ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 30 Μάη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Τεχνικές διόρθωσης της όρασης με λέιζερ

Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο (κυρίως, βέβαια, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες) διόρθωσαν πέρσι την όρασή τους με μια από τις ειδικές τεχνικές με λέιζερ, που χρόνο με το χρόνο γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς. Υστερα από την επέμβαση αυτή, γυαλιά και φακοί επαφής τέλος! Και σαν μην έφτανε αυτό, η όραση συνήθως αποκαθίσταται πλήρως, ο ασθενής βλέπει καλύτερα απ' ό,τι έβλεπε πριν με τα γυαλιά και συχνά καλύτερα κι απ' ό,τι έβλεπε ποτέ, αφού διορθώνονται και οι εξαρχής κατασκευαστικές ατέλειες του οφθαλμού. Δυστυχώς, από τις τεχνικές αυτές δε λείπουν και κάποιες παρενέργειες.

Η LASIK (laser assisted in situ keratomileusis) (υποβοηθούμενη από λέιζερ επιτόπια σμίλευση του κερατοειδούς) είναι με διαφορά η πιο εξαπλωμένη τεχνική διόρθωσης της όρασης. Σκοπός της είναι η αναμόρφωση του κερατοειδούς με εξαέρωση στοιβάδας κυττάρων του, έτσι ώστε να εστιάζει το φως ακριβώς πάνω στον αμφιβληστροειδή. Περίπου 8% των ασθενών που κάνουν LASIK εμφανίζουν μικροεπιπλοκές, μεταξύ των οποίων χειροτέρευση της νυχτερινής όρασης, παρενοχλήσεις από εκθαμβωτικά είδωλα ή άλω, που συνήθως εξαφανίζονται από μόνα τους μετά από μερικούς μήνες ή επιδέχονται δεύτερη διορθωτική επέμβαση. Λιγότερο από το 1% των ασθενών αναπτύσσουν σοβαρές επιπλοκές, όπως η μόλυνση ή η δημιουργία ουλών στον κερατοειδή.

Η πλήρως διορθωμένη όραση ίσως δε διαρκέσει για πάντα. Οι οφθαλμολόγοι έχουν δεδομένα μόνο για τα 10 χρόνια που εφαρμόζονται οι τεχνικές λέιζερ. Οι περισσότεροι ασθενείς φαίνεται να διατηρούν την καλή όραση που απέκτησαν, ενώ οι υπόλοιποι υποτροπιάζουν μετά από 8, ή 5 ή ακόμα και 3 χρόνια από την επέμβαση. Η υποτροπή είναι συνήθως περιορισμένης έκτασης και προέρχεται από φυσιολογικές μεταβολές στον οφθαλμό καθώς περνάνε τα χρόνια. Στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να γίνει νέα εγχείρηση, αλλά κάθε επέμβαση μειώνει το πάχος του κερατοειδούς, το οποίο δεν πρέπει να γίνει λεπτότερο από 250 εκατομμυριοστά του μέτρου, γιατί τότε δε θα μπορεί να υποστηρίξει το βάρος του.

Αλλες τεχνικές διόρθωσης της όρασης με λέιζερ είναι η PRK (φωτοδιαθλαστική κερατεκτομή) και η LASEK (υποβοηθούμενη από λέιζερ επιθηλιακή κερατοσμίλευση), οι οποίες αποφεύγουν μερικές από τις παρενέργειες της LASIK, όπως η ξηροφθαλμία, αλλά προκαλούν μεγαλύτερη δυσφορία αμέσως μετά την επέμβαση και απαιτούν περισσότερο χρόνο ανάρρωσης.

Στην PRK, που εφαρμόζεται κυρίως σε όσους υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να χτυπήσουν το μάτι τους λόγω επαγγέλματος ή άλλης αιτίας, το λέιζερ εφαρμόζεται απευθείας στην εξωτερική επιφάνεια του κερατοειδή, αφού πρώτα αφαιρεθεί το επιθήλιο. Η ανάπλαση του επιθήλιου διαρκεί 3 έως 7 ημέρες και στο διάστημα αυτό το μάτι επικαλύπτεται από θεραπευτικό φακό επαφής, που αφαιρείται όταν κλείσει οριστικά το τραύμα. Στην LASEK, παραμερίζεται το επιθήλιο (αντί να αφαιρείται όπως στην PRK) και στη συνέχεια σμιλεύεται η επιφάνεια του κερατοειδούς με λέιζερ. Στο τέλος, το χειρουργικό τραύμα επικαλύπτεται με το επιθήλιο, κατ' αναλογία με τη LASEK, όπου όμως η επικάλυψη γίνεται με τον κρημνό (φλούδα) του κερατοειδούς που έχει κοπεί και παραμεριστεί στην αρχή της διαδικασίας.

Η πιο πρόσφατη τεχνική, είναι η οδηγούμενη από μέτωπο κυμάτων LASIK. Η τεχνική αυτή πετυχαίνει μέχρι και 50 φορές πιο ακριβή διάγνωση απ' ό,τι η διάγνωση που μπορεί να κάνει ένας οφθαλμίατρος με τη συμβατική μέθοδο της επίδειξης στον ασθενή του πίνακα των γραμμάτων μέσω διάφορων φακών. Αυτή η παραλλαγή της LASIK επιτρέπει στο χειρούργο να σμιλεύσει σε διαφορετικό βάθος κάθε σημείο του κερατοειδούς, αντί να κάνει μια ενιαία γενική διόρθωση, όπως στο τυπικό LASIK. Γι' αυτό, η διόρθωση της όρασης που πετυχαίνει είναι καλύτερη και μάλιστα μπορεί να οδηγήσει στην υπερόραση (δηλαδή όραση καλύτερη από 20/20) αφού επιτρέπει να διορθωθούν ατέλειες του οφθαλμού που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν ξέραμε καν ότι υπάρχουν. Αυτά με την επιφύλαξη, ότι η απόκτηση ιδιαίτερα οξείας όρασης δεν έχει παρενέργειες, όπως π.χ. η παραμορφωμένη αντίληψη των χρωμάτων.

Πάντως, με διόρθωση ή χωρίς διόρθωση της όρασης (μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμός) πρακτικά κανείς δε γλιτώνει από ένα άλλο πρόβλημα, την πρεσβυωπία. Καθώς περνάνε τα χρόνια η ελαστικότητα του φακού του ματιού μειώνεται κάνοντας δύσκολη την παρατήρηση μικροσκοπικών αντικειμένων σε κοντινή απόσταση. Η πρεσβυωπία εμφανίζεται κατά μέσο όρο σε ηλικία 45 ετών και χειροτερεύει μέχρι να σταθεροποιηθεί 10 ως 20 χρόνια αργότερα, όταν πια ο φακός έχει χάσει όλη την ελαστικότητά του. Τα λέιζερ στην περίπτωση αυτή δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.


Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ