιατί η λαϊκή εξουσία της Κούβας άντεξε;

Για τις εμπορευματικές σχέσεις πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν ταυτίζονται με την ελεύθερη αγορά, δεν οδηγούν αυτόματα στην ελεύθερη αγορά, ούτε καταργούνται με νόμους. Οι εμπ/κές σχέσεις είναι μέρος των παραγωγικών σχέσεων και υπάρχουν τόσο στον καπιταλισμό όσο και σε προκαπιταλιστικά συστήματα καθώς και στη μεταβατική περίοδο οικοδόμησης του Σοσιαλισμού. Τα χαρακτηριστικά τους όμως είναι εντελώς διαφορετικά. Στο σοσιαλισμό μπορεί να υπάρχουν εμπορευματικές σχέσεις, αλλά δεν είναι καπιταλιστικές: Δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Οι επιχειρήσεις, η γη, οι πρώτες ύλες είναι κοινωνική ιδιοκτησία. Δεν υπάρχει παραγωγή υπεραξίας και ατομική ιδιοποίησή της. Η έκταση και το βάθος των τομέων όπου υπάρχει εμπορευματική παραγωγή είναι περιορισμένο, ελεγχόμενο και ρυθμιζόμενο. Η παραγωγή και διακίνηση των εμπ/των, οι τιμές, τα εισοδήματα, το χρήμα, ρυθμίζεται από το ΣΧΕΔΙΟ και όχι από την αγορά. Πρέπει και μπορεί να περιορίζονται οι εμπ/κές σχέσεις, στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις και βαθαίνουν οι σοσιαλιστικές σχέσεις. Αυτό βέβαια είναι θέμα πολιτικών αποφάσεων. Αν υπάρχει πολιτική ανεπάρκεια, δε φταίει η εμπορευματική παραγωγή. Οπως δε φταίει και το ΣΧΕΔΙΟ αν κάποιοι δεν μπορούν να σχεδιάσουν και να προγραμματίσουν και νομίζουν ότι το ΣΧΕΔΙΟ είναι αυτόματος πιλότος. Χρειάζεται επαγρύπνηση, λαϊκή συμμετοχή, προσαρμογή, ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Οταν τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα δε λύνονται σε σοσιαλιστική προοπτική, καταλήγουμε να συζητάμε σήμερα, πάλι, για την ανατροπή του καπιταλισμού, αντί να συζητάμε για την ανάπτυξη του Σοσιαλισμού.


Θ.Π.

Παρατηρήσεις στο κείμενο για το σοσιαλισμό

Το κείμενο για το σοσιαλισμό δεν εμπλουτίζει, αλλά αλλάζει ριζικά σε λαθεμένη κατά τη γνώμη μου κατεύθυνση το Πρόγραμμα του Κόμματος.

Οσον αφορά στην αμοιβή της εργασίας, στο κείμενο για το σοσιαλισμό αναφέρεται «Μέτρο της ατομικής προσφοράς είναι ο χρόνος εργασίας», ενώ στο Πρόγραμμα αναφέρεται «Στον καθένα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του». Εμπλουτισμός του Προγράμματος σημαίνει προσδιορισμός των κριτηρίων αξιολόγησης της ποιότητας ενώ η απάλειψή της συνιστά ριζική αλλαγή. Για το θέμα αυτό, ο Στάλιν στα «ζητήματα Λενινισμού» γράφει: «Ο Μαρξ και ο Λένιν λένε ότι η διαφορά ανάμεσα στην ειδικευμένη και στην ανειδίκευτη εργασία θα υπάρχει ακόμα και στο σοσιαλισμό, ακόμα και ύστερα από την εξάλειψη των τάξεων, ότι μονάχα στον κομμουνισμό πρέπει να εξαφανιστεί η διαφορά αυτή και ότι γι' αυτό ο μισθός της εργασίας και στο σοσιαλισμό ακόμα πρέπει να διαφέρει ανάλογα με τη δουλειά και όχι ανάλογα με τις ανάγκες. Οι ισοπεδωτές μας όμως από τα στελέχη της οικονομίας και των συνδικάτων δε συμφωνούν με αυτή τη θέση και νομίζουν ότι η διαφορά αυτή έχει εξαλειφθεί πια στο σοβιετικό μας καθεστώς. Ποιος έχει δίκιο, ο Μαρξ και ο Λένιν, οι ισοπεδωτές; Πρέπει να παραδεχτούμε ότι δίκιο έχουν ο Μαρξ και Λένιν. Από αυτό όμως βγαίνει ότι αυτός που οργανώνει το μισθολογικό σύστημα πάνω στις "αρχές" της ισοπέδωσης, χωρίς να παίρνει υπόψη του τη διαφορά ανάμεσα στην ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία, ξεκόβει από το Μαρξισμό και τον Λενινισμό».

Η ισοπέδωση της αμοιβής που παραβιάζει τη βασικότερη αρχή του σοσιαλισμού «στον καθένα σύμφωνα με τη δουλειά του» συμβάλλει καθοριστικά στην έλλειψη ενδιαφέροντος για τη δουλειά, στην απροθυμία εισαγωγής νέων τεχνολογιών, σε ένα γενικότερο μινιμαλισμό με συνέπεια τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας που ήταν έντονη στην ΕΣΣΔ.

Η αλλαγή αυτή θα έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στη δράση των κομμουνιστών στα συνδικάτα που, με βάση τη στρατηγική μας, θα πρέπει να περιορίζεται στο βασικό μεροκάματο ή μισθό και να υποβαθμίζεται για τις τριετίες, τα επιστημονικά επιδόματα, τα εισαγωγικά και μισθολογικά κλιμάκια που αφορούν στην εξειδικευμένη και επιστημονική εργασία.

Στο κείμενο για το σοσιαλισμό αναφέρεται ότι «κοινωνικοποιείται η γη», δηλαδή ολόκληρη η γη ακόμα και η μικροϊδιοκτησία, ενώ στο Πρόγραμμα αναφέρεται ότι «Εθνικοποιείται η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία». Εμπλουτισμός του Προγράμματος σημαίνει προσδιορισμός των κριτηρίων με βάση τα οποία μια ιδιοκτησία χαρακτηρίζεται μεγάλη καπιταλιστική, ενώ η κοινωνικοποίηση και της μικρομεσαίας ιδιοκτησίας είναι ριζική αλλαγή. Για το θέμα αυτό ο Στάλιν «Στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» αναφέρει: «Ούτε μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε ως απάντηση τη γνώμη άλλων αξιοθρήνητων μαρξιστών που νομίζουν ότι θα πρέπει ίσως να καταλάβουμε την εξουσία και να προχωρήσουμε στην απαλλοτρίωση των κτημάτων των μικρών και μεσαίων παραγωγών στο χωριό και να κοινωνικοποιήσουμε τα μέσα παραγωγής της. Ούτε αυτόν τον ανόητο και εγκληματικό δρόμο μπορούν να ακολουθήσουν οι μαρξιστές γιατί τέτοιος δρόμος θα υπονόμευε κάθε δυνατότητα να νικήσει η προλεταριακή επανάσταση, θα έριχνε την αγροτιά για μεγάλο χρονικό διάστημα στο στρατόπεδο των εχθρών του προλεταριάτου». Η θέση του Στάλιν που εφαρμόστηκε με επιτυχία σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες είναι επίκαιρη για τη χώρα μας με μέσο κλήρο 48 στρέμματα και 823.000 αγροτικά νοικοκυριά.

Στο Πρόγραμμα αναφέρεται «Η σοσιαλιστική εξουσία υπολογίζει την επίδραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας, αξιοποιεί τις εμπορευματικές σχέσεις στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας με βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής».

Η θέση αυτή ταυτίζεται απόλυτα με τη θέση του Στάλιν για την «εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας στο σοσιαλισμό» που αναλύεται «Στα οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».

Αντίθετα, στο κείμενο για το σοσιαλισμό είναι διάχυτη η θέληση εξάλειψης των εμπορευματικών σχέσεων και του νόμου της αξίας από τα πρώτα βήματα του σοσιαλισμού χωρίς να παίρνονται υπόψη οι αντικειμενικές συνθήκες, γι' αυτό προτείνονται η κοινωνικοποίηση ολόκληρης της γης και η ισοπέδωση των αμοιβών.

Στο κείμενο των Θέσεων αναφέρεται «Αναθεωρήθηκε στην πράξη η κατεύθυνση που είχε δοθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1950 για τη διαμόρφωση με την πρωτοβουλία των κομμουνιστών ενός πλατιού κινήματος των κολχόζνικων για τη συνένωση των μικρών κολχόζ σε μεγάλα». Η θέση αυτή δεν είναι σωστή, επειδή στην ΕΣΣΔ το 1950 υπήρχαν 237.000 κολχόζ και το 1981 26.000 με μέση καλλιεργούμενη έκταση 36.038 στρέμματα. Αντίθετα, τα σοβχόζ από 4.000 το 1940 έφτασαν στα 21.000 το 1981 με μέση καλλιεργούμενη έκταση 52.381 στρέμματα. Η παραχάραξη αυτή οδηγεί στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι η χαμηλή παραγωγικότητα των κολχόζ και σοβχόζ είχε διαρθρωτικές και όχι λειτουργικές αιτίες με βασικότερη τον ισοπεδωτικό τρόπο αμοιβής, και εξ αντικειμένου υποβαθμίζει τα «αγοραία» κίνητρα λειτουργίας που υιοθετήθηκαν μετά το 20ό Συνέδριο στα κολχόζ και σοβχόζ αλλά και στη βιομηχανία.

Στο κείμενο των Θέσεων αναφέρεται «ενισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή της προς τη διεύρυνση του κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Οι αγρότες που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης». Ομως οι κολχόζνικοι αγρότες όχι μόνο δεν πλούτιζαν, αλλά τα εισοδήματά τους ήταν μικρότερα των σοβχόζνικων και ακόμα μικρότερα των εργατών. Γι' αυτό η ΕΣΣΔ το 1975 έβαλε στόχο τη σταδιακή εξίσωση των εισοδημάτων των κολχόζνικων σε πρώτη φάση με τα εισοδήματα των σοβχόζνικων και σε δεύτερη με των εργατών.

Η παραχάραξη αυτή εξ αντικείμενου μετατρέπει σε θύτες τα θύματα της αντεπανάστασης και συγκαλύπτει τον μοναδικό υπεύθυνο, που ήταν το κοινωνικό στρώμα των ανώτερων κομματικών - κρατικών στελεχών και της Κομσομόλ που είχε αυτονομηθεί από την εργατική τάξη και τους αγρότες. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κανένας αγρότης δεν έγινε καπιταλιστής, ενώ όλοι οι καπιταλιστές ήταν πρώην ανώτερα κομματικά - κρατικά στελέχη.

Η αυτονόμηση της κομματικής ηγεσίας από την εργατική τάξη στην οποία έπρεπε να λογοδοτεί και η μετατροπή της σε αντεπαναστατική δύναμη έγινε σταδιακά αμέσως μετά το θάνατο του Λένιν και οφειλόταν σε δύο βασικές αιτίες. Η πρώτη αφορούσε στην αδιαφορία των εργατών και αγροτών για την παραγωγικότητα της εργασίας και την οικονομία γενικότερα, που είχε σαν κύρια αιτία τον ισοπεδωτικό τρόπο αμοιβής παρά τις αντίθετες διακηρύξεις και προσπάθειες που σκόνταφταν στο ιδεολόγημα της «ισότητας». Η δεύτερη αφορούσε στη σταδιακή υποβάθμιση της προσπάθειας του Κόμματος να κατακτά την πρωτοπορία με ιδεολογικοπολιτική πάλη και στην καταχρηστική χρησιμοποίηση των μηχανισμών του κράτους να επιβάλει την απόλυτη κυριαρχία του στα Σοβιέτ, στα συνδικάτα, στα κολχόζ και σοβχόζ τα οποία μετέτρεψε από κοινωνικές οργανώσεις σε κομματικά παραρτήματα, στερώντας από τους εργάτες και αγρότες οποιονδήποτε μηχανισμό ελέγχου του κόμματος και της κυβέρνησης.

Η χρησιμοποίηση των μηχανισμών του κράτους και στην εσωκομματική διαπάλη συρρίκνωσε δραστικά την εσωκομματική δημοκρατία και εκφύλισε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σε αυταρχισμό της ηγεσίας επί της βάσης και ολοκλήρωσης της κοινωνίας, η οποία παθητικά αποδέχονταν οποιαδήποτε απόφαση ακόμα και την αντεπανάσταση.


Γιάννης Σφυρής
ΚΟΒ Υπ. Γεωργίας

Για τον αντικομμουνισμό που γνωρίσαμε

Ομολογώ πως, ως άμαθος στην αρθρογραφία, αντιμετώπισα μια σχετική δυσκολία στο πώς να προλογίσω το παρθενικό μου αυτό άρθρο. Ωστόσο, τα πράματα είναι απλούστερα. Δεν έχω παρά να μιμηθώ αυτούς που αρέσκονται σε πανηγυρικές εισόδους με ηχηρά τσιτάτα τύπου «ο Marx είπε», διασφαλίζοντας εξαρχής το κομμουνιστικό κύρος που θα ντύσει τα κατοπινά τους λεγόμενα. Ο λόγος για το άρθρο που εμφανίστηκε στο σαββατιάτικο «Ριζοσπάστη» της 13ηςΔεκέμβρη (σελ. 18) με την υπογραφή του αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας Αλέξανδρου Χρυσή. Στο άρθρο του, ο αγαπητός σύντροφος, πέρα απ' τις όποιες προθέσεις του, φαίνεται να επιδίδεται σε μια κριτική στις θέσεις του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, που θα ήταν επιεικές αν τη χαρακτηρίζαμε καλοπροαίρετη. Κι όσο «καλοπροαίρετη» είναι η γλώσσα του αγαπητού συντρόφου στο κύριο θέμα του άρθρου του, άλλο τόσο ισχύει αυτό και για το ...μετριοπαθές του φινάλε, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, προβλέπει πολλά δεινά για το ΚΚΕ, εφόσον το κόμμα συνεχίσει σαν εκπρόσωπος της «Αριστεράς του Δήθεν», όπως ο ίδιος λέει κατά λέξη. Συνεχίζοντας, λοιπόν, δεν έχω παρά να επικαλεστώ το αγαπημένο μου τσιτάτο: «κρίνε για να κριθείς».

Ο αγαπητός σύντροφος αρέσκεται στο να κατασκευάζει σκιάχτρα και να τα πυροβολεί. Ετσι, μεταξύ των άλλων, αναφωνεί αγανακτισμένος: «Αν όντως η ταξική πάλη δεν υπήρχε πια στην ΕΣΣΔ το 1936, πώς να εξηγήσουμε ότι μόλις ένα χρόνο αργότερα ξεσπά το μεγάλο κύμα των δικών και των εκκαθαρίσεων, αυτές οι υπερβολές(!) - η λέξη μεταφέρεται αυτούσια απ' τις θέσεις, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος - που οδηγούν στην εξόντωση, μεταξύ πολλών άλλων, και της πλειοψηφίας των μελών της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ);» Περίεργος, ανοίγω τις θέσεις για το σοσιαλισμό. Στη σελίδα 17, λοιπόν, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού». Και αναφέρεται σε σχετική υποσημείωση ότι «αυτό αποδείχτηκε τεκμηριωμένα στην αποκάλυψη αντεπαναστατικών κέντρων στα μέσα της δεκαετίας του '30. Παρά τις όποιες υπερβολές στην αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, στις δίκες του '36 και του '37, αποκαλύφτηκαν συνεννοήσεις αυτών των κέντρων με τμήματα του στρατού και με μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας κλπ. Ακόμα, πηγές καπιταλιστικών κρατών επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τέτοιων σχεδίων και τη συμμετοχή σ' αυτά ηγετικών στελεχών, όπως ο Μπουχάριν». Οπως εύκολα διακρίνει κανείς, το ΚΚΕ (σε αντίθεση μ' αυτό που θέλει να «νομίζει» ο κ. καθηγητής) δεν αντιμετωπίζει συνολικά τις δίκες σαν υπερβολές. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι είχαν ένα σοβαρό περιεχόμενο. Τα υπόλοιπα είναι συρραφή λέξεων που έκανε ο αγαπητός σύντροφος κατά πώς τον βόλευε, με σκοπό να ξεδιπλώσει την αντισταλινική του οργή.

Στη συνέχεια, η οργή μετουσιώνεται σε ειρωνεία. Ετσι, κοροϊδεύει κι υποτιμάει τις «επίσημες κομματικές εκδόσεις, σύμφωνα με τις οποίες, πρώην επαναστάτες, όπως ο Μπουχάριν, ο Τρότσκι, ο Ζηνόβιεφ, ο Ράντεκ, κατέληξαν λακέδες του ιμπεριαλισμού». Και με το ίδιο απαξιωτικό ύφος αμφισβητεί την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Αμερικανού πρέσβη στη Μόσχα την περίοδο των δικών. Αντε κι ας δεχτούμε ότι το ΚΚΕ μας πουλάει φούμαρα. Εσείς κύριε αξιότιμε καθηγητή και κάτοχε της απόλυτης αλήθειας, γιατί μας αφήνετε στο σκοτάδι; Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας τις πολύτιμες γνώσεις σας ή τζάμπα χαλαλίζουμε την αγωνία μας; Γιατί αν μπορείτε, είναι δελεαστικό να προσφύγω στο επόμενο τσιτάτο: «σοφός να 'σαι μαζί μας».

Παρακάτω, ο αγαπητός σύντροφος θέτει το καίριο ερώτημα: «Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να προβληματιστούμε επιτέλους για τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα; Μήπως, όπως ακριβώς κι ο Λένιν, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο εφικτό της (προσωρινής) νίκης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και στο ανέφικτο οικοδόμησής του, αν η σοσιαλιστική επανάσταση δεν προσλάβει διεθνή χαραχτήρα, επικρατώντας σε μιαν αλυσίδα χωρών, μέσα στο, κατά περίπτωση, κρίσιμο χρονικό διάστημα;». Αυτό βέβαια είναι ένα ερώτημα που θέτει εύλογα ο κ. καθηγητής, αλλά δε μας το απαντά. Ποιο είναι, αγαπητέ σύντροφε, αυτό το «κατά περίπτωση κρίσιμο χρονικό διάστημα» και τι θα έπρεπε να κάνει μια σοσιαλιστική χώρα μετά την παρέλευσή του; Στην επόμενή του παρατήρηση, ο κ. καθηγητής παραδίνει μαθήματα διαλεχτικής στο ΚΚΕ, στηλιτεύοντάς το για τον «επιφανειακό τρόπο, με τον οποίο το κόμμα αντιπαραθέτει σχηματικά δυο περιόδους, πριν και μετά το 1956, με κρίσιμο σημείο καμπής το 20ό Συνέδριο, μη βλέποντας το κόμμα τη βαθύτερη σχέση συνέχειας μεταξύ της λεγόμενης σταλινικής και της λεγόμενης χρουστσοφικής περιόδου». Και φτάνει ο αγαπητός σύντροφος να κατηγορεί το ΚΚΕ ότι, «ανεξάρτητα από προθέσεις», με τον τρόπο που εξετάζει τις δυο περιόδους, «αντιστρέφει μηχανιστικά, κι έτσι αναπαράγει, το σχήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας». «Ενώ, λοιπόν», όπως λέει, «η αστική τάξη αγκαλιάζει το Χρουστσόφ και καταδικάζει το Στάλιν, στο κείμενο των θέσεων επιχειρείται το αντίστροφο. Αυτό δεν είναι λύση. Είναι αδιέξοδο». Θα ήταν, εκτός από μακροσκελές, ανούσιο να επιδοθούμε στην ολοκληρωμένη απάντηση αυτής της άποψης. Το πιο απλό που μπορώ να κάνω είναι να προτρέψω τους αναγνώστες του «Ρ» να διαβάσουν τις θέσεις για το σοσιαλισμό και να βρουν τη φράση (σελ. 13) όπου λέγεται το εξής: «Ως σημείο στροφής, ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σ' αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής, του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων». Οπως βλέπει κανείς, το ΚΚΕ δεν ισχυρίζεται ότι το 20ό Συνέδριο είναι το σημείο καμπής, αλλά ότι σ' αυτό το συνέδριο φαίνονται τα πρώτα σημάδια υιοθέτησης οπορτουνιστικών θέσεων. Σε καμία περίπτωση δεν μπαίνει το ζήτημα σχηματικά και, πέρα απ' οποιεσδήποτε πιθανές ελλείψεις, οι θέσεις, στη συνέχεια, ασχολούνται με τις υλικές προϋποθέσεις που οδήγησαν στην επικράτηση τέτοιων απόψεων στο ΚΚΣΕ. Το συμπέρασμα όμως συνεχίζει να είναι ξεκάθαρο για τον κύριο καθηγητή: «Η αστική τάξη αγκαλιάζει το Χρουστσόφ. Το ΚΚΕ αγκαλιάζει το Στάλιν». Κι αυτός απορρίπτει συλλήβδην την ύπαρξη σοσιαλιστικής κοινωνίας στην ΕΣΣΔ, μιας και σε σχεδόν κάθε του παράγραφο βρίσκουμε τη φράση: «ο λεγόμενος υπαρκτός σοσιαλισμός». Κι ύστερα νομίζει τι; Οτι δεν αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία; Να του θυμίσουμε ότι η αστική τάξη δε χειροκρότησε το θάνατο του Στάλιν και την άνοδο του Χρουστσόφ, αλλά την ανατροπή του σοσιαλισμού στα τέλη του 20ούαιώνα. Δικό σας, λοιπόν, το ψευτοδίλημμα, αγαπητέ σύντροφε.

Αυτό, όμως, που εντυπωσιάζει, είναι πώς αυτός ο καθηγητής, ενώ βλέπει τη «βαθύτερη σχέση συνέχειας» μεταξύ των δυο παραπάνω περιόδων, δεν μπορεί να δει τη βαθύτερη σχέση συνέχειας μεταξύ του Μπουχάριν του 1917 και του Μπουχάριν του 1936 κ.α. Μάλλον τελικά τη βλέπει και πολύ καλά. Γι' αυτό απορεί πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι από επαναστάτες να πέρασαν στους κόλπους της αντεπανάστασης. Σωστά, αγαπητέ σύντροφε. Υπάρχει κι εδώ μια βαθύτατη σχέση συνέχειας: Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ!!!

Εδώ θα πρέπει τελικά να δούμε αν και κατά πόσο ο αγαπητός σύντροφος και καθηγητής πληροί ο ίδιος το τσιτάτο του Marx που έθεσε στην αρχή του άρθρου του ως βλοσυρό συνήγορο στα κατηγορώ του απέναντι στο ΚΚΕ. Ετσι, βρίσκει ότι «υπάρχει άμεση ανάγκη για μιαν ουσιαστική διεπιστημονική έρευνα για τη φύση, την πορεία και την κατάληξη των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού». Υστερα, ακολουθεί η κλασική αερολογία ότι το ΚΚΕ διεξάγει τις έρευνές του «κεκλεισμένων των θυρών», «περιχαρακωμένα» κλπ., πράματα που έχουμε ζαλιστεί να διαβάζουμε στο «Βήμα» και στην «Ελευθεροτυπία». Ας σταθώ κι εγώ σ' αυτό το «διεπιστημονική», το τόσο ωραίο και εύηχο. Τι κρύβεται πίσω από αυτή την «τετράπλατα ανοιγμένων των θυρών» λεξούλα; Ας μας πει τέλος πάντων ο απεριχαράκωτος καθηγητής ποιοι θα συμμετέχουν στη διεξαγωγή αυτών των «διεπιστημονικών» ερευνών. Μήπως όμοιοι μ' αυτόν διανοούμενοι, που περιφέρονται στις αστικές φυλλάδες ως θλιμμένες Μαγδαληνές, κατηγορώντας το ΚΚΕ για το «σταλινισμό» και την «αντιδιαλεκτική του αντιμετώπιση στα ζητήματα της οικοδόμησης»;

Επιτέλους! Από τη θεωρία στην πράξη! Το τσιτάτο του Marx βρίσκει τελικά τη δικαίωσή του στο πρόσωπο του ίδιου του κ. Καθηγητή και λεγόμενου αγαπητού συντρόφου, ο οποίος και φαίνεται και είναι. Τι όμως;


Μάκης Γεωργακακής
ΟΒ Μαθηματικού ΑΠΘ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ