ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Ιούνη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ

Είναι περισσότερο γνωστός σαν ζωγράφος της Αντίστασης. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με τον Παρθένη. Στην Κατοχή χάραξε σχέδια που κυκλοφόρησαν παράνομα. Τη ζωγραφική την άρχισε ουσιαστικά στους τόπους εξορίας και τη συνεχίζει μέχρι σήμερα. Δουλιά του παρουσίασε εδώ και έξω. Επίσης εικονογράφησε βιβλία, πιο πολύ παιδικά (Ελληνική Μυθολογία κ.ά.). Παράλληλα, αναζητώντας κι άλλους τρόπους έκφρασης, ασχολήθηκε με τη μουσική (κλασική κιθάρα με τον Δ. Φάμπα) και το γράψιμο. Βιβλία του: «Η αγάπη πάει σχολείο» αφήγημα, «Πέτρα κυλισάμενη» μυθιστόρημα, «Ελιξίριο του έρωτα» διηγήματα (Εκδόσεις Σίγμα) και «Ζωγραφική στην εξορία» λεύκωμα, (Σύγχρονη Εποχή). Πήρε ένα βραβείο εικονογράφησης, εδώ, μια διάκριση εικονογράφησης (Ιταλία) και μια διάκριση χαρακτικής (Κίνα). Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Το διήγημα αυτό, αναθεωρημένο, είναι από το βιβλίο του «Το Ελιξίριο του έρωτα», Εκδόσεις «Σίγμα». Το σχέδιο είναι του ιδίου.


Ο αόρατος

Ο Ευτύχιος πήγε σήμερα στη δουλειά με δέκα λεπτά καθυστέρηση. Μπήκε τρεχάλα στο πολυκατάστημα, χτύπησε κάρτα και προσπάθησε να πάει απαρατήρητος στο τμήμα του. Ο προϊστάμενος τον είδε που έμπαινε αλαφροπατώντας και κοίταξε το ρολόι του.

- Για έλα δω, εσύ, του λέει.

Ο Ευτύχιος προχώρησε και στάθηκε μπροστά του όσο μπορούσε πιο σεμνά.

- Σ' έχω σταμπάρει κι απ' άλλες φορές. Σπάνια θα χτυπήσεις κάρτα πριν τις οχτώ. Οχτώ και πέντε, και δέκα, εκεί είσαι! Δεν την εκτιμάς τη δουλειά που έχεις, φαίνεται. Είναι γνωστό, και το ξέρεις, η εταιρεία περνά κρίση. Κι άμα γίνουν απολύσεις - που οπωσδήποτε θα γίνουν - φαντάζεσαι τι θα συμβεί; Εσύ κι οι όμοιοί σου θα βρεθείτε στο δρόμο!

Και του έκανε νόημα με το χέρι να φύγει.

Εκείνος πήγε στον πάγκο του κι άρχισε να ταχτοποιεί τα πουλόβερ τα ταχτοποιημένα, έτσι, να μην τον βλέπει ο προϊστάμενος ότι κάθεται αργός. «Κοίτα αδικία, μια φορά άργησα κι εγώ και το 'κανε ζήτημα!.. Μετρά τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα κι όλο παρατηρήσεις και φοβέρες είναι... Πού να του αντιμιλήσω, μ' έχει στην μπούκα ο ψυχοβγάλτης! Μα κι αν αργώ πότε-πότε πρέπει να μπω στον μαύρο πίνακα; Με τέτοιο κυκλοφοριακό, όσο νωρίς και να ξυπνήσεις, πώς να φτάσεις στην ώρα σου;».

Η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπός μας έχει πρόβλημα να ξεκολλήσει το πρωί απ' το στρώμα. Δεν το κάνει όμως από τεμπελιά, υπάρχει αιτία: τα βράδια κάθεται ως αργά ξάγρυπνος και δουλεύει, γιατί έχει, ξέρετε, σπουδαία σχέδια αυτός να πραγματοποιήσει. Στο μυαλό του κλωθογυρίζουν εφευρέσεις, που άμα γίνουνε, πολλά θ' αλλάξουν γι' αυτόν, μα γιατί όχι και για την ανθρωπότητα. Αρχισε με μια επινόηση που κι ένας στραβός ακόμα μπορεί να περάσει την κλωστή στη βελόνα. Οταν όμως πήγε στο υπουργείο να πάρει την πατέντα, ξαφνιάστηκε: κάποιος πιο βιαστικός απ' αυτόν την πήρε πριν εξήντα χρόνια. Ισως να 'ναι για καλό, σκέφτηκε, γιατί ούτε αυτός που την έβγαλε ακούστηκε, ούτε η εφεύρεση φάνηκε πουθενά, έστω και στα πανηγύρια. Εξάλλου έχει κι άλλες πολλές ιδέες στα σκαριά. Τώρα μάλιστα τελειώνει μια συσκευή που θα βάζεις μέσα τα παπούτσια, και θα στα παρουσιάζει βαμμένα και γυαλισμένα ό,τι χρώμα θέλεις! Κι έπειτα θα ακολουθήσουν οι μεγάλες ανακαλύψεις. Θα εκμεταλλευτεί, λέει, δυνάμεις της φύσης, άγνωστες ακόμα, για να μαστορέψει εφευρέσεις που θα κάνουν πάταγο, όπως έναν κινητήρα αεικίνητο που μελετά μέρα νύχτα. Τον έχει συλλάβει κιόλας στο μυαλό του, εκτός από μερικές μικρολεπτομέρειες, αλλά πού θα πάει, θα τις ταχτοποιήσει κι αυτές. Ομως αυτό που θα επισκιάσει ακόμα και τη διάσπαση του ατόμου, είναι η μηχανή που θα σε κάνει αόρατο! Φοβάται ότι πολλοί - σαν κι αυτόν - ψάχνουν να τη βρουν, και βιάζεται μην του πάρει άλλος τη δόξα. Γιατί, εδώ που τα λέμε, αυτήν ποθεί ο άνθρωπός μας και τίποτ' άλλο. Βέβαια, τις μεγάλες ανακαλύψεις τις ακολουθούν και οι υλικές απολαβές, αλλά αυτό ούτε που του περνά απ' το νου. Στις εγκυκλοπαίδειες όπου αναφέρεται ο Τόμας Εντισον, ο Μαρκόνι, οι αδελφοί Λουμιέρ, εκεί ονειρεύεται να φιγουράρει το όνομά του, σε σελίδες ολόκληρες να καταχωρηθούν οι ανακαλύψεις του!

Και τι νομίζει ο κύριος διευθυντής; Θα κάθεται αυτός εδώ να πουλά πουλόβερ και να του πούνε στο τέλος πάρε την αποζημίωση και δρόμο; Οχι, δε θα τον απολύσουνε. Οταν έρθει η ώρα θα φύγει μόνος του και με το κεφάλι ψηλά!

***

Σήμερα χτύπησε κάρτα στις οχτώ και τρία λεπτά κι απ' την έκφρασή του μοιάζει να 'χει κάτι σατανικό στο μυαλό του. Περνά αγέρωχος μπροστά απ' τον διευθυντή, ενώ έχει το δεξί του χέρι στην τσέπη του σακακιού. Κανείς δεν ξέρει ότι αυτή τη στιγμή κρατάει το χειρισμό μιας εφεύρεσης που θα μείνει ιστορική. Είναι μια πλακέτα που έχει απάνω δυο κουμπιά κι είναι μεγάλη όσο ένα πακέτο τσιγάρα. Ο προϊστάμενος κοιτάει το ρολόι του και του ρίχνει μια ματιά όλο κακές υποσχέσεις. Αυτός δε θέλει άλλη πρόκληση. Πατά το πρώτο κουμπί στην πλακέτα και βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη να εξαφανίζεται! Εγινε το θαύμα, είναι επιτέλους αόρατος! Ο Ευτύχιος προχωρά τώρα καταπάνω στον διευθυντή και του αστράφτει δυο γερές σφαλιάρες. Αυτουνού του φύγανε τα γυαλιά και παρά λίγο να πέσει κάτω. Κοιτάει τρέμοντας ένα γύρω, πούθε του 'ρθε αυτό το ξαφνικό, όλα είναι ήσυχα.

Αμέσως μετά, το καλάθι των αχρήστων με όλο του το περιεχόμενο, ταξιδεύει στον αέρα και τον καπελώνει.

***

Ο Ευτύχιος βρίσκεται στον πάγκο του. Το χέρι του ψάχνει ασυναίσθητα στην τσέπη για την πλακέτα, μα εκεί είναι μόνο τα τσιγάρα του. Συνέρχεται. «Ομως, πού θα μου πάει, θα το ανακαλύψω, και κάπως έτσι πρέπει να λειτουργεί... Ε, τότε θα τα πούμε, κύριε ψυχοβγάλτη μου!» Προσπαθεί να φανταστεί και σε ποιες άλλες περιπτώσεις θα 'ναι χρήσιμη αυτή η φοβερή εφεύρεση. «Για στάσου όμως, κι αν την πάρουν οι κλέφτες κι αδειάζουν τα ταμεία μπροστά στα μάτια μας;» σκέφτηκε ξαφνικά κι ανατρίχιασε. «Κι οι ληστές; Κι οι τρομοκράτες; Ε, γι' αυτό όμως δε θα φταίω εγώ. Μήπως είναι υπεύθυνος ο Αϊνστάιν αν άλλοι κάνανε κακή χρήση της διάσπασης του ατόμου; Ομως, πώς και δεν το σκέφτηκα, μπορώ να τη δώσω στον ελληνικό στρατό, να γίνει ακατανίκητος!».

- Ε, συ, δεν ακούς τόσην ώρα;

Είναι ο διευθυντής που έχει ξελαρυγγιαστεί να τον φωνάζει από ώρα. Τινάζεται και τρέχει.

- Διατάξτε!

***

Ηρθε η μέρα που η κακή προφητεία του προϊσταμένου βγήκε αληθινή. Τα προσωπικό, σ' όλα τα τμήματα, είναι ανάστατο. Ανακοινώθηκαν απολύσεις και μάλιστα σε μεγάλη έκταση. Ακούγονται κουβέντες για γενική συνέλευση, για απεργία. Ο Ευτύχιος ήρθε πάλι με καθυστέρηση κι έμαθε ότι τ' όνομά του είναι στη λίστα των απολυμένων. Ενιωσε μετέωρος. Δεν τον νοιάζει τόσο για το ψωμί, τις μηχανές του σκέφτεται.

Μερικοί του πέσανε δίπλα:

- Θα έρθεις κι εσύ το βράδυ στη συνέλευση, εντάξει; Απολύσεις είναι αυτές, όχι αστεία! Δηλαδή, οικονομίες γι' αυτούς, θάνατος για μας!

Και στη συνέλευση πήγε και για την απεργία ψήφισε. Τώρα είναι έξω από το πολυκατάστημα μαζί με το προσωπικό: Να εμποδιστούνε οι απεργοσπάστες, να πετύχει η απεργία. Η αλήθεια είναι, τα φοβάται αυτά ο Ευτύχιος, αλλά τι να κάνει, τον φέρανε στο φιλότιμο. Οταν όμως είδε να 'ρχονται τα ΜΑΤ με τα άσπρα κράνη και τα ρόπαλα, προτίμησε να γίνει αόρατος. Πήγε και κρύφτηκε πίσω από ένα περίπτερο, μαζί με δυο - τρεις άλλους. «Ε, και να υπήρχε τώρα εκείνη η πλακέτα», λέει μέσα του. «Πόσοι να είναι αυτοί; Τριάντα, σαράντα; Ας είναι και παραπάνω, θα τους έβγαζα τα κράνη με τη σειρά και μ' ένα ροπαλάκι, τακ, τακ, τακ, θα τους ζάλιζα όλους, και δε θα ξέρανε πούθε τους ήρθε».

Τέτοια σκεφτότανε, μέχρι που έπεσε η πρώτη ματσουκιά στο κεφάλι του. Σιγουριά ένιωθε πίσω απ' το περίπτερο ακόμα κι όταν άρχισε το ξύλο. Απορροφημένος από τους στοχασμούς του, δεν πήρε χαμπάρι πότε οι κρανοφόροι οπισθοχώρησαν προς τα εκεί. Οπως τον είδανε ξεκομμένο - οι άλλοι δυο είχανε φύγει κιόλας - τους ήρθε πολύ βολικό να του ρίξουνε μερικές με τα ρόπαλα.

- Είδατε ο Ευτύχιος; Τα 'βαλε μα τα ΜΑΤ! είπε κάποιος, και γέλασαν όλοι εκεί τριγύρω.

Τα φαινόμενα δείχνουν ότι η απεργία θα τραβήξει σε μάκρος. Τα αφεντικά επιμένουν στις απολύσεις, μα κι οι εργαζόμενοι φυλάνε με πείσμα τις πόρτες. Τώρα που οι κρανοφόροι είναι πάλι παραταγμένοι με τα ρόπαλα στα χέρια, ο Ευτύχιος δεν ξέρει τι να κάνει, πού να πάει και πού να σταθεί. Ρίχνει μια ματιά κατά το περίπτερο. Ξύνει το κεφάλι του, τα καρούμπαλα δεν ξεπρηστήκανε ακόμα. «Ομως το ψωμί είναι ψωμί... και τα σχέδια; οι ανακαλύψεις;... Οχι, δε γίνεται, δε θα με διώξουνε. Σίγουρα δε θα γεράσω στο βρωμομάγαζό τους, θα φύγω κάποτε, αλλά είπαμε, όταν θέλω κι όπως θέλω!.. Τώρα όμως; Μπορώ εγώ να τα βάλω με την εξουσία;». Το βλέμμα του πέφτει στους συναδέλφους του. Στέκονται ακίνητοι μπροστά στο πολυκατάστημα, αποφασισμένοι να υπερασπιστούνε τη δουλειά τους.

Καμιά φορά και το μυαλό έχει παράθυρα στον έξω κόσμο που μένουνε μόνιμα κλειστά. Οταν όμως ανοίξουνε από κάποια αιτία, ε, τότε, ξανοίγονται και καινούριες θέες. Κάτι τέτοιο μπορεί να 'γινε με τον Ευτύχιο. Μ' αυτά που βλέπει του ήρθανε τα πάνω κάτω. Σκέψεις ξορκισμένες μέχρι τώρα με τον απήγανο, άρχισαν να φωλιάζουν σιγά - σιγά στο μυαλό του: «Βρε, μπας κι είναι καλύτερα να στέκεται κανείς μαζί με τους πολλούς;.. Δε θέλει συζήτηση, έχει πιο σιγουριά παρά να είσαι ξεκομμένος». Στάθηκε για λίγο δίβουλος. Τελικά προχώρησε και χώθηκε μέσα στο πλήθος.

- Κι ίσως να 'χει σημασία να είσαι και ορατός, είπε δυνατά στον εαυτό του.

- Μα τι λέει αυτός; είπανε οι άλλοι και κούνησαν τα κεφάλια. Πού να καταλάβουνε οι άνθρωποι.


Του Γιάννη ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ