ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 30 Ιούλη 2022 - Κυριακή 31 Ιούλη 2022
Σελ. /32
ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ
30 χρόνια από τον θάνατο της ασυμβίβαστης και ανήσυχης θεατρίνας

30 χρόνια φέτος που δεν ξανακούστηκε η φωνή της στο τραγούδι «Χάθηκα μέσα στη ζωή μου», από το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Διαμάντια και μπλουζ».

Δεν ξαναμαζεύτηκαν από τότε, γύρω της, να την ακούσουν να το τραγουδάει οι θεατρικοί και κινηματογραφικοί εαυτοί της, η Βιρτζίνια, η Εντα, η Μήδεια, η Ηλέκτρα, η Μάρθα, η Αντιγόνη, η Μυρρίνη, η Λιούμποβα, η Θεοδώρα, η Ιωάννα, η Κορντέλια, ούτε η Λίλα, η Νίκη, η Μίκα, η Μαντώ, η Ελένη, η Λόλα. Τον Ιούλη της οριστικής σιωπής του 1992, η «Αννα» πήρε μαζί της όχι μόνο τους στίχους της Αναγνωστάκη και την εξαίσια μουσική της Καραΐνδρου, αλλά κι εκείνο τον σπαραγμό της φωνής της Τζένης Καρέζη.

«Αύγουστος, φώτα στην παραλία

τα πλοία φεύγουν για τα νησιά.

Φεύγουν οι φίλοι, φεύγουν τα πλοία.

Με γέλασες και είναι αργά.

Ηρθε ο Σεπτέμβρης, ήρθε ο χειμώνας

στην παραλία τη σκοτεινή.

Χάθηκα μέσα στη ζωή μου,

χάθηκες μέσα στη βροχή».

Πριν μπει ο Αύγουστος, πριν πάει στο Πήλιο, πριν σχεδιάσει τη νέα παράσταση, χάθηκε και μαζί της χάθηκαν όλες αυτές που έπλασε, που τους έδωσε πνοή και υπόσταση στη σκηνή και στην οθόνη, που τους δάνεισε το σώμα της, την ανάσα της, τη φωνή της, το νευρικό της σύστημα.

Ηταν ασυμβίβαστη και ανήσυχη θεατρίνα η Καρέζη, με ισχυρό καλλιτεχνικό εκτόπισμα, εκρηκτική προσωπικότητα, με σπάνια ομορφιά και δυναμική ψυχή. Μια λαμπερή σουπερστάρ, που ήταν όμως απολύτως αντιστάρ, γιατί ήταν γειωμένη, ντόμπρα, αυθεντική, μαγκιόρα και εντυπωσιακά ειλικρινής.

Σ' αυτούς που προσπαθούσαν να την αποκωδικοποιήσουν, τους διευκόλυνε δηλώνοντας: «Τι είδους πλάσμα είμαι; Είμαι εγωίστρια, πεισματάρα, ισχυρογνώμων, κυκλοθυμική. Με άλλα λόγια, είμαι δύσκολη περίπτωση».


Για το παροιμιώδες πείσμα της μάλλον είχε δίκιο. Ελεγε η μαμά της: «Είναι ο πιο πεισματάρης άνθρωπος που ξέρω! Δεν υπάρχει περίπτωση να βάλει κάτι στο μυαλό της και να μην το πετύχει».

Οσα ονειρεύεται τα πετυχαίνει πράγματι. Ηθελε να είναι άριστη μαθήτρια στο σχολείο, το καταφέρνει. Ηθελε να πρωτοστατεί στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες της τάξης, το κάνει. Της άρεσε να λέει ποιήματα, να γράφει σκετσάκια και να τα σκηνοθετεί. Να οργανώνει παραστάσεις. Να έχει το γενικό πρόσταγμα στις σχολικές γιορτές, για όλες τις τάξεις του σχολείου.

Τα κάνει όλα και μάλιστα με υποδειγματική επαγγελματική ευσυνειδησία και συνέπεια.

Οπου δεν παίζει η ίδια, δίνει οδηγίες: «Αυτό το ποίημα δεν είναι καλό για την περίσταση». «Αυτό το σκετς είναι πολύ μεγάλο. Ανάμεσα σ' αυτό και στο άλλο, θέλει ένα τραγούδι». Κάνει και διανομές. «Ολα αυτά είναι η ζωή της. Και οι σοφοί της δάσκαλοι το έχουν καταλάβει και την αφήνουν να ανοίξει τα φτερά της...», διαβάζω από το οπισθόφυλλο της βιογραφίας της «ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΖΩΗΣ» των εκδόσεων «Καστανιώτη».

Ομορφιά, τρυφερότητα και παιδεία

«Ενώπιος ενωπίω με την ομορφιά και την τρυφερότητα, ή πνίγεσαι να εκφράσεις αμέσως αυτό που νιώθεις να σε συγκλονίζει, ή αντίθετα μένεις εν σιωπή, συντετριμμένος γοητευτικά από ένα τέτοιο φως. Αυτό το φως είναι η Τζένη Καρέζη», είχε πει ο Αντώνης Σαμαράκης.


Και η Μελίνα Μερκούρη:

«Το θέατρο ήταν το οξυγόνο για την Τζένη. Είχε λατρεία στο θέατρο. Είχε παιδεία, έγραφε ωραία, έπαιζε ωραία. Η αξιοπρέπεια ήταν πάνω απ' όλα. "Θα παίξω τον Γυάλινο Κόσμο, μου έλεγε, όταν θα γίνω καλά". Πάντα ονειρευόταν ρόλους. Κι όλο έκανε σχέδια».

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η μητέρα της η Θεανώ ήταν δασκάλα, ένας τρυφερός και καλλιεργημένος άνθρωπος, ενώ ο μπαμπάς της ο Κώστας Καρπούζης, ένας αυστηρός γυμνασιάρχης, βαθιά συντηρητικός και αυταρχικός.

Αν και προσωπικός φίλος του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, κάποια στιγμή συγκρούεται άγρια μαζί του κι εκείνος τον τιμωρεί με δυσμενείς μεταθέσεις σε Σύρο και Θεσσαλονίκη. Εκεί η μικρή Ευγενία μπαίνει εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογραιών, και όταν βγαίνει απ' αυτό, όλοι την φωνάζουν Τζένη. Στη Θεσσαλονίκη βιώνει τη φρίκη της Κατοχής. Στο βιβλίο της γράφει: «Κατοχή. Πείνα, βομβαρδισμοί και καταφύγια. Κι ένα κοριτσάκι, η Ευγενούλα πολύ άρρωστο. Θα 'ναι δεν θα 'ναι πέντε χρονών. Η μαμά του δεν μπορεί να το σηκώσει από το κρεβάτι. Και κείνο φοβάται. Ακούει τους άλλους να τρέχουνε, τα άλλα παιδάκια να φωνάζουνε, τις μπόμπες να πέφτουνε, βλέπει τη γιαγιά του και τον πατέρα του να φεύγουν τρομαγμένοι με τους άλλους, και το πιάνουν τα κλάματα. Και τότε η μαμά του, για να το παρηγορήσει, πάει και βάζει στο γραμμόφωνο την Ενάτη του Μπετόβεν. Και το δωμάτιο γεμίζει μάγια».

Εκεί ίσως νιώθει για πρώτη φορά τι σημαίνει για την ψυχή η Τέχνη. Νιώθει όμως και την αγριότητα και τον παραλογισμό του πολέμου, όταν μαθαίνει την εκτέλεση των δύο Εβραίων συμμαθητών της, του Αλβέρτου και της Ιουδίθ.

Η ζωή προχωράει. Η νεαρή Τζένη συνεχίζει την εκπαίδευσή της στις Καλόγριες στο Saint Joseph στην Αθήνα. O πατέρας της, βλέποντας πόσο καλή είναι στην έκθεση και τα φιλολογικά, ονειρεύεται να την δει δημοσιογράφο. Εκείνη συνεννοείται κρυφά με την μητέρα της να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό. Εχει πραγματοποιήσει και μια ηρωική οκταήμερη απεργία πείνας προκειμένου να κάμψει τη σθεναρή αντίστασή του.


Ο Καρπούζης ανακαλύπτει τη συνωμοσία, όταν η Τζένη είναι ήδη στην πρώτη τάξη του Εθνικού και φυσικά γίνεται το σώσε. Σηκώνει μάλιστα το χέρι και της δίνει ένα δυνατό χαστούκι. Η νεαρή αρπάζει το χέρι του, το κατεβάζει με δύναμη και του λέει: «Αυτό δεν θα ξανασυμβεί ποτέ!». Παίρνει την μητέρα της και φεύγουν από το σπίτι. Τον εγκαταλείπουν. Πηγαίνουν στην Αθήνα και μένουν στην οδό Χέυδεν, μαζί με τους συγγενείς της μητέρας της.

Με τον πατέρα της αποξενώνονται. Μία μόνο φορά τον είδε, όταν γέννησε τον γιο της, κι άλλη μία όταν πέθαινε.

Ο Κώστας Καζάκος είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή του: «Μας ειδοποίησαν ότι τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον είχαν στο "Λαϊκό", σε κώμα. Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, όμως ήταν θέμα ωρών, όπως της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, κι όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει "Ευγενούλα". Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος».

Μονόδρομος ο θρίαμβος!


Ο δρόμος μπροστά της είναι πια ολάνοιχτος. Ο δάσκαλός της στη Δραματική Σχολή Αγγελος Τερζάκης την βαφτίζει Καρέζη και ένα τηλεγράφημα που παραλαμβάνει η μητέρα της σηματοδοτεί το λαμπρό της ξεκίνημα.

«Θίασος Κοτοπούλη ευρίσκεται εις Πάτρας. Συναντήσατε Κον Μυράτ στο ξενοδοχείο του. Σας προτείνουμε συνεργασία στο θέατρο Ρεξ δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Γιώργος Χέλμης».

Ο Δημήτρης Μυράτ είναι ο πρώτος άνθρωπος που συζητάει μαζί της επαγγελματικά: «Δεσποινίς, τον Οκτώβριο αρχίζουμε στο Ρεξ με την "Ωραία Ελένη". Ξέρετε ότι η πρωταγωνίστρια του θεάτρου είναι η Μελίνα Μερκούρη. Σας πληροφορώ πως ο ρόλος είναι εξίσου μεγάλος, αν όχι μεγαλύτερος από τον δικό της. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: θρίαμβο ή καταστροφή! Διακόψτε, λοιπόν, τον παραθερισμό σας, γυρίστε το γρηγορότερο στην Αθήνα και περιμένετέ με. Σε λίγες μέρες αρχίζουμε πρόβες».

Η Τζένη ξέρει ότι ο θρίαμβος είναι μονόδρομος γι' αυτήν. Το θέλει και το πιστεύει. Οταν ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει, ο Καραγάτσης γράφει γι' αυτήν: «Ας θυμηθούμε πως τούτο το φθινόπωρο του 1954 χάρισε στο ελληνικό θέατρο μια νέα ηθοποιό με μεγάλο μέλλον: την Τζένη Καρέζη».

Μετά από την Μελίνα και τον Διαμαντόπουλο, παίζει δίπλα στην Παξινού στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα», του Λόρκα. Οι δάσκαλοί της την καμαρώνουν, ο Ροντήρης, ο Τερζάκης, η κυρία Κατερίνα, αλλά και ο πρώτος της έρωτας, ο Γιώργος Παππάς.

Τι πίστευε η Καρέζη για το θέατρο;

«Το θέατρο - έλεγε - είναι κρησάρα και καθρέφτης. Δεν σηκώνει φιλανθρωπίες. Αν δεν αξίζεις θα σε πετάξει έξω. Το κοινό επιλέγει τους εκλεκτούς του. Είμαστε εκλεγμένοι, όχι δοτοί, ούτε καν επικρατείας!».

Και τι αισθανόταν όταν τη χειροκροτούσαν; «Ρίγος», έλεγε. «Είναι η καλύτερη στιγμή του ηθοποιού. Οταν παίζεις, είσαι απομονωμένος από τον άλλο κόσμο. Το χειροκρότημα σε ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Και βλέπεις ότι η προσπάθειά σου έφερε το αποτέλεσμα. Σε χειροκροτούν και υποκλίνεσαι. Στιγμή συγκλονιστική».


Το αφιέρωμα συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο του «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου».


Της
Σεμίνας ΔΙΓΕΝΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ